Μια φορά και αυτόν τον καιρό. Ένα ζευγάρι: εκείνος κι εκείνη. Επίσης, μια γυναίκα, μια άλλη γυναίκα και μια τρίτη
γυναίκα. Όλοι τους καθιστοί.
Εκείνος κι εκείνη, σ’ ένα
πολύβουο δωμάτιο, καθισμένοι σ’ ένα καναπέ, με την απόσταση να αναπνέει ανάμεσά
τους. Η πρώτη γυναίκα, στο γραφείο της, ζωγραφίζει με χρωματιστά κραγιόνια
εκείνον κι εκείνη. Βάζει δάκρυα από πορτοκάλι στο φόρεμα εκείνης. Το πουλόβερ
εκείνου το σκουραίνει με μολύβι και μ’ ένα τρεμουλιαστό ζωγραφισμένο περίγραμμα
το κάνει να πάλλεται. Η δεύτερη γυναίκα, σκυμμένη πάνω από ένα μεγάλο δρύινο τραπέζι, σμιλεύει
πινακίδες από κερί, για να μοιράσει στους μαθητές της. Ανάρπαστες θα γίνουν,
σαν κάθε φορά. Η τρίτη γυναίκα κάθεται στην πλατεία ενός θεάτρου. Το έργο
δείχνει μια μάνα να καταπίνει την κόρη της πάνω σ’ ένα λευκό καναπέ.
Εκείνος κι εκείνη συνεχίζουν να είναι καθισμένοι στον δικό τους καναπέ. Δεν αγγίζονται. Σχεδόν δεν τολμούν να κοιταχτούν. Η πρώτη γυναίκα ολοκληρώνει το σχέδιο, βάζοντας μια πεταλούδα να εκτελεί ένα τέλειο αυτοκρατορικό
πέταγμα με τα διάφανα φτερά της. Η δεύτερη γυναίκα τελειώνει τις πινακίδες της.
Το κερί έχει σχεδόν κρυώσει και στερεοποιηθεί. Ετοιμάζει μια μικρή βαλίτσα. Έχει ταξίδι μπροστά της.
Για καλό λόγο. Η τρίτη γυναίκα μπαίνει σ’ ένα ταξί, για να γυρίσει σπίτι.
Οι άνθρωποι που στριφογυρίζουν
μέσα στο δωμάτιο, νομίζουν πως εκείνος κι εκείνη κάθονται ακόμα δίπλα-δίπλα στον καναπέ. Μόνο η πρώτη γυναίκα ξέρει πως
αυτοί έχουν κιόλας δρασκελίσει το ανοιχτό παράθυρο και αγαπιούνται πάνω στα
πεσμένα φύλλα μες στο δάσος. Σχεδιάζει τώρα τον καναπέ άδειο και κλείνει το
μπλοκ. Η δεύτερη γυναίκα βρίσκει έξω από την πόρτα της έναν παρατημένο
καναπέ. Στο ένα μπράτσο του έχει φωλιάσει μια πεταλούδα με διάφανα φτερά. Τον
σέρνει με κόπο μέσα στο σπίτι. Η τρίτη γυναίκα βρίσκει κι αυτή στη γωνιά του
δρόμου της έναν άδειο καναπέ. Το ξεθωριασμένο καφέ κάλυμμά του δείχνει τσαλακωμένο
από χάδια. Με το κινητό της τον βγάζει μια φωτογραφία. Ευτυχώς, γιατί το άλλο πρωί
ο καναπές λείπει.
Υπάρχει στην ιστορία κι άλλος
ένας καναπές. Εγκαταλείφθηκε κι αυτός μία μέρα μετά στην ίδια γωνιά του δρόμου της
τρίτης γυναίκας, όμως δεν χώρεσε σε τούτη διήγηση, γιατί θα έκανε την ιστορία απίστευτη.
Σημ.1: Η λέξη καναπές είναι ένα
αντιδάνειο. Τα ανάκλιντρα, οι αρχαίοι καναπέδες, σκεπάζονταν συχνά από ένα
λεπτό ύφασμα, το κωνωπείον ή κωνώπιον (δηλ. την κουνουπιέρα). Η λέξη πέρασε στα
λατινικά ως conopeum ή conopium και από εκεί στα
μεσαιωνικά γαλλικά ως conope
και, παθαίνοντας αυτό που οι γλωσσολόγοι ονομάζουν «σημασιολογική επέκταση»,
έφτασε να δηλώνει όχι μόνο το κάλυμμα, αλλά και το ίδιο το έπιπλο, και τελικά
μόνο το έπιπλο, σκεπασμένο ή ξεσκέπαστο.
Σημ. 2: Η παραπάνω ιστορία μπορεί
να θεωρηθεί σπουδή πάνω σ’ ένα ποίημα της Χλόης Κουτσουμπέλη ή απόδειξη των
αόρατων δυνάμεων-διαδικτυακών και μη- που ενώνουν τους ανθρώπους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου