Σελίδες

20.2.11

Ο καφές της Δευτέρας

    Τις Δευτέρες από παιδί τις σιχαινόμουνα, λέει ένα τραγούδι. Εμένα πάλι από παιδί μου ήταν αδιάφορες. Προτιμούσα τις Πέμπτες. Έτσι, χωρίς λόγο.

«Αγαπήσατε ποτέ δυνατά; Τόσο ώστε να νομίζετε ότι θα πεθάνετε από αγάπη;», είχα ρωτήσει μια Δευτέρα πρωί το Γεωργιάδη.

   Έβλεπα πάντα τη Δευτέρα σαν μια καινούρια αρχή. Τακτοποιούσα τα χαρτιά στο γραφείο, επιθεωρούσα τα ράφια και τις προθήκες του βιβλιοπωλείου και διόρθωνα τις ακαταστασίες που είχαν αφήσει πίσω τους οι πελάτες της προηγούμενης εβδομάδας.
  
   Τις Δευτέρες ο Γεωργιάδης ερχόταν από νωρίς στο βιβλιοπωλείο. Καθόταν στην αγαπημένη του γωνιά κάτω από τα ράφια της ποίησης, απ’ όπου μπορούσε να εποπτεύει πλήρως ολόκληρο το χώρο του βιβλιοπωλείου. Του έφτιαχνα καφέ. Γαλλικό χωρίς ζάχαρη, αλλά με μπόλικο γάλα. Τον έπινε σε μια κούπα με τη Μόνα Λίζα. Την είχε φέρει ο ίδιος σε ανύποπτο χρόνο και την είχε αφήσει στο νεροχύτη δίπλα στη δική μου.

  Ήταν μια ανοιξιάτικη Δευτέρα. Το θυμάμαι γιατί είχα ανοιχτό το παράθυρο του γραφείου και έμπαινε ένα ελαφρό αεράκι που ανακάτευε τα χαρτιά μου.

   «Κλείστε αυτό το παράθυρο», είπε ο Γεωργιάδης σχεδόν αμυντικά.

    Μάλλον εννοούσε «κλείστε αυτό το θέμα» ή χειρότερα «κλείστε το στόμα σας», αλλά η βαθύτατα ευγενική του φύση δεν του επέτρεπε άκομψες αντιδράσεις.

   «Ω, χαμηλώστε αυτό το φως!» τον πείραξα, μη μπορώντας να συγκρατήσω ένα χαμόγελο.   
   
    Σοβάρεψε ακόμα περισσότερο. Με κοίταξε σχεδόν αυστηρά.
   
    Δεν εμπιστευόμουν εύκολα τις λεπτομέρειες τις ζωής μου σε άλλους. Κουβαλούσα τις σκέψεις μου ερμητικά ασφαλισμένες και τις άφηνα να με κατατρώνε αργά και βασανιστικά. Όμως με τον Γεωργιάδη ήταν αλλιώς και δεν κατάλαβα ποτέ γιατί. Ίσως ήταν η διαφορά ηλικίας που τον έκανε στα μάτια μου να φαίνεται σαν σοφός κηδεμόνας, έτοιμος να με συμβουλεύσει στις κακοτοπιές. Ήταν κι αυτή η κατασταλαγμένη ηρεμία που ανέδιδαν όλα επάνω του: η βαθιά φωνή του που ποτέ δεν ύψωνε τον τόνο της, η άρτια εκφορά του λόγου που θύμιζε εκφωνητή του ραδιοφώνου, οι προσεχτικά διαλεγμένες λέξεις και η δωρική λιτότητα στην έκφραση.
   
 Παρά την αμυντική του διάθεση, είχα την αίσθηση ότι η ερώτησή μου δεν τον ξάφνιασε καθόλου. Αντίθετα μάλλον, σαν να την περίμενε από καιρό.

   «Κάθε φορά που αγαπούσα ένιωθα ότι θα πέθαινα από αγάπη», απάντησε χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από τον καφέ του.

    Η Μόνα Λίζα της κούπας συνέχισε το αέναο ειρωνικό μειδίαμά της.

12.2.11

Αποθήκη Καταλοίπων Ηδονής


Franz Karl Bühler-Ο Εαυτός (1919)

Όταν αποφασίστηκε
 η διά νόμου εξόντωση της άχρηστης ζωής
συγκεντρώθηκαν
στην καφετέρια του Αυτοκράτορα
όλα τα μέλη
της Αποθήκης Καταλοίπων Ηδονής

ο Καρλ με αμπέχονο στρατηγού
ζωγράφιζε μονολογώντας ασταμάτητα
το χρώμα πρέπει να νιώθει όμορφα πάνω στο πινέλο
δίπλα του η Μελίτα με την ουλή στο μέτωπο
ένας δήμιος τη σημάδεψε κάποτε με το σπαθί του

ο Μόζερ δεν είχε μπριγιαντίνη
και έστρωνε τη χωρίστρα του με λαρδί
η Εύα με μια κοκκινίλα στο χέρι
έφτιαχνε χάρτινες κούκλες
ο Φραντς τους επέβλεπε όλους
όπως του είχε ορίσει η Κυβέρνηση

η Αυγούστα είχε δολοφονηθεί τη νύχτα δύο φορές
της έκοψαν τα κεφάλια και όλα
με αφορμή τον φόνο των τραγουδιών

το μαξιλάρι του Μόζερ ήταν παραγεμισμένο
με τρίχες ταριχευμένου αλόγου
και το ψωμί του περιείχε ζυμωμένες οδοντοστοιχίες
Ποιο άγιο παιδί κλαίει
για μια ασεβή μητέρα; Ούτε ένα!

ο Ερνστ έβαζε τετράγωνα και τελείες στη σειρά
ύστερα τα διέγραφε όλα με λεπτές γραμμές
ο Πάουλ διάβαζε τις σκέψεις των άλλων
ήθελε να γίνει βασιλιάς της Γαλλίας
ο Κονσταντίν είχε ένα πηγαίο τραγούδι
και μια κηλίδα που ήταν η ντροπή του

Όλοι στο κατάστρωμα!
Η παλιά κιβωτός είναι δύο χιλιάδων ετών
χρειάζεται ανακαίνιση
ο Γιόζεφ ήθελε να του φορούν χειροπέδες τη νύχτα
κάθε πόρος του δέρματος
είναι ο πρωκτός ενός ανθρώπου

ο Αλόις έπαιζε στο πιάνο πένθιμα εμβατήρια
η Ημέρα της Κρίσεως έρχεται
ο γέρος θεός έχει κι αυτός ολόκληρο χαρέμι
ο Τάουμπερ έγραφε με τη γραφή αναπνέοντος ιχθύος
όταν κρυφακούμε, η λέξη πρέπει με υπακοή
να προφερθεί σωστά στη νοερή εικόνα

η Εύα ζωγράφιζε λουλούδια
και φρόντιζε το καναρίνι της
όποιος αφιερώνει τη ζωή του στους άλλους
αφιερώνει τη ζωή του στο θάνατο

Ανοίχτε το πιάνο! Έρχεται ο Βάγκνερ!

Μετά από δύο ώρες
οι υπάλληλοι αέρισαν το θάλαμο
έβγαλαν από τη δίοδο του καυστήρα
τα πτώματα
και αφαίρεσαν τα χρυσά δόντια
από όσα ήταν σημαδεμένα
ύστερα σημείωσαν στο βιβλίο της καφετέριας
με μικρά καλλιγραφικά γράμματα
«Αιτία θανάτου: Ευθανασία».

    (Το 1920, ο νομικός Καρλ Μπίντινγκ και ο ψυχίατρος Άλφρεντ Χόχε δημοσίευσαν ένα κείμενο με τον τίτλο «Η διά νόμου εξόντωση της άχρηστης ζωής», που αναφερόταν στην διά της ιατρικής οδού λύτρωση ασθενών με ανίατα νοσήματα. Το 1939, ο Χίτλερ, με ένα ολιγόλογο κείμενο που είχε ισχύ εξουσιοδότησης, νομιμοποίησε τη θανάτωση δεκάδων χιλιάδων ασθενών μειωμένης νοημοσύνης και ψυχιατρικών ασθενών που ζούσαν σε νοσηλευτικά ιδρύματα και ψυχιατρικά άσυλα. Η θανάτωση των ανθρώπων αυτών γινόταν συνήθως σε θαλάμους αερίων. Σε κάποιες περιπτώσεις οι θάλαμοι αυτοί ήταν φορητοί και έφεραν την επιγραφή «Καφετέρια του Αυτοκράτορα». Μόνο στο γερμανικό Ράιχ θανατώθηκαν με αυτόν τον τρόπο μέχρι το 1941 περίπου 90.000 άνθρωποι μεταξύ των οποίων και περί τα 6.000 παιδιά.
    Η Συλλογή Prinzhorn περιλαμβάνει περίπου 5.000 εικαστικά έργα ψυχιατρικών ασθενών της περιόδου 1850–1930 και ανήκει στην Πανεπιστημιακή Ψυχιατρική Κλινική της Χαϊδελβέργης. Οι Ναζί κατέστρεψαν ένα μεγάλο μέρος της συλλογής, ενώ είχαν ήδη εκτελέσει με μαζικό τρόπο πολλούς από τους ασθενείς που τα είχαν φιλοτεχνήσει.
   Ένα μικρό τμήμα της Συλλογής Prinzhorn φιλοξενείται αυτόν τον καιρό στο Μουσείο Μπενάκη. Η έκθεση έχει τίτλο "Αιτία θανάτου: Ευθανασία". Αφορμή για αυτή την ανάρτηση αποτέλεσε η επίσκεψη της ενδιαφέρουσας αυτής έκθεσης. Τα λόγια είναι ένα απόσταγμα από τις ζωές των ασθενών-καλλιτεχνών, που περιέχονται στην συνοδευτική καλαίσθητη έκδοση του Μουσείου).

5.2.11

Η κουζίνα του εκδότη

(Γ. Ροϊλός-Οι ποιητές)

Τη μέρα που άφησε ο Θεός τον Αντώνιο
θρήνοι ξεχύθηκαν από το κλειστό βιβλίο
δεν τους συγκρατούσαν πια
ούτε το χοντρό δερμάτινο εξώφυλλο
ούτε οι ιλουστρασιόν σελίδες
ούτε η πλαγιαστή ρωμαϊκή γραμματοσειρά
ο Ντόριαν είχε μπήξει την κάμα
στην καρδιά του ερωτευμένου ζωγράφου.

Ανάστατοι οι γείτονες
ειδοποίησαν τον εκδότη
τι να κάνει κι αυτός;
ληγμένη ζωή που πλανιέται στις γραφές
οι μέρες που δεν άδραξε
ανάσκελα κιβώτια
σφαλισμένα με ξύλινα καρφιά
του θύμιζαν αβασάνιστα
τη Ρωσίδα μαγείρισσα
που έκαψε τα σπλάγχνα της
με μαγειρικό ξύδι σε πυκνότητα θανάτου
αφήνοντας ένα ξεφτισμένο λούτρινο ποντίκι
στο τραπέζι της κουζίνας
στο ίδιο τραπέζι
όπου παλιά καθόταν ο Φλομπέρ
μουρμουρίζοντας
«Θα πεθάνω
κι αυτή η πουτάνα η Μποβαρί
θα ζει ακόμα».