Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διηγήσεις στον καθρέφτη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διηγήσεις στον καθρέφτη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

23.8.13

Ο φούρνος του μακαρίτη


Το καλύτερο ψωμί στο χωριό το έβγαζε από παλιά ο φούρνος του μακαρίτη. Ζυμωτές με το χέρι φραντζόλες και καρβέλια, ψημένα όλα σε φούρνο με ξύλα. «Αρτοποιία Βλάχου» έγραφε η μικρή ξύλινη ταμπέλα πάνω από την είσοδο, αλλά όλοι οι ντόπιοι ως «φούρνο του μακαρίτη» τον ήξεραν. Πρόλαβα ζωντανό τον Σταύρο Βλάχο, τον μακαρίτη. Ήταν ένας λεβεντάνθρωπος, κοντά δύο μέτρα, με ανοιχτές πλάτες, πυκνά καστανά μαλλιά και γαλανά μάτια. Ωραίος άντρας. Είχε ανοίξει τον φούρνο, όταν στο χωριό δεν υπήρχε παρά μόνο το μπακάλικο του μπαρμπα-Τάση, το «μαγαζί» του χωριού.
Στην αρχή ο Σταύρος δούλευε τον φούρνο μαζί με τη γυναίκα του, μιαν αεράτη τριαντάρα, «ξενόφερτη», όπως έλεγαν οι ντόπιοι. Η Καίτη, αυτό ήταν το όνομά της, ήταν Σαλονικιά. Κανείς δεν ήξερε ακριβώς ποιος δρόμος την έβγαλε στο χωριό και στο σπίτι του Σταύρου. Όλοι όμως ήξεραν με κάθε λεπτομέρεια τα τσιλιμπουρδίσματα του Σταύρου με τις ντόπιες και τις ξένες. Γιατί ο Σταύρος, εκτός από το καλό ψωμί, ήξερε να εκτιμάει και τις ωραίες γυναίκες, ανεξάρτητα από την ηλικία, την καταγωγή και την οικογενειακή τους κατάσταση. Ως έμπειρος φούρναρης, τις ζύμωνε με μαεστρία στην τεράστια αγκαλιά του, αφήνοντάς τις στο τέλος αφράτες και ζεστές σαν φρεσκοψημένες φραντζόλες.
Η Καίτη κατάλαβε γρήγορα τα χούγια του άντρα της. Αν δεν είχαν κάνει ήδη τον γιο τους, θα είχε παρατήσει τον Σταύρο και τον φούρνο του και θα είχε γυρίσει στη βορινή πατρίδα της. Για χάρη του αγοριού της όμως, περιορίστηκε να εγκαταλείψει μόνο τον φούρνο• τουλάχιστον έτσι γλίτωσε από τα συγκαταβατικά έως κοροϊδευτικά βλέμματα που της έριχναν οι χωριανοί, καθώς τους τύλιγε τις φραντζόλες και τα παξιμάδια.
Οι δουλειές του Σταύρου στον φούρνο πήγαιναν καλά. Έφτιαχνε διάφορα αρτοσκευάσματα που άρεσαν πολύ και στους ντόπιους, αλλά και στους ξένους που πλημμύριζαν τα καλοκαίρια το χωριό. Σ’ αυτούς τους τελευταίους ο Σταύρος ήξερε να πασάρει με τρόπο κανένα λίγο μπαγιάτικο τσουρέκι, μερικά πολυκαιρισμένα κουλούρια ή χθεσινό ψωμί. Έτσι κι αλλιώς, όταν το έπαιρναν είδηση, ήταν ήδη μακριά στο δρόμο της επιστροφής ή δίπλα στη θάλασσα, με το κύμα να ξεπλένει την οργή για την κοροϊδία του φούρναρη. Η Καίτη τον μάλωνε. Την ενοχλούσαν περισσότερο τα μπαγιάτικα πράγματα που πούλαγε ο άντρας της στους πελάτες του, παρά το φρέσκο κέρατο που πέρναγε στην ίδια τουλάχιστον μία φορά το μήνα.
Τον ίδιο καιρό που έγινε αντιληπτή η οικονομική κρίση που κατέτρωγε τη χώρα, έδωσε και τα πρώτα του  σημάδια ο καρκίνος που έτρωγε το πάγκρεας του Σταύρου. Η λεβέντικη κορμοστασιά του σούρωσε, οι πλάτες του σκέβρωσαν, τα μαλλιά του αραίωσαν και άσπρισαν, τα μάγουλά του ήρθαν να βρουν τις κόγχες τους. Στο τέλος έγινε όλος χαλκοκίτρινος. Πριν υπογραφεί το πρώτο μνημόνιο που θα αναποδογύριζε τη χώρα, ο Σταύρος πρόλαβε να μετοικήσει στον χλοερό τόπο της αναπαύσεως, απέναντι από την εκκλησία του Σταυρού, για να βγει αληθινό-έστω και κάπως νωρίς-το τάμα της μάνας του.

  Είχα αρκετά χρόνια να πάω στο χωριό. Σπουδές, δουλειά, οικογένεια, όλο κάτι τύχαινε• και τα καλοκαίρια συνήθως νησιά, κάθε καλοκαίρι και διαφορετικό. Τη φετινή χρονιά όμως τα οικονομικά ήταν χειρότερα από ποτέ και τα εισιτήρια των πλοίων απλησίαστα. Έτσι, το χωριό αποδείχτηκε  σωτήρια λύση για διακοπές. Μετά από τόσα χρόνια, δεν μου φάνηκε να είχαν αλλάξει πολλά πράγματα. Βέβαια, είχε ανοίξει ένας θερινός κινηματογράφος που έπαιζε τις εμπορικές ταινίες της χρονιάς, καθώς και ένα μεγάλο φαρμακείο, όπου μπορούσα να βρω όλα σχεδόν τα βιολογικά καλλυντικά που χρησιμοποιούσα.
Ο «φούρνος του μακαρίτη» ήταν στην ίδια γωνιά, στο στενό που ανέβαινε προς την εκκλησία του Σταυρού. Οι προθήκες είχαν μείνει ίδιες από τον καιρό που ζούσε ο Σταύρος• το ίδιο και η ταμπέλα «Αρτοποιία Βλάχου», μόνο που τώρα ήταν λουστραρισμένη και γυαλιστερή. Όλα στη θέση τους, τα ψωμιά στα καλάθια, τα κουλούρια στις λαμαρίνες, τα ντόπια ζυμαρικά σε πλαστικές συσκευασίες πάνω στον ίδιο πάγκο. Δίπλα στην είσοδο του φούρνου ήταν εγκατεστημένο ένα μικρό ψυγείο γεμάτο με έτοιμα σάντουιτς και αραβικές πίτες. Στο βάθος του μαγαζιού, μέσα στο παρασκευαστήριο, ένας ψηλός και γεροδεμένος νεαρός  με ανοιχτές πλάτες και πυκνά καστανά μαλλιά φούρνιζε και ξεφούρνιζε πολλές ώρες την ημέρα, ακούγοντας χιπ-χοπ από ένα ψηφιακό ραδιοφωνάκι.
Στο ταμείο η Καίτη, μαυροφορεμένη, αφρατεμένη απ’ τα χρόνια κι από το τσιμπολόγημα στον φούρνο, με τα μεγάλα καστανά της μάτια χωνεμένα από τη συνήθεια, χτύπαγε στην ταμειακή μηχανή αραιά και πού καμιά απόδειξη, έτσι για τα μάτια του κόσμου που έχει γνωστούς στο ΣΔΟΕ, ενώ τις περισσότερες φορές κοίταζε με το ίδιο, στερεότυπα θλιμμένο και αφηρημένο ύφος τον πελάτη, κάνοντάς τον να νιώθει σχεδόν ένοχος που σκέφτηκε να ζητήσει απόδειξη. Πάνω από το κεφάλι της, στον τοίχο ακριβώς πίσω από το ταμείο, κρεμόταν ένα μεγάλο κάδρο με τον μακαρίτη, προφανώς επεξεργασμένο με κάποια από τις πρώτες εκδόσεις του Photoshop. Ο Σταύρος στη μεγάλη του ακμή, ευθυτενής, αγέρωχος, ντυμένος τα χειμωνιάτικά του, περικομμένος με το ψαλίδι του Photoshop και επικολλημένος  μπροστά από μια άποψη της παραλίας του χωριού, με τα πόδια να φαίνονται σαν να μην πατάνε στα χαλίκια. Έμοιαζε στη φωτογραφία σαν από μηχανής θεός που κατέβηκε από ψηλά για λίγο, ίσα να δει πώς πάνε οι δουλειές στον φούρνο. Είχε μάλιστα αυτή η φωτογραφία του Σταύρου το ίδιο θλιμμένο και αφηρημένο βλέμμα με τη χήρα του, μόνο που αν επέμενες να τον κοιτάζεις παρατεταμένα, θα τον έβλεπες κάποια στιγμή να σου κλείνει πονηρά το αριστερό πάντα μάτι, όπως έκανε ζωντανός, όταν σου έγνεφε συνωμοτικά να μην πάρεις ψωμί από το καλάθι, αλλά να περιμένεις να σου δώσει εκείνος από το φρέσκο, μόλις αδειάσει ο φούρνος από τους ξένους πελάτες.


19.8.13

Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας χωρίς τον Όμπερον

      
      Σήμερα τα ξημερώματα είδα ένα παράξενο όνειρο. Ίσως να έφταιγε η προχωρημένη ώρα που έφτασα να ξαπλώσω, κολλημένη ώρες και για πολλοστή φορά με τη βιογραφία του Αλμπέρ Καμύ· ίσως ο ήχος-έστω και σε χαμηλή ένταση-της τηλεόρασης, που έπαιζε τον «Νονό» (εξάλλου εγώ προέτρεψα την Έλλη να μην το χάσει)· ίσως το φεγγάρι που έχει σχεδόν ξεχειλίσει, προετοιμάζοντας την αυριανή πανσέληνο. Στο καλάθι της βεράντας, η γάτα του σπιτιού, η Σίβυλλα, κοιμόταν ήσυχα αγκαλιά με το γατάκι της, τη Φρίντα. Η Φρίντα γεννήθηκε φέτος ανήμερα στα γενέθλια της Frida Kahlo, μαζί με άλλα δύο αδελφάκια που δεν επέζησαν. Το τέλος και των δύο άλλων γατιών έλαβε χώρα στη βεράντα κι επειδή η Φρίντα ήταν εξαφανισμένη, φωνάζαμε τη Σίβυλλα «Μήδεια», μέχρις ότου, μετά από δεκαπέντε περίπου μέρες,  εμφάνισε με καμάρι στο χαλάκι της εξώπορτας τη μοναχοκόρη της, στρουμπουλή και χνουδωτή σαν λούτρινο.

            Αυτή είναι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα που θα ήταν απαραίτητη σ’ έναν ψυχαναλυτή για να εμβαθύνει στο όνειρο. Ας έρθουμε στο ίδιο το όνειρο. Βρίσκομαι στο πατρικό μου σπίτι και είναι μεσημέρι. Ξαπλώνω «στην κάμαρά μου την παιδική», με τη μπαλκονόπορτα μισάνοιχτη και ένα δροσερό αεράκι να θροΐζει την κουρτίνα. Επεξηγώ στους νεότερους, κάποτε, ναι, κοιμόμαστε έτσι. Κι όμως, στο όνειρο νιώθω ανασφάλεια, «λες να μπει κανένας;» σκέφτομαι και σηκώνομαι να κλείσω τη τζαμαρία. Τότε βλέπω στην άκρη του μπαλκονιού, στον τοίχο της διπλανής πολυκατοικίας, έναν άνδρα να αναρριχάται. Έχει μακριά μαλλιά σαν χαίτη και η πλάτη του είναι γυμνή. Αυτά μόνο προλαβαίνω να δω και μπαίνω στο σπίτι έντρομη. Ξυπνάω τους γονείς μου και τηλεφωνώ στην αστυνομία.
            «Αστυνομικός υπηρεσίας», ακούγεται μια γυναικεία νυσταγμένη φωνή.
            «Κάποιος προσπαθεί να μπει στο σπίτι μας από το μπαλκόνι», ψελλίζω με φωνή που τρέμει.
            «Πώς το ξέρετε;»
            «Πώς ξέρω τι;»
            «Ότι θέλει να μπει στο σπίτι σας».
            «Μα… είναι κρεμασμένος έξω από το μπαλκόνι μας….»
            «Και πώς είστε σίγουρη ότι θα μπει μέσα;»
            «Και τότε τι κάνει κρεμασμένος; Ενδυνάμωση δικεφάλων;»
            «Μη με ειρωνεύεστε, παρακαλώ», απαντάει η αστυνομικός με αυστηρό ύφος. Η γραμμή κλείνει, μάλλον για τεχνικούς λόγους. Πριν ξανακαλέσω τον αριθμό, πάω στο καθιστικό. Η μητέρα μου έχει αναστατώσει όλη την πολυκατοικία. Οι γυναίκες από τα άλλα διαμερίσματα, καθισμένες στις πολυθρόνες, συζητάνε. Είναι στολισμένες, σαν να έχουν έρθει για καφέ. Ξαναπηγαίνω στο τζάμι της κρεβατοκάμαρας και κοιτάζω στο μπαλκόνι. Ο άνδρας είναι ακόμα εκεί. Έχει πηδήξει στο μπαλκόνι και είναι ακίνητος. Γυρισμένος ανφάς, είναι γοητευτικός. Έχει γλυκά χαρακτηριστικά· θυμίζει τον Οσάμα Μπιν Λάντεν· κι εκείνος είχε μορφή που εξαπατούσε. Ξανακαλώ την αστυνομία.
           «Έπεσε η γραμμή», απολογούμαι στην αστυνομικό.
           «Λοιπόν;»
          «Είναι μέσα στο μπαλκόνι».
          «Και τι κάνει;»
          «Στέκεται».
          «Ακίνητος;»
          «Προς το παρόν, ναι».
       
         Από το καθιστικό η σύναξη των γυναικών έχει φτάσει σε τσακίρ κέφια. Μιλάνε και γελάνε δυνατά. Ο πατέρας μου περιμένει δίπλα, να ακούσει το αποτέλεσμα της συνομιλίας μου με την αστυνομικό.
         «Ξέρετε, δεν είναι σίγουρο ότι έχει έρθει στο σπίτι σας για κακό».
        «Μα τι λέτε; Με κοροïδεύετε;» λέω και η υπομονή μου έχει πια εξαντληθεί. Κλείνω το τηλέφωνο και ξαναπάω στη τζαμαρία. Η ταραχή μου μεγαλώνει. Στο μπαλκόνι είναι τώρα τρεις άνδρες, ο όμορφος και άλλοι δύο, μεγαλύτεροι σε ηλικία και μάλλον κακοσουλούπωτοι. Βγαίνω έξω. Ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει. Αυτή η αγωνία δεν αντέχεται άλλο.


        «Θέλετε κάτι;» ρωτάω με αφέλεια.
       «Όχι, ευχαριστούμε», απαντάει ο πιο ψηλός και πιο μεγάλος σε ηλικία. «Τα δίχτυα θα καθαρίσουμε μόνο».
       «Τα… δίχτυα;…»
       «Ναι… ξέρετε… δεν μπορεί ένας μόνος του. Χρειάζεται να είμαστε περισσότεροι».
            Κοιτάζω καλύτερα. Οι άνδρες έχουν απλώσει δίχτυα στην έξω μεριά του μπαλκονιού. Αρχίζουν να τα τραβάνε λίγο-λίγο, ενώ ταυτόχρονα τα ξεμπλέκουν και τα καθαρίζουν από κολλημένα λέπια και φύκια.
            Ξυπνάω απότομα. Βρίσκομαι ξανά στο Αλεποχώρι. Από την τηλεόραση ακούγεται το καταπληκτικό μουσικό θέμα του Νίνο Ρότα. Όνειρο ήταν και πάει. Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, με την πανσέληνο να παραμονεύει. Η Έλλη κλείνει την τηλεόραση και μπαίνει στο μπάνιο. Πόσο με ηρεμούν οι απλοί, συνηθισμένοι ήχοι του σπιτιού…


10.3.13

Αντικατοπτρισμοί και άλλα παράνομα παιχνίδια του φωτός


Οι άνθρωποι δεν θα’ πρεπε να αφήνουν καθρέφτες κρεμασμένους στα δωμάτιά τους, λέει σε μια αφήγησή της η Βιρτζίνια Γουλφ, παρακολουθώντας μια ηλικιωμένη γυναίκα που βρίσκεται μόνη στο σπίτι, αντιμέτωπη με τον καθρέφτη και τη ζωή της.  Το ανελέητο φως του καθρέφτη έχει την ικανότητα να κατατρώει σαν οξύ καθετί ασήμαντο κι επιφανειακό και να διεισδύει στα εσώτερα της ύπαρξης αφήνοντας γυμνή την αλήθεια.



Δεν είναι όμως μόνο οι καθρέφτες που απειλούν το περίβλημα των ανθρώπων. Είναι όλες εκείνες οι υγρές ή γυαλιστερές επιφάνειες που αντανακλούν το φως, με άφθαστο επαγγελματισμό οι μόνιμες (τα τζάμια των σπιτιών, οι βιτρίνες των καταστημάτων, το νερό της λίμνης) ή εντελώς ερασιτεχνικά οι ευκαιριακές (το βρεγμένο πεζοδρόμιο, οι λακούβες στον δρόμο μετά τη βροχή), δημιουργώντας μπροστά στα ανύποπτα μάτια των περαστικών μια εικονική πραγματικότητα πιο επιθετική από εκείνη του διαδικτύου. Τίποτα δεν μπορεί να μείνει κρυφό∙ χωρίς αιδώ οι ανακλώσες επιφάνειες το καταδίδουν.

Σε μια πρόσωπο με πρόσωπο συζήτηση, ένας συνομιλητής με σκούρα γυαλιά, φέρνει τον άλλο αντιμέτωπο με τον ίδιο του τον εαυτό, αιχμαλωτίζοντας τις εκφράσεις, τις ματιές και τις γκριμάτσες του στα σκούρα κρύσταλλα που φρουρούν το δικό του βλέμμα.
Καμιά φορά η προδοσία έχει αγαθό σκοπό∙ τουλάχιστον με τέτοια πρόθεση έχουν τοποθετηθεί οι στρογγυλοί καθρέφτες στα πολυσύχναστα σταυροδρόμια, να προειδοποιούν για τον επερχόμενο κίνδυνο∙ συχνά όμως θυμίζουν τους παραμορφωτικούς καθρέφτες του λούνα-παρκ, έτσι όπως απεικονίζουν σχεδόν κοροϊδευτικά στρογγυλεμένες τις σιλουέτες των περαστικών.


Άλλες πάλι φορές το φως παίζει άνισα παιχνίδια∙ καθώς ανυποψίαστοι πεζοί βαδίζουν βιαστικοί, φορτωμένοι τις  έγνοιες τους, υψώνονται και πετάνε πάνω από θεόρατα κτήρια, εικονογραφώντας εν αγνοία τους τις διαφημιστικές πινακίδες  εύρωστων επιχειρήσεων


ή ενώ μια σοβαρή κυρία περιμένει ένα ραντεβού, βρίσκεται άθελά της σε μια βιτρίνα να κοιτά μαύρα αισθησιακά εσώρουχα που ποτέ ίσως δεν θα τολμούσε να φορέσει.



Η γοητευτική εκδοχή αυτού του παιχνιδίσματος είναι η μεταμόρφωση ενός συνηθισμένου επιβατικού αυτοκινήτου σε πίνακα ζωγραφικής άγνωστου, αλλά πολύ ταλαντούχου δημιουργού με έργα εξαίσια όσο και εφήμερα.



Από μικρή κυνηγούσα τις αντανακλάσεις του φωτός, πρώτα με τα μάτια και αργότερα με τον φωτογραφικό φακό. Στο τέλος έφθασαν να με κυνηγούν αυτές, να με βρίσκουν αφηρημένη και ανυποψίαστη και να μου αποκαλύπτονται αιφνιδιαστικά, όπως εκείνη η σχεδόν σουρεαλιστική οφθαλμαπάτη σε ένα καφέ της Γλασκώβης, όπου ένας επιτοίχιος καθρέφτης πήρε μια κοπέλα από τον φίλο της και την κάθισε δίπλα σε μια γυναίκα, κάνοντάς τις να κουβεντιάζουν σαν δυο καλές φίλες, εν αγνοία της πραγματικής φίλης της γυναίκας, που καθόταν κρυμμένη πίσω από την κολόνα με τον καθρέφτη.

Οι βρεγμένες μέρες είναι ο πιο κατάλληλος χρόνος για να κυνηγήσει κανείς θαύματα. Την ώρα που η βροχή έχει καταλαγιάσει, αφήνοντας τα υδάτινα υπολείμματά της ανυπεράσπιστα πάνω στις ψυχρές, αδιάφορες επιφάνειες κτηρίων και αντικειμένων, έρχεται το φως με παιχνιδιάρικη διάθεση και τα ζωγραφίζει με εικόνες. Τότε είναι που δίπλα στο σκουριασμένο μεταλλικό καπάκι του πεζοδρομίου κατεβαίνει ένας συννεφιασμένος ουρανός, ζωντανεμένος αραιά και πού από τα πετούμενά του ή που η λακκούβα με τα νερά ξαφνικά βλασταίνει, λουλουδιάζει και γίνεται όμορφη σαν καλοχτενισμένο παρτέρι.


Ποτέ δεν συμπάθησα την ίδια τη βροχή, πάντα όμως με μαγνήτιζαν οι βρεγμένες μέρες, ίσως γιατί τότε είναι που βγαίνουν από τις κρυψώνες τους όλες αυτές οι μαγικές και εύθραυστες εικόνες και ξεμυτίζουν τα μυστηριώδη πλάσματα που γεννά η σχεδόν ερωτική συνεύρεση του νερού με το φως. Μάλλον μετά από μια τέτοια βρεγμένη μέρα, πλέον δεν θυμάμαι ακριβώς,  είδε το φως του διαδικτύου και τούτο το ιστολόγιο∙ εξ ου ίσως και ο τίτλος Liquid days.

10.2.13

Έγκλημα κι εφημερία


Χθες  βράδυ ονειρεύτηκα εφημερία∙ άσχημο, όταν δεν εφημερεύω στον ξύπνιο να εφημερεύω στον ύπνο μου. Είχαμε, λέει, δύο κενά κρεβάτια. Είχαμε και αυτή την αναμονή που συνοδεύει τα δύο κρεβάτια, το αίσθημα του επικείμενου. Είχε και το νοσοκομείο μεγάλη εφημερία. Το τηλέφωνο χτύπησε∙ ο ήχος του, ο ίδιος πάντα, μου φάνηκε αυτή τη φορά ότι δεν ήταν για καλό. Ήταν ο εφημερεύων νευροχειρουργός. Είχαν φέρει στο Χειρουργικό Τμήμα Επειγόντων δύο γυναίκες, αδελφές, με βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση και οι δύο, θύματα δολοφονικής επίθεσης, μάλλον με τσεκούρι. Θα έμπαιναν χειρουργείο∙ έπρεπε να τις εκτιμήσω στο ΤΕΠ και μετά το χειρουργείο, αν επιβίωναν, να τις πάρω στη Μονάδα. Το ανακοίνωσα στους νοσηλευτές∙ έπρεπε να ετοιμαστούν τα κρεβάτια, οι αναπνευστήρες, τα μόνιτορ και οι συσκευές μέτρησης της ενδοκράνιας πίεσης.  Ευτυχώς το όνειρο εκτυλισσόταν σε παλιότερη μάλλον εποχή, γιατί είχαμε άφθονα υλικά∙ πακέτα ολόκληρα από αποστειρωμένες γάζες, σύριγγες όλων των μεγεθών, κεντρικούς καθετήρες της καλύτερης ποιότητας, χειρουργικά πεδία, αποστειρωμένες μπλούζες και αποστειρωμένα γάντια σε όλα τα νούμερα. Τι ωραία… Το όνειρο της αλεπούς με τα κοκορόπουλα δεν έπιανε μία μπροστά στο δικό μου…
Εφημέρευε, λέει,  μαζί μου η Βιβή, που είναι αναισθησιολόγος και κάνει εξειδίκευση στην εντατικολογία. Άρχισε να ετοιμάζει τα διαγράμματα και τα παραπεμπτικά. Είχα πάρει τα ονόματα των δύο αδελφών. Λιζαβέτα και Αλιόνα Ιβάνοβνα, 53 και 45 ετών αντίστοιχα. Το πατρώνυμο δεν ήταν γνωστό∙ ως «αγνώστου πατρός» καταχωρούμε αρχικά τέτοιους ασθενείς, μέχρι να έλθουν συγγενείς και να δώσουν στοιχεία. «Βιβή, κατεβαίνω στο ΤΕΠ να δω τα περιστατικά. Θα περάσω να πάρω και καφέ, γιατί η νύχτα προβλέπεται μεγάλη και λευκή», είπα στη Βιβή. Μεγάλη και κόκκινη, μάλλον, σκέφτηκα μόνη μου.
Κατέβηκα στο ισόγειο του νοσοκομείου. Ήταν περασμένες δώδεκα. Ο χώρος της υποδοχής ήταν πολύ παγωμένος∙ η είσοδός μας μπάζει από παντού. Στο σαλόνι μια παρέα από τσιγγανάκια, ξυπόλητα, βολόδερναν πάνω στις καρέκλες. Μια μικρή τσιγγανοπούλα με ανοιχτά καστανά μαλλιά, ξέπλεκα και μπερδεμένα, μακρύ φόρεμα πού κάποτε ήταν λευκό, ξυπόλητη, στροβιλιζόταν χορεύοντας στο κέντρο της αίθουσας. Στάθηκα και την κοίταζα∙ είχε μια κίνηση αέρινη, μπαλαρίνας. Τα γυμνά της πόδια πρόβαλλαν κάτω από την άκρη του φορέματος αεικίνητα, σχεδόν χωρίς να πατάνε τη γη. Ένα πολύ μικρότερο αγοράκι, ξυπόλητο κι αυτό, ντυμένο με μια αστεία καφέ κάπα που το έκανε να μοιάζει με καπουτσίνο, μπερδευόταν  στην τροχιά της και εμπόδιζε τον χορό∙ η κοπελίτσα του έδωσε ξαφνικά μια δυνατή σπρωξιά και το προσγείωσε στο παγωμένο παρκέ του νοσοκομείου, ακριβώς πάνω στην αρχή της κόκκινης γραμμής που οδηγεί στο ΤΕΠ.
Συνέχισα με γρήγορο βήμα προς το ΤΕΠ. Η εφημερία φαινόταν άσχημη. Φορεία αριστερά και δεξιά. Ηλικιωμένοι με απλανές βλέμμα σε άσχημη κατάσταση σε καροτσάκια, μια νεαρή κοπέλα διπλωμένη πάνω σ’ ένα φορείο, με πόνο στην κοιλιά, περίμενε έξω από τους υπερήχους. Στο ακτινολογικό πολύς κόσμος. Μπήκα στο χειρουργικό ΤΕΠ. Με χτύπησε η γνώριμη μυρωδιά του αίματος. Οι δύο αδελφές, διασωληνωμένες,  σε διπλανά φορεία∙ κάτασπρες, σαν πεθαμένες. Η μεγαλύτερη, η Αλιόνα, είχε ανοιχτόχρωμα αραιά μαλλιά που είχαν αρχίσει ν’ ασπρίζουν, πλεγμένα σε μια λεπτή κοτσίδα σαν ποντικοουρά, που τώρα ήταν λεκιασμένη από ξεραμένο αίμα. Το τραύμα της κεφαλής ήταν δεμένο∙ θα έμπαινε αμέσως στο χειρουργείο. Το πρόσωπό της ήταν ρυτιδωμένο∙ μερικές από τις ρυτίδες είχαν ίχνη αίματος. Της άνοιξα τα βλέφαρα να δω τις κόρες. Μάτια βαθυγάλανα, όμως στεγνά και παγωμένα, σαν γυάλινα. Χωρίς αντανακλαστικό στο φως. Στο λαιμό της ήταν δεμένο ένα κορδόνι με ένα μικρό εικόνισμα της Παναγίας και δύο σταυρούς, τον έναν από κυπαρισσόξυλο και τον άλλο χάλκινο. Η άλλη, η μικρότερη, είχε πιο φρέσκο πρόσωπο και ήταν μάλλον όμορφη. Είχε το ίδιο παγωμένο γαλάζιο βλέμμα, χωρίς φωτοκινητικό αντανακλαστικό κι αυτή. Συνεννοήθηκα με τον νευροχειρουργό που ήταν στο ΤΕΠ να τις υποδεχτούμε μετά το χειρουργείο.
Έφυγα από το ΤΕΠ και κατευθύνθηκα προς το κυλικείο. Ο διάδρομος είχε την ίδια παγωνιά, που όμως τώρα μου φάνηκε αναζωογονητική. Πήρα δύο μεγάλα κύπελλα με γαλλικό καφέ πάνω σε μια χάρτινη βάση με ζωγραφισμένους κόκκους καφέ. Προχώρησα με αργά βήματα προς τη Μονάδα. Τα τσιγγανόπουλα είχαν φύγει από το σαλόνι. Στην είσοδο του νοσοκομείου, μπροστά στις αυτόματες πόρτες, με κολλημένη την πλάτη στον τοίχο, στεκόταν ένας νέος άνδρας, τυλιγμένος με ένα παλιό παλτό. Το παρουσιαστικό του πρόδιδε φτωχό και ταλαιπωρημένο άνθρωπο. Τα παπούτσια του ήταν τρύπια σε μερικά σημεία∙ πρόσεξα έναν λεκέ από αίμα στο αριστερό παπούτσι. Έτρεμε σύγκορμος, λες και ανέβαζε πυρετό. Στο ένα χέρι του κρατούσε κομμάτια σκισμένου υφάσματος, ίσως κορδέλας, ενώ με το άλλο χέρι κρατούσε τα κουμπιά του παλτού του, λες και μπορούσε να το κουμπώσει πιο σφιχτά απ’ ό,τι ήταν ήδη κουμπωμένο. Σκέφτηκα να τον ρωτήσω αν χρειάζεται κάτι∙ φάνηκε όμως να ενοχλείται και μόνο από το βλέμμα μου, έτσι τον προσπέρασα και ανέβηκα τη Μονάδα.
Ήταν όλα έτοιμα για τις δύο εισαγωγές. Ευτυχώς οι υπόλοιποι ασθενείς ήταν ήσυχοι. Πέρασαν τρεις περίπου ώρες. Τηλεφωνικά μάθαμε ότι ήταν πολύ άσχημα τα πράγματα και για τις δύο γυναίκες. Πιθανότατα ήταν ήδη σε εγκεφαλικό θάνατο. Έφτασαν στη Μονάδα στις τρεις τα ξημερώματα, με μισή ώρα διαφορά η μία από την άλλη. Τις συνδέσαμε στα δικά μας μηχανήματα, ρυθμίσαμε την αγωγή τους, καταστολή και αναλγησία, αγγειοσυσπαστικά. Άφησα τη Βιβή να κάνει τα επεμβατικά και πήγα στο γραφείο να υποδεχτώ τους συγγενείς. Υπήρχε μόνο ένας πατέρας, είχα μάθει. Είπα στις νοσηλεύτριες να τον φωνάξουν.
Κάθισα στο γραφείο και πήρα μια κόλλα χαρτί, για να γράψω το ιστορικό. Μπήκε ο πατέρας. Το παρουσιαστικό του μου έκοψε την ανάσα∙ μου φαινόταν τόσο γνωστός και τόσο παράξενος. Σαν να ερχόταν από άλλη εποχή. Καταρχήν, τον περίμενα υπερήλικα. Ήταν απροσδιόριστης ηλικίας με μαλλιά μαύρα ακόμα, αραιά στο μέτωπο, λεπτά και ίσια στο υπόλοιπο κεφάλι. Είχε μια μακριά γενειάδα που έφτανε μέχρι το μέσο του στέρνου. Φορούσε ένα μαύρο μακρύ παλτό με σταυρωτό πέτο και από μέσα λευκό πουκάμισο. Μιλούσε αργά και καθαρά, χωρίς ρώσικη προφορά. Όχι, οι κόρες του δεν είχαν προβλήματα υγείας ή τουλάχιστον δεν ήξερε κάτι. Ναι, ήξερε πώς έγινε το έγκλημα∙ με κάποιο τρόπο έφταιγε κι εκείνος, μου δήλωσε αφήνοντάς με σύξυλη. Του εξήγησα πως η κατάστασή τους ήταν πολύ βαριά∙ ότι μάλλον δεν θα τα κατάφερναν. Έγνεψε θλιμμένα, δείχνοντας να καταλαβαίνει. Τα χέρια του είχαν κάτι το απόκοσμο, με δάχτυλα μακριά και λεπτά με περιποιημένα νύχια. Χέρια ανθρώπου που έγραφε και διάβαζε. Το βλέμμα του ήταν αφηρημένο, όπως το βλέμμα ανθρώπου που προσεύχεται. Τον παρακάλεσα να μου υπογράψει τα δύο έντυπα συναίνεσης και να μου αφήσει ένα τηλέφωνο, κινητό ή σταθερό. «Δεν έχω τηλέφωνο», είπε απλά. «Θα είμαι συνεχώς απέξω, όμως». Τον κοίταξα με συμπάθεια. Δεν θυμάμαι να μου έχει κάνει άλλη φορά συγγενής τόσο μεγάλη εντύπωση. Συμπλήρωσε τα δύο έντυπα∙ έγραφε αργά, με όμορφες κυκλικές κινήσεις των δακτύλων, κρατώντας το στυλό ελαφρά γερτό. Μου έδωσε τα χαρτιά. Τα έβαλα στο ντοσιέ χωρίς να τα κοιτάξω. Με χαιρέτισε με μια σφιχτή, λυπημένη χειραψία κι έκανε να φύγει. «Αχ, μια στιγμή!», τον σταμάτησα στην πόρτα. Άνοιξα το μητρώο εισαγωγών. «Πείτε μου το μικρό σας όνομα, για να συμπληρώσω το πατρώνυμο» τον παρακάλεσα.
«Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς», μου είπε με φωνή σβησμένη, σαν να ερχόταν από μακριά.
Έγραψα «Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς» δύο φορές, στο αντίστοιχο κουτάκι του βιβλίου για την καθεμιά. Ξαφνικά, από κάπου δίπλα μου, ακούστηκε μια γνώριμη μελωδία, η Βandinerie του Μπαχ. Πετάχτηκα αλαφιασμένη. Το ξυπνητήρι μου. Επτά ακριβώς. Τι μέρα, τι εποχή, τι χρονιά, δεν ήμουν σίγουρη. Κάτι σκληρό με έκοβε στο πλευρό∙ βιβλίο ήταν. Το Έγκλημα και Τιμωρία, ανοιχτό, στη μέση του κρεβατιού. Ανοίγω τη μισοτσαλακωμένη σελίδα, να βάλω τον σελιδοδείκτη. «Έρευνα, έρευνα, τώρα θα μου κάνουν έρευνα!», διαβάζω την αγωνία του Ρασκόλνικοφ στο πάνω μέρος της αριστερής σελίδας. Μου έρχεται στο μυαλό η εικόνα του άντρα στην είσοδο του νοσοκομείου των ονείρων μου, διπλωμένου με το παλιό παλτό, να τρέμει σύγκορμος, μάλλον όχι από το κρύο, ούτε από τον πυρετό.  

28.12.12

Τέλος χρόνου (Ο Ανδρέας της Μαρίας)

          Λίγο πριν τελειώσει τούτη η χρονιά, παίξαμε με τη Χλόη Κουτσουμπέλη τη ζωή ενός άνδρα, όχι στα ζάρια, αλλά στις λέξεις. Ο Ανδρέας γεννήθηκε στο μυαλό μου ένα βροχερό πρωινό ανήμερα της γιορτής του και περπάτησε για ένα μήνα σπρωγμένος πότε από τη Χλόη, πότε από μένα, προς μια καινούρια ζωή ή έστω τη δική του ανανεωμένη. Τελικά βρήκε δύο ζωές, μάλλον καλύτερες από τη μία που είχε πριν. Έτσι, ανεξάρτητα από την όποια λογοτεχνική αξία του πειράματος αυτού, η Χλόη κι εγώ περάσαμε καλά για ένα μήνα και ο Ανδρέας θα περάσει καλά για μια ζωήτουλάχιστον στο χέρι του είναι από δω και μπρος...
 
 
Ο τελευταίος μήνας της  χρονιάς μπήκε στη ζωή του Ανδρέα με ένα βροχερό, συνοφρυωμένο πρωινό Σαββάτου. Όρθιος μπροστά στη μπαλκονόπορτα του υπνοδωματίου, με τραβηγμένη τη λεπτή κρεμ κουρτίνα, κοίταζε αφηρημένα ένα μελαψό άνδρα που έψαχνε τα σκουπίδια στον κάδο του απέναντι πεζοδρομίου. Ο Ανδρέας έμενε στον πρώτο όροφο∙  αμετακίνητη επιλογή όλα τα χρόνια∙ να μπορεί να βλέπει τους ανθρώπους κάτω στον δρόμο.
Γιατί ο Ανδρέας ζούσε στην αχνή εκείνη χώρα ανάμεσα στη ζωή και στη μη ζωή που κάποιοι αποκαλούν φαντασία. Με αυτό δεν θέλω να πω ότι ο Ανδρέας ήταν συγγραφέας. Όχι,  τίποτε τέτοιο.  Δεν είχε κανένα απολύτως καλλιτεχνικό ενδιαφέρον,  ζωγράφιζε παιδικά, τραγουδούσε παράφωνα, έγραφε περιληπτικά και ελλειπτικά. Απλώς, ο Ανδρέας ήταν σχεδόν ανύπαρκτος. Ναι, υπήρχε το περίγραμμα και όλα τα όργανα που λειτουργούσαν τέλεια συμπεριλαμβανομένου του εγκεφάλου, αλλά όσο περνούσαν τα χρόνια ακόμα και το περίγραμμά του ατονούσε, έτσι ώστε πολλές φορές δεν έβγαινε καθόλου στις φωτογραφίες ή το είδωλό του χανόταν στους καθρέφτες. Ακόμα και ο τρόπος  που κινιόταν στον χώρο δεν έμοιαζε με των υπολοίπων ανθρώπων. Έμοιαζε να ρέει, να κινείται μέσα σε υδράργυρο, αθόρυβα, όπως κάτι βρόχινο ή κάτι ανθισμένο.
Είχε γίνει πια σχεδόν αόρατος. Οι αυτόματες πόρτες δεν άνοιγαν στο πέρασμά του∙ περίμενε πάντα κάποιον άλλο να μπει ή να βγει, για να κάνει κι εκείνος τη δουλειά του. Στο εστιατόριο έπρεπε να φωνάξει πολλές φορές για να του πάρουν παραγγελία. Όταν έμπαινε στο λεωφορείο, έπρεπε να γλιστρήσει με το πλάι ανάμεσα στους επιβάτες  που στέκονταν μπροστά στην πόρτα∙ κανείς δεν παραμέριζε για να τον αφήσει να μπει. Πιο παλιά, αυτή η κατάσταση ανάμεσα στη ζωή και στη μη ζωή τον ενοχλούσε. Με τον καιρό όμως έμαθε αρχικά να την ανέχεται και αργότερα σχεδόν να την επιζητεί.

Επόμενο ήταν να είναι μοναχικός∙ δεν είχε φίλους, ούτε σχέση. Οι γονείς του δεν ζούσαν εδώ και αρκετά χρόνια, ούτε του είχαν αφήσει αδέλφια. Οι λιγοστοί συγγενείς που τον θυμούνταν κάθε χρόνο στη γιορτή του ήταν «οι δικοί του». Η μοναδική διέξοδος του Ανδρέα ήταν το διάβασμα, κι αυτό κατά διαστήματα, όποτε του ερχόταν η όρεξη. Όμως εδώ και κάμποσους μήνες, ο Ανδρέας είχε βρει ένα καινούριο ενδιαφέρον στη σχεδόν ανυπόστατη ζωή του∙ κάτι που τον είχε ταρακουνήσει, τον είχε αλλάξει. Έβλεπε τα πάντα με άλλο μάτι∙ ακόμα κι αυτός ο Πακιστανός που έψαχνε τα σκουπίδια, του φαινόταν  τώρα συμπαθητικός. Σαν να άκουσε τη σκέψη του, ο νεαρός άνδρας σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε. Ο Ανδρέας τράβηξε βιαστικά την κουρτίνα, προλαβαίνοντας την άκρη ενός κατάλευκου χαμόγελου που  αυλάκωσε το μελαψό πρόσωπο του Πακιστανού. (Πώς στο καλό διατηρούσαν τόσο λευκά τα δόντια τους, ενώ σχεδόν δεν είχαν να φάνε;  Μάλλον θα του έμενε η απορία).
Η αιτία αυτής της αλλαγής ήταν ένας μικρός κάκτος. Του τον δώρισε η γειτόνισσα του όταν έφευγε από το διπλανό διαμέρισμα, επειδή η πολυκατοικία μάζεψε υπογραφές εναντίον της. Έκανε φασαρία και πρόσβαλλε τα χρηστά ήθη των ενοίκων, που σοκάρονταν από τους αναστεναγμούς και τα βογγητά της όταν έκανε έρωτα. Ο Ανδρέας δεν είχε καμία σχέση μαζί της, όπως δεν είχε σχέση πραγματικά με κανέναν. Πολλές φορές μάλιστα διασταυρώνονταν μπροστά στο ασανσέρ και αυτή κοιτούσε τον διακόπτη πάνω από το κεφάλι του σαν να μην υπήρχε καν μπροστά της. Ούτε όμως είχε βάλει την υπογραφή του στο κείμενο της έξωσης. Αυτό δεν προϋπέθετε κανέναν ηρωισμό, μια και του ζητήθηκε τόσο αόριστα και συγκεχυμένα, ώστε δεν ήταν καν απαραίτητο. Οι άλλοι ένοικοι εξάλλου σπάνια του απεύθυναν τον λόγο και αυτό μόνο όταν έπρεπε να εισπράξουν τα κοινόχρηστα.
Έτσι, εκείνη τη βροχερή μέρα που άλλαξε η ζωή του Ανδρέα, η Ζοζεφίνα, η γειτόνισσα του διπλανού διαμερίσματος  χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού του. Ήταν μια μελαψή γυναίκα, με τεράστια μαύρα μάτια και ένα σώμα που θύμιζε τη γεωγραφία της ηπείρου της, γεμάτο βουνά και καταρράκτες και ερήμους και στέπες και ζούγκλες. Μύριζε γη και κόκκινο ήλιο. Κρατούσε στα χέρια της τον κάκτο για να του τον δώσει. Δεν τον χρειάζεται πια του είπε, είναι το μόνο λουλούδι που είχε και δεν θέλει να τον πάρει μαζί, γιατί γυρνάει στην πατρίδα της.

Χωρίς να το καταλάβει , ο Ανδρέας την τράβηξε μέσα. Έκαναν έρωτα στο πάτωμα και ύστερα σε κάθε κρεβάτι και καναπέ του σπιτιού. Το σώμα της άνθιζε και μπουμπούκιαζε, οι αναστεναγμοί της έκαναν τους τοίχους να τρίζουν, οι ένοικοι έκλειναν τα αυτιά τους τρομαγμένοι, κάποιος κάλεσε την αστυνομία, ο διαχειριστής κατέβηκε και χτυπούσε την πόρτα, αλλά ο Ανδρέας και η Ζοζεφίνα συνέχισαν να κάνουν έρωτα απεγνωσμένα, σπαρακτικά, χωρίς τέλος, χωρίς όρια. Ύστερα η Ζοζεφίνα σηκώθηκε, έστρωσε τα ρούχα της και έφυγε έξω από το διαμέρισμα και τη ζωή του Ανδρέα αφήνοντάς του μόνο τον κάκτο και την περιφρόνηση των γειτόνων του.
Ο κάκτος άλλαξε τη ζωή του Ανδρέα∙ ή μάλλον άλλαξε τον τρόπο που ο Ανδρέας έβλεπε μέχρι τότε τη ζωή του. Τις πρώτες μέρες, καθόταν με τις ώρες και χάζευε τα γυαλιστερά αγκαθωτά κλαδάκια του κάκτου, της «Ζοζεφίνας»-όπως την ονόμασε από την πρώτη στιγμή. Μέχρι τη Ζοζεφίνα, οι μόνοι κάκτοι στο μυαλό του Ανδρέα ήταν νοερές εικόνες από τα εικονογραφημένα γουέστερν της παιδικής του ηλικίας∙ συνήθως είχαν τρία κλαδιά, γεμάτα μεγάλα αγκάθια∙ αλίμονο στον καουμπόη ή Ινδιάνο που, κυνηγημένος από τον αντίπαλο, θα έπεφτε με ορμή επάνω τους. Όμως, η Ζοζεφίνα του ήταν αλλιώς. Είχε πολλά στρογγυλά κλαδάκια με τρυφερά μικρά αγκάθια σαν χνούδι. Ο Ανδρέας τα χάιδευε απαλά και του φαινόταν σαν να άγγιζε το στιλπνό, σοκολατένιο δέρμα της Ζοζεφίνας-γυναίκας.
Ο Ανδρέας δούλευε ως λογιστής σε μια μικρή εταιρεία εισαγωγής ελαστικών. Το γραφείο του ήταν μικρό, αλλά είχε ένα φωτεινό παράθυρο, απ’ όπου ο Ανδρέας έβλεπε την κίνηση στον δρόμο. Απέναντι από το κτήριο της εταιρείας, ήταν ένα βιβλιοπωλείο, ένα καθαριστήριο και ένα ανθοπωλείο. Ποτέ ο Ανδρέας μέχρι τώρα δεν είχε μπει σε κάποιο από αυτά. Βιβλία αγόραζε σπάνια, τα ρούχα του τα έπλενε όλα στο πλυντήριο και λουλούδια δεν είχε στείλει ποτέ σε κανέναν.
 
 Όμως, μια  Δευτέρα πρωί, δέκα μέρες μετά από εκείνο το απρόσμενο Σάββατο, ο Ανδρέας παρατήρησε έντρομος ότι ένα από τα κλαδάκια της Ζοζεφίνας είχε χάσει τα περισσότερα αγκαθάκια του. Εκείνο το πρωινό, ο Ανδρέας πήγε πιο νωρίς στη δουλειά, κρατώντας στα χέρια του τον κάκτο. Χαιρέτισε βιαστικά τον θυρωρό και ανέβηκε με τις σκάλες στον δεύτερο όροφο, όπου ήταν τα γραφεία της εταιρείας. Δεν ήταν κανένας άλλος ακόμα εκεί, εξάλλου η δουλειά δεν άρχιζε πριν από τις εννιάμισι. Άφησε την τσάντα του στην καρέκλα του γραφείου του και κατέβηκε ξανά τις σκάλες με τη Ζοζεφίνα στην αγκαλιά του. Ξαναχαιρέτισε τον θυρωρό, ο οποίος τον κοίταξε με απορία. Βγήκε στον δρόμο και κατευθύνθηκε με βιαστικό βήμα στο ανθοπωλείο. «H Ανθοδέσμη. Άνθη-Φυτά» έγραφε η ταμπέλα πάνω από την πόρτα. Τόσα χρόνια ο Ανδρέας αγνοούσε το όνομα αυτού του μικρού ανθοπωλείου. Στο άνοιγμα της πόρτας, ένα καμπανάκι ήχησε σχεδόν παιχνιδιάρικα. Πίσω από τον πάγκο κυριολεκτικά αναδύθηκε (προφανώς ήταν σκυμμένος) ένας ηλικιωμένος άνδρας με πυκνά κατάλευκα μαλλιά και γυαλιά πρεσβυωπίας.
«Καλημέρα», είπε ο Ανδρέας ντροπαλά.
«Άργησες», είπε ο άνδρας με τα λευκά μαλλιά. «Μπορείς να με αποκαλείς Νώε, έτσι με αποκαλούν όλα τα φυτά μου». Και γέλασε με ένα γέλιο σαν σοκολατάκι με λικέρ όχι ακριβώς θορυβώδες αλλά με μια κρυφή φούσκα ευθυμίας μέσα του που ήταν έτοιμη να σκάσει.
«Άργησα;» ρώτησε απορημένα ο Ανδρέας και συμβουλεύτηκε έντρομος το ρολόι του. «Μα είναι ακόμα εννέα το πρωί!».
«Ναι, σε περίμενα εδώ και πολλά χρόνια, αν και ο χρόνος είναι σχετικός για μας τους αιωνόβιους», γέλασε πάλι ο Νώε και χτύπησε τον Ανδρέα στην πλάτη. Και τότε κοίταξε τη Ζοζεφίνα και η έκφρασή του άλλαξε εντελώς. Τα φρύδια του έσμιξαν απότομα  σαν δύο σύννεφα που ενώνονται σε έναν κεραυνό, το πρόσωπό του σοβάρεψε και βαθιές ρυτίδες άρχισαν να χαράζονται επάνω του.
«Ω, είπε συγκινημένος. Ω, αδελφή μου», φώναξε ο Νώε και πήρε τη Ζοζεφίνα από τα χέρια του Ανδρέα. Την έβαλε κοντά στο στόμα του και άρχισε να της ψιθυρίζει τρυφερά λέξεις σε μια περίεργη αρχαία γλώσσα που ο Ανδρέας δεν καταλάβαινε. «Είναι παχύφυτο»,  είπε στον Ανδρέα. «Ανήκει στην οικογένεια των κάκτων, αλλά είναι τελείως ξεχωριστή. Μου είπε ότι τη λένε Ζοζεφίνα. Να την προσέχεις σαν τα μάτια σου. Βλέπω ότι την παραμέλησες», πρόσθεσε άγρια και πήγε τη Ζοζεφίνα σε ένα μεγάλο χειρουργικό τραπέζι στο πίσω μέρος του μαγαζιού. Μιλώντας της πάντα πολύ τρυφερά, έδεσε με έναν επίδεσμο το κλαδάκι που είχε σπάσει και ύστερα την ψέκασε με ένα υγρό που μύριζε ανησυχητικά λιβάνι. «Αυτό θα της κάνει καλό»,  είπε μάλλον αφηρημένα. Τώρα ήταν πάλι ο άνδρας με τα λευκά μαλλιά που είχε πρωτοδεί ο Ανδρέας όταν μπήκε στο μαγαζί. Σε πενήντα μέρες από τώρα, είπε ο Νώε στον Ανδρέα, θα βγάλει ένα πανέμορφο μωβ λουλούδι. Τότε θα μου την ξαναφέρεις. Είναι ταγμένη βλέπεις. Για τον Σκοπό».
Ο Ανδρέας πήρε τη Ζοζεφίνα και βγήκε έξω στον δρόμο. Ένιωθε ζαλισμένος και τρέκλιζε σχεδόν. Όταν έφτασε στο γραφείο όμως, δοκίμασε μια άλλη δυσάρεστη έκπληξη. Στην πολυθρόνα του γραφείου του βρήκε στρογγυλοκαθισμένο ένα νεαρό άνδρα με γυαλιά με κόκκινο σκελετό και υπεροπτικό χαμόγελο. Είχε απλωμένα τα χέρια του με άνεση πάνω στα μπράτσα της πολυθρόνας ανάμεσα στα δάχτυλα του δεξιού του χεριού άχνιζε ένα αναμμένο τσιγάρο. Ο Ανδρέας, κρατώντας τη Ζοζεφίνα με χέρια που έτρεμαν, τον κοίταζε με πραγματική απορία.
«Συγγνώμη, κύριε… Εδώ είναι το γραφείο μου», κατάφερε να ψελλίσει.
«Ήταν το γραφείο σας, δεν διαφωνώ», του απάντησε ο άνδρας πλαταίνοντας το χαμόγελό του, που εκτός από αλαζονικό αποδείχτηκε και ενοχλητικά λευκό. «Από σήμερα είναι το δικό μου. Θα σας ενημερώσουν στη Διεύθυνση».
Ο Ανδρέας έκανε μεταβολή, βγήκε από το δωμάτιο και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του Διευθυντή. Βρήκε μόνο τη γραμματέα του μπροστά σε ένα στρογγυλό καθρεφτάκι να διορθώνει το μακιγιάζ της. Ναι, τον είχαν μετακινήσει στα γραφεία του υπογείου, του απάντησε, κρατώντας σταθερά ανοιχτά τα μάτια της, καθώς άπλωνε με επιδέξιες κινήσεις τη μάσκαρα στις βλεφαρίδες της. Ο αντιπαθητικός τύπος με τα κόκκινα γυαλιά ήταν ο καινούριος διευθυντής πωλήσεων της εταιρείας. Είχε «περγαμηνές πολλών καρατίων» και είχε προσληφθεί με την ελπίδα να δώσει νέα ώθηση στην εταιρεία. Ο Ανδρέας ένιωθε εντελώς μπερδεμένος δεν είχε ξανακούσει να μετράνε τις περγαμηνές με καράτια.
Με τη Ζοζεφίνα στα χέρια σαν μωρό, κατέβηκε τη μικρή σκάλα για το υπόγειο και προχώρησε στον μακρύ διάδρομο μέχρι τέλους τελευταία πόρτα δεξιά ήταν το γραφείο του, του είχε πει η γραμματέας. Ήταν ένα μικρό, σκοτεινό δωμάτιο που μύριζε κλεισούρα. Στη μέση του υπήρχε ένα τετράγωνο γραφείο με μια μαύρη πολυθρόνα. Πάνω στο γραφείο κάποιος είχε προλάβει να ακουμπήσει μια στοίβα με όλα τα χαρτιά του Ανδρέα και την αγαπημένη του κούπα με τον Σούπερμαν. Ο Ανδρέας σαν να έβλεπε μπροστά του τον αλαζονικό τύπο με τα κόκκινα γυαλιά να ακουμπά την κούπα στο γραφείο, με το χαμόγελό του να έχει γίνει από υπεροπτικό εντελώς κοροϊδευτικό. Ο Ανδρέας ακούμπησε τρυφερά τον κάκτο πάνω στο γραφείο και έπιασε να τακτοποιεί τα χαρτιά του στα συρτάρια.
Ολόκληρη την υπόλοιπη μέρα ήταν εντελώς ζαλισμένος. Σαν να είχε κατεβεί στο λιμάνι μετά από πολύωρο ταξίδι με πλοίο σε τρικυμία. Δεν τον χώραγε ο τόπος δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σε τίποτα. Το μεσημέρι, έφυγε  βιαστικός με τη Ζοζεφίνα στα χέρια, χωρίς να βεβαιωθεί ότι είχε αφήσει το γραφείο του τακτοποιημένο, κάτι που έκανε πάντα.
 
Βγαίνοντας στον δρόμο, το κρύο αεράκι τον ανακούφισε προσωρινά. Οι δρόμοι ήταν ήδη στολισμένοι για τα Χριστούγεννα. Ο Ανδρέας αγκάλιασε προστατευτικά τη Ζοζεφίνα. Ο άνδρας με τα λευκά μαλλιά του είχε πει να μην την αφήνει εκτεθειμένη στο κρύο, στον αέρα και στη βροχή, τουλάχιστον για τις πενήντα μέρες που χρειαζόταν να αναρρώσει εντελώς.
Μόλις έφτασε στην είσοδο της πολυκατοικία του, άνοιξε το γραμματοκιβώτιο∙ μόνο μια διαφημιστική συσκευασία με στιγμιαία σούπα λαχανικών. Ανέβηκε με τα πόδια στο διαμέρισμά του και μπήκε κατευθείαν στο λουτρό. Ένα ζεστό μπάνιο ήταν αυτό που χρειαζόταν. Άνοιξε το νερό και το ένιωσε να κυλάει αναζωογονητικά πάνω στο χαλαρό, λιπόσαρκο κορμί του. Πρώτη φορά ένιωσε να μην του αρέσει το σώμα του. Μέχρι τώρα το θεωρούσε δεδομένο αυτό ήταν. Τυλιγμένος με το μπουρνούζι του, άρχισε να ξυρίζεται μπροστά στον καθρέφτη του νιπτήρα. Τον διέκοψε το τηλέφωνο που άρχισε να χτυπά απροειδοποίητα, με ένα κουδούνισμα σχεδόν άγνωστο τόσο σπάνιες ήταν οι φορές που τον θυμόταν κάποιος στο τηλέφωνο. Έτρεξε βιαστικά και πήρε το ακουστικό, αφήνοντας μια νιφάδα από αφρό ξυρίσματος πάνω στο πληκτρολόγιο με τα νούμερα.
«Αντρέας;…»
Αυτή η φωνή. Η φωνή της. Η φωνή της Ζοζεφίνας της Ζοζεφίνας-γυναίκας. Ο Ανδρέας θα την αναγνώριζε ανάμεσα σε χιλιάδες φωνές. Ακουγόταν σαν να είναι πολύ κοντά δίπλα. Μήπως ήταν; Όχι, τον διαβεβαίωσε, ήταν στην πατρίδα της. Τον ρώτησε τι κάνει ο ίδιος και τι κάνει ο κάκτος. Της είπε για τον άνδρα με τα λευκά μαλλιά και για τον Σκοπό. Την άκουσε ξαφνικά να κλαίει, με ένα κλάμα απότομο, γοερό, εκρηκτικό του φάνηκε ότι τα δάκρυά της εκτοξεύθηκαν με ορμή μέσα από την τηλεφωνική γραμμή, φτάνοντας και στα δικά του μάτια. Δεν εξηγείται αλλιώς το ότι ένιωσε τη ματιά του να θολώνει από κάτι υγρό και ζεστό, τα καυτά δάκρυα της Ζοζεφίνας. Έπιασε τον εαυτό του να είναι έτοιμος να βάλει τα κλάματα από παιδί είχε να κλάψει ο Ανδρέας. Η Ζοζεφίνα-γυναίκα τον εκλιπαρούσε να μην ξαναπάει τη Ζοζεφίνα-κάκτο στον άνδρα με τα λευκά μαλλιά. Ήταν γεωπόνος δούλευε για τα συμφέροντα μιας πολυεθνικής εταιρείας που παρασκεύαζε βιολογικά προϊόντα. Τον τελευταίο καιρό έκαναν μια κλινική δοκιμή με παχύφυτα για την παρασκευή μιας αντιρυτιδικής κρέμας φιλόδοξο σχέδιο η κρέμα θα μπορούσε θεωρητικά να μειώσει τη βιολογική ηλικία του δέρματος κατά μία εικοσαετία. Η Ζοζεφίνα-γυναίκα ακουγόταν πολύ αναστατωμένη. Ο Ανδρέας τη διαβεβαίωσε πως δεν θα ξαναέβλεπε τον άνδρα με τα λευκά μαλλιά. Τη ρώτησε πώς τα περνούσε στην πατρίδα της. Λίγο πριν κλείσουν το τηλέφωνο, ο Ανδρέας κατάφερε και ξεστόμισε κάτι που δεν είχε ξαναπεί ποτέ στη ζωή του. «Μου λείπεις».
Και ήταν αυτή η φράση, αυτές οι δύο λέξεις που ξεστόμισε ο Ανδρέας, μία Τετάρτη οκτώ η ώρα το βράδυ, ή ίσως και η ζεστή σούπα που έφτιαξε αμέσως  μετά και έφαγε λαίμαργα με μεγάλες κουταλιές, που έδωσαν πίσω στον Ανδρέα το περίγραμμά του. Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε το σώμα του να αποκτά και τις τρεις διαστάσεις του. Ακόμα και οι μύες των μπράτσων φούσκωσαν με περηφάνια και ο καινούργιος Ανδρέας αναδύθηκε μέσα από το κοστούμι του παλιού, ενώ το προηγούμενο σαρκίο σαν ξεφούσκωτο μπαλόνι έμεινε να σέρνεται αόρατο στο πάτωμα.
Αυτός ο καινούργιος Ανδρέας λοιπόν πήγε την άλλη μέρα στο υπόγειό του. Μαζί με τη Ζοζεφίνα κουβαλούσε και ένα ολόκληρο χαρτοκιβώτιο καθώς και μερικές ξύλινες τάβλες που είχε παρατημένες χρόνια στην αποθήκη του. Πήγε πολύ νωρίς, έτσι ώστε μόνο ο θυρωρός που μισοκοιμόταν τον υποδέχτηκε στην είσοδο του κτηρίου. «Καλημέρα, κύριε Ανδρέα», του είπε και του χαμογέλασε για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια που  ο Ανδρέας πήγαινε στην δουλειά.
Κάτω στο υπόγειο ο Ανδρέας είχε πολλή δουλειά. Έβγαλε από το χαρτοκιβώτιο τα εργαλεία του και το πριόνι και άρχισε να λειαίνει, να καρφώνει, να κόβει και να στήνει μια αυτοσχέδια πρωτότυπη ξύλινη βιβλιοθήκη με πολλά ράφια. Μετά έφυγε χωρίς να πει τίποτε σε κανέναν και επέστρεψε με άλλα δύο χαρτοκιβώτια με βιβλία που τα τακτοποίησε προσεκτικά στην καινούργια βιβλιοθήκη. Ύστερα, κόλλησε  αφίσες με τοπία της Αφρικής και όμορφους κάκτους, για να βλέπει η Ζοζεφίνα. Συνέδεσε τον υπολογιστή με μεγάλα ηχεία που εγκατέστησε σε όλες τις γωνίες του δωματίου και άρχισε να ακούει μουσική.
Μια τέτοια μέρα ήταν που ο Ανδρέας άκουγε μουσική και κάπνιζε με απόλαυση ένα πούρο, ενώ διάβαζε τον Οδυσσέα του Τζόις στο υπόγειό του, ήσυχος και απερίσπαστος από τους άλλους, που κάποιος αναπάντεχα χτύπησε την πόρτα του. Ο Ανδρέας , κάπως θορυβημένος, είπε «εμπρός»,  αλλά δεν έσβησε το πούρο του. Μια γυναίκα εμφανίστηκε μπροστά του. Είχε ένα τεράστιο στήθος που κουνιόταν δεξιά και αριστερά καθώς περπατούσε και φορούσε ένα τσεμπέρι στα μαλλιά. Ο Ανδρέας κοίταζε υπνωτισμένος αυτά τα υπέροχα βουναλάκια που σείονταν μπροστά του, σαν να είχαν βούληση, γνώμη και άποψη δική τους.

«Δεν ήξερα ότι υπάρχουν και εδώ άνθρωποι», του είπε με μια μελωδική βραχνή φωνή. «Με έστειλαν να καθαρίσω το υπόγειο. Ω, ωραία την έχετε βρει εδώ», αναφώνησε ύστερα με έκπληξη, όταν τα αεικίνητα πράσινα μάτια της ανίχνευσαν την κατάσταση και τον χώρο γύρω της. «Ο Οδυσσέας!  Το αγαπημένο μου βιβλίο!», φώναξε με ενθουσιασμό και στρογγυλοκάθισε στην καρέκλα του Ανδρέα, που είχε στο μεταξύ σηκωθεί αμήχανος, άνοιξε τυχαία σε μια σελίδα και άρχισε να διαβάζει δυνατά:
«Ο κ. Λεοπόλδος Μπλουμ έτρωγε με απόλαυση τα εσωτερικά όργανα των ζώων και των πουλιών. Αγαπούσε την παχιά σούπα από εντόσθια και ποδαράκια, τις κοιλιές με μια γεύση καρυδιών, την ψητή καρδιά με γέμιση, τις φέτες συκωτιού τηγανισμένες σε τρίμματα γαλέτας, τα τηγανητά αυγά ψαριών. Περισσότερο απ’ όλα του άρεσε να τρώει ψητά αρνίσια νεφρά,  που άφηναν στον  ουρανίσκο του την υπέροχη νοστιμιά μιας ελάχιστης οσμής ουρίας».
Ύστερα η γυναίκα σήκωσε τα μάτια της, τόσο βαθιά και διερευνητικά μάτια που σπίθιζαν, και του είπε: «Με λένε Περσεφόνη και ήρθα για να σας ανεβάσω στον Πάνω Κόσμο», και ύστερα γέλασε δυνατά και όλα τα άσπρα δόντια της έλαμψαν μέσα στο υπόγειο.
Τον Ανδρέα τον έπιασε ένας ξαφνικός δυνατός βήχας, τόσο δυνατός που ένιωσε τα σωθικά του να βγαίνουν. Από το πούρο θα είναι, σκέφτηκε. Πήγαινε πολύς καιρός που δεν είχε καπνίσει καθόλου. Συνέχισε να βήχει∙ ένιωθε σαν να του είχε κάτσει κάτι στον λαιμό, ένα ξένο σώμα που τον έπνιγε. Η γυναίκα που του είχε συστηθεί ως Περσεφόνη, είχε αφήσει τον Λεοπόλδο Μπλουμ στις γαστριμαργικές του απολαύσεις και είχε σκύψει πάνω του∙  ο Ανδρέας ένιωθε τα ντυμένα στήθη της να ακουμπούν απαλά το πρόσωπό του. Η Περσεφόνη φορούσε μια γαλάζια κοντομάνικη μπλούζα∙ καθώς τον πλησίασε περισσότερο, ένα κύμα λουλουδάτης κολόνιας τον χτύπησε στα ρουθούνια. Ο καταραμένος βήχας δεν έλεγε να τον αφήσει.
«Έλα, Ανδρέα, βήξε», τον παρότρυνε απομακρυνόμενη η Περσεφόνη.
Τα μάτια του Ανδρέα είχαν δακρύσει από τον βήχα. Νόμιζε ότι θα του βγει η ψυχή. Η Περσεφόνη τον πλησίασε ξανά με ένα περίεργο εργαλείο, σαν λεπτό λάστιχο. Του το έχωσε στο στόμα, προκαλώντας του ακόμα περισσότερο βήχα. Ο Ανδρέας πήγε να φωνάξει «βοήθεια», αλλά δεν έβγαινε φωνή, μόνο βήχας.
«Δεν μπορείς να μιλήσεις. Σε λίγο όμως θα μπορέσεις», τον καθησύχασε η Περσεφόνη και ύστερα γύρισε το κεφάλι της πίσω λέγοντας: «Ελάτε. Είμαστε έτοιμοι».
Ο Ανδρέας αντίκρισε από μακριά τον Νώε  με τα λευκά μαλλιά και τον διευθυντή πωλήσεων με τα κόκκινα γυαλιά να πλησιάζουν. Άρχισε να τρέμει σύγκορμος. Ένιωθε ότι είχε έρθει το τέλος του. Ένα καινούριο κύμα βήχα κυριολεκτικά τον έπνιξε. Ο Νώε έφερε το χέρι του κοντά στο στόμα του Ανδρέα και με μια αποφασιστική κίνηση τράβηξε κάτι που προεξείχε. Ο βήχας του Ανδρέα δυνάμωσε και μετά, εντελώς ξαφνικά σταμάτησε∙  σαν να κόπηκε με το μαχαίρι. Ο Ανδρέας μπορούσε τώρα να ακούει την ίδια του την ανάσα να μπαινοβγαίνει ορμητική, σχεδόν σφυρίζοντας.
«Εντάξει, Ανδρέα. Αυτό ήταν!» του είπε ο διευθυντής πωλήσεων. Και οι τρεις, η Περσεφόνη, ο Νώε και ο διευθυντής πωλήσεων ήταν σκυμμένοι από πάνω του. Φορούσαν όλοι τους τις ίδιες γαλάζιες μπλούζες. Ο Νώε άρχισε να μιλάει αργά, καθαρά, σαν να δίδασκε μαθητές.
«Ανδρέα, όλα θα πάνε καλά. Είχες μια μικρή περιπέτεια με την υγεία σου, μια ευτυχώς όχι πολύ σοβαρή ενδοεγκεφαλική αιμορραγία. Χρειάστηκε να χειρουργηθείς. Όλα πήγαν πολύ καλά. Τώρα βρίσκεσαι στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, αλλά αύριο θα μεταφερθείς στο Νευροχειρουργικό Τμήμα. Εκεί θα μπορείς να είσαι με τους δικούς σου».
«Τους …δικούς μου;» ρώτησε ο Ανδρέας σχεδόν ψιθυριστά και η βραχνάδα της ίδιας του της φωνής τον έκανε να τρομάξει.
«Τη σύντροφό σου εννοώ. Ωραία γυναίκα. Όλον τον καιρό, έναν ολόκληρο μήνα, ήταν συνεχώς απέξω, μέρα-νύχτα. Τώρα σε λίγο έχουμε επισκεπτήριο. Θα την δεις».
Ο Ανδρέας ένιωθε μια περίεργη ζάλη∙ το κεφάλι του ήταν βαρύ, σαν να είχε πιει τόνους αλκοόλ. Συνειδητοποίησε ότι ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι∙ με τρόμο επίσης διαπίστωσε ότι, κάτω από το λεπτό λευκό σεντόνι , ήταν εντελώς γυμνός. Υπήρχαν κι άλλα κρεβάτια τριγύρω και μηχανήματα που έβγαζαν αστείους ήχους, σαν φλιπεράκια. Καμιά δεκαριά άνδρες και γυναίκες, όλοι με γαλάζιες στολές, πήγαιναν πέρα-δώθε από το ένα κρεβάτι στο άλλο. Ο Ανδρέας ένιωθε τα βλέφαρά του να βαραίνουν. Τουλάχιστον τον είχε αφήσει ο βήχας. Προσπάθησε να μην κοιμηθεί, όμως σε λίγο κατάλαβε ότι έχανε πάλι τον χρόνο. Όταν ξύπνησε, ένιωσε κάτι ζεστό μέσα στο χέρι του∙ ήταν ένα άλλο χέρι, γυναικείο, με σκουρόχρωμη επιδερμίδα. Άνοιξε τα μάτια του και νόμιζε ότι ακόμα ονειρευόταν. Πάνω από το κρεβάτι του στεκόταν η Ζοζεφίνα, πιο όμορφη από ποτέ, ντυμένη με μια χάρτινη πράσινη στολή∙ ένα λευκό αυτοκόλλητο με τον αριθμό 6 γραμμένο με μαρκαδόρο ήταν κολλημένο πάνω στη στολή.
«Καλή κρονιά, Αντρέας! Περαστικά. Ω, τρόμαξα τόσο πολύ!  Όμως όλα πήγκαν καλά».
Ο Ανδρέας ένιωθε μπερδεμένος, ευτυχισμένος, τρομαγμένος, πεινασμένος, αλλά κυρίως πιασμένος πάνω στο άβολο κρεβάτι. Σαν όνειρο έπαιρνε να αχνοφέγγει στο μυαλό του μια ανάμνηση: η ζεστασιά της αγκαλιάς της Ζοζεφίνας και μετά ο δυνατός πόνος στο κεφάλι, σαν χτύπημα από σφυρί. Και στο τέλος ο κάκτος. Με βλέμμα έντρομο, γεμάτο αγωνία, ρώτησε τη Ζοζεφίνα:
«Πού άφησες τον κάκτο μας;»
«Ποιον κάκτο μας, Αντρέας;» απάντησε με ερώτηση κι εκείνη, με τη σχεδόν μελωδική φωνή της χρωματισμένη με απορία.
Ο Ανδρέας ένιωσε το χέρι της Ζοζεφίνας να σφίγγει πιο δυνατά το χέρι του και είδε την Περσεφόνη να τους πλησιάζει.
«Το επισκεπτήριο έχει τελειώσει. Κυρία Ζοζεφίνα, καλή χρονιά. Σιδερένιος ο άντρας σας», είπε γελαστά και όλα τα άσπρα δόντια της έλαμψαν όπως εκείνη την ημέρα στο υπόγειο.


(Οι πίνακες είναι του Edward Hopper. Ο Ανδρέας της Χλόης υπάρχει εδώ.)

9.12.12

Οι άγριοι ασφόδελοι της Έμμας Λα Γκαρντ


Εδώ και μερικό καιρό, από τις μέρες που ήμουν στη Γλασκώβη, έχω φυλαγμένο ανάμεσα στα χαρτιά μου ένα απόκομμα εφημερίδας, μια σύντομη είδηση, με έκταση μόλις μίας δίστηλης παραγράφου. Ο Ρομπέρτο της ταινίας Η αγελάδα που έπεσε από τον ουρανό θα την έβαζε σίγουρα στη συλλογή του  με τις παράξενες ιστορίες της ζωής. Εγώ δεν κάνω τέτοια συλλογή από αξιοπερίεργες ιστορίες, αλλά προς στιγμήν σκέφτηκα να αρχίσω.
Μια γυναίκα από το Γκλόστερσαϊρ, η Έμμα (όπως η Μποβαρί) Λα Γκαρντ (όπως η Κριστίν, αλλά με δύο λέξεις), καταδικάστηκε σε φυλάκιση τριών ετών και εννέα μηνών, κατηγορούμενη για μια απίστευτη σκευωρία με όργανο και θύμα τον γιο της. Η Λα Γκαρντ πλαστογράφησε ιατρικά πιστοποιητικά που εμφάνιζαν τον γιο της να πάσχει από μια κακοήθη αιματολογική νόσο. Επί τρία ολόκληρα χρόνια κι ενώ το παιδί ήταν στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, το ανάγκαζε να πηγαίνει στο σχολείο πάνω σε αναπηρικό καροτσάκι, με αποτέλεσμα να γίνεται αντικείμενο πειραγμάτων από τους συμμαθητές του. Κάποια στιγμή του ξύρισε το κεφάλι και τα φρύδια, για να φαίνεται ότι είχε κάνει χημειοθεραπεία. Με την εξωφρενική αυτή απάτη, η Λα Γκαρντ απέσπασε ως επίδομα περίπου 85.000 λίρες στερλίνες. Πήρε τα παιδιά της και πήγε στη Φλόριντα, όπου συνέχισε να κυκλοφορεί τον μικρό με καροτσάκι για της δίνουν προτεραιότητα στις ουρές. Ο πατέρας του παιδιού, με τον οποίο η Λα Γκαρντ προφανώς ήταν σε διάσταση, υποψιάστηκε ότι κάτι συνέβαινε και συμβουλεύτηκε τον οικογενειακό του γιατρό. Έτσι αποκαλύφθηκε η απάτη και η σατανική Λα Γκαρντ οδηγήθηκε στο δικαστήριο.
Διαβάζοντας αυτή την απίστευτη ιστορία, σκέφτηκα αμέσως «να κάτι που γράφεται». Θα μπορούσε να γίνει διήγημα, νουβέλα, μυθιστόρημα, θεατρικό ή ταινία. Τη βασάνιζα στο μυαλό μου σχεδόν ένα μήνα. Να την αφήσω να εκτυλίσσεται στην Αγγλία, να τη φέρω στην Ελλάδα για να είναι πιο γνώριμο το περιβάλλον. Έψαξα στο διαδίκτυο για το Γκλόστερσαϊρ, την πόλη της Λα Γκαρντ. Είναι μια πόλη με 850.000 περίπου κατοίκους στο νοτιοδυτικό κομμάτι της Αγγλίας και αρχικά περιλάμβανε στην επικράτειά της και το Μπρίστολ. Έχει πολυάριθμα σχολεία και πανεπιστήμιο. Το 2007, υπέστη σοβαρές καταστροφές από μια μεγάλη πλημμύρα. Αντιπροσωπευτικό λουλούδι της περιοχής είναι ο άγριος ασφόδελος. Κάθε χρόνο, την τελευταία Δευτέρα του Μάη, διοργανώνεται στην πόλη μια γιορτή τυριού (Spring Banks Holiday). Συγκεκριμένα, η γιορτή γίνεται στον λόφο Κούπερ. Ένα κεφάλι τοπικού τυριού αφήνεται να κατρακυλήσει από την κορυφή του λόφου και οι συμμετέχοντες το κυνηγούν. Νικητής είναι αυτός που θα το φτάσει πρώτος.
Σκεφτόμουν την ψυχοπαθολογία αυτής  της γυναίκας. Προσπαθούσα να την περιγράψω με λέξεις, να επινοήσω γεγονότα που να ντύνουν τη ροή ενός διηγήματος. Είπα να κοιτάξω τι περιέχει το συρτάρι της, όπως κάνουν στα εργαστήρια δημιουργικής γραφής. Ξυράφια, πούδρα, ψεύτικες σφραγίδες, το Merck Manual σε παλιά έκδοση, ένα μικρό μπουκαλάκι με άρωμα wild daffodil. Τη φαντάστηκα να παίρνει μέρος στη Spring Banks Holiday, σπρώχνοντας το καροτσάκι του γιού της από το λόφο και στο τέλος κατσαδιάζοντάς τον που δεν κατάφερε να πιάσει το τυρί.
Δεν κατάφερα να σκαρώσω τίποτα καλό μέχρι σήμερα. Όλες οι εκδοχές που μου ήρθαν στο μυαλό, μου φαίνονταν τραβηγμένες. Ο αναγνώστης θα τράβαγε τα μαλλιά του, θα απορούσε με την αρρωστημένη φαντασία μου. Θυμήθηκα ένα σχόλιο στο ιστολόγιο, ότι βασανίζω τους χαρακτήρες μου. Αποφάσισα, λοιπόν, να μη βασανίσω το μικρό αγόρι περισσότερο απ’ όσο έχει ήδη υποφέρει. Αφήνω την ιστορία ωμή, όπως εμφανίστηκε στα ψιλά των εφημερίδων. Σίγουρα οι προεκτάσεις που θα έρθουν στο μυαλό σας, δεν θα είναι λιγότερο απίστευτες από τις δικές μου.

16.11.12

Η οφθαλμαπάτη της οδού Sauchiehall

 


To Biggars είναι ένα καφέ πάνω σε κεντρικό δρόμο της Γλασκόβης, την Sauchiehall street. Ταυτόχρονα είναι μουσικό κατάστημα με όργανα και παρτιτούρες. Η βροχή είναι συμπαθητική, όταν τη χαζεύεις  μέσα από το τζάμι στα ζεστά, παρά όταν σε διαπερνά σταγόνα τη σταγόνα, φτάνοντας μέχρι το κόκκαλο. Καφές, μουσική, στεγνό μέρος, το τρίπτυχο των ονείρων μου αυτό το βροχερό απόγευμα, ένα από τα βροχερά απογεύματα στη Γλασκώβη.  Η βιτρίνα είναι γεμάτη με μουσικά όργανα∙ κιθάρες, μπάσο, ένα γιουκαλίλι, ντραμς. Παραγγέλνω καπουτσίνο και ένα σάντουιτς και κάθομαι σ’ ένα γωνιακό τραπέζι κοντά στο παράθυρο. Δίπλα στο τραπέζι μου υπάρχει ένα μικρό πιάνο∙ πάνω του ένα χαρτί με μια φράση γραμμένη με κόκκινο μαρκαδόρο: «Take a look at our menu¯». Στους τοίχους κρέμονται ηλεκτρικές κιθάρες, φωτογραφίες μεγάλου μεγέθους με παπαρούνες και μια αφίσα με τη Νικόλ Κίντμαν και τον Γιούαν Μακ Γκρέγκορ από το “Moulin Rouge”.

Στο καφέ δεν υπάρχει πολύς κόσμος. Σε έναν καναπέ απέναντί μου κάθεται  ένα νεαρό ζευγάρι, ίσως φοιτητές- δίπλα τους έχουν σάκους∙ τους ακούω να μιλάνε για τεστ. Η κοπέλα, με πράσινο μάλλινο κασκόλ περασμένο στο λαιμό της, πεσμένη χαλαρά πάνω στην πλάτη του καναπέ, κρατάει το κεφάλι της και ακούει με ενδιαφέρον αυτά που της διηγείται  ο νεαρός. Κάποιες φορές του χαμογελάει ήρεμα. Ίσα που αγγίζονται. Εκείνος μιλάει ζωηρά, χειρονομώντας∙ πιάνει το κεφάλι του, τον τοίχο πίσω, τα μαλλιά της κοπέλας. Ρίχνω μια ματιά στη βιτρίνα με τα όργανα. Πες της το μ' ένα γιουκαλίλι, σκέφτομαι.

Διαγωνίως στο τραπέζι μου, σε πολυθρόνες, κάθονται δύο φίλες. Η μία δεξιά, μιλάει συνεχώς. Η άλλη αριστερά,  πεσμένη χαλαρά πάνω στην πλάτη του καναπέ, κρατάει το κεφάλι της και ακούει τη φίλη της, χαμογελώντας συχνά. Μοιάζει πολύ στην κοπέλα του ζευγαριού∙ είναι σχεδόν ίδια. Ξανακοιτάζω αριστερά-δεξιά. Για μια στιγμή τα χάνω. Νομίζω ότι τα βλέπω διπλά. Η φίλη αριστερά είναι εντελώς ίδια με την κοπέλα του ζευγαριού. Αν ήμουν κομπιούτερ θα είχα βγάλει κλεψύδρα∙ πιθανόν να χρειαζόμουν και επανεκκίνηση. Ένεκα μάλλον της ανωτερότητας του ανθρώπινου νου, συνειδητοποιώ, έστω και καθυστερημένα, τον υπαίτιο της οφθαλμαπάτης: διαγωνίως προς το τραπέζι μου ορθώνεται μια κολόνα, επενδυμένη από πάνω μέχρι κάτω σε όλη την επιφάνειά της με καθρέφτες. Η κολόνα κρύβει τη μισή θέα από το τραπέζι με τις πολυθρόνες που κάθεται η γυναίκα με τη φίλη της. Στον  μπροστινό καθρέφτη φαίνεται ανεστραμμένο το είδωλο της κοπέλας του ζευγαριού, ενώ από την άκρη του καθρέφτη διακρίνεται η πολυθρόνα της γυναίκας που κάθεται με τη φίλη της (ή μήπως είναι φίλος;)

Έχω τρελαθεί με την ανακάλυψή μου. Γελάω μόνη μου. Θέλω να φωνάξω τα κορίτσια που σερβίρουν, να δουν κι εκείνες αυτό που βλέπω, αλλά μπορεί να με πάρουν για τρελή. Θέλω να φωτογραφίσω το φαινόμενο. Η φωτογραφία θα πήγαινε σίγουρα για βραβείο. Διστάζω όμως να βγάλω τη μηχανή. Τραβάω πρόχειρα μια φωτογραφία με το κινητό, κοιτάζοντας αδιάφορα, σαν να βλέπω τα μηνύματά μου. Η Imany από τα ηχεία καλύπτει με τη βαθιά φωνή της το κλικ του κινητού.

Η κοπέλα συνεχίζει να ακούει τον νεαρό και το είδωλό της ακούει τη γυναίκα, που χειρονομεί κι εκείνη έντονα τώρα, γελώντας. Η κοπέλα χαμογελάει και στους δύο. Δεν μπορώ να καταλάβω ποια διήγηση βρίσκει πιο διασκεδαστική.

Η γυναίκα πίνει μια γουλιά καφέ. Ο δικός μου καπουτσίνο κοντεύει να γίνει φρέντο. Η κοπέλα αγγίζει το κασκόλ της με το ελεύθερο χέρι. Η άκρη του κασκόλ, κομμένη από το γυάλινο όριο του καθρέφτη, αγγίζει τη γυναίκα και ταυτόχρονα καταλήγει στον ώμο του νεαρού, που δίνει ένα πεταχτό φιλί στο πράσινο μάλλινο ύφασμα.

Σε λίγο η γυναίκα σηκώνεται να φύγει. Από τη διπλανή πολυθρόνα ξεπροβάλλει η πραγματική φίλη της, μεγαλύτερη σε ηλικία από την κοπέλα. Οι δυο γυναίκες βγαίνουν από το καφέ και ανοίγουν αμέσως τις ομπρέλες τους. Η κοπέλα συνεχίζει να ακούει προσεχτικά τον νεαρό χαμογελώντας, ενώ το είδωλό της παραμένει μοναχικό, αμίλητο, με ένα χαμόγελο σχεδόν μελαγχολικό, να κρατάει το κεφάλι του, ακουμπώντας πάνω στην πλάτη του καναπέ.

Ο νεαρός δείχνει στην κοπέλα κάτι στην τηλεόραση. Στρέφουν και οι δύο τα βλέμματά τους στην οθόνη. Παρακολουθούν με ενδιαφέρον∙ καρφώνονται κυριολεκτικά στο πρόγραμμα. “Schizophrenia care” είναι ο τίτλος της εκπομπής, με πολυμελές πάνελ ομιλητών. Διαισθάνομαι ότι σε λίγο ο νεαρός θα δείξει στην κοπέλα με το δάχτυλό του εμένα. Ανοίγω το σημειωματάριό μου και αρχίζω να γράφω. Αν φαίνομαι συγκεντρωμένη σε κάτι άλλο, ίσως καταφέρω να τους ξεγελάσω.

 

30.10.12

Η μικρή Αφροδίτη και το ποτάμι της ποίησης


Η μικρή Αφροδίτη είναι στ’ αλήθεια μικρή, πολύ μικρή, η μικρότερη μέσα στην αίθουσα, η μόνη με μονοψήφια χρόνια. Όλοι οι άλλοι είναι μεγάλοι, τόσο που μοιάζουν μεγαλύτεροι κι απ’ τη μαμά της ακόμα. Κι ο ποιητής είναι μεγάλος. Έχει άσπρα γένια και μαλλιά. Μοιάζει στ’ αλήθεια με ποιητή έτσι είχε φανταστεί η Αφροδίτη τους ποιητές. Στέκεται όρθιος πάνω σ’ ένα βάθρο και διαβάζει με βαθιά φωνή και καθαρή άρθρωση. Φοράει μαύρο πουκάμισο κι έχει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο καρφιτσωμένο στο μέρος της καρδιάς. Τρεις μουσικοί στο βάθος παίζουν κιθάρες.
     Οι περισσότεροι μέσα στην αίθουσα γράφουν πολύ ή λίγο. Και διαβάζουν πολύ ή λίγο. Η Αφροδίτη γράφει και διαβάζει πολύ όλα της τα μαθήματα και παραμύθια, όμως αυτά μόνο τα διαβάζει, αφού έχουν προλάβει άλλοι και τα έχουν γράψει. Ακολουθεί συχνά τη μαμά της σε τέτοιες συγκεντρώσεις. Δεν έχει καταλάβει γιατί, αλλά κάθε φορά οι μεγάλοι τριγύρω τής λένε ότι είναι τυχερή.
     Ο ποιητής διαβάζει το βιβλίο του. Στο ημίφως, μόνο το πρόσωπό του φαίνεται καθαρά, με όλες τις ρυτίδες της έκφρασης τονισμένες, τις παλιές της ζωής που συναντούν τις καινούριες της ποίησης. Της Αφροδίτης της αρέσει όπως διαβάζει ο ποιητής. Δεν πολυκαταλαβαίνει τα λόγια, αλλά ακούγονται όμορφα. Σ’ ένα παραμύθι είχε διαβάσει ότι οι ποιητές καρφώνουν πρώτα το μαχαίρι στην καρδιά τους και μετά, με το ίδιο ματωμένο μαχαίρι, κόβουν φέτες τις λέξεις και τις μοιράζουν σε ποιήματα.
       Όλοι γύρω ακούνε απορροφημένοι σιγοπίνοντας κρασί, κόκκινο και λευκό, σε κολονάτα ποτήρια. Στο τέλος κάθε ποιήματος χειροκροτούν ζεστά. Χειροκροτάει και η Αφροδίτη ανάμεσα στα χειροκροτήματα μασουλάει τα φιστίκια από το μπολάκι που υπάρχει πάνω στο τραπέζι. Εκείνη δεν πίνει κάτι, όμως τα βλέφαρά της είναι βαριά, παλεύει να τα κρατήσει ανοιχτά. Βολεύεται στα γόνατα της μαμάς της. Μισοκοιμάται. Με κλειστά μάτια πια, συνεχίζει να χειροκροτάει μετά από κάθε ποίημα.
     Ο ποιητής συνεχίζει να διαβάζει. Η πρώτη κυρία που μίλησε στην αρχή για τον ποιητή, «μεγάλη ποιήτρια» της είπε η μαμά της, χαρακτήρισε τα ποιήματά του ποτάμι που κυλάει ασταμάτητα. Η Αφροδίτη βολεύεται καλύτερα πάνω στο κάθισμα, με το κεφάλι της ακουμπισμένο στο στήθος της μαμάς της και στο πρόσωπό της ένα αχνό χαμόγελο. Κοιμάται βαθιά, με τα λεπτά της ποδαράκια διπλωμένα πάνω στο κάθισμα φοράει φούστα, χοντρό καλσόν και αθλητικά παπούτσια, από αυτά που τα αγοράζεις καινούρια και σε μία εβδομάδα, η παρέα στο σχολείο με τα πατήματα τα έχει κάνει ίδια με τα παλιά.
      Κάπου εδώ η Αφροδίτη χάνει τον ποιητή μέσα στα όνειρά της. Όταν τον ξαναβρίσκει, τα φώτα έχουν ανάψει. Ο κόσμος έχει σηκωθεί τα πρόσωπα είναι ξαναμμένα και χαμογελαστά. Ο ποιητής χαμογελάει κι αυτός. Η Αφροδίτη τον αγαπάει έτσι χαμογελαστό που τον βλέπει θα τον ήθελε για παππού. Είναι καθισμένος σ’ ένα τραπέζι και υπογράφει τα βιβλία του. Δέχεται αγκαλιές και φιλιά. Είναι ωραίο να είσαι ποιητής και να σε αγαπούν.
    Η μαμά της και οι φίλοι της έχουν σηκωθεί να φύγουν. Κρατάνε στα χέρια τους το βιβλίο του ποιητή. Η Αφροδίτη θα το ξεφυλλίσει στο δρόμο. Οι φίλοι της μαμάς την ρωτάνε πάντα την ίδια ερώτηση. «Εσύ, Αφροδίτη, θα γίνεις ποιήτρια όταν μεγαλώσεις;»
     Η Αφροδίτη έχει βαρεθεί να εξηγεί κάθε φορά τα ίδια. Όμως και τώρα απαντά με σοβαρό ύφος. «Όχι, εγώ θα γίνω γιατρός».