Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αναμνήσεις μιας καθωσπρέπει κόρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αναμνήσεις μιας καθωσπρέπει κόρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

19.1.13

Η ζωή σε pixels


Μεταξύ φίλων. Βρυξέλλες, 2011.
        Μικρή αντιπαθούσα τις φωτογραφίες∙ ιδίως αυτές που με απεικόνιζαν. Με έβρισκα άσχημη, σχεδόν απωθητική∙ το στόμα μου μεγάλο, τα μαλλιά μου πολύ ίσια και πολύ κοντά, το χαμόγελό μου άχαρο. Έκρυβα τις κορνιζαρισμένες φωτογραφίες μου πίσω από βάζα, αγαλματάκια και κηροπήγια. Κάθε βδομάδα με το ξεσκόνισμα ξανάπαιρναν την περίοπτη θέση τους και πάλι τις κυνηγούσα σαν κατσαρίδες.
      Την ίδια εποχή, μέσα στην απειλητική αίθουσα αναμονής στο ιατρείο ενός ηλικιωμένου Ελληνορουμάνου οδοντίατρου, πολυτελή λευκώματα με εκατοντάδες ασπρόμαυρες φωτογραφίες μεγάλων δημιουργών μου κρατούσαν συντροφιά στην αγωνία του τροχού. Εκεί, βυθισμένη στις αναπαυτικές πολυθρόνες, περίμενα τη σειρά μου σαν μελλοθάνατη, ξεφυλλίζοντας σελίδες μεγάλου μεγέθους με θαυμάσιες φωτογραφίες. Ο γέρος οδοντίατρος πρέπει να ήταν λάτρης ή και ερασιτέχνης φωτογράφος∙ τότε ήμουν πολύ μικρή για να μου δημιουργηθεί η απορία.

       Μετά το σχολείο άρχισα να ασχολούμαι με τη φωτογραφία, στην αρχή με μια πρωτόγονη αλλά έμπιστη ΖΕΝΙΤ, τόσο βαριά όσο και ανθεκτική. Έμαθα για τον φωτοφράκτη, το διάφραγμα, την ταχύτητα, την ευαισθησία. Έστηνα τους φίλους μου σαν μοντέλα μπροστά από παλιές πόρτες, τοίχους με τούβλα, ξεχαρβαλωμένα παράθυρα. Μερικοί «έγραφαν» πάνω στο φωτογραφικό φιλμ∙ άλλοι δυσανασχετούσαν, απορρυθμίζονταν. Αργότερα μου ήρθε η μανία με τις αντανακλάσεις. Προχωρούσα στον δρόμο σαν υπνωτισμένη, παρατηρώντας ό,τι που καθρεφτιζόταν στις βιτρίνες, στους καθρέφτες των αυτοκινήτων, στις λακκούβες με τα νερά της βροχής.  Με τη μηχανή κολλημένη στα μάτια γύριζα αριστερά, δεξιά, πάνω, κάτω, μέχρι να πετύχω την τέλεια λήψη. Ό,τι έγραφε το φιλμ, θα έβγαινε στο χαρτί∙ oύτε Photoshop, ούτε Instagram εκείνη την εποχή∙ no mercy.

       Στο τέλος των φοιτητικών χρόνων πήρα μια Canon SLR και παρακολούθησα μερικές σειρές μαθημάτων φωτογραφίας. Άρχισα να μετατρέπω το WC του πατρικού μου σπιτιού σε σκοτεινό θάλαμο. Κλεινόμουν μέσα με τις ώρες σε απόλυτο σκοτάδι και εξασκόμουν να περνάω το φιλμ μέσα στο καρούλι του δοχείου εμφάνισης. Σε αυτό το στάδιο με βρήκε η έναρξη της υποχρεωτικής υπηρεσίας υπαίθρου και αναγκάστηκα να τα παρατήσω.

      Στο αγροτικό άρχισα να αλλάζω φωτογραφική ματιά. Είχα αποκτήσει πια και ένα δυνατό τηλεφακό καθώς και ένα φακό macro. Στεκόμουν σε ουδέτερα σημεία στις πλατείες των χωριών, στις αποβάθρες των λιμανιών και στις γωνιές της αγοράς. Παρατηρούσα τους ανθρώπους∙ τους γέροντες με τα φαρδιά υφασμάτινα παντελόνια και τα μακρυμάνικα πουκάμισα χειμώνα-καλοκαίρι, που ξάκριζαν από τον δρόμο προς τα καφενεία∙ τους ψαράδες που ξεφόρτωναν τα ψάρια και τα θαλασσινά σχεδόν ζωντανά, με τον αφρό της θάλασσας ακόμα επάνω τους∙ τις νοικοκυρές που ψώνιζαν από τους μανάβηδες. Τραβούσα απανωτά φωτογραφίες. Ο τηλεφακός μου με προφύλασσε από ανεπιθύμητες αντιδράσειςαπό μακριά κι αγαπημένοι. Κάποιες φορές χρησιμοποιούσα τη μέθοδο του «ανθρώπινου δολώματος»: έκανα ότι φωτογράφιζα κάποιον γνωστό και τραβούσα το πρόσωπο που ήθελα.

     Την πιο αναπάντεχη αντίδραση σε φωτογραφία την εισέπραξα πριν από πολλά χρόνια, όχι από άνθρωπο, αλλά από ένα χιμπατζή στον ζωολογικό κήπο του Λονδίνου. Είχα σταθεί ακίνητη μπροστά στο κλουβί του και ρύθμιζα τη μηχανή μου για να τον τραβήξω καθώς έτρωγε τη μπανάνα του. Φαίνεται πώς η προετοιμασία μου πήρε λίγο παραπάνω, γιατί μόλις ήμουν πια έτοιμη να τραβήξω τη φωτογραφία, ο χιμπατζής εκνευρισμένος μου πέταξε τη μπανανόφλουδα κατακέφαλα. Αν υπήρχε επόμενη λήψη, θα με έδειχνε με τη φλούδα πάνω στα μαλλιά. Έγινα το ανέκδοτο της παρέας εκείνη την ημέρα…

Διακρίνεται η μπανάνα, καθώς εγκαταλείπει το χέρι του χιμπατζή,
κατευθυνόμενη προς το κεφάλι μου...


      Την τελευταία δεκαετία η φωτογραφία έχει γίνει πια μια εύκολη υπόθεση. Η ψηφιακή τεχνολογία έχει δώσει απόλυτη ελευθερία στις λήψεις. Τραβάς ό,τι θέλεις, όσες φορές θέλεις, όπως θέλεις. Με μηχανή, με κινητό, με tablet. Μετά το επεξεργάζεσαι, το κόβεις και το ράβεις, το χρωματίζεις, το αποχρωματίζεις, το παλιώνεις ή το κάνεις να φαίνεται σαν σκίτσο. Το ανεβάζεις στο facebook, στο flickr, στο μπλογκ. Το κάνεις φόντο στην επιφάνεια εργασίας, υδατογράφημα σε έγγραφο του Word, εικόνα σε παρουσίαση Powerpoint. Μπορείς επίσης να το βάλεις σε ηλεκτρονική κορνίζα∙ αν το βαρεθείς, δεν χρειάζεται να παραχώσεις την κορνίζα∙ απλώς της αλλάζεις το θέμα.

     Με τα χρόνια έχω κατασταλάξει στο είδος της φωτογραφίας που με συναρπάζει. Είναι αυτές οι φωτογραφίες που αιχμαλωτίζουν στιγμιότυπα∙ κάτι που γίνεται και δεν πρόκειται να ξανασυμβεί με τον ίδιο τρόπο. Συνήθως είναι άνθρωποι∙ βλέμματα, χειρονομίες, κινήσεις, χαμόγελα, εκφράσεις. Όχι τα στημένα χαμόγελα, αυτά που περιμένουν το κλικ του φακού, καλοχτενισμένα,  παγωμένα μέσα στην ίδια τους την αμηχανία∙ τα αυθόρμητα χαμόγελα, αυτά που ξεπετάγονται απροειδοποίητα, με τις γωνιές των ματιών να ρυτιδώνουν από ευφορία και τα δόντια να αποκαλύπτονται αβίαστα, αφήνοντας την ψυχή να εκτονώσει έστω και  στιγμιαία τα βάρη της. Είναι και οι εκφράσεις οι φυσικές, αυτές που ζωγραφίζονται αυτόματα, χωρίς παράγγελμα, χωρίς προσμονή∙ η έκπληξη, η δυσαρέσκεια, η βουλιμία, η νύστα, η συγκίνηση, η θλίψη, η απελπισία. Είναι το ίδιο το συναίσθημα που αποτυπώνεται με pixels και περνάει από τη μνήμη RAM στην αιωνιότητα. Φωτογραφία δεν είναι οι στημένες οικογενειακές λήψεις με θείους, ανίψια, εξαδέλφια σε παράταξη γύρω από το γιορτινό τραπέζι∙ αυτό είναι φωτογραφική καταγραφή της οικογένειας. Φωτογραφία είναι η στιγμή που ο θείος, μπουκωμένος με το κομμάτι της βασιλόπιτας, δαγκώνει το φλουρί και γουρλώνει τα μάτια με ενθουσιασμό.

     Οι φωτογραφίες είναι βλέμματα∙ τα βλέμματα των άλλων επάνω μας. Και είναι ίσως αυτά τα βλέμματα που μας κάνουν να νιώθουμε αμήχανα∙ όχι το πώς στ’ αλήθεια δείχνουμε, αλλά το πώς θέλουμε να μας βλέπουν οι άλλοι. Συνεχίζει να μη μου αρέσει ο εαυτός μου στις φωτογραφίες. Τώρα είναι οι ρυτίδες του γέλιου, οι ρίζες των μαλλιών που μπορεί να θέλουν βάψιμο, το κραγιόν που δεν φαίνεται, η φράντζα που έχει πέσει. Είναι όμως ανεκτίμητες κάποιες φωτογραφίες τραβηγμένες με χιούμορ, με αγάπη, που με έχουν συλλάβει απροειδοποίητα σε στιγμές αυθόρμητες∙ σε ένα δυνατό γέλιο με τις ρυτίδες πιο βαθιές από ποτέ, σε μια στιγμή περισυλλογής με τη φράντζα να πέφτει περισσότερο πάνω στο προβληματισμένο κούτελο, σε μια στιγμή λαιμαργίας με το στόμα γεμάτο και το κραγιόν χωνεμένο.

     Η ζωή φαίνεται  αλλιώς  μέσα από το φακό. Πρόκειται για μια ματιά επιλεκτική, συχνά αδιάκριτη, εξομολογητική, έως και τρυφερή.  Να παρατηρεί κανείς τους ανθρώπους και να συλλαμβάνει τα στιγμιότυπα πάνω στη γέννησή τους. Η φωτογραφία να είναι γεμάτη με πραγματικό χρόνο, να αποτυπώνει σκηνές, γεγονότα, εκφράσεις που δεν θα επαναληφθούν ποτέ με τον ίδιο τρόπο∙ μοναδικές στιγμές όπως μοναδική είναι και η ίδια η ζωή.


Σιγά τον πολυέλαιο. Βρυξέλλες 2011.

30.9.12

Όλες οι χελώνες της ζωής μου


 […]

Τώρα ερχόταν κατά δω ένα καμιονάκι, και σαν πλησίασε, ο οδηγός είδε τη χελώνα και λόξεψε για να την πατήσει. Η μπροστινή ρόδα χτύπησε το καβούκι στην άκρη, έκανε τη χελώνα και αναπήδησε, τη σβούρισε ίδιο νόμισμα και την κύλησε έξω απ’ το δρόμο. Το καμιόνι τράβηξε στη δουλειά του από το δεξί πλευρό του δρόμου. Η χελώνα, πεσμένη πάνω στη ράχη, έμεινε ακίνητη πολλή ώρα, κλεισμένη στο καβούκι της. Τέλος, τα πόδια της κούνησαν στον αέρα προσπαθώντας να πιαστούν από κάπου. Το ένα από τα μπροστινά πιάστηκε σ’ ένα σκύρο, σιγά σιγά ανασήκωσε το καβούκι και γύρισε απ’ την καλή. Το στάχυ έπεσε και τρία σπυριά κόλλησαν χάμω. Και καθώς η χελώνα σερνόταν στο κρηπίδωμα, το καβούκι της τρίφτηκε πάνω στα σπυριά και καθαρίστηκε από το χώμα. Η χελώνα μπήκε σ’ ένα δρόμο γεμάτο σκόνη και προχωρούσε χαράζοντας με το καβούκι της ένα ρηχό κυματιστό χαντάκι. Τα γέρικα πονηρά της μάτια κοίταζαν ολόισια μπροστά και το κοκαλένιο στόμα της απόμενε μισάνοιχτο. Τα κίτρινα νύχια των ποδιών της γλιστρούσαν λιγάκι μες στη σκόνη.

Τζον Στάινμπεκ

«Τα σταφύλια της οργής»

(μτφ. Κοσμάς Πολίτης)

Κάποιοι μετράνε τα καλοκαίρια τους με έρωτες, άλλοι με νησιά τα δικά μου καλοκαίρια τα μετράω με χελώνες.
          Το πρώτο καλοκαίρι με χελώνα ήταν κάπου προς το τέλος του Λυκείου. Βαρετές οι διακοπές στην Καλαμάτα με τον παππού και τη γιαγιά, μπάνιο στη θάλασσα πρωί-απόγευμα και διάβασμα για τις Πανελλήνιες ενδιάμεσα. Ο ξανθός Τζίμης από την Αυστραλία, που για χάρη του το προηγούμενο καλοκαίρι είχα μάθει πατίνια σ’ ένα απόγευμα, είχε ξαναγυρίσει στην πατρίδα του. Εκείνο το καλοκαίρι του ηλεκτρισμού στη Φυσική, μεταξύ πυκνωτών και πηνίων, μπήκε στη ζωή μου ο Ζίγκι, ένα χελωνάκι τόσο μικρό, που χώραγε στη χούφτα μου. Το όνομά του το όφειλε στον Ziggy Stardust του David Bowie και όφειλε να τον ακούει κάθε πρωί, από ένα μονοφωνικό καβουρντιστήρι-κασετόφωνο, μασουλώντας κέικ βανίλια και κορν φλέικς. Κάπου είχα διαβάσει ότι τα ζώα αγαπούν τη μουσική. Πάντως ο δικός μου Ζίγκι σίγουρα αγαπούσε πολύ το κέικ. Μετά την πρωινή μουσική ακρόαση, τον άφηνα ελεύθερο στον κήπο και άρχιζα τη μελέτη μου. Πέρασε έτσι ένας μήνας περίπου, ώσπου μετά από ένα πρωινό με Doors, εισακούστηκε η κραυγή του Morrison Break on through to the other side” και ο Ζίγκι διέφυγε λάθρα με μικρά χελωνίσια βήματα προς άγνωστη κατεύθυνση, αφήνοντάς με μόνη μου να διαβάζω τον ηλεκτρισμό, τρώγοντας με μεγάλες μπουκιές το κέικ βανίλιας.

Η δεύτερη χελώνα της ζωής μου ήρθε πολύ αργότερα, πάνω στην εκπνοή της οργάνωσης "17 Νοέμβρη". Κοινωνικά ήμουν πια σύζυγος και μητέρα και επαγγελματικά παθολόγος, εξειδικευόμενη στην Εντατική Θεραπεία. Η χελώνα που εντάχθηκε ως τέταρτο μέλος στην οικογένειά μας εκείνο το καλοκαίρι, ονομάστηκε Σάββας. Είχε προηγηθεί ο τραυματισμός και η σύλληψη του Σάββα Ξηρού, ο οποίος νοσηλευόταν στον Ευαγγελισμό. Ο Σάββας ήταν μια ανήσυχη χελώνα. Δεν τον χώραγε ο τόπος του κήπου μας. Πολύ γρήγορα  έφυγε, κι ας είχα υπάρξει πολύ χαλαρή μαζί του, αφήνοντάς τον ελεύθερο στις δικές του μουσικές επιλογές.

Η επόμενη χελώνα, μετά από μερικά καλοκαίρια, με βρήκε με δύο κόρες πια, να παλεύω να μπω στο ΕΣΥ. Μέχρι τότε, βλέποντας την ουρά τους,  νόμιζα όλες τις χελώνες που έβρισκα αρσενικές. Έτσι η καινούρια χελώνα πήρε το όνομα Μάρκος, που ήταν ένα από τα αγαπημένα μου ανδρικά ονόματα. Και γιο αν είχα, Μάρκο θα τον έβγαζα, αν βέβαια κατάφερνα να συμφωνήσει και ο Στέλιος, που ως Μάρκο στο μυαλό του είχε κρατήσει τον κακότροπο φορτηγατζή της γειτονιάς τους. Ο Μάρκος-χελώνα έζησε μαζί μας τρία καλοκαίρια. Τον έπαιζαν οι γάτες στον κήπο κι εκείνος τους έτρωγε τα γαριδάκια από το πήλινο πιάτο. Πώς κατάφερνε και βούταγε με το κεφάλι μέσα στο πιάτο και πώς έβγαινε μετά, ήταν άξιο απορίας, όμως και ο ίδιος ο Στάινμπεκ αναφέρει αντίστοιχο παράδειγμα ευκίνητης χελώνας στα Σταφύλια της Οργής. Επίσης, ο Μάρκος ήταν σβέλτος σα λαγός. Έφερνε βόλτα τον κήπο πέρα-δώθε, μέχρι που κουραζόσουν να τον κοιτάς. Ακολουθούσε τον Στέλιο που έσκαβε και πότιζε τα λουλούδια, και έπινε νερό από το λάστιχο. Το τρίτο καλοκαίρι του Μάρκου, κάπου διάβασα για το φύλο της χελώνας και άρχισα να αμφιβάλλω αν ο Μάρκος ήταν σίγουρα αρσενικός. Δεν ξέρω αν άλλαξε κάτι στη συμπεριφορά μου, πάντως μας έφυγε κι αυτός εκείνο το καλοκαίρι.

Το φετινό καλοκαίρι, την ημέρα ακριβώς που είδε το φως στον τύπο ένα αδημοσίευτο μισοξεχασμένο διήγημα του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, βρήκαμε τον Φιτζ. Αμετακίνητη στην ονοματοθεσία ως επί άρρενος, δεν βρήκα πιο ταιριαστό όνομα εκείνη την ημέρα για το καινούριο χελωνάκι, από εκείνο του αγαπημένου συγγραφέα. Τρυφερή ήταν εκείνη η μοναδική μέρα, στις αρχές του καλοκαιριού, που έμεινε μαζί μας ο Φιτζέραλντ. Τον χάσαμε την επόμενη με άγνωστο τρόπο. Μου έμεινε η χαρά, η φωτογραφία που είχα προλάβει να του τραβήξω και η έμπνευση ενός κειμένου για τις χελώνες της ζωής μου, που όμως δεν έγραψα.

Ή μάλλον δεν είχα γράψει μέχρι τώρα, γιατί σήμερα τα πρωί, καθώς ο Στέλιος πότιζε τον κήπο του εξοχικού, είδε ανάμεσα στα κιτρινισμένα φύλλα ένα κάπως περίεργο κιτρινισμένο φύλλο που περπατούσε. Ήταν ένα νεογέννητο χελωνάκι, σε μέγεθος φύλλου τριανταφυλλιάς. Διαβάζοντας για την αναπαραγωγή της χελώνας, σκέπτομαι πως μάλλον τον Φιτζ έπρεπε να τον είχα ονομάσει Ζέλντα και πως μάλλον εκείνη η χελώνα, πριν φύγει, γέννησε αυγά στον κήπο. Τα αυγά χρειάζονται επώαση περίπου δυόμισι μηνών, πριν ανοίξουν. Αν επωαστούν σε θερμοκρασία  μέχρι 28 βαθμούς Κελσίου, το νεογέννητο βγαίνει αρσενικό αν η θερμοκρασία είναι μεγαλύτερη, βγαίνει θηλυκό. Δεν πρόλαβα να δώσω όνομα στο χελωνάκι. Δεν ήξερα πώς να το πω. Αντώνη, Βαγγέλη, Φώτη (Αλέξη ίσως;) κι αν ήταν θηλυκό, με τη ζέστη που έκανε όλον αυτό τον καιρό; Το άφησα στην ησυχία του, να κάνει βόλτες μέσα στα φύλλα (θα μπορούσα ίσως να του είχα βάλει να ακούσει και το Les feuilles mortes) και γύρισα στην Αθήνα, φέρνοντας μαζί τη φωτογραφία του και ανανεωμένη την έμπνευση για το κείμενο Όλες οι χελώνες της ζωής μου. Σας το αφιερώνω.

 

4.3.12

Στην έρημο δεν βρίσκει κανείς φίλο


Στην πλατεία με πήγαινε παλιά ο παππούς.
Του ζητούσα να με συστήσει στα παιδάκια.
Τα περιστέρια ήταν όλα ύπουλα και παχουλά.
Ράμφιζαν τα χέρια και το πρόσωπο.
"Η Οδός Αριστοτέλους"-Χλόη Κουτσουμπέλη

       Όλα τα μικρά παιδιά πρέπει να έχουν μια πλατεία για να παίζουν. Πρέπει επίσης να έχουν άλλα παιδιά, για να τους κάνουν φίλους και να παίζουν μαζί τους στην πλατεία. Αν έχουν και παππού ή γιαγιά, μπορούν να πηγαίνουν στην πλατεία κάθε μέρα. Αυτά όλα τα έχουν αποφασίσει από παλιά οι μεγάλοι για το καλό των παιδιών.
      Μάλλον ήμουν πολύ τυχερό παιδί, αφού είχα δύο πλατείες για παιχνίδι. Η πρώτη είχε στην είσοδό της το άγαλμα ενός ιερέα. Μάλιστα, δεν ήταν απλός ιερέας, αλλά Μητροπολίτης. Τον είχαν σκοτώσει οι Τούρκοι στη Μικρασιατική Καταστροφή. Το άγαλμα είχε τον περισσότερο καιρό ένα πράσινο χρώμα, λίγο πιο ανοιχτό από τα φυτά της πλατείας. Κατά καιρούς το καθάριζαν και γινόταν μεταλλικό, αλλά γρήγορα πάλι ξαναπρασίνιζε. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ πράσινο άγαλμα (ο Βαρώτσος δεν είχε ακόμα φτιάξει τον Δρομέα του). Είχε κι άλλα αγάλματα η πλατεία αυτή. Πιο συμπαθητικός από όλους τους αθανάτους - σαν καλός παππούς - μου φαινόταν ο Στέλιος Σπεράντζας. Είχαμε και τα ποιήματά του στο αναγνωστικό μας, ήταν - πώς να το κάνουμε - άλλη η σχέση μας.
     Η άλλη πλατεία δεν είχε αγάλματα. Είχε όμως λιμνούλες - τσιμεντένιες δεξαμενές στην πραγματικότητα - με πάπιες και κύκνους. Τα νερά δεν ήταν πολύ καθαρά∙ κολυμπούσαν μέσα τους μισοφαγωμένα κουλούρια, χαρτάκια από καραμέλες ή μικρά παιχνίδια∙ οι πάπιες όμως έδειχναν ευχαριστημένες.
     Εκτός από τις δύο πλατείες, η παιδική μου τύχη μού είχε επιπλέον εξασφαλίσει και μια καλή γιαγιά, διαθέσιμη να με πηγαίνει κάθε απόγευμα - μαζί με τον αδελφό μου - σε μία από τις δύο ή και στις δύο πλατείες. Η σημερινή μεγάλη λεωφόρος ήταν τότε κι αυτή ακόμα μικρή, τόσο ώστε να μπορούν εύκολα να τη διασχίσουν μια γιαγιά με τα εγγονάκια της. Μόλις περνάγαμε απέναντι, στον γειτονικό μας δήμο, ο Μητροπολίτης μας έγνεφε με την ποιμαντορική του ράβδο το καλωσόρισμα.
     Παρά την ευνοϊκή συγκυρία με τη γιαγιά και τις δύο πλατείες, το απογευματινό παιχνίδι μου δεν ήταν δεδομένο. Τα παιδάκια που έπαιζαν στις πλατείες ήταν άγνωστα∙ και πώς να πλησιάσεις έναν άγνωστο… Ο αδελφός μου είχε λυμένα αυτά τα παιδικά υπαρξιακά θέματα. Αυτοσυστηνόταν και έμπαινε στο παιχνίδι. Καμιά φορά τον ακολουθούσα κι εγώ. Συνήθως όμως, για καλό και για κακό, έφερνα φίλους μου από το σπίτι, για να μην είμαι μόνη μου.
     Οι καλύτεροί μου φίλοι σ’ εκείνες τις βόλτες της πλατείας ήταν τα Κλασσικά Εικονογραφημένα∙ ο ιππότης σερ Κένεθ (από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο) ήταν ο πιο τακτικός μου συνοδός∙ ίσως επειδή ήταν ήρωας στο πρώτο τεύχος που κυκλοφόρησε, ίσως εκείνη η πρώτη του κουβέντα μέσα στο συννεφάκι ομιλίας - «Στην έρημο δεν βρίσκει κανείς φίλο» - να τον έκανε να μου φαίνεται πιο έμπιστος. Όμως και οι άλλοι που ακολούθησαν, ο Γιάννης Αγιάννης με την εφιαλτική σκιά του, τον Ιαβέρη (από τότε αντιπάθησα τις φαβορίτες στους άνδρες), ο Όλιβερ Τουίστ, ο Ρομπέν των Δασών, όλοι μου κρατούσαν καλή παρέα στη μία ή την άλλη πλατεία. Τους κουβαλούσα μέσα σε μια πλαστική σακούλα, σαν θησαυρό, ρίχνοντας στο δρόμο κρυφές ματιές στα χρωματιστά εξώφυλλα μέσα από το άνοιγμα της σακούλας. Αυτοί ήταν πιστοί φίλοι∙ πάντα διαθέσιμοι, χωρίς παρακάλια, χωρίς συστάσεις.
     Οι μεγάλοι διασκέδαζαν με την καμουφλαρισμένη στην πλαστική σακούλα εσωστρέφειά μου και με προέτρεπαν να πλησιάζω τα παιδάκια με θάρρος, όπως ο αδελφός μου. Όμως αυτό ή το’ χεις ή δεν το’ χεις∙ κι εγώ δεν το είχα. ‘Ένα απόγευμα που ήμουν χωρίς τον Βαγγέλη στο πάρκο με τ’ αγάλματα, νόμιζα ότι το απέκτησα. Πλησίασα μια παρέα από παιδιά που έφτιαχναν σπιτάκια με λάσπη και τούβλα και τους ζήτησα να παίξω μαζί τους. Δεν απόρησα πώς είχαν βρεθεί τα σπασμένα τούβλα στο πάρκο∙ δεν πρόλαβα μάλλον να απορήσω, γιατί το ένα παιδί μού κατάφερε ένα γερό χτύπημα στο κεφάλι με ένα τούβλο. Ευτυχώς αναίμακτη η κάκωση (χαμηλής βαρύτητας, όπως θα διάβαζα πολύ αργότερα στα φοιτητικά μου συγγράμματα), αρκετή όμως για να ματαιώσει κάθε περαιτέρω διάθεση κοινωνικότητας, τουλάχιστον στην πλατεία με τ’ αγάλματα. Γύρισα πίσω στη γιαγιά και στη σακούλα, χωρίς να πω λέξη για το γεγονός. Δεν θυμάμαι αν ήταν μαζί μου ο σερ Κένεθ εκείνη την αποφράδα μέρα, αλλά το σύννεφο «Στην έρημο δεν βρίσκει κανείς φίλο» πηγαινοερχόταν στη σκέψη μου, ανακατεμένο με τα άλλα σύννεφα που σκοτείνιαζαν το χτυπημένο μου κεφάλι.
     Ευτυχώς, τα Κλασσικά Εικονογραφημένα έβγαλαν πολλά τεύχη. Στο τέλος, είχαν σχεδόν αποκλειστικά ιστορίες από την Ελληνική Μυθολογία και από την Επανάσταση του 1821∙ δεν μου άρεσαν τόσο πολύ, όσο οι ιστορίες των κλασσικών συγγραφέων. Είχα αρχίσει κι εγώ να μεγαλώνω∙ μπήκαν στην παρέα τα κοριτσίστικα περιοδικά, η Μανίνα, η Κατερίνα, η Πάττυ. Στο σχολείο οι τάξεις ανέβαιναν. Είχαν προστεθεί και εξωσχολικές δραστηριότητες: αγγλικά, γαλλικά, πιάνο. Όλες οι ώρες του απογεύματός μου ήταν καλυμμένες∙ τα γερούνδια, οι διέσεις και το σολφέζ με προστάτευαν επαρκώς από τούβλα και  πέτρες. Ο σερ Κένεθ παντρεύτηκε την αγαπημένη του Λαίδη Έντιθ∙ οι πάπιες μεταφέρθηκαν στον Εθνικό Κήπο∙ η λεωφόρος μεγάλωσε και χωρίστηκε στη μέση με μεταλλικό κιγκλίδωμα∙ δημιουργήθηκαν υπόγειες διαβάσεις για τους πεζούς. Η γιαγιά δεν ήταν πια κοντά μας∙ ήταν με τον παππού.
     Μόνο ο Μητροπολίτης έμεινε στη θέση του, να χρυσίζει και να πρασινίζει, κρατώντας στιβαρά την ποιμαντορική του ράβδο. Και βέβαια και ο Στέλιος Σπεράντζας πιο πέρα, σαν καλός μπαμπάς. Ποιος ξέρει, άραγε, τι να έγινε το παιδί με το τούβλο∙ αρχιτέκτονας, πολιτικός μηχανικός, εργολάβος οικοδομών… Σίγουρα κάτι τέτοιο, αν κρίνω από τη δική μου δουλειά, που σε μεγάλο μέρος της έχει να κάνει με κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Τίποτα στη ζωή δεν είναι τυχαίο, τελικά.

Σύνδεσμοι:
  1. Ολόκληρο το ποίημα "Η Οδός Αριστοτέλους" της Χλόης Κουτσουμπέλη, εδώ: http://chloekoutsoumpeli.blogspot.com/2012/03/blog-post.html
  2. Ένας σύνδεσμος με πολλά (όλα;) τα τεύχη των Κλασσικών Εικονογραφημένων σε pdf: http://www.filecrop.com/%CE%9A%CE%9B%CE%91%CE%A3%CE%A3%CE%99%CE%9A%CE%91%20%CE%95%CE%99%CE%9A%CE%9F%CE%9D%CE%9F%CE%93%CE%A1%CE%91%CE%A6%CE%97%CE%9C%CE%95%CE%9D%CE%91.html

9.12.11

Το τελευταίο κλικ


Είναι μια ιστορία από τα άγουρα χρόνια, από κείνες που κρατάς για να αποδεικνύεις στα εγγόνια σου ότι η γιαγιά τους υπήρξε κάποτε νέα γυναίκα. Μια πόλη μεγάλου ελληνικού νησιού ο τόπος , φθινόπωρο η εποχή, δραχμή το νόμισμα. Με φιλοξενεί στο σπίτι του ένας φίλος μου, που δεν θα πάρει μέρος στην ιστορία, γιατί την ώρα αυτή έχει μάθημα στη σχολή του.
Τα πεζοδρόμια της πόλης στρωμένα με κιτρινοπράσινα κιλίμια από φύλλα, ο ουρανός δραματικός, γκριζογάλανος, παραγεμισμένος με λευκά σύννεφα. Έτοιμο θέμα για φωτογραφία, πανέτοιμη και η καινούρια μου  Canon για την επίσημη πρεμιέρα της. Την κρατάω φασκιωμένη σαν χρονιάρικο μωρό και περιπλανιέμαι στους δρόμους. Φυσάει μανιασμένος αέρας, νιώθω το χώμα από τα παρτέρια να σηκώνεται και να εισχωρεί στις τρύπες της πλεκτής μπλούζας μου. Περπατώ χωρίς καμιά από τις ύστερες έννοιες, αγωνιώντας μόνο για το βάθος πεδίου, το κάδρο και την εστίαση του φακού. Φωτογραφίζω με περίσκεψη, καθότι δεν έχει φτάσει η εποχή της ψηφιακής φωτογραφίας και η εμφάνιση και εκτύπωση είναι αρκετά αλμυρές για το φοιτητικό μου χαρτζιλίκι.
Πλησιάζω τα παρτέρια με τα φυτεμένα λουλούδια εστιάζοντας, μέχρι να μη μπορεί να διορθωθεί με κανένα τρόπο η θολούρα. Χρειάζεσαι φακό macro, μου υπαγορεύει ο ακόρεστος νεανικός εαυτός μου. Οι ρυτίδες των φύλλων δεν καθαρίζουν καθόλου με τον εξοπλισμό που διαθέτω. Οι ντόπιοι πηγαίνουν βιαστικοί στις δουλειές τους και είμαι η μοναδική παραφωνία στην περιοχή, μαζί μ’ ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που κάνει την πρωινή βόλτα του (πιθανόν καθ’ υπόδειξη του οικογενειακού γιατρού) κι ένα μαύρο κοκκαλιάρικο σκυλί που με κοιτάει με μαύρο παρακλητικό βλέμμα ζητιάνου.
Σταματάω σε έναν κατακόκκινο ιβίσκο και εστιάζω. Κλικ! ακούγεται ο ηδονικός ήχος σύλληψης της φωτογραφίας και… τι στο καλό… μαυρίλα… σκοτείνιασε το μάτι της μηχανής… έγινε ίδιο με του σκύλου (με μάτιασε το παλιόσκυλο)… ο φωτοφράχτης παραμένει κλειστός… πατάω ξανά και ξανά το κουμπάκι… τίποτα…  Μαύρες σκέψεις κυκλώνουν το θολωμένο μου μυαλό-μήπως εκείνο το τελευταίο κλικ ήταν το κύκνειο άσμα; Μη δώσει ο Θεός σε άνθρωπο τέτοια λαχτάρα… Κοιτάζω γύρω μου, δεν ξέρω πολύ καλά την πόλη. Εκτός από φθινόπωρο είναι και η προ κινητών εποχή. Μπαίνω σε ένα-δυο καταστήματα και ρωτάω. Η απάντηση είναι μία: ο Γιώργος. Μόνο αυτός μπορεί να ξέρει. Ο Γιώργος και η Canon σκέφτομαι (ορθολογικά), όμως η ανυπόμονη φύση μου έχει ήδη επιλέξει τον Γιώργο.
Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω, δρόμο ξαναπαίρνω και πριν τον ξαναφήσω, βρίσκω το φωτογραφείο του Γιώργου, σε ήσυχη γειτονιά πίσω από το παλιό λιμάνι. Ανοίγω την πόρτα. Ένα κουδούνισμα προειδοποιεί για την έλευση υποψήφιου πελάτη. Ο Γιώργος είναι γύρω στα σαράντα, μελαχρινός με διακριτικό μουστάκι και γυαλιά με ασημένιο σκελετό. Του λέω το πρόβλημα (η αγωνία μου έχει φτάσει στο αποκορύφωμα). Θέλει να δει τη μηχανή. Χρειάζεται μερικό χρόνο, μία ώρα, ίσως μιάμιση. Να φύγω και να ξαναπεράσω. Νιώθω σαν τον μαύρο σκύλο. Αφήνω τη μηχανή, μαζεύω τα κομμάτια μου και φεύγω.
Τριγυρίζω τώρα στην πόλη με άδεια χέρια. Οι φθινοπωρινές εικόνες με νευριάζουν. Ξαναπερνάω δίπλα από τον μοιραίο ιβίσκο (τώρα που δεν έχω τον πυρετό της φωτογραφίας, προλαβαίνω να παραδεχτώ το κενό γνώσεών μου στα λουλούδια-αν ο ιβίσκος δεν ανθίζει το φθινόπωρο, κάτι άλλο πρέπει να είναι-τουλάχιστον το κόκκινο παραμένει αδιαφιλονίκητο). Αισθάνομαι τα μαλλιά μου ανακατεμένα και κοκκαλωμένα από τη σκόνη. Η ώρα δεν περνάει. Περπατάω χωρίς σκοπό. Ο οικοδεσπότης φίλος μου τώρα θα παρακολουθεί την παράδοση των μαθημάτων Οικονομίας (Μικρο-Μακρο τα λέει για συντομία). Μακάρι να υπήρχαν κινητά, να τον καλούσα για έναν καφέ της παρηγοριάς, θα είχα σκεφτεί αν έβλεπα μπροστά από την εποχή μου. Με το συνηθισμένο μου μυαλό όμως περιορίζομαι μακάρια στο παρόν και συνεχίζω το άσκοπο περπάτημα.
Η πιο μεγάλη ώρα φτάνει και να’ μαι ξανά στο κατώφλι του Γιώργου. Τραβήξτε, ακούω από μέσα τη φωνή. Ανοίγω την πόρτα και μπαίνω. Εκεί, με μουσική υπόκρουση την Εισαγωγή από τη Δύναμη του Πεπρωμένου, αντικρίζω το πιο φρικιαστικό θέαμα της μέχρι τώρα ζωής μου. Η μηχανή μου διαλυμένη εις τα εξ ων την είχε συνθέσει η τεχνολογία της Canon και o Γιώργος με ματογυάλι ωρολογοποιού και μικροσκοπικά κατσαβίδια και λαβίδες (Μικρο-Μακρο-Μικρο-Μακρο, μήπως άρχισε να μου σαλεύει;) παίρνει ανυπόστατα βιδάκια και τα τοποθετεί σε αόρατες με γυμνό μάτι τρύπες. (Αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, τι θα γραφτεί άραγε στο ιστορικό μου;)
Είχε μπει ένας κόκκος άμμου. Εντάξει, είναι τώρα. Ο Γιώργος μου λέει τη διάγνωση, διακόπτοντας το μουρμούρισμα της θεϊκής μελωδίας του Βέρντι. Συνεχίζει να συναρμολογεί τη μηχανή, ενώ εγώ δίπλα του νιώθω την ανάγκη να προσευχηθώ. Λόγω σχετικής απειρίας, αργώ να επιλέξω ιερό πάροχο και ο Γιώργος προλαβαίνει να τελειώσει το παζλ. Η μηχανή μου είναι πάλι ολόκληρη και λειτουργεί τέλεια!
Αφήνει το ματογυάλι και ξαναφοράει τα ασημένια γυαλιά του. Η όπερα έχει προχωρήσει στην πρώτη πράξη της. Πιάνουμε μια ανάλαφρη κουβέντα για τη φωτογραφία, την ιατρική, τις μεγάλες και τις μικρές πόλεις. Μου ζητάει να ποζάρω για πορτρέτο. Σκέφτομαι τα κολλημένα μαλλιά μου και διστάζω, όμως τελικά η ευγνωμοσύνη υπερισχύει. Μου τραβάει κάποιες κοντινές και κάποιες πιο μακρινές λήψεις. Διορθώνει τη στάση του κεφαλιού μου και φτιάχνει τις λάμπες και τη λευκή ομπρέλα του ανάλογα. Νιώθω αμήχανα. Δεν μου έχει ξανατύχει. Μου ζητάει να ξεκουμπώσω τα πάνω κουμπιά της μπλούζας μου (πόσο μπορεί να κοστίζει η επισκευή; σκέφτομαι). Αρνούμαι περαιτέρω φωτογράφιση και τον ρωτάω τι του οφείλω. Τίποτα, μόνο τη διεύθυνσή μου για να μου στείλει τις φωτογραφίες. Φεύγω από το φωτογραφείο με διπλή ανακούφιση.
Περίπου τρεις εβδομάδες μετά, ο ταχυδρόμος μου παραδίδει ένα φάκελο από χοντρό χαρτί. Η διεύθυνσή μου γραμμένη καλλιγραφικά με μαύρο μαρκαδόρο. Μέσα στον φάκελο τα πορτρέτα μου, ασπρόμαυρα, σε διάφορα μεγέθη, εκτυπωμένα σε ματ φωτογραφικό χαρτί. Απλώνω τις φωτογραφίες πάνω στο κρεβάτι μου και τις κοιτάζω. Η πλεκτή μου μπλούζα είναι κουμπωμένη μέχρι απάνω, τα μαλλιά μου κολλημένα και το βλέμμα μου μαύρο και παρακλητικό σαν του σκύλου της ιστορίας.

26.1.11

Η κολόνια-αίνιγμα

    Μου αρέσουν τα αρώματα. Μου αρέσει να μυρίζω όμορφα. Μου αρέσει επίσης να μυρίζουν οι άλλοι γύρω μου όμορφα. Μερικές φορές κάποια αρώματα μου κολλάνε ξαφνικά και ανεπανόρθωτα. Μια ευαίσθητη περίοδος για κάτι τέτοιο είναι το πρωί μετά από μια δύσκολη εφημερία. Είναι η ώρα που οι άλλοι έρχονται από τα σπίτια τους καθαροί και φρεσκοπλυμένοι, αφήνοντας στο πέρασμά τους την ψύχρα του πρωινού με νότες από την κολόνια ή το αφρόλουτρό τους.
    Κάτι τέτοιο μου έτυχε πριν από μερικές ημέρες. Ήταν πρωί, μετά από μια αρκετά κουραστική εφημερία. Μια νοσηλεύτρια της πρωινής βάρδιας μπήκε στο γραφείο φουριόζα, να με ρωτήσει για την αγωγή ενός ασθενούς. Μαζί της μπήκε και ένα κύμα άγνωστου αρώματος. Έδωσα την απάντηση για τον άρρωστο και έκανα την ερώτηση για το άρωμα.
   «Enigma της Oriflame», μου απάντησε.
   Enigma της Oriflame σημείωσα κι εγώ στο μπλοκάκι του νου, όπου καταχωρώ τις σημαντικές υποθέσεις της ζωής μου. Ήξερα αμέσως πού θα αποταθώ. «With a little help from my friends» έλεγαν τα Σκαθάρια και φαίνεται ότι κάτι ήξεραν. Με την πρώτη ευκαιρία ρώτησα κι εγώ τη φίλη μου την εξειδικευμένη στις μυρωδιές. Ακριβώς ένα βήμα μπροστά από τον Hondo.
   «Υπάρχουν δύο εκδόσεις», με πληροφόρησε. «Η κανονική και η Enigma new edition. Θα σου τις φέρω να δεις».
   Σήμερα το μεσημέρι είδα τις δύο εκδόσεις της κολόνιας-αίνιγμα.
   «Η παλιά έκανε εντύπωση προχτές σε έναν μανάβη στη λαϊκή. Με ρώτησε τι κολόνια φοράω», μου είπε η φίλη μου.
    Ή ο μανάβης είχε γερή μύτη ή τα λαχανικά δεν μυρίζουν πια όπως παλιά, σκέφτηκα εγώ. Πήρα το μπουκάλι της παλιάς έκδοσης. Κόκκινο βαθύ, πορφυρό με μυτερό τελείωμα, σαν φλόγα από κρύσταλλο. Έβαλα στον αριστερό καρπό. Η new edition ήταν σε μπουκαλάκι-δείγμα. Έβαλα και από αυτή στον δεξιό καρπό. Μπήκα στο αυτοκίνητο και ξεκίνησα για το σπίτι.
    Στο δρόμο η κίνηση ήταν ανεκδιήγητη, αλλά όχι απροειδοποίητη. Οι φωτεινές επιγραφές ανακοίνωναν ακινητοποιημένα οχήματα, έργα στην αριστερή λωρίδα και διάφορα άλλα κακά συναπαντήματα. Ευτυχώς, ο Μάλερ έγραφε μακροσκελείς συμφωνίες. Έτσι η αγαπημένη μου Πρώτη του ("Titan") έφτανε για όλο το δρόμο. Είχα επίσης την ευκαιρία να συγκρίνω με την ησυχία μου τις δύο εκδόσεις της Enigma. Φαντάζομαι ότι οι οδηγοί από τα διπλανά αυτοκίνητα θα είχαν απορήσει βλέποντάς με να μυρίζω πότε τον ένα και πότε τον άλλο καρπό.
    Φτάνοντας με ανακούφιση στο σπίτι και αφού ο Rafael Kubelik είχε πια κατεβεί από το podium του αυτοκινήτου μου, έβγαλα τη μπλούζα που φορούσα, για να βάλω τα ρούχα του σπιτιού. Από τον λαιμό μου ήρθε ένα κύμα Armani Code που καλά κρατούσε από το πρωί. Από τον αριστερό καρπό έφτανε στη μύτη μου η παλιά έκδοση της Enigma, αυτή που εντυπωσίασε τον μανάβη. Από τον δεξιό καρπό η Enigma new edition. Καμαρώνοντας στον καθρέφτη τις still under construction φέτες μου, παρατήρησα μια κοκκινίλα περιομφαλικά, ακριβώς στο κέντρο του σώματος. Αλλεργία, σκέφτηκα. Πλησίασα περισσότερο στον καθρέφτη και είδα ότι η κοκκινίλα στο κέντρο του σώματός μου σχημάτιζε γράμματα στα αγγλικά. Αναγνώρισα αμέσως το λογότυπο:

(Σημείωση: Η ανάρτηση αυτή δεν είναι διαφημιστική. Αν παρόλα αυτά εκληφθεί ως τέτοια, παρακαλώ την Oriflame για τα δέοντα).

21.12.10

H δική μας Τασσώ

    Ήταν πριν δεκαπέντε χρόνια, ακριβώς τέτοια εποχή. Ήμαστε μαζί περίπου ένα μήνα και κάτι. Πολύ καλά. La vie en rose.
   -Σήμερα θα γνωρίσεις την ξαδέλφη μου, την «Τασσώ Καββαδία».
   Μου την έλεγε συχνά αυτή την εξαδέλφη. Την αγαπούσε πολύ. Μοναχοπαίδι ο ίδιος, είχε μεγαλώσει κοντά στις δυο του εξαδέλφες, τη Δήμητρα και την αδελφή της. Τις είχε σαν αδελφές. Μου είχε διηγηθεί πολλά από τα παιδικά τους καμώματα. Η Δήμητρα ήταν η μεγαλύτερη από τις δύο. Δεν ήξερα γιατί την έλεγε Τασσώ Καββαδία.
    Δεν είχα τίποτα με την Τασσώ Καββαδία. Καταπληκτική ηθοποιός. Έμπαινε στο πετσί των ρόλων της. Οι ρόλοι ήταν που δεν καταπίνονταν. Κακιά πεθερά, στριμμένη νύφη, ξινή αδελφή και βέβαια η φοβερή και τρομερή διευθύντρια των φυλακών που βασάνιζε τη Στεφανία.
    Εκείνη την ημέρα έδωσα ιδιαίτερη προσοχή στην εμφάνισή μου. Σοβαρό ντύσιμο: πουκάμισο, παντελόνι (όχι τζιν), μεταξωτό φουλάρι να δίνει μια αριστοκρατική πινελιά, κραγιόν λιγότερο έντονο απ’ ό,τι συνήθως (κόντεψα να φάω το χαρτομάντιλο). Αρωματίστηκα διακριτικά στα πέντε σημεία που γράφουν τα εμπεριστατωμένα εγχειρίδια αισθητικής. Ένιωθα πανέτοιμη να αντιμετωπίσω το παγερό εξεταστικό βλέμμα ακόμα και της αυθεντικής Τασσώς Καββαδία.
    Περίμενα στολισμένη σα νύφη. Θα περνούσε να με πάρει για να πάμε να συναντήσουμε την εξαδέλφη και να βγούμε για μεσημεριανό φαγητό. Είχε όμως αργήσει αρκετά, κάτι που δεν συνήθιζε. Ήταν η προ κινητών εποχή.
   Έφτασε με καθυστέρηση μισής ώρας. Τον είχε πάρει τηλέφωνο η εξαδέλφη. Το αυτοκίνητό της είχε πάθει βλάβη και ήταν ακινητοποιημένο κάπου στην Πειραιώς. Όχι και πολύ τυχερή η πρώτη μας συνάντηση. Φανταζόμουν την σωσία-Τασσώ να περιμένει εκνευρισμένη έξω στο κρύο, ρίχνοντας ανυπόμονες ματιές στο το ρολόι-μενταγιόν που θα κρεμόταν στο λαιμό της, έτοιμη να τα «σούρει» στον ξεμυαλισμένο ξάδελφο. Μπορεί να φορούσε μακρύ μαύρο φόρεμα με κλειστό λαιμό, όπως η διευθύντρια των φυλακών στη «Στεφανία».
    Εκείνος φαινόταν να το διασκεδάζει, βλέποντάς με σοβαρή και μαζεμένη. Στρίψαμε στην Πειραιώς. Η Τασσώ-Δήμητρα θα μας περίμενε σε ένα βενζινάδικο στην αρχή της Πειραιώς, κοντά στο Praktiker. Από μακριά είδα ένα λευκό Polo και μια μετρίου αναστήματος γυναίκα να γνέφει με ενθουσιασμό. Πλησίασαμε πιο κοντά και παρκάραμε. Βγήκαμε έξω. Η εξαδέλφη-Τασσώ ήταν μια πολύ εμφανίσιμη σαρανταπεντάρα με μαύρο δερμάτινο παντελόνι, μπότες, ένα καλόγουστο εφαρμοστό πουλόβερ και μοντέρνο μπουφάν.
   -Γεια, είμαι η Δήμητρα. Συγγνώμη που σας ταλαιπώρησα τόσο και τους δύο, μου είπε χαμογελαστά τείνοντάς μου μια θερμή χειραψία.
    Η Δήμητρα ήταν διασκεδαστική, ενδιαφέρουσα, ενημερωμένη περί την επικαιρότητα. Ήταν από τους ανθρώπους που σε κάνουν να νιώθεις καλά από την πρώτη στιγμή. Και που συνεχίζεις να περνάς καλά μαζί τους όσο τους γνωρίζεις περισσότερο.
    Απ’ ό,τι λένε όσοι την ήξεραν, και η πραγματική Τασσώ Καββαδία ήταν ένας τέτοιος άνθρωπος στην ιδιωτική της ζωή. Γρήγορα ενέπνεε στον συνομιλητή της μια τρυφερή οικειότητα. Σε αυτό βοηθούσε το γαλάζιο, έντονο βλέμμα που αυθόρμητα του απηύθυνε. Ήταν το ίδιο εκείνο βλέμμα με το οποίο κατακεραύνωνε στο ασπρόμαυρο σελιλόιντ τους συμπρωταγωνιστές της. Η ίδια είχε πει ότι ο ρόλος της κακιάς δεν την περιόρισε, αλλά της έκανε καλό. Μπορεί να είχε δίκιο. Οι κακοί του σινεμά και της τηλεόρασης δεν μπορούν να μας πειράξουν πραγματικά. Υπάρχει το άσπρο πανί ή η οθόνη (υγρών κρυστάλλων τώρα πια) που μας προστατεύουν αποτελεσματικά.

17.6.10

Ο κυρ-Αντώνης


   Πάει καιρός που ο κυρ-Αντώνης ζούσε στην αυλή του γείτονα. Ακριβώς όπως στο τραγούδι. Μ’ ένα κρεβάτι παλιό και σαραβαλιασμένο, που του είχε δώσει ο γείτονας. Και μ’ ένα κανάτι κρασί που γέμιζε κάθε μέρα από τη γειτονιά. Καμιά φορά και με ένα πιάτο φαΐ που τον φίλευαν οι νοικοκυρές. Είχε μάτια γαλανά και μαλλιά αχτένιστα, σκέτο μπαμπάκι. Ακριβώς όπως στο τραγούδι.

   Ο κυρ-Αντώνης είχε ένα σκύλο. Κακογερασμένος κι αυτός. Για λύπηση. Τα καλοκαίρια σεργιανούσαν μαζί μέσα στα κτήματα γυρεύοντας μεροκάματο. Ποιος οδηγούσε ποιον, ο Αντώνης το σκύλο ή ο σκύλος τον Αντώνη, κανείς δεν ήταν βέβαιος. Έφτιαχνε και κήπους ο Αντώνης. Έπιαναν τα χέρια του, όταν δεν ήταν πιωμένος. Τον φωνάζαμε συχνά να ξεχορταριάζει και τον δικό μας μικρό κήπο. Τα κατάφερνε καλά. Ξανάνιωναν οι τριανταφυλλιές στα χέρια του Αντώνη. Τις καμαρώναμε. Μεθούσαμε με το άρωμά τους περισσότερο απ’ όσο μεθούσε ο Αντώνης με το κρασί.

   Τον είχαμε συνηθίσει τον Αντώνη. Τα καλοκαιρινά απογεύματα βλέπαμε το σακάτικο ζευγάρι ανθρώπου και σκύλου να περνοδιαβαίνει τα δρομάκια του χωριού. Χαιρετούσε όλη τη γειτονιά ο Αντώνης. Ήταν το χαιρέτισμά του γαλανό και αχτένιστο και μύριζε κρασί. Δεν τον πολυβάζαμε μέσα στα σπίτια. Του δίναμε ό,τι είχαμε στην πόρτα.

   Εκείνο το απόγευμα καθόμουν στη βεράντα με την Έλλη μωρό. Αντώνης και σκύλος φάνηκαν στην εξώπορτα του κήπου. Κατάλαβα ότι ο Αντώνης κάτι ήθελε. Κατέβηκα τη σκάλα, αφήνοντας το μωρό στο καρότσι. Ο Αντώνης κρατούσε κάτι τυλιγμένο σε μια τσαλακωμένη χαρτοπετσέτα.

«Ένα παιχνίδι για το παιδί», μου είπε.

   Άνοιξα τη χαρτοπετσέτα. Ήταν ένα αυτοσχέδιο ανθρωπάκι-ακροβάτης σκαλισμένο πάνω σε ξύλο. Διά χειρός Αντώνη. Στηριζόταν πάνω σε δυο ραβδάκια. Αν έκανες ότι τα σφίγγεις, το ανθρωπάκι έκανε τούμπες στον αέρα.

«Έχω κι εγώ δύο εγγόνια. Στη Δράμα».

   Ο κυρ-Αντώνης πάει καιρός που δεν ζει στην αυλή. Σκόνταψε ένα βράδυ καθώς βάδιζε, τύφλα στο μεθύσι. Για λίγο καιρό έμεινε μόνος του ο σκύλος να τριγυρίζει στα χωράφια. Μετά χάθηκε κι αυτός. Απόμεινε το παλιοκρέβατο στην αυλή. Βαρέθηκε ο γείτονας να το πετάξει. Έμεινε και το ξύλινο ανθρωπάκι. Το βρήκε σήμερα η Έλλη μέσα σ’ ένα συρτάρι, καθώς τακτοποιούσε το δωμάτιό της.

«Μαμά, τι είναι αυτό;» με ρώτησε.


23.5.10

Η Αφροδίτη του τελευταίου θρανίου

(φωτ. Bill Brandt)
    Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι για τους οποίους η ζωή ξεκινά με ανορθόδοξο, άδικο τρόπο. Με άλλο σενάριο και άλλους χαρακτήρες από τους συνηθισμένους. Μια τέτοια περίπτωση ήταν η Αφροδίτη.

    Την γνωρίσαμε στην πρώτη γυμνασίου. Πέρασε κι εκείνη όπως όλοι μας τις κατατακτήριες εξετάσεις σε ένα από τα καλά πρότυπα σχολεία. Στην ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, ο παππούς της, ένας ηλικιωμένος ξερακιανός άνδρας με μαύρο παλιομοδίτικο κοστούμι, φάνταζε αξιοπερίεργος μέσα στο πολύχρωμο πλήθος των σαραντάρηδων γονιών που είχαν σπεύσει να πληροφορηθούν την ετυμηγορία για το μέλλον των τέκνων τους.

    Η Αφροδίτη ήταν ορφανή. Και οι δύο γονείς της είχαν σκοτωθεί σε ατύχημα, όταν εκείνη ήταν τεσσάρων χρονών. Τη μεγάλωναν ο παππούς και η γιαγιά της. Με πολλή αγάπη. Με τα λόγια τα δικά τους όμως. Και με τα χρώματα τα δικά τους επίσης.

   Η Αφροδίτη ήταν άσχημη. Τουλάχιστον έτσι την είχαμε καταχωρήσει όλοι στο σχολείο. Μικροί και μεγάλοι. Μαθητές και καθηγητές. Είχε ένα μονοκόμματο χοντρό σώμα που θύμιζε τα γρανιτένια αιγυπτιακά αγάλματα. Μαλλιά ίσια καστανά μέχρι τους ώμους, συνήθως λαδωμένα, με ένα τσιμπιδάκι μπροστά για να μην της πέφτουν στα μάτια. Δεν τη θυμάμαι ποτέ, και στα έξι χρόνια του σχολείου, χωρίς σιδεράκια στα δόντια. Αυτό που μας προκαλούσε αηδία δεν ήταν τα σιδεράκια, αλλά τα υπολείμματα από τυρόπιτα ή κουλούρι που ήταν κολλημένα πάνω τους και που αποκαλύπτονταν κάθε φορά που άνοιγε το στόμα της να μιλήσει ή να γελάσει. Φορούσε πάντα τζιν και αθλητικά παπούτσια. Το ίδιο κι εμείς. Τα δικά μας όμως ήταν μοντέρνα και επώνυμα. Διαλεγμένα μετά από ατέλειωτες βόλτες και αμέτρητες πρόβες στα καταστήματα. Τα δικά της ήταν διαλεγμένα χωρίς ιδιαίτερη έγνια. Έτσι απλώς για να την ντύσουν.

   Η Αφροδίτη ήταν βρώμικη. Εκτός από τα μονίμως άλουστα, λαδωμένα μαλλιά της, ανέδιδε μυρωδιά νοτισμένου ιδρώτα και απλυσιάς. Δεν άλλαζε ποτέ ρούχα. Το μοναδικό της τζιν πρέπει να πλενόταν το Σαββατοκύριακο, όπως μάλλον και η ίδια. Από τη Δευτέρα το φορούσε πάλι όλη την εβδομάδα. Τα σκουρόχρωμα πουλόβερ της ήταν γεμάτα με πιτυρίδα. Η αναπνοή της μύριζε δυσάρεστα. Μπορεί να έφταιγαν και τα αποφάγια που κολλούσαν στα σιδεράκια.

   Η Αφροδίτη ήταν μόνη. Κανείς δεν ήθελε να την έχει φίλη. Σα να κουβάλαγε κάποια ανίατη, μολυσματική ασθένεια, που μας ανάγκαζε όλους να αποφεύγουμε οποιαδήποτε στενή επαφή μαζί της. Καθόταν όλα τα χρόνια μόνη της στο τελευταίο θρανίο της σειράς των κοριτσιών. Η χειρότερη τιμωρία που μπορούσε να δώσει ένας καθηγητής ήταν να βάλει κάποιον να κάτσει με την Αφροδίτη.

   Στα διαλείμματα τριγυρνούσε μόνη της. Στεκόταν μπροστά στις κολόνες του σχολείου και χτυπούσε τις τεντωμένες της παλάμες επάνω τους. Έλεγε πως μάθαινε καράτε. Έκανε διάφορες περίεργες κινήσεις με τα χοντρά της πόδια. Μερικές φορές προκαλούσε αγόρια, ακόμα και από μεγαλύτερες τάξεις, να παλέψουν μαζί της. Οι υπόλοιπες φυσιολογικές συμμαθήτριες κάναμε βόλτες αγκαζέ στο προαύλιο κρυφοκοιτάζοντας τους ωραίους του σχολείου. Πάντα όμως ρίχναμε ματιές στο μοναχικό παιγνίδι της Αφροδίτης με τα ντουβάρια.

   Η Αφροδίτη ήταν περίεργη. Έλεγε ότι ο μαυροντυμένος ξερακιανός παππούς της ήταν στα νιάτα του κομάντο. Κάποια φορά σε ένα μάθημα, αντί για την εργασία που μας είχε ζητήσει ο καθηγητής, έδωσε μια λευκή άγραφη κόλλα. Ο καθηγητής απόρησε και τη ρώτησε γιατί δεν έκανε την εργασία. Η Αφροδίτη του είπε ότι είναι γραμμένη με κρεμμυδόζουμο και πρέπει να τη βάλει κάτω από μια λάμπα για να εμφανιστούν τα γράμματα. Ήταν μια συνταγή των κομάντος για να προστατεύουν μυστικά έγγραφα από τα μάτια του εχθρού. Δεν μάθαμε ποτέ από τον καθηγητή-εχθρό αν έκανε την αποκρυπτογράφηση του γραπτού κάτω από το πορτατίφ του γραφείου του.

   Η Αφροδίτη ήταν άσχετη. Δεν άκουγε ροκ. Δεν ήξερε τον Τζιμ Μόρισον, μα ούτε και αυτούς τους Ντουράν-Ντουράν. Δεν διάβαζε Έριχ Φρομ. Δεν δάκρυζε βλέποντας Τα πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας. Δεν ήταν ερωτευμένη με κανέναν από τους ωραίους του σχολείου, έστω και χωρίς ανταπόκριση. Δεν ερχόταν στους σχολικούς χορούς. Ούτε, βέβαια, ήταν ποτέ καλεσμένη σε κανένα πάρτι.

   Η Αφροδίτη ήταν πολυσυζητημένη. Από όλους, μαθητές και καθηγητές, σε όλα τα τμήματα, αλλά και σε άλλες τάξεις. Τι είπε, τι έκανε. Μας έτρωγε η περιέργεια να δούμε τι κουβαλούσε στη βαριά δερμάτινη τσάντα της, που θύμιζε επαγγελματική τσάντα ηλικιωμένου δικηγόρου. Καμιά σχέση με τα δικά μας πολύχρωμα σακίδια, φορτωμένα με κονκάρδες συγκροτημάτων. Η ίδια έλεγε ότι είχε μαζί της την ιστορία των αλόγων.

    Συνειδητοποιώ τώρα πια ότι, κατά έναν περίεργο τρόπο, η Αφροδίτη ήταν απαραίτητη σε όλους μας. Μας έκανε να νιώθουμε όμορφοι και αγαπητοί. Ακόμα και οι λιγότερο δημοφιλείς συμμαθήτριές μας ένιωθαν πριγκίπισσες. Είναι πάντα το σημείο αναφοράς που καθορίζει το αποτέλεσμα της σύγκρισης. Και η Αφροδίτη ως σημείο αναφοράς μας βόλευε όλους.

   Χαθήκαμε μετά το σχολείο. Όχι μόνο με την Αφροδίτη, αλλά και με όλους τους άλλους. Βρισκόμαστε αραιά και πού σε συγκεντρώσεις των παλιών συμμαθητών. Όχι όμως η Αφροδίτη. Κανείς δεν έμαθε ποτέ νέα της. Αν παντρεύτηκε, αν δουλεύει, πώς είναι. Κανείς δεν έχει ακούσει το παραμικρό. Σα να εξαφανίστηκε μετά το σχολείο, σβήνοντας επιμελώς όλα τα ίχνη της. Ίσως από λύπη. Αλλά και από φόβο. Μην την ανακαλύψουμε ποτέ ξανά.

13.5.10

Η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά

(φωτ. Bill Brandt)

     Η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά. Την άλλη μισή μόνο λίγοι τυχεροί την έχουν από κούνια. Οι πολλοί πασχίζουν για το πρώτο μισό. Οι πραγματικοί άρχοντες, μάλιστα, δεν το κάνουν μόνοι τους. Προσλαμβάνουν υπηρέτες.
    Στο σπίτι μας, η μέρα της καθαριότητας ήταν πάντα μια μέρα αναστάτωσης. Κάτι σαν εκστρατεία. Άγνωστες γυναίκες εμφανίζονταν. Καθεμιά έκανε τη θητεία της, μικρότερη ή μεγαλύτερη. Αργά ή γρήγορα έπαιρνε το απολυτήριό της. Με την ίδια επίκριση κάθε φορά: "όλη μέρα δεν έκανε τίποτα".
  
    Δεν θα ξεχάσω μία από αυτές τις γυναίκες. Μόλις είχα μπει στο γυμνάσιο. Πρέπει να πρωτοήρθε στο σπίτι κάποιο Σάββατο. Θυμάμαι ότι δεν είχα σχολείο. Μελετούσα στο δωμάτιό μου. Διέκοψα τη μελέτη και πήγα για λίγο σε άλλο δωμάτιο, για να την αφήσω να καθαρίσει το δικό μου.
     Ήταν μικροκαμωμένη και υπερβολικά αδύνατη. Μελαχρινή με προέχοντα ζυγωματικά. Γύρω στα τριανταπέντε. Είχε ένα πολύ λυπημένο βλέμμα. Σαν του ανθρώπου που έχει χάσει κάποιον πρόσφατα. Φορούσε ρούχα αταίριαστα μεταξύ τους και με την ίδια. Και αρκετά φθαρμένα επίσης. Αφού έκανε ό,τι είχε να κάνει στο δωμάτιό μου, βγήκε να συνεχίσει στο διάδρομο. Εγώ ξαναγύρισα στη μελέτη μου. Την παρακολουθούσα όμως κρυφά.

   Μυρωδιά απορρυπαντικού ερχόταν από το διάδρομο. Την άκουγα να ρουφάει τη μύτη της, σα να έκλαιγε βουβά. Το παιδικό μου μυαλό έφτιαχνε ιστορίες, βγαλμένες, λες, από τα μυθιστορήματα που διάβαζα εκείνον τον καιρό. Φανταζόμουν ότι μπορεί να μην είχε να φάει, γι’ αυτό ήταν τόσο αδύνατη. Ότι είχε μικρά παιδιά και κρατούσε το λίγο φαγητό για εκείνα. Ότι έβρισκε ρούχα από δεύτερο και τρίτο χέρι.
     Όσο τα σκεφτόμουν αυτά, τόσο δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ στο διάβασμά μου. Ανησυχούσα ότι ο τρόπος που καθάριζε η γυναίκα το σπίτι δεν θα ικανοποιούσε τη μητέρα μου και δεν θα την κρατούσε για επόμενη φορά. Και τι θα γινόταν τότε εκείνη;

    Οι μαύρες σκέψεις είχαν αποκλείσει κάθε άλλο πιθανό ενδεχόμενο στο μυαλό μου. Δεν μου περνούσε καν από το μυαλό ότι μπορεί η γυναίκα να είχε αλλεργική ρινίτιδα από τα απορρυπαντικά που χρησιμοποιούσε. Ότι τα ρούχα που φορούσε μπορεί να τα είχε μόνο για τη δουλειά, γι’ αυτό ήταν παλιά και αταίριαστα. Ότι μπορεί να ήταν λεπτοκαμωμένη από το σκαρί της και να μην έβαζε κρέας επάνω της, όσο κι αν έτρωγε.

     Άκουγα τη φωνή της μητέρας μου που της έκανε παρατηρήσεις. Ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι δεν θα υπήρχε δεύτερη φορά. Και βγήκα αληθινή. Πρέπει να κοίταξα με σχεδόν δολοφονικό βλέμμα τη μητέρα μου, όταν ανακοίνωσε στο μεσημεριανό τραπέζι ότι θα έβρισκε άλλη καθαρίστρια, αφού η γυναίκα με το λυπημένο βλέμμα «δεν έκανε όλη μέρα τίποτα».