Σελίδες

15.5.12

Το σκιάχτρο της αυλής



Το σκιάχτρο στην πίσω αυλή
γνέφει  ήλιους στα πετούμενα 
ντυμένο τα ρούχα του πατέρα
μπλε σακάκι σταυρωτό 
λειψό κουμπί στ’ αριστερό μανίκι
και καταμεσής στο πέτο
ανεξίτηλη λαδιά περασμένων Χριστουγέννων
φαρδί μάλλινο παντελόνι
με τσέπες ξέχειλες από προσμονή
στο κεφάλι φορεμένο στραβά
το καπέλο της μνήμης
ψαθί πλατύγυρο με μαύρο σειρήτι
που σκίαζε τα μάτια του 
σαν βούρκωνε κι ανέμιζε τα βλέφαρα
μόνος μέσα στον κόσμο.

Φοβούνται το σκιάχτρο
του δρόμου τα παιδιά
ξεμακραίνουν το βήμα τους
χωρίς δεύτερη ματιά
ανύποπτα πόσο τα λαχταρά
η αγκαλιά των ρούχων του πατέρα.


12.5.12

Ναϊάδες στα μαύρα


       Οι Ναϊάδες ήταν μυθικές νύμφες των λιμνών, των πηγών και των ποταμών. Ήταν κόρες του Δία και ζούσαν χιλιάδες χρόνια, ανέγγιχτες από τη φθορά του χρόνου, αιώνια νέες και όμορφες…

        Ο συγγραφέας, καθισμένος στο εστιατόριο του «Ξενοδοχείου της Λίμνης», σήκωσε τα μάτια του από τη σελίδα του ταξιδιωτικού οδηγού και σάρωσε με τη ματιά του τον ορίζοντα της λίμνης. Τα νερά ήταν γαλανά σαν της θάλασσας, χωρίς όμως τη δική της αγριάδα. Η στεριά άπλωνε πράσινες γλώσσες γης μέσα στη λίμνη, φτιάχνοντας μια μακριά δαντέλα σε όλο το μήκος της λίμνης.
      Όλα τα παραλίμνια ξενοδοχεία μοιάζουν να έχουν να διηγηθούν αξιοπερίεργες ιστορίες. Ίσως είναι οι ίδιες οι λίμνες που δημιουργούν αυτή την εντύπωση∙ γεμάτες από τέρατα, ξωτικά και θεότητες του γλυκού νερού. Το «Ξενοδοχείο της Λίμνης», σε αλλοτινούς καιρούς πολυσύχναστο και πολυδιαφημισμένο, τώρα σχεδόν έρημο.
     Ούτε οι Ναϊάδες δεν γλιτώνουν από αυτή τη ρημάδα την κρίση, σκέφτηκε ο συγγραφέας και ήπιε μια μεγάλη γουλιά τσίπουρο. Ένιωσε την αψιά γεύση του γλυκάνισου να διασχίζει την απόσταση από τα χείλη στον οισοφάγο, αρωματίζοντας ελαφρά τον ουρανίσκο του.
     Μόνο ένα ακόμα τραπέζι ήταν κατειλημμένο. Πέντε γυναίκες ντυμένες στα μαύρα, δύο μοναχές και τρεις λαϊκές. Οι Ναϊάδες σε μαύρη εκδοχή, ήταν η αρχική σκέψη του συγγραφεά. Εδώ και ώρα τις χάζευε. Οι άκρες των ματιών του, όπως και στους περισσότερους συγγραφείς, ήταν εξασκημένες να παρακολουθούν με διακριτικότητα, κινούμενες ανεξάρτητα από το υπόλοιπο μάτι, που συνέχιζε να εκτελεί ευθέως και φανερά τη λειτουργία της νόμιμης όρασης.
Οι δύο μοναχές φαίνονταν πολύ νέες. Σκεπασμένες εντελώς με τα ράσα και τις μαντίλες τους, άφηναν ακάλυπτα μόνο τα πρόσωπά τους και δύο ζευγάρια κατάλευκα χέρια, που εκείνη τη στιγμή ανακάτευαν στο πιάτο μακαρόνια με κόκκινη σάλτσα,  γεύμα νόστιμο, χορταστικό και αγνό, απαλλαγμένο από το αμάρτημα της γευστικής λαγνείας. Οι άλλες τρεις γυναίκες έμοιαζαν μάνα με κόρες (ή μήπως όλες μαζί ήταν μάνα με κόρες;). Η μεγαλύτερη γυναίκα σέρβιρε τσίπουρο στις δύο νέες. Είχε τα ίδια χρώματα με αυτές και την ίδια ποιότητα μαλλιών (ξανθοκόκκινα και οι τρεις-η μάνα μάλλον τα διατηρούσε πλέον με βαφή). Οι κοπέλες είχαν τα μαλλιά τους μακριά, ριγμένα στους ώμους. Ήταν απλά ντυμένες, χωρίς κοσμήματα ή μακιγιάζ, με μαύρα παντελόνια και μαύρες κοντομάνικες μπλούζες που άφηναν ακάλυπτα τα χέρια και τον λαιμό, να γεύονται ανεμπόδιστα τη λιακάδα της λίμνης.
      Συζητούσαν για συνταγές μαγειρικής. Οι μοναχές άκουγαν με ενδιαφέρον τη μία από τις κοπέλες να απαριθμεί συνταγές για θαλασσινά. Ο συγγραφέας μπορούσε να πιάσει μόνο σκόρπιες λέξεις. Πήρε το αυτί του κάτι για σβήσιμο με κρασί, για ζάχαρη μέσα στη σάλτσα και για φρέσκο άνηθο. Μια και δεν μπορούσε να έχει πλήρη τη συνταγή, έπιασε πάλι το βιβλίο του. Όμως η έννοια του ήταν ακόμα στις γυναίκες. Περίεργη σύνθεση γυναικείας παρέας για μεσημέρι στη λίμνη. Να είχαν έλθει για την αποψινή πανσέληνο; Εντελώς απίθανο∙ ιδιαίτερα για τις μοναχές. Ο συγγραφέας βασανιζόταν από την περιέργειά του. Το είχε αυτό το κουσούρι∙ να φτιάχνει με το μυαλό του μια ιστορία για κάθε άγνωστο που συναντούσε.
      Η απορία του έμελλε να λυθεί το ίδιο εκείνο βράδυ, όταν κατέβηκε πάλι στο εστιατόριο του ξενοδοχείου για το δείπνο. Η πανσέληνος ήταν ολόλαμπρη και ο δρόμος της στιλβωμένος με χρυσό πάνω στη λίμνη. Κάθισε στο ίδιο πανοραμικό του τραπέζι και ακούμπησε το σημειωματάριο και τα μολύβια του δίπλα στο κηροπήγιο του τραπεζιού.  Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και-σαν να είχαν ραντεβού-η μεγαλύτερη από τις μαυροντυμένες Ναϊάδες του μεσημεριού πέρασε αθόρυβα από δίπλα του ψιθυρίζοντας ένα εγκάρδιο και ταυτόχρονα διακριτικό «καλησπέρα» και έπιασε το ίδιο μεσημεριανό τραπέζι, αφήνοντας μπροστά της μια ταμπακιέρα από σκαλιστό ασήμι και το τελευταίο βιβλίο του συγγραφέα, αυτό με την κυρά της λίμνης που εξαφανίστηκε ένα βράδυ και δεν την ξαναείδε ποτέ κανείς.