Η σελήνη ήταν έτοιμη να ανατείλει πάνω από το ιερό δάσος των Δρυΐδων. Κρεμόταν από ψηλά, στο μέσο της σκηνής. Το κοινό δεν μπορούσε ακόμα να τη δει. Έβλεπε όμως ένα μεγάλο, ελαφρώς κακόγουστο δέντρο, φτιαγμένο από πεπιεσμένο χαρτί ανακύκλωσης. Ήταν μια βελανιδιά. Δίπλα της ο βωμός του Γαλάτη θεού Ιρμίνσουλ, φτιαγμένος από τούβλα, περασμένα ένα χέρι από χοντρό γκρίζο σοβά. Ένα κομμάτι αγκαθωτού θάμνου, ο υποτιθέμενος ιερός ιξός, ήταν στερεωμένο πίσω από το βωμό. Η Νόρμα, με ένα στεφάνι από πλεγμένη λουΐζα στο μέτωπο και ασημί δρεπάνι στο χέρι, ανέβηκε πάνω στην ιερή πέτρα.
- Sediziose voci, voci di guerra… (Εξεγερμένες φωνές, φωνές του πολέμου…)
Εξεγερμένη κι εκείνη μέσα της. Σε έναν πόλεμο που δειλά-δειλά άρχιζε. Τον πόλεμο της επιβίωσης. Η φωνή της κρυστάλλινη και σταθερή, αληθινή ιαχή. Τόσοι μήνες πρόβας έφεραν αποτέλεσμα. Τέσσερις ώρες το πρωί και άλλες τόσες το απόγευμα. Σκάλες, αρπισμοί, ακρόαση. Έφτασε να βλέπει την Κάλλας στον ύπνο της. Τουλάχιστον εκείνη είχε μια σιγουριά με τον Ωνάση. Και τις βαρκάδες της στο Σκορπιό, και τα μαργαριταρένια της κολιέ, και τα ακριβά ρούχα. Ενώ η ίδια με τον Αντώνη τι σιγουριά να έχει; Όλη την ημέρα γύριζε με έναν φραπέ στο χέρι (για την ακρίβεια, όχι τον ίδιο - τον άλλαζε κάθε δυο-τρεις ώρες) και τη «Χρυσή Ευκαιρία». Όλο έψαχνε για δουλειά και δουλειά δεν έβρισκε. Του κόψανε και το επίδομα. Είπε χθες ότι από Δευτέρα θα ξεκινούσε σε ένα μουσικό μεζεδοπωλείο. Θα έπαιζε τέσσερα βράδια τη βδομάδα, τις καθημερινές. Τα Σαββατοκύριακα τα κρατούσαν για τις φίρμες. Διακόσια ευρώ τη βδομάδα. Κάτι ήταν κι αυτό. Μακάρι να στέριωνε.
- L’ ora aspettate, l’ ora fatal… (Περιμένετε την ώρα, τη μοιραία ώρα…)
Προχώρησε και έκοψε τον ιξό με το δρεπάνι. Δυσκολεύτηκε. Παρότι αστραφτερό, το δρεπάνι δεν ήταν καλά ακονισμένο. Ερχόταν και για κείνη η μεγάλη ώρα. Σε επτά μήνες ακριβώς. Χθες έκανε το τεστ εγκυμοσύνης. Είχε λίγες ζαλάδες την τελευταία εβδομάδα. Την πρόδωσε και η περίοδός της για πρώτη φορά. Το κατάλαβε. Πήρε τρία κιλά μέσα σε δέκα μέρες. Παραλίγο να μην της κάνουν τα φορέματα της Νόρμα. Το πρόσεξε και ο μαέστρος και την παρατήρησε ευγενικά, αλλά αυστηρά. Ήταν δύσκολοι οι καιροί. Δεν θα μπορούσαν να βρουν άλλα κοστούμια. Δεν υπήρχαν χρήματα. Έπρεπε να βολευτούν με ό,τι υπήρχε στο βεστιάριο από προηγούμενες παραστάσεις. Βέβαια, εκείνη πάντα λαχταρούσε να γίνει μητέρα. Το είχε όμως φανταστεί αλλιώς. Να μένει σε ένα μεγάλο και όμορφο σπίτι. Το μωρό να έχει ένα φωτεινό, ευχάριστο δωμάτιο με πολλά παιχνίδια. Ο Αντώνης να έρχεται από τη δουλειά χαμογελαστός και να την κρατά στην αγκαλιά του, καθώς εκείνη θα θηλάζει το μωρό.
Προχώρησε μπροστά, πάνω στη σκηνή, και έτεινε τα χέρια της προς τον ουρανό. Ένα λεπτό σκοινί κατέβασε το χρυσαφί φεγγάρι ακριβώς πάνω από το κεφάλι της.
-Casta Diva, che inargenti queste sacre antiche piante… (Αγνή θεά, που ασημώνεις τα δέντρα αυτά τα αρχαία, τα ιερά)
Ανατρίχιαζε κάθε φορά που έλεγε αυτή την άρια. Της φαινόταν σαν να έκανε επίκληση στη Μαρία Κάλλας. Ποτέ και πουθενά δεν επρόκειτο καμία σοπράνο να τραγουδήσει αυτή την άρια όπως την είχε τραγουδήσει εκείνη. Έβαζε τις ηχογραφήσεις της και τις άκουγε σχεδόν κάθε μέρα, ειδικά τώρα τελευταία που προετοιμαζόταν για την παράσταση. Συχνά της έρχονταν δάκρυα στα μάτια, ιδιαίτερα στο καταπληκτικό ντουέτο της Κάλλας με τη Στινιάνι στο “Mira, o Norma”. Αυτή η άρια ήταν η αγαπημένη της. Η Ανταλγκίζα εκλιπαρεί τη Νόρμα να λυπηθεί τα παιδιά της και να τα κρατήσει κοντά της. Η μελωδία της άριας και το αρμονικό συνταίριασμα των φωνών λες και είχαν γραφτεί από θεϊκό χέρι.
Μόνο στη μουσική έβρισκε πια ανακούφιση. Τις ώρες που ήταν πάνω στη σκηνή, ζούσε άλλες ζωές. Πότε Νόρμα να πέφτει στα πόδια του Πολιόνε ζητιανεύοντας την αγάπη του, πότε Αΐντα να ξεψυχά στην αγκαλιά του Ρανταμές, πότε Σαλώμη να χορεύει τον χορό των Επτά Πέπλων μπροστά στον Ηρώδη. Κρυβόταν μέσα στους ρόλους, όσο μπορούσε καλύτερα, μην τυχόν και τη βρει η πραγματική ζωή. Εκείνη όμως κάθε φορά την ξετρύπωνε στο τέλος. Την ώρα που ο κόσμος σταματούσε το χειροκρότημα. Την ώρα που κατέβαινε στο υπόγειο να ξεβαφτεί, στο στενό και σκοτεινό καμαρίνι της που μύριζε κλεισούρα και αρώματα από τα διπλανά καμαρίνια. Τενόροι, σοπράνο, χορευτές, τσελίστες, βιολονίστες και χορωδοί, όλοι γίνονταν ένα μέσα σε αυτά τα στενάχωρα δωμάτια. Τσαλαπατούσε ο ένας τον άλλον, να προλάβουν τις τουαλέτες και τις βρύσες, για να ετοιμαστούν και να φύγουν. Και από κοντά οι θαυμαστές. Συγγενείς, φίλοι, αλλά και άγνωστοι που λάτρευαν την όπερα, κρατώντας λουλούδια για να προσφέρουν ή προγράμματα για να πάρουν αυτόγραφα. Να μοιραστούν λίγη από τη λάμψη των πρωταγωνιστών.
- T’ inoltra, o giovinetta, t’ inoltra… (Πλησίασε, ω κόρη, πλησίασε…)
Η άλλη σοπράνο που υποδύεται την Ανταλγκίζα είχε ανεβεί στη σκηνή. Αντίπαλοι στο έργο, αντίπαλοι και στην πραγματικότητα. Ποτέ δεν τη χώνεψε αυτή τη γυναίκα. Τους κοίταζε όλους με ένα υπεροπτικό ύφος, λες και ήταν μυρμήγκια. Τραβούσε τις φράσεις της και χρωμάτιζε τη φωνή της, σαν να έλεγε κάποιο ρετσιτατίβο. Εντάξει, ήταν σε καλύτερη μοίρα από πολλούς άλλους. Είχε πλούσιο άντρα, βιομήχανο. Τραγουδούσε από χόμπι, όπως είχε δηλώσει. Ή μάλλον δεν το είχε πει ακριβώς έτσι. Από πάθος για τη μουσική. Ναι, έτσι το είχε πει μια μέρα. Δεν έφτανε όμως μόνο το πάθος. Ας έριχνε καμιά ματιά και στο λιμπρέτο. Ας ερχόταν λίγο προετοιμασμένη, να μην καθυστερεί τις πρόβες και να μην εκνευρίζει τον μαέστρο. Την τελευταία φορά, στη «Μποέμ», ο μαέστρος έξαλλος της είχε πει ότι δεν θα ξανατραγουδήσει ποτέ ξανά σε δική του παράσταση. Μεσολάβησε τότε ο σύζυγος-βιομήχανος, απειλώντας ότι θα σταματήσει την επιχορήγηση. Ο μαέστρος μαζεύτηκε. Έριξε νερό στο κρασί του. Είπαμε, ήταν δύσκολοι οι καιροί. Κινδύνευαν να βρεθούν όλοι στο δρόμο με την οικονομική κρίση που υπήρχε. Μήνες πολλούς απλήρωτοι οι μουσικοί. Στο θέατρο, για πολύ καιρό, δεν είχε μπει ούτε καρφί.
-Tremi tu? E per chi? (Τρέμεις; Για ποιον τρέμεις;)
Ο τενόρος που έκανε τον Πολιόνε στεκόταν απέναντί της με ύφος κωμικά λυπημένο. Ε, λοιπόν, δεν έπειθε. Πολύ καλό παιδί, συνεπής στη δουλειά του, σωστή φωνή, αλλά από σκηνική παρουσία, τίποτα. Καταρχήν ήταν τόσο παχύς, που λαχάνιαζε και στα λίγα σκαλοπάτια της σκηνής. Νέος άνθρωπος, είχε παραμελήσει τόσο τον εαυτό του. Πώς να πείσει ότι τον διεκδικούν δύο γυναίκες, όταν στην πραγματικότητα και η πιο απελπισμένη δεν θα γύριζε να τον κοιτάξει; Πόσο αηδίαζε εκείνη, όταν της κρατούσε το χέρι με την ιδρωμένη παχουλή παλάμη του στα ντουέτα που είχαν μαζί…
Ο τενόρος-Πολιόνε ερμήνευε με υπερβολικά δραματικό τρόπο.
- Dio non v’ha che mali inventi de’ miei mali, ah, più cocenti! (Δεν υπάρχει Θεός που από τις δικές μου δυστυχίες χειρότερες να μπορεί να εφεύρει!)
Εντάξει, τον λυπόταν. Είχε τρία παιδιά και μια γυναίκα με ψυχική νόσο. Πάσχιζε να τα φέρει βόλτα. Όταν δεν είχε παράσταση, τραγουδούσε σε ένα πιάνο-μπαρ. Συχνά ερχόταν στις πρόβες ξενυχτισμένος και τον έπαιρνε ο ύπνος στα μεσοδιαστήματα των δικών του κομματιών. Πολλές φορές, έπιναν καφέ μετά τις πρόβες και κουβέντιαζαν. Της έδινε την εντύπωση ότι ήταν τσιμπημένος μαζί της. Ο τρόπος που την κοιτούσε, ιδιαίτερα όταν εκείνη τραγουδούσε, κάτι τέτοιο μαρτυρούσε. Εκείνη όμως δεν του άφηνε ποτέ κανένα περιθώριο.
Μπήκε η χορωδία στο δικό της κάλεσμα.
-Norma, Norma, all’ ara! (Νόρμα, Νόρμα, στο βωμό!)
Εκείνη συγκεντρώθηκε στο ρόλο της. Το πρώτο μέρος τέλειωνε σε λίγο.
- Αh! Suon di morte, suon di morte! (Α! Θανάτου ιαχή, θανάτου ιαχή!)
Η Ανταλγκίζα και ο Πολιόνε έκλεισαν και τα δικά τους μέρη. Έμενε η αγκωνιά που είχε να δώσει εκείνη στον Πολιόνε. Πόσες φορές δεν είχαν προβάρει αυτή την αγκωνιά. Ο σκηνοθέτης με το μαέστρο διαφωνούσαν. Πολύ τρυφερή, πολύ σκληρή, πολύ απότομη, πολύ αδιάφορη, χαδιάρικη, άτσαλη… Και τι δε είχαν ακούσει! Μετά από μια πρόβα, ο τενόρος της είχε δείξει το μελανιασμένο πλευρό του, εκεί που έτρωγε τις αγκωνιές σύμφωνα με τις οδηγίες των αρχηγών. Πρέπει να κάνω πιο ήπιες κινήσεις, είχε σκεφτεί εκείνη με τύψεις.
Η ιαχή του θανάτου ξεθύμανε. Η σκηνή άδειασε και τα φώτα άναψαν. Κατέβηκε από τη στενή σκάλα στο καμαρίνι της. Κατουριόταν εδώ και ώρα. Είναι κι αυτή η εγκυμοσύνη… Η τουαλέτα των γυναικών κατειλημμένη. Μπήκε στο καμαρίνι της. Το κινητό της είχε τέσσερις αναπάντητες κλήσεις. Ο Αντώνης. Τι να ήθελε άραγε; Σχημάτισε τον αριθμό του.
-Έλα… Ναι, καλά τα έχουμε πάει μέχρι τώρα. Έχει κόσμο, αρκετό. Τι;… Τι είπες;… Πότε;…. Πού την πήγανε, σε ποιο νοσοκομείο;…. Τι λένε οι γιατροί;
Από τα μάτια της έτρεχαν ασυγκράτητα τα δάκρυα αφήνοντας υγρούς λεκέδες στο πράσινο βελούδινο φόρεμα της Νόρμα. Ίδια δάκρυα με κείνα που έρχονταν όταν άκουγε την Κάλλας με τη Στινιάνι. Μόνο που τώρα ήταν περισσότερα. Πολύ περισσότερα. Τα χέρια της έτρεμαν. Της ήρθε ναυτία. Πήρε βαθιές ανάσες. Ευτυχώς τις περισσότερες φορές κατάφερνε να το ελέγχει. Το δεύτερο μέρος θα άρχιζε σε λίγα λεπτά. Κοίταξε το πρόσωπό της στον καθρέφτη και διόρθωσε λίγο το μακιγιάζ. Φαινόταν χλωμή και λυπημένη. Έτσι ακριβώς όπως την ήθελε αυτό το δεύτερο μέρος του ρόλου.
Ανέβηκε στη σκηνή. Κρατούσε στο χέρι της ένα φανάρι και ένα μαχαίρι. Στο κέντρο της σκηνής υπήρχε τώρα ένα ανάκλιντρο και δίπλα του ένα τραπέζι. Πάνω του ξαπλωμένα δυο παιδάκια, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Οι δυο μικροί πρωταγωνιστές του έργου, οι μασκότ όλων τους. Ήταν αστεία με έναν αθώο τρόπο, καθώς τρεμόπαιζαν τα κλειστά τους βλέφαρα, προσπαθώντας να παραστήσουν ότι κοιμούνται. Πόσες παρατηρήσεις δεν τους είχε κάνει ο μαέστρος μέχρι να καταφέρουν να παραμένουν σοβαρά για τα λίγα λεπτά των ρόλων τους… Της φάνηκαν τόσο όμορφα…
Άφησε το φανάρι πάνω στο τραπέζι, όπως ακριβώς προέβλεπε ο ρόλος. Κάθισε στην άκρη του ανάκλιντρου με το πρόσωπο στραμμένο στα κοιμισμένα παιδιά.
-Dormono entrambi… Non vedran la mano che li percuote. (Κοιμούνται και τα δύο… Δεν θα δουν το χέρι που τα χτυπά).
Η φωνή της ακουγόταν φορτισμένη με την τραγικότητα που απαιτούσε αυτό ακριβώς το σημείο του ρόλου. Είχε μελετήσει αυτό το κομμάτι πολλές φορές και είχε προσπαθήσει να μπει στη θέση της Νόρμα. Της ήταν αδύνατο να φανταστεί ότι θα μπορούσε ποτέ μια μάνα, για οποιοδήποτε λόγο, να σκοτώσει τα παιδιά της. Ευτυχώς που ο λιμπρετίστας της Νόρμα αποδείχτηκε πιο φιλεύσπλαχνος από τον Ευριπίδη κι έτσι η Νόρμα τελικά δεν είχε γίνει φόνισσα.
Ξαφνικά την κυρίευσε ένα δυνατό κι ευχάριστο συναίσθημα, όπως όταν κάποιος ανυπομονεί για κάτι καλό που έρχεται. Τα έγχορδα της ορχήστρας συνέπραξαν μαζί της σε ένα ηχηρό ιντερλούδιο. Ναι, αλήθεια, κάτι πολύ καλό ερχόταν. Σε επτά μήνες θα είχε κι εκείνη το δικό της παιδί.
- Sediziose voci, voci di guerra… (Εξεγερμένες φωνές, φωνές του πολέμου…)
Εξεγερμένη κι εκείνη μέσα της. Σε έναν πόλεμο που δειλά-δειλά άρχιζε. Τον πόλεμο της επιβίωσης. Η φωνή της κρυστάλλινη και σταθερή, αληθινή ιαχή. Τόσοι μήνες πρόβας έφεραν αποτέλεσμα. Τέσσερις ώρες το πρωί και άλλες τόσες το απόγευμα. Σκάλες, αρπισμοί, ακρόαση. Έφτασε να βλέπει την Κάλλας στον ύπνο της. Τουλάχιστον εκείνη είχε μια σιγουριά με τον Ωνάση. Και τις βαρκάδες της στο Σκορπιό, και τα μαργαριταρένια της κολιέ, και τα ακριβά ρούχα. Ενώ η ίδια με τον Αντώνη τι σιγουριά να έχει; Όλη την ημέρα γύριζε με έναν φραπέ στο χέρι (για την ακρίβεια, όχι τον ίδιο - τον άλλαζε κάθε δυο-τρεις ώρες) και τη «Χρυσή Ευκαιρία». Όλο έψαχνε για δουλειά και δουλειά δεν έβρισκε. Του κόψανε και το επίδομα. Είπε χθες ότι από Δευτέρα θα ξεκινούσε σε ένα μουσικό μεζεδοπωλείο. Θα έπαιζε τέσσερα βράδια τη βδομάδα, τις καθημερινές. Τα Σαββατοκύριακα τα κρατούσαν για τις φίρμες. Διακόσια ευρώ τη βδομάδα. Κάτι ήταν κι αυτό. Μακάρι να στέριωνε.
- L’ ora aspettate, l’ ora fatal… (Περιμένετε την ώρα, τη μοιραία ώρα…)
Προχώρησε και έκοψε τον ιξό με το δρεπάνι. Δυσκολεύτηκε. Παρότι αστραφτερό, το δρεπάνι δεν ήταν καλά ακονισμένο. Ερχόταν και για κείνη η μεγάλη ώρα. Σε επτά μήνες ακριβώς. Χθες έκανε το τεστ εγκυμοσύνης. Είχε λίγες ζαλάδες την τελευταία εβδομάδα. Την πρόδωσε και η περίοδός της για πρώτη φορά. Το κατάλαβε. Πήρε τρία κιλά μέσα σε δέκα μέρες. Παραλίγο να μην της κάνουν τα φορέματα της Νόρμα. Το πρόσεξε και ο μαέστρος και την παρατήρησε ευγενικά, αλλά αυστηρά. Ήταν δύσκολοι οι καιροί. Δεν θα μπορούσαν να βρουν άλλα κοστούμια. Δεν υπήρχαν χρήματα. Έπρεπε να βολευτούν με ό,τι υπήρχε στο βεστιάριο από προηγούμενες παραστάσεις. Βέβαια, εκείνη πάντα λαχταρούσε να γίνει μητέρα. Το είχε όμως φανταστεί αλλιώς. Να μένει σε ένα μεγάλο και όμορφο σπίτι. Το μωρό να έχει ένα φωτεινό, ευχάριστο δωμάτιο με πολλά παιχνίδια. Ο Αντώνης να έρχεται από τη δουλειά χαμογελαστός και να την κρατά στην αγκαλιά του, καθώς εκείνη θα θηλάζει το μωρό.
Προχώρησε μπροστά, πάνω στη σκηνή, και έτεινε τα χέρια της προς τον ουρανό. Ένα λεπτό σκοινί κατέβασε το χρυσαφί φεγγάρι ακριβώς πάνω από το κεφάλι της.
-Casta Diva, che inargenti queste sacre antiche piante… (Αγνή θεά, που ασημώνεις τα δέντρα αυτά τα αρχαία, τα ιερά)
Ανατρίχιαζε κάθε φορά που έλεγε αυτή την άρια. Της φαινόταν σαν να έκανε επίκληση στη Μαρία Κάλλας. Ποτέ και πουθενά δεν επρόκειτο καμία σοπράνο να τραγουδήσει αυτή την άρια όπως την είχε τραγουδήσει εκείνη. Έβαζε τις ηχογραφήσεις της και τις άκουγε σχεδόν κάθε μέρα, ειδικά τώρα τελευταία που προετοιμαζόταν για την παράσταση. Συχνά της έρχονταν δάκρυα στα μάτια, ιδιαίτερα στο καταπληκτικό ντουέτο της Κάλλας με τη Στινιάνι στο “Mira, o Norma”. Αυτή η άρια ήταν η αγαπημένη της. Η Ανταλγκίζα εκλιπαρεί τη Νόρμα να λυπηθεί τα παιδιά της και να τα κρατήσει κοντά της. Η μελωδία της άριας και το αρμονικό συνταίριασμα των φωνών λες και είχαν γραφτεί από θεϊκό χέρι.
Μόνο στη μουσική έβρισκε πια ανακούφιση. Τις ώρες που ήταν πάνω στη σκηνή, ζούσε άλλες ζωές. Πότε Νόρμα να πέφτει στα πόδια του Πολιόνε ζητιανεύοντας την αγάπη του, πότε Αΐντα να ξεψυχά στην αγκαλιά του Ρανταμές, πότε Σαλώμη να χορεύει τον χορό των Επτά Πέπλων μπροστά στον Ηρώδη. Κρυβόταν μέσα στους ρόλους, όσο μπορούσε καλύτερα, μην τυχόν και τη βρει η πραγματική ζωή. Εκείνη όμως κάθε φορά την ξετρύπωνε στο τέλος. Την ώρα που ο κόσμος σταματούσε το χειροκρότημα. Την ώρα που κατέβαινε στο υπόγειο να ξεβαφτεί, στο στενό και σκοτεινό καμαρίνι της που μύριζε κλεισούρα και αρώματα από τα διπλανά καμαρίνια. Τενόροι, σοπράνο, χορευτές, τσελίστες, βιολονίστες και χορωδοί, όλοι γίνονταν ένα μέσα σε αυτά τα στενάχωρα δωμάτια. Τσαλαπατούσε ο ένας τον άλλον, να προλάβουν τις τουαλέτες και τις βρύσες, για να ετοιμαστούν και να φύγουν. Και από κοντά οι θαυμαστές. Συγγενείς, φίλοι, αλλά και άγνωστοι που λάτρευαν την όπερα, κρατώντας λουλούδια για να προσφέρουν ή προγράμματα για να πάρουν αυτόγραφα. Να μοιραστούν λίγη από τη λάμψη των πρωταγωνιστών.
- T’ inoltra, o giovinetta, t’ inoltra… (Πλησίασε, ω κόρη, πλησίασε…)
Η άλλη σοπράνο που υποδύεται την Ανταλγκίζα είχε ανεβεί στη σκηνή. Αντίπαλοι στο έργο, αντίπαλοι και στην πραγματικότητα. Ποτέ δεν τη χώνεψε αυτή τη γυναίκα. Τους κοίταζε όλους με ένα υπεροπτικό ύφος, λες και ήταν μυρμήγκια. Τραβούσε τις φράσεις της και χρωμάτιζε τη φωνή της, σαν να έλεγε κάποιο ρετσιτατίβο. Εντάξει, ήταν σε καλύτερη μοίρα από πολλούς άλλους. Είχε πλούσιο άντρα, βιομήχανο. Τραγουδούσε από χόμπι, όπως είχε δηλώσει. Ή μάλλον δεν το είχε πει ακριβώς έτσι. Από πάθος για τη μουσική. Ναι, έτσι το είχε πει μια μέρα. Δεν έφτανε όμως μόνο το πάθος. Ας έριχνε καμιά ματιά και στο λιμπρέτο. Ας ερχόταν λίγο προετοιμασμένη, να μην καθυστερεί τις πρόβες και να μην εκνευρίζει τον μαέστρο. Την τελευταία φορά, στη «Μποέμ», ο μαέστρος έξαλλος της είχε πει ότι δεν θα ξανατραγουδήσει ποτέ ξανά σε δική του παράσταση. Μεσολάβησε τότε ο σύζυγος-βιομήχανος, απειλώντας ότι θα σταματήσει την επιχορήγηση. Ο μαέστρος μαζεύτηκε. Έριξε νερό στο κρασί του. Είπαμε, ήταν δύσκολοι οι καιροί. Κινδύνευαν να βρεθούν όλοι στο δρόμο με την οικονομική κρίση που υπήρχε. Μήνες πολλούς απλήρωτοι οι μουσικοί. Στο θέατρο, για πολύ καιρό, δεν είχε μπει ούτε καρφί.
-Tremi tu? E per chi? (Τρέμεις; Για ποιον τρέμεις;)
Ο τενόρος που έκανε τον Πολιόνε στεκόταν απέναντί της με ύφος κωμικά λυπημένο. Ε, λοιπόν, δεν έπειθε. Πολύ καλό παιδί, συνεπής στη δουλειά του, σωστή φωνή, αλλά από σκηνική παρουσία, τίποτα. Καταρχήν ήταν τόσο παχύς, που λαχάνιαζε και στα λίγα σκαλοπάτια της σκηνής. Νέος άνθρωπος, είχε παραμελήσει τόσο τον εαυτό του. Πώς να πείσει ότι τον διεκδικούν δύο γυναίκες, όταν στην πραγματικότητα και η πιο απελπισμένη δεν θα γύριζε να τον κοιτάξει; Πόσο αηδίαζε εκείνη, όταν της κρατούσε το χέρι με την ιδρωμένη παχουλή παλάμη του στα ντουέτα που είχαν μαζί…
Ο τενόρος-Πολιόνε ερμήνευε με υπερβολικά δραματικό τρόπο.
- Dio non v’ha che mali inventi de’ miei mali, ah, più cocenti! (Δεν υπάρχει Θεός που από τις δικές μου δυστυχίες χειρότερες να μπορεί να εφεύρει!)
Εντάξει, τον λυπόταν. Είχε τρία παιδιά και μια γυναίκα με ψυχική νόσο. Πάσχιζε να τα φέρει βόλτα. Όταν δεν είχε παράσταση, τραγουδούσε σε ένα πιάνο-μπαρ. Συχνά ερχόταν στις πρόβες ξενυχτισμένος και τον έπαιρνε ο ύπνος στα μεσοδιαστήματα των δικών του κομματιών. Πολλές φορές, έπιναν καφέ μετά τις πρόβες και κουβέντιαζαν. Της έδινε την εντύπωση ότι ήταν τσιμπημένος μαζί της. Ο τρόπος που την κοιτούσε, ιδιαίτερα όταν εκείνη τραγουδούσε, κάτι τέτοιο μαρτυρούσε. Εκείνη όμως δεν του άφηνε ποτέ κανένα περιθώριο.
Μπήκε η χορωδία στο δικό της κάλεσμα.
-Norma, Norma, all’ ara! (Νόρμα, Νόρμα, στο βωμό!)
Εκείνη συγκεντρώθηκε στο ρόλο της. Το πρώτο μέρος τέλειωνε σε λίγο.
- Αh! Suon di morte, suon di morte! (Α! Θανάτου ιαχή, θανάτου ιαχή!)
Η Ανταλγκίζα και ο Πολιόνε έκλεισαν και τα δικά τους μέρη. Έμενε η αγκωνιά που είχε να δώσει εκείνη στον Πολιόνε. Πόσες φορές δεν είχαν προβάρει αυτή την αγκωνιά. Ο σκηνοθέτης με το μαέστρο διαφωνούσαν. Πολύ τρυφερή, πολύ σκληρή, πολύ απότομη, πολύ αδιάφορη, χαδιάρικη, άτσαλη… Και τι δε είχαν ακούσει! Μετά από μια πρόβα, ο τενόρος της είχε δείξει το μελανιασμένο πλευρό του, εκεί που έτρωγε τις αγκωνιές σύμφωνα με τις οδηγίες των αρχηγών. Πρέπει να κάνω πιο ήπιες κινήσεις, είχε σκεφτεί εκείνη με τύψεις.
Η ιαχή του θανάτου ξεθύμανε. Η σκηνή άδειασε και τα φώτα άναψαν. Κατέβηκε από τη στενή σκάλα στο καμαρίνι της. Κατουριόταν εδώ και ώρα. Είναι κι αυτή η εγκυμοσύνη… Η τουαλέτα των γυναικών κατειλημμένη. Μπήκε στο καμαρίνι της. Το κινητό της είχε τέσσερις αναπάντητες κλήσεις. Ο Αντώνης. Τι να ήθελε άραγε; Σχημάτισε τον αριθμό του.
-Έλα… Ναι, καλά τα έχουμε πάει μέχρι τώρα. Έχει κόσμο, αρκετό. Τι;… Τι είπες;… Πότε;…. Πού την πήγανε, σε ποιο νοσοκομείο;…. Τι λένε οι γιατροί;
Από τα μάτια της έτρεχαν ασυγκράτητα τα δάκρυα αφήνοντας υγρούς λεκέδες στο πράσινο βελούδινο φόρεμα της Νόρμα. Ίδια δάκρυα με κείνα που έρχονταν όταν άκουγε την Κάλλας με τη Στινιάνι. Μόνο που τώρα ήταν περισσότερα. Πολύ περισσότερα. Τα χέρια της έτρεμαν. Της ήρθε ναυτία. Πήρε βαθιές ανάσες. Ευτυχώς τις περισσότερες φορές κατάφερνε να το ελέγχει. Το δεύτερο μέρος θα άρχιζε σε λίγα λεπτά. Κοίταξε το πρόσωπό της στον καθρέφτη και διόρθωσε λίγο το μακιγιάζ. Φαινόταν χλωμή και λυπημένη. Έτσι ακριβώς όπως την ήθελε αυτό το δεύτερο μέρος του ρόλου.
Ανέβηκε στη σκηνή. Κρατούσε στο χέρι της ένα φανάρι και ένα μαχαίρι. Στο κέντρο της σκηνής υπήρχε τώρα ένα ανάκλιντρο και δίπλα του ένα τραπέζι. Πάνω του ξαπλωμένα δυο παιδάκια, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Οι δυο μικροί πρωταγωνιστές του έργου, οι μασκότ όλων τους. Ήταν αστεία με έναν αθώο τρόπο, καθώς τρεμόπαιζαν τα κλειστά τους βλέφαρα, προσπαθώντας να παραστήσουν ότι κοιμούνται. Πόσες παρατηρήσεις δεν τους είχε κάνει ο μαέστρος μέχρι να καταφέρουν να παραμένουν σοβαρά για τα λίγα λεπτά των ρόλων τους… Της φάνηκαν τόσο όμορφα…
Άφησε το φανάρι πάνω στο τραπέζι, όπως ακριβώς προέβλεπε ο ρόλος. Κάθισε στην άκρη του ανάκλιντρου με το πρόσωπο στραμμένο στα κοιμισμένα παιδιά.
-Dormono entrambi… Non vedran la mano che li percuote. (Κοιμούνται και τα δύο… Δεν θα δουν το χέρι που τα χτυπά).
Η φωνή της ακουγόταν φορτισμένη με την τραγικότητα που απαιτούσε αυτό ακριβώς το σημείο του ρόλου. Είχε μελετήσει αυτό το κομμάτι πολλές φορές και είχε προσπαθήσει να μπει στη θέση της Νόρμα. Της ήταν αδύνατο να φανταστεί ότι θα μπορούσε ποτέ μια μάνα, για οποιοδήποτε λόγο, να σκοτώσει τα παιδιά της. Ευτυχώς που ο λιμπρετίστας της Νόρμα αποδείχτηκε πιο φιλεύσπλαχνος από τον Ευριπίδη κι έτσι η Νόρμα τελικά δεν είχε γίνει φόνισσα.
Ξαφνικά την κυρίευσε ένα δυνατό κι ευχάριστο συναίσθημα, όπως όταν κάποιος ανυπομονεί για κάτι καλό που έρχεται. Τα έγχορδα της ορχήστρας συνέπραξαν μαζί της σε ένα ηχηρό ιντερλούδιο. Ναι, αλήθεια, κάτι πολύ καλό ερχόταν. Σε επτά μήνες θα είχε κι εκείνη το δικό της παιδί.
1 σχόλιο:
Μας εξέπληξες ευχάριστα στο τέλος.
Δημοσίευση σχολίου