Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τα ρόδα της αυλής μου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τα ρόδα της αυλής μου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

15.5.12

Το σκιάχτρο της αυλής



Το σκιάχτρο στην πίσω αυλή
γνέφει  ήλιους στα πετούμενα 
ντυμένο τα ρούχα του πατέρα
μπλε σακάκι σταυρωτό 
λειψό κουμπί στ’ αριστερό μανίκι
και καταμεσής στο πέτο
ανεξίτηλη λαδιά περασμένων Χριστουγέννων
φαρδί μάλλινο παντελόνι
με τσέπες ξέχειλες από προσμονή
στο κεφάλι φορεμένο στραβά
το καπέλο της μνήμης
ψαθί πλατύγυρο με μαύρο σειρήτι
που σκίαζε τα μάτια του 
σαν βούρκωνε κι ανέμιζε τα βλέφαρα
μόνος μέσα στον κόσμο.

Φοβούνται το σκιάχτρο
του δρόμου τα παιδιά
ξεμακραίνουν το βήμα τους
χωρίς δεύτερη ματιά
ανύποπτα πόσο τα λαχταρά
η αγκαλιά των ρούχων του πατέρα.


7.12.11

Χωρίς τη μαμά σου



                                                                                Στην Άννα

Το Σάββατο σε προσκαλώ
στο πάρτι της γιορτής μου
έλα χωρίς τη μαμά σου
(το έγραψες;
με μικρά γράμματα
να το χωρέσει
το χαρτί
το σπίτι
ο χρόνος)

Η μαμά, όταν θέλει, είναι όμορφη
καλή μαζί
ξεχωριστή μακριά
Έλα χωρίς τη μαμά σου
(το γράφω
να το βλέπεις
στο πλάι με τα ονόματα)

Θα’ χει μπαλόνια η γιορτή
και χρώματα
και τούρτα
χρόνια πολλά
πόσα πολλά;
πόσα χωρίς εκείνη;
Χωρίς τη μαμά σου
(το έγραψες;
να φαίνεται
μην μπερδευτεί και έρθει)

Μικρό το σπίτι
η αντοχή
ασήκωτη η συνήθεια
χωρίς τη μαμά σου
τίποτα δεν μπορείς
γιατί η μαμά
είναι ξεχωριστή
και καλή.

21.10.11

Τατουάζ με λέξεις


Αν είχε σκούφια
θα βάσταγε από πολύ μακριά
είχε όμως μόνο
ένα τριμμένο σακάκι
ένα χιλιοπαθημένο τζην
και ένα κορμί γεμάτο λέξεις
γραμμένες με άσβηστο μελάνι
ΟΛΓΑ και ΜΑΡΙΑΝΝΑ
η μια του είχε κάψει την καρδιά
η άλλη τις φλέβες
και ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
η μόνη που ξέμεινε επάνω του
μαζί με την κακιά αρρώστια στα πνευμόνια
που τον έκανε να φτύνει νύχτα-μέρα
την ψυχή του σε ματωμένα κομμάτια


Δεν τον ένοιαζε που έμενε
στα σκουπίδια
έτσι κι αλλιώς
εκεί έμεναν όλοι πια
ήταν το βλέμμα τους
που τον ένοιαζε
μισό, στεγνό και βιαστικό
να μη σταματάει πουθενά
ούτε στις λέξεις
ΟΛΓΑ και ΜΑΡΙΑΝΝΑ και ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
ούτε στο πέος του
παραγεμισμένο με παραφίνη
και καμαρωτό σαν ταριχευμένο γεράκι


Δεν ήταν όμως μακριά
η μέρα που όλοι
θα μιλούσαν γι’ αυτόν
με τρόμο
με πόνο
με αίμα
και θα πρόσεχαν
τη γραμμένη φράση
στο μέρος της καρδιάς του
ΚΑΛΩΣΗΛΘΑΤΕ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ.

11.9.11

O Πέτρος και ο ήλιος

      Πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη. Γαλήνια η παραλία, χωρίς βαρβάρους. Απόγευμα, ηλιοβασίλεμα. Η ώρα που βγαίνουν οι σιλουέτες ανθρώπων και συναισθημάτων. Ένα μικρό αγόρι μπαίνει στην ήρεμη θάλασσα και προχωρά. Με το κινητό παγώνω τον χρόνο σε αυτή τη μοναδική στιγμή.


Πάει καιρός που έπιασε      ο Πέτρος να σχεδιάζει
κόλπο τρελό απίθανο        θα έπιανε τον ήλιο
τραβώντας απ’ τον ουρανό      ολόχρυσο τον δίσκο
στον τοίχο θα τον κρέμαγε      μες στο δωμάτιό του
δίπλα στο κάδρο των γονιών     που «ήλιε μου» τον φωνάζουν


Δεν τον βολεύει το βουνό     βράχια σκληρά και θάμνοι
το διάβα του θα έκοβαν      εμπόδια στη δουλειά του
ούτε η πόλη η βουερή      με τους πολλούς ανθρώπους
τα κτήρια και οι σκιές    θα έκρυβαν τον ήλιο
Στη θάλασσα θα πήγαινε    βουτώντας στα νερά της
μέρα ζεστή, ακύμαντη      απόγευμα στη δύση
να’ ναι κι ο ήλιος χαμηλά   εύκολα να τον φθάσει

Ήρθε η ώρα η σοβαρή     το σχέδιο να τελειώσει
ακροπατώντας στην ακτή      βρήκε το μονοπάτι
που έβγαζε καταμεσής       στης θάλασσας τα βάθη
ανοίχτηκε, προχώρησε     καλύφθηκε η μιλιά του
είδε του ήλιου το χρυσό     γεύτηκε την αρμύρα
κι απλώνοντας το χέρι του    ξερίζωσε τον δίσκο


Τον έφερε, τον άφησε    στα πόδια του πατέρα
«Πέτρο, τι πήγες κι έκανες;     σκοτείνιασε η πλάση»
φώναζε ο πατέρας του      τραβώντας τα μαλλιά του
κι η μάνα του τυφλώθηκε     απ’ την πολλή τη λάμψη
Σάστισε ο Πέτρος, σκιάχτηκε     κι άσπρος σαν το φεγγάρι
τον φόβο έκανε φευγιό     τον ήλιο μαξιλάρι

κι έμειναν πίσω μοναχοί   η μάνα κι ο πατέρας
κοιτάζοντας τον ουρανό    «ήλιε μου» να φωνάζουν.

29.8.11

Mίλτος ο κολυμβητής


Μια Κυριακή των κολυμβητών
ο Μίλτος
λυκόσκυλο σαλονιού
χωρίς ψύλλους
χωρίς φίλους
τάραξε με μια βουτιά
τα νερά
της οικογενειακής παραλίας
εξοργίζοντας
τις ξαπλώστρες, τις ομπρέλες
και τα πλαστικά ψυγεία
με τη φορητή τροφή.

Σάλος ξέσπασε στην παραλία
σηκώνοντας πολυώροφο κύμα
μόνο όταν ο Μίλτος
έπαψε να φαίνεται
ηρέμησαν τα πνεύματα
και επανέλαβαν
την αντιηλιακή επάλειψη.

Τότε ξαναπέρασε
και ο Πακιστανός
με τις ρακέτες-κεραυνούς
που έκαιγαν όλα τα έντομα
έπιασε το πόδι του Μίλτου
που εξείχε αθόρυβα
από το ολοζώντανο νερό
«Καημένο σκυλάκι»
σχολίασαν τριγύρω του
οι κολυμβητές
που ετοιμάζονταν
να βουτήξουν
στα οικογενειακά νερά
της ζεστής
απογευματινής
θάλασσας.

21.6.11

Καλειδοσκοπική όραση

Ο άνδρας με την καλειδοσκοπική όραση
από παιδί έβλεπε τη ζωή
σπασμένη σε επάλληλα πρίσματα.

Ένα λευκό τριαντάφυλλο
γινόταν στα μάτια του
χίλια γιασεμιά
το πλοίο στο λιμάνι
μύρια τρεμάμενα βαρκάκια
η ευθεία γραμμή
έβγαζε ακτίνες
και ο ήλιος γεννούσε
χιλιάδες αστέρια.

Δεν έμενε ποτέ μόνος
ο άνδρας με την καλειδοσκοπική όραση
Κάθε περαστικός
γινόταν πλήθος πολύχρωμο
που ξεχείλιζε γύρω του
φωνές και σώματα.

Ένα πρωινό
ο άνδρας με την καλειδοσκοπική όραση
δεν ξύπνησε νωρίς
όπως συνήθιζε
μόνο απόμεινε κρυμμένος
μέσα στα κατακερματισμένα του όνειρα
να ζηλεύει
τα ακέραια πράγματα
των άλλων ανθρώπων
περιμένοντας
θολός από λύπη
τον δικό του
ολόκληρο θάνατο.

24.5.11

Προφήτης Κυρίου

The Prophet-Emil Nolde (1912)

Συναντήσαμε τον προφήτη
να στέκεται στην κορυφή
καυτής μεσημεριάτικης σκάλας
με τα χέρια τεταμένα σε δέηση
και το βλέμμα να αγναντεύει
χρόνια σπασμένα και ξανακολλημένα
με χάπια αλοπεριδόλης
και πολύχρωμα τρικυκλικά.

Ακίνητος
κάτω από τον δημοτικό πολυέλαιο
που κρεμόταν ξεχασμένος
από τα Χριστούγεννα
στο στήθος ξύλινο πλακάτ
διαφήμιζε τον Κύριο.

Οι περαστικοί
με ψηφιακές μηχανές
τράβαγαν φωτογραφίες τοίχου
που θα ταίριαζαν τέλεια
στο διαδικτυακό προφίλ τους.
Γιαούρτι βιολογικής ζύμωσης
κρέμες αντιρυτιδικές
μάσκαρα για μακριές βλεφαρίδες
και ο Κύριος
γιατί η ελπίδα
πεθαίνει πάντα τελευταία
μετά τον Κύριο.

12.2.11

Αποθήκη Καταλοίπων Ηδονής


Franz Karl Bühler-Ο Εαυτός (1919)

Όταν αποφασίστηκε
 η διά νόμου εξόντωση της άχρηστης ζωής
συγκεντρώθηκαν
στην καφετέρια του Αυτοκράτορα
όλα τα μέλη
της Αποθήκης Καταλοίπων Ηδονής

ο Καρλ με αμπέχονο στρατηγού
ζωγράφιζε μονολογώντας ασταμάτητα
το χρώμα πρέπει να νιώθει όμορφα πάνω στο πινέλο
δίπλα του η Μελίτα με την ουλή στο μέτωπο
ένας δήμιος τη σημάδεψε κάποτε με το σπαθί του

ο Μόζερ δεν είχε μπριγιαντίνη
και έστρωνε τη χωρίστρα του με λαρδί
η Εύα με μια κοκκινίλα στο χέρι
έφτιαχνε χάρτινες κούκλες
ο Φραντς τους επέβλεπε όλους
όπως του είχε ορίσει η Κυβέρνηση

η Αυγούστα είχε δολοφονηθεί τη νύχτα δύο φορές
της έκοψαν τα κεφάλια και όλα
με αφορμή τον φόνο των τραγουδιών

το μαξιλάρι του Μόζερ ήταν παραγεμισμένο
με τρίχες ταριχευμένου αλόγου
και το ψωμί του περιείχε ζυμωμένες οδοντοστοιχίες
Ποιο άγιο παιδί κλαίει
για μια ασεβή μητέρα; Ούτε ένα!

ο Ερνστ έβαζε τετράγωνα και τελείες στη σειρά
ύστερα τα διέγραφε όλα με λεπτές γραμμές
ο Πάουλ διάβαζε τις σκέψεις των άλλων
ήθελε να γίνει βασιλιάς της Γαλλίας
ο Κονσταντίν είχε ένα πηγαίο τραγούδι
και μια κηλίδα που ήταν η ντροπή του

Όλοι στο κατάστρωμα!
Η παλιά κιβωτός είναι δύο χιλιάδων ετών
χρειάζεται ανακαίνιση
ο Γιόζεφ ήθελε να του φορούν χειροπέδες τη νύχτα
κάθε πόρος του δέρματος
είναι ο πρωκτός ενός ανθρώπου

ο Αλόις έπαιζε στο πιάνο πένθιμα εμβατήρια
η Ημέρα της Κρίσεως έρχεται
ο γέρος θεός έχει κι αυτός ολόκληρο χαρέμι
ο Τάουμπερ έγραφε με τη γραφή αναπνέοντος ιχθύος
όταν κρυφακούμε, η λέξη πρέπει με υπακοή
να προφερθεί σωστά στη νοερή εικόνα

η Εύα ζωγράφιζε λουλούδια
και φρόντιζε το καναρίνι της
όποιος αφιερώνει τη ζωή του στους άλλους
αφιερώνει τη ζωή του στο θάνατο

Ανοίχτε το πιάνο! Έρχεται ο Βάγκνερ!

Μετά από δύο ώρες
οι υπάλληλοι αέρισαν το θάλαμο
έβγαλαν από τη δίοδο του καυστήρα
τα πτώματα
και αφαίρεσαν τα χρυσά δόντια
από όσα ήταν σημαδεμένα
ύστερα σημείωσαν στο βιβλίο της καφετέριας
με μικρά καλλιγραφικά γράμματα
«Αιτία θανάτου: Ευθανασία».

    (Το 1920, ο νομικός Καρλ Μπίντινγκ και ο ψυχίατρος Άλφρεντ Χόχε δημοσίευσαν ένα κείμενο με τον τίτλο «Η διά νόμου εξόντωση της άχρηστης ζωής», που αναφερόταν στην διά της ιατρικής οδού λύτρωση ασθενών με ανίατα νοσήματα. Το 1939, ο Χίτλερ, με ένα ολιγόλογο κείμενο που είχε ισχύ εξουσιοδότησης, νομιμοποίησε τη θανάτωση δεκάδων χιλιάδων ασθενών μειωμένης νοημοσύνης και ψυχιατρικών ασθενών που ζούσαν σε νοσηλευτικά ιδρύματα και ψυχιατρικά άσυλα. Η θανάτωση των ανθρώπων αυτών γινόταν συνήθως σε θαλάμους αερίων. Σε κάποιες περιπτώσεις οι θάλαμοι αυτοί ήταν φορητοί και έφεραν την επιγραφή «Καφετέρια του Αυτοκράτορα». Μόνο στο γερμανικό Ράιχ θανατώθηκαν με αυτόν τον τρόπο μέχρι το 1941 περίπου 90.000 άνθρωποι μεταξύ των οποίων και περί τα 6.000 παιδιά.
    Η Συλλογή Prinzhorn περιλαμβάνει περίπου 5.000 εικαστικά έργα ψυχιατρικών ασθενών της περιόδου 1850–1930 και ανήκει στην Πανεπιστημιακή Ψυχιατρική Κλινική της Χαϊδελβέργης. Οι Ναζί κατέστρεψαν ένα μεγάλο μέρος της συλλογής, ενώ είχαν ήδη εκτελέσει με μαζικό τρόπο πολλούς από τους ασθενείς που τα είχαν φιλοτεχνήσει.
   Ένα μικρό τμήμα της Συλλογής Prinzhorn φιλοξενείται αυτόν τον καιρό στο Μουσείο Μπενάκη. Η έκθεση έχει τίτλο "Αιτία θανάτου: Ευθανασία". Αφορμή για αυτή την ανάρτηση αποτέλεσε η επίσκεψη της ενδιαφέρουσας αυτής έκθεσης. Τα λόγια είναι ένα απόσταγμα από τις ζωές των ασθενών-καλλιτεχνών, που περιέχονται στην συνοδευτική καλαίσθητη έκδοση του Μουσείου).

5.2.11

Η κουζίνα του εκδότη

(Γ. Ροϊλός-Οι ποιητές)

Τη μέρα που άφησε ο Θεός τον Αντώνιο
θρήνοι ξεχύθηκαν από το κλειστό βιβλίο
δεν τους συγκρατούσαν πια
ούτε το χοντρό δερμάτινο εξώφυλλο
ούτε οι ιλουστρασιόν σελίδες
ούτε η πλαγιαστή ρωμαϊκή γραμματοσειρά
ο Ντόριαν είχε μπήξει την κάμα
στην καρδιά του ερωτευμένου ζωγράφου.

Ανάστατοι οι γείτονες
ειδοποίησαν τον εκδότη
τι να κάνει κι αυτός;
ληγμένη ζωή που πλανιέται στις γραφές
οι μέρες που δεν άδραξε
ανάσκελα κιβώτια
σφαλισμένα με ξύλινα καρφιά
του θύμιζαν αβασάνιστα
τη Ρωσίδα μαγείρισσα
που έκαψε τα σπλάγχνα της
με μαγειρικό ξύδι σε πυκνότητα θανάτου
αφήνοντας ένα ξεφτισμένο λούτρινο ποντίκι
στο τραπέζι της κουζίνας
στο ίδιο τραπέζι
όπου παλιά καθόταν ο Φλομπέρ
μουρμουρίζοντας
«Θα πεθάνω
κι αυτή η πουτάνα η Μποβαρί
θα ζει ακόμα».


15.1.11

Αλκυονίδες μέρες


Στο διάβα του καλοκαιριού
αξόδευτη η άμμος
έμεινε
τον ήλιο να στεγνώνει
βότσαλα ολοστρόγγυλα
βήματα καρικώνουν
κι η θάλασσα να λαχταρά
την αγκαλιά ανθρώπου.

3.1.11

Χριστουγεννιάτικα εσώρουχα


Μέρες περνάω έξω από τη βιτρίνα
με το δάκτυλο στη σκανδάλη του κινητού
έτοιμος να τραβήξω τη μία
την ξεχωριστή φωτογραφία.

Άτολμα παραφυλάω
κάτι με σταματά
οι πωλήτριες
όπως στέκονται πίσω από τον πάγκο
ξεδιπλώνοντας λαμέ ελπίδες
με απρόθυμα χέρια
και ρούχα καθημερινά
οι περαστικοί
όπως διαβαίνουν βιαστικά
χωρίς προειδοποίηση
για τον άγνωστο με το κινητό
που κλέβει τη γυαλιστερή βιτρίνα.

Απόψε όμως
έφτασε η στιγμή
παγωμένο, ήσυχο βράδυ
παραμονή Πρωτοχρονιάς
οι κοπέλες στη βιτρίνα
δεν περιμένουν άλλον από εμένα
Εξάλλου
υπόσχεση ήταν από καιρό
από τον καιρό που έφυγε η Glendora
από τον καιρό που έμεινα εγώ.

30.12.10

Τα μελλούμενα

(M. C. Escher-The crystal ball)
Πόσο μέλλον να σου δείξω;
Ο καφές στο φλιτζάνι
έγινε μαύρο κατακάθι
που σκεπάζει τα μελλούμενα
Ασήμωσε, να τον κουνήσω
Βγήκαν στην επιφάνεια
άνθρωποι, μέρες, λόγια
δείπνα και ξεφαντώματα
σε φωτισμένα σπίτια
και μια ψηλόλιγνη μικρή
κρυφά να τραγουδάει.

Πόσο ακόμα μέλλον να σου δείξω;
Θόλωσε το γυαλί
από τη δροσιά του απόβραδου
Ασήμωσε, να το σκουπίσω
Εσένα βλέπω κατάμονο
σε σκοτεινό γραφείο
σωρό να γράφεις γράμματα
που δεν θα διαβαστούνε
κρυφογελώντας μεταξύ
σαν κάτι να θυμάσαι.

Πόσο ακόμα μέλλον να σου δείξω;
Τα χαρτιά κολλάνε
αφήνοντας μόνο
λίγες χαραμάδες ζωής
Ασήμωσε, να ξεκολλήσουν
Επτά σπαθί, χαρά πολλή
θα πάρεις στην ψυχή
τόση που θα την σπάσει
Θανατεμένος θα γελάς
και θα αναρωτιέσαι.

Πόσο μέλλον να σου δείξω;
Μη μ’ ασημώνεις άκριτα
Το μέλλον σου το ξέρεις.

25.12.10

Οι συνηθισμένοι άνθρωποι





Οι συνηθισμένοι άνθρωποι
ζουν τις συνηθισμένες τους ζωές
στης κάθε μέρας το ξεδίπλωμα
Οσφραίνονται συνηθισμένα αρώματα
αποστηθίζοντας κοινότοπες επευφημίες
Καιροφυλακτούν στου απρόσμενου το διάβα
ψιθυρίζοντας συνηθισμένες εκκρεμότητες.


Οι συνηθισμένοι άνθρωποι
γεμίζουν προσεκτικά τις μέρες τους
με αόριστα κενά
Συνωστίζονται σε συνηθισμένα μέρη
ανταλλάσσοντας παρήγορα νέα
για τον καιρό, το ποδόσφαιρο, τη μαγειρική.


Οι συνηθισμένοι άνθρωποι
περιμένουν τα παιδιά τους
έξω από συνηθισμένα σχολεία
όπου οι δάσκαλοι διδάσκουν
τα ίδια από χρόνια γράμματα
για τον ήλιο, την πέτρα και το ανεμόβροχο.

Οι συνηθισμένοι άνθρωποι
διαβάζουν συνηθισμένα βιβλία
και απρόσκοπτοι παρακολουθούν κάθε μέρα
την ίδια εκπομπή στην τηλεόραση
Επιστρέφουν προγραμματισμένα
στις ανώδυνες στιγμές της εβδομάδας
αποζητώντας γενναία αμοιβή
στης αναμονής τη δυσαρέσκεια.


Οι συνηθισμένοι άνθρωποι
εύκολα συνηθίζουν
και ακόμα πιο γρήγορα συνηθίζονται
και είναι δύσκολο
να κοπεί αυτή η συνήθεια
το ίδιο όσο και το κάπνισμα.

5.12.10

Η σκιά μου κι εγώ

Πρωινό Κυριακής ξυπνώ τη σκιά μου
Ας πάμε, της λέω, οι δυο μας μια βόλτα
στα άδεια στενά, στους δρόμους, στα πάρκα

«Φοβάμαι, μισώ τον ήλιο που λάμπει
χαλάει τις σκιές, ανάμεσα μπαίνει
κι αφήνει χωρίς σκιά τους ανθρώπους».

Προσέχω πολύ εσένα μη χάσω
της λέω βιαστικά και βγαίνω στο δρόμο
Μπροστά πάω εγώ, ξοπίσω μου εκείνη.

Σκιές συναντώ των άλλων ανθρώπων
σκυμμένες κοιτούν με τρόμο τον ήλιο
και σβήνουν αργά, χαμένες στο φως του.

Στο πάρκο μπροστά αντάμωσα εσένα
τα μάτια κλειστά, θαμπά από τη λιακάδα
χωρίς να σκεφτώ το δρόμο διασχίζω.

Για λίγες κουβέντες μαζί σου στον ήλιο
μεμιάς λησμονώ κι αυτή τη σκιά μου.
Ξεφτίζει εκείνη, σκορπά στα λουλούδια
η γύρη που δίνει το χρώμα στον κόσμο.

3.12.10

Ain't no sunshine


Όταν φεύγεις
ο ήλιος χάνεται
και όταν γυρίζεις
ξαναλάμπει.

Αδύνατο να καταλάβω
με ποια δύναμη
η μικρή σου ζωή
μπορεί και ελέγχει
ολόκληρο πλανήτη.

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΣΟΔΕΙΑ, τεύχος 5)

13.11.10

Η πόλη στην κορυφή


Νεκρόπολη ορθωμένη
στην κορυφή της πόλης των ζωντανών
Ό,τι πεθαίνει, εξυψώνεται
ό,τι γεννιέται, ταξιδεύει

Λευκός καπνός από ζωντανά φουγάρα
αναρριχάται στο λόφο
και ακροβατεί
στις ακμές των πεθαμένων λίθων
Δυο κάριες φτερουγίζουν ενοχλημένες

Ένας γέρος
καθισμένος στο μνήμα της κόρης του
με σκυλάκι σαλονιού στα γόνατά του
και μικρό ξύλο στο ένα χέρι
τινάζει την κολλημένη λάσπη
από τα παπούτσια του
Οι νεκροί με τους νεκρούς
και οι ζωντανοί
με τους νεκρούς κι αυτοί

Το λεωφορείο κάνει στάση
έξω από την εκκλησία
Ο φοιτητής τρέχει να το προλάβει
Ο οδηγός τον βλέπει και δεν ξεκινά
Παγωμένος ο ήλιος
κιτρινίζει τα σύννεφα στον ορίζοντα.

Γλασκώβη 10.11.2010

4.11.10

Περιμένοντας το πλοίο


Μετά από ολόκληρο αιώνα προσμονής
ανακοινώθηκε
μέσω ηχείων περιβάλλουσας εμβέλειας
η άφιξη του μεσημεριανού πλοίου.
Η μικροσκοπική άσπρη παρουσία του
έκανε την εμφάνισή της
σαν ελεγχόμενη ελπίδα
στην τομή των δύο γαλάζιων.


Ο ενδιαφερόμενος αναθάρρησε
και έσκαψε μέσα στο πλήθος
ένα διάδρομο κενού
να τερματίζει στον κάβο που έδεναν τα μελλούμενα
Απομάκρυνε τα βήματά του από την αποβάθρα
κατά την επιθυμία της γυναίκας στο μεγάφωνο
Έτσι κι αλλιώς
πάντα ερήμην του
έπιαναν τα πλεούμενα στο λιμάνι.


Το πλοίο έδεσε σε στέρεο έδαφος
και οι επιβάτες φάνηκαν να κατεβαίνουν
κουβαλώντας τις ζωές τους
σε μεσαίου μεγέθους αποσκευές
Κατέβηκε και η δική της απουσία
για άλλη μία φορά
χρεώνοντάς τον
ασήκωτες αποσκευές με υποσχέσεις
Τις φορτώθηκε χωρίς σκέψη
και πήρε το δρόμο της επιστροφής.


Θριάμβευσε η καλοκαιρινή ζέστη
επί του ψύχους εντός του
καταλείποντας λεπτούς υδρατμούς
στους κανθούς των ματιών του.

31.10.10

Τα πουλιά

Αμέτρητα πουλιά πάνω στα σύρματα
αυστηρά παρατηρούν
σχεδόν καγχάζουν
τους ανθρώπους

Πώς τρέχουν βιαστικοί να βάλουν στην άκρη μία ακόμα μέρα
και πώς στοιβάζουν τις μέρες τους
αχρησιμοποίητες
τη μία πάνω στην άλλη

Και καθώς με ανάλαφρο πτερυγισμό
εγκαταλείπουν τα σύρματα
αφήνουν υπεροπτικά
τις ακαθαρσίες τους
πάνω στα γυαλιστερά αυτοκίνητα.

27.5.10

Νυχτερινό

(φωτ. Andre Kertesz)

Ανέμελα βήματα τυραννάνε τα σοκάκια
ανάμεσα από απλωμένες μπουγάδες
και ταγγισμένες ανάσες.


Σούρουπο σκεπάζει τα βλέμματα.
Θολή η παρουσία σου
απευθύνει λόγο
στις απούσες μου στιγμές.


Η παλιά πόλη κουμπώνει τα σπίτια
μην το σκάσουν αμίλητες οι ζωές των ανθρώπων.
Πόσο άραγε ακόμα θέλει να ξημερώσει;
Πόση ζωή διεκδικεί η νύχτα;