Σελίδες

23.8.13

Ο φούρνος του μακαρίτη


Το καλύτερο ψωμί στο χωριό το έβγαζε από παλιά ο φούρνος του μακαρίτη. Ζυμωτές με το χέρι φραντζόλες και καρβέλια, ψημένα όλα σε φούρνο με ξύλα. «Αρτοποιία Βλάχου» έγραφε η μικρή ξύλινη ταμπέλα πάνω από την είσοδο, αλλά όλοι οι ντόπιοι ως «φούρνο του μακαρίτη» τον ήξεραν. Πρόλαβα ζωντανό τον Σταύρο Βλάχο, τον μακαρίτη. Ήταν ένας λεβεντάνθρωπος, κοντά δύο μέτρα, με ανοιχτές πλάτες, πυκνά καστανά μαλλιά και γαλανά μάτια. Ωραίος άντρας. Είχε ανοίξει τον φούρνο, όταν στο χωριό δεν υπήρχε παρά μόνο το μπακάλικο του μπαρμπα-Τάση, το «μαγαζί» του χωριού.
Στην αρχή ο Σταύρος δούλευε τον φούρνο μαζί με τη γυναίκα του, μιαν αεράτη τριαντάρα, «ξενόφερτη», όπως έλεγαν οι ντόπιοι. Η Καίτη, αυτό ήταν το όνομά της, ήταν Σαλονικιά. Κανείς δεν ήξερε ακριβώς ποιος δρόμος την έβγαλε στο χωριό και στο σπίτι του Σταύρου. Όλοι όμως ήξεραν με κάθε λεπτομέρεια τα τσιλιμπουρδίσματα του Σταύρου με τις ντόπιες και τις ξένες. Γιατί ο Σταύρος, εκτός από το καλό ψωμί, ήξερε να εκτιμάει και τις ωραίες γυναίκες, ανεξάρτητα από την ηλικία, την καταγωγή και την οικογενειακή τους κατάσταση. Ως έμπειρος φούρναρης, τις ζύμωνε με μαεστρία στην τεράστια αγκαλιά του, αφήνοντάς τις στο τέλος αφράτες και ζεστές σαν φρεσκοψημένες φραντζόλες.
Η Καίτη κατάλαβε γρήγορα τα χούγια του άντρα της. Αν δεν είχαν κάνει ήδη τον γιο τους, θα είχε παρατήσει τον Σταύρο και τον φούρνο του και θα είχε γυρίσει στη βορινή πατρίδα της. Για χάρη του αγοριού της όμως, περιορίστηκε να εγκαταλείψει μόνο τον φούρνο• τουλάχιστον έτσι γλίτωσε από τα συγκαταβατικά έως κοροϊδευτικά βλέμματα που της έριχναν οι χωριανοί, καθώς τους τύλιγε τις φραντζόλες και τα παξιμάδια.
Οι δουλειές του Σταύρου στον φούρνο πήγαιναν καλά. Έφτιαχνε διάφορα αρτοσκευάσματα που άρεσαν πολύ και στους ντόπιους, αλλά και στους ξένους που πλημμύριζαν τα καλοκαίρια το χωριό. Σ’ αυτούς τους τελευταίους ο Σταύρος ήξερε να πασάρει με τρόπο κανένα λίγο μπαγιάτικο τσουρέκι, μερικά πολυκαιρισμένα κουλούρια ή χθεσινό ψωμί. Έτσι κι αλλιώς, όταν το έπαιρναν είδηση, ήταν ήδη μακριά στο δρόμο της επιστροφής ή δίπλα στη θάλασσα, με το κύμα να ξεπλένει την οργή για την κοροϊδία του φούρναρη. Η Καίτη τον μάλωνε. Την ενοχλούσαν περισσότερο τα μπαγιάτικα πράγματα που πούλαγε ο άντρας της στους πελάτες του, παρά το φρέσκο κέρατο που πέρναγε στην ίδια τουλάχιστον μία φορά το μήνα.
Τον ίδιο καιρό που έγινε αντιληπτή η οικονομική κρίση που κατέτρωγε τη χώρα, έδωσε και τα πρώτα του  σημάδια ο καρκίνος που έτρωγε το πάγκρεας του Σταύρου. Η λεβέντικη κορμοστασιά του σούρωσε, οι πλάτες του σκέβρωσαν, τα μαλλιά του αραίωσαν και άσπρισαν, τα μάγουλά του ήρθαν να βρουν τις κόγχες τους. Στο τέλος έγινε όλος χαλκοκίτρινος. Πριν υπογραφεί το πρώτο μνημόνιο που θα αναποδογύριζε τη χώρα, ο Σταύρος πρόλαβε να μετοικήσει στον χλοερό τόπο της αναπαύσεως, απέναντι από την εκκλησία του Σταυρού, για να βγει αληθινό-έστω και κάπως νωρίς-το τάμα της μάνας του.

  Είχα αρκετά χρόνια να πάω στο χωριό. Σπουδές, δουλειά, οικογένεια, όλο κάτι τύχαινε• και τα καλοκαίρια συνήθως νησιά, κάθε καλοκαίρι και διαφορετικό. Τη φετινή χρονιά όμως τα οικονομικά ήταν χειρότερα από ποτέ και τα εισιτήρια των πλοίων απλησίαστα. Έτσι, το χωριό αποδείχτηκε  σωτήρια λύση για διακοπές. Μετά από τόσα χρόνια, δεν μου φάνηκε να είχαν αλλάξει πολλά πράγματα. Βέβαια, είχε ανοίξει ένας θερινός κινηματογράφος που έπαιζε τις εμπορικές ταινίες της χρονιάς, καθώς και ένα μεγάλο φαρμακείο, όπου μπορούσα να βρω όλα σχεδόν τα βιολογικά καλλυντικά που χρησιμοποιούσα.
Ο «φούρνος του μακαρίτη» ήταν στην ίδια γωνιά, στο στενό που ανέβαινε προς την εκκλησία του Σταυρού. Οι προθήκες είχαν μείνει ίδιες από τον καιρό που ζούσε ο Σταύρος• το ίδιο και η ταμπέλα «Αρτοποιία Βλάχου», μόνο που τώρα ήταν λουστραρισμένη και γυαλιστερή. Όλα στη θέση τους, τα ψωμιά στα καλάθια, τα κουλούρια στις λαμαρίνες, τα ντόπια ζυμαρικά σε πλαστικές συσκευασίες πάνω στον ίδιο πάγκο. Δίπλα στην είσοδο του φούρνου ήταν εγκατεστημένο ένα μικρό ψυγείο γεμάτο με έτοιμα σάντουιτς και αραβικές πίτες. Στο βάθος του μαγαζιού, μέσα στο παρασκευαστήριο, ένας ψηλός και γεροδεμένος νεαρός  με ανοιχτές πλάτες και πυκνά καστανά μαλλιά φούρνιζε και ξεφούρνιζε πολλές ώρες την ημέρα, ακούγοντας χιπ-χοπ από ένα ψηφιακό ραδιοφωνάκι.
Στο ταμείο η Καίτη, μαυροφορεμένη, αφρατεμένη απ’ τα χρόνια κι από το τσιμπολόγημα στον φούρνο, με τα μεγάλα καστανά της μάτια χωνεμένα από τη συνήθεια, χτύπαγε στην ταμειακή μηχανή αραιά και πού καμιά απόδειξη, έτσι για τα μάτια του κόσμου που έχει γνωστούς στο ΣΔΟΕ, ενώ τις περισσότερες φορές κοίταζε με το ίδιο, στερεότυπα θλιμμένο και αφηρημένο ύφος τον πελάτη, κάνοντάς τον να νιώθει σχεδόν ένοχος που σκέφτηκε να ζητήσει απόδειξη. Πάνω από το κεφάλι της, στον τοίχο ακριβώς πίσω από το ταμείο, κρεμόταν ένα μεγάλο κάδρο με τον μακαρίτη, προφανώς επεξεργασμένο με κάποια από τις πρώτες εκδόσεις του Photoshop. Ο Σταύρος στη μεγάλη του ακμή, ευθυτενής, αγέρωχος, ντυμένος τα χειμωνιάτικά του, περικομμένος με το ψαλίδι του Photoshop και επικολλημένος  μπροστά από μια άποψη της παραλίας του χωριού, με τα πόδια να φαίνονται σαν να μην πατάνε στα χαλίκια. Έμοιαζε στη φωτογραφία σαν από μηχανής θεός που κατέβηκε από ψηλά για λίγο, ίσα να δει πώς πάνε οι δουλειές στον φούρνο. Είχε μάλιστα αυτή η φωτογραφία του Σταύρου το ίδιο θλιμμένο και αφηρημένο βλέμμα με τη χήρα του, μόνο που αν επέμενες να τον κοιτάζεις παρατεταμένα, θα τον έβλεπες κάποια στιγμή να σου κλείνει πονηρά το αριστερό πάντα μάτι, όπως έκανε ζωντανός, όταν σου έγνεφε συνωμοτικά να μην πάρεις ψωμί από το καλάθι, αλλά να περιμένεις να σου δώσει εκείνος από το φρέσκο, μόλις αδειάσει ο φούρνος από τους ξένους πελάτες.


19.8.13

Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας χωρίς τον Όμπερον

      
      Σήμερα τα ξημερώματα είδα ένα παράξενο όνειρο. Ίσως να έφταιγε η προχωρημένη ώρα που έφτασα να ξαπλώσω, κολλημένη ώρες και για πολλοστή φορά με τη βιογραφία του Αλμπέρ Καμύ· ίσως ο ήχος-έστω και σε χαμηλή ένταση-της τηλεόρασης, που έπαιζε τον «Νονό» (εξάλλου εγώ προέτρεψα την Έλλη να μην το χάσει)· ίσως το φεγγάρι που έχει σχεδόν ξεχειλίσει, προετοιμάζοντας την αυριανή πανσέληνο. Στο καλάθι της βεράντας, η γάτα του σπιτιού, η Σίβυλλα, κοιμόταν ήσυχα αγκαλιά με το γατάκι της, τη Φρίντα. Η Φρίντα γεννήθηκε φέτος ανήμερα στα γενέθλια της Frida Kahlo, μαζί με άλλα δύο αδελφάκια που δεν επέζησαν. Το τέλος και των δύο άλλων γατιών έλαβε χώρα στη βεράντα κι επειδή η Φρίντα ήταν εξαφανισμένη, φωνάζαμε τη Σίβυλλα «Μήδεια», μέχρις ότου, μετά από δεκαπέντε περίπου μέρες,  εμφάνισε με καμάρι στο χαλάκι της εξώπορτας τη μοναχοκόρη της, στρουμπουλή και χνουδωτή σαν λούτρινο.

            Αυτή είναι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα που θα ήταν απαραίτητη σ’ έναν ψυχαναλυτή για να εμβαθύνει στο όνειρο. Ας έρθουμε στο ίδιο το όνειρο. Βρίσκομαι στο πατρικό μου σπίτι και είναι μεσημέρι. Ξαπλώνω «στην κάμαρά μου την παιδική», με τη μπαλκονόπορτα μισάνοιχτη και ένα δροσερό αεράκι να θροΐζει την κουρτίνα. Επεξηγώ στους νεότερους, κάποτε, ναι, κοιμόμαστε έτσι. Κι όμως, στο όνειρο νιώθω ανασφάλεια, «λες να μπει κανένας;» σκέφτομαι και σηκώνομαι να κλείσω τη τζαμαρία. Τότε βλέπω στην άκρη του μπαλκονιού, στον τοίχο της διπλανής πολυκατοικίας, έναν άνδρα να αναρριχάται. Έχει μακριά μαλλιά σαν χαίτη και η πλάτη του είναι γυμνή. Αυτά μόνο προλαβαίνω να δω και μπαίνω στο σπίτι έντρομη. Ξυπνάω τους γονείς μου και τηλεφωνώ στην αστυνομία.
            «Αστυνομικός υπηρεσίας», ακούγεται μια γυναικεία νυσταγμένη φωνή.
            «Κάποιος προσπαθεί να μπει στο σπίτι μας από το μπαλκόνι», ψελλίζω με φωνή που τρέμει.
            «Πώς το ξέρετε;»
            «Πώς ξέρω τι;»
            «Ότι θέλει να μπει στο σπίτι σας».
            «Μα… είναι κρεμασμένος έξω από το μπαλκόνι μας….»
            «Και πώς είστε σίγουρη ότι θα μπει μέσα;»
            «Και τότε τι κάνει κρεμασμένος; Ενδυνάμωση δικεφάλων;»
            «Μη με ειρωνεύεστε, παρακαλώ», απαντάει η αστυνομικός με αυστηρό ύφος. Η γραμμή κλείνει, μάλλον για τεχνικούς λόγους. Πριν ξανακαλέσω τον αριθμό, πάω στο καθιστικό. Η μητέρα μου έχει αναστατώσει όλη την πολυκατοικία. Οι γυναίκες από τα άλλα διαμερίσματα, καθισμένες στις πολυθρόνες, συζητάνε. Είναι στολισμένες, σαν να έχουν έρθει για καφέ. Ξαναπηγαίνω στο τζάμι της κρεβατοκάμαρας και κοιτάζω στο μπαλκόνι. Ο άνδρας είναι ακόμα εκεί. Έχει πηδήξει στο μπαλκόνι και είναι ακίνητος. Γυρισμένος ανφάς, είναι γοητευτικός. Έχει γλυκά χαρακτηριστικά· θυμίζει τον Οσάμα Μπιν Λάντεν· κι εκείνος είχε μορφή που εξαπατούσε. Ξανακαλώ την αστυνομία.
           «Έπεσε η γραμμή», απολογούμαι στην αστυνομικό.
           «Λοιπόν;»
          «Είναι μέσα στο μπαλκόνι».
          «Και τι κάνει;»
          «Στέκεται».
          «Ακίνητος;»
          «Προς το παρόν, ναι».
       
         Από το καθιστικό η σύναξη των γυναικών έχει φτάσει σε τσακίρ κέφια. Μιλάνε και γελάνε δυνατά. Ο πατέρας μου περιμένει δίπλα, να ακούσει το αποτέλεσμα της συνομιλίας μου με την αστυνομικό.
         «Ξέρετε, δεν είναι σίγουρο ότι έχει έρθει στο σπίτι σας για κακό».
        «Μα τι λέτε; Με κοροïδεύετε;» λέω και η υπομονή μου έχει πια εξαντληθεί. Κλείνω το τηλέφωνο και ξαναπάω στη τζαμαρία. Η ταραχή μου μεγαλώνει. Στο μπαλκόνι είναι τώρα τρεις άνδρες, ο όμορφος και άλλοι δύο, μεγαλύτεροι σε ηλικία και μάλλον κακοσουλούπωτοι. Βγαίνω έξω. Ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει. Αυτή η αγωνία δεν αντέχεται άλλο.


        «Θέλετε κάτι;» ρωτάω με αφέλεια.
       «Όχι, ευχαριστούμε», απαντάει ο πιο ψηλός και πιο μεγάλος σε ηλικία. «Τα δίχτυα θα καθαρίσουμε μόνο».
       «Τα… δίχτυα;…»
       «Ναι… ξέρετε… δεν μπορεί ένας μόνος του. Χρειάζεται να είμαστε περισσότεροι».
            Κοιτάζω καλύτερα. Οι άνδρες έχουν απλώσει δίχτυα στην έξω μεριά του μπαλκονιού. Αρχίζουν να τα τραβάνε λίγο-λίγο, ενώ ταυτόχρονα τα ξεμπλέκουν και τα καθαρίζουν από κολλημένα λέπια και φύκια.
            Ξυπνάω απότομα. Βρίσκομαι ξανά στο Αλεποχώρι. Από την τηλεόραση ακούγεται το καταπληκτικό μουσικό θέμα του Νίνο Ρότα. Όνειρο ήταν και πάει. Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, με την πανσέληνο να παραμονεύει. Η Έλλη κλείνει την τηλεόραση και μπαίνει στο μπάνιο. Πόσο με ηρεμούν οι απλοί, συνηθισμένοι ήχοι του σπιτιού…


1.5.13

Σημειώσεις για τον Μεσαίωνα



       Μεγάλη Δευτέρα βράδυ, πρώτη ημέρα της εβδομάδας των Παθών του Κυρίου και πρώτη φορά που ένιωσα ότι θέλω να σπάσω στο ξύλο κάποιον, έναν άντρα, και μάλιστα άγνωστο. Ίσως είχε να κάνει με τις τρεις και κάτι ώρες του Αντρέι Ρουμπλιόφ στο Άστυ. Πρώτη φορά που κατάφερνα να δω την ταινία ολόκληρη σε σκοτεινή αίθουσα. Μέχρι τώρα είχα δει κομμάτια της ταινίας εξόριστα στις τηλεοπτικές ζώνες που απευθύνονται σε φαροφύλακες και πάσχοντες από οικογενή αϋπνία, ξεκινώντας με την ίδια θέληση κάθε φορά, από την αρχή μέχρι την άνευ όρων παράδοση στον ύπνο, στο μέσο κάποιας από τις πρώτες ιστορίες της ταινίας. Αυτή τη φορά, η ώρα της μοναδικής προβολής στον κινηματογράφο ήταν ώρα ενάργειας, δυνητικά ώρα μελέτης. Το φιλμ ξετυλιγόταν στο κινηματογραφικό πανί σημαδεμένο από τον χρόνο∙ χιλιάδες κουκίδες και γραμμές διέτρεχαν τα μιλιμέτρ του σελιλόιντ σαν μυοψίες σε μάτια υπερήλικα. Η αίθουσα με λίγο κόσμο. Όλοι το ίδιο αποφασισμένοι με μένα, εκτός από τις δύο ηλικιωμένες κυρίες που είχαν μπερδέψει την ώρα προβολής και πίστευαν ότι θα δουν τον Μάρλον Μπράντο στο  «Λεωφορείο ο Πόθος»∙ μάλλον δεν τις ικανοποίησε ο Ανατόλι Σολονίτσιν, αφού έφυγαν στα μισά του δεύτερου από τα τρία μέρη.
       Η ταινία είναι ένα σκηνοθετικό επίτευγμα. Οι επιμέρους ιστορίες του μοναχού αγιογράφου Αντρέι Ρουμπλιόφ με τους συντρόφους του, Δανιήλ και Κύριλλο, αποτελούν μόνο αφετηρίες για να δώσει ο Ταρκόφσκι μια αριστουργηματική αναπαράσταση της μεσαιωνικής Ρωσίας. Άγιοι και βάρβαροι, γελωτοποιοί και σαλοί, άρχοντες και δούλοι, όλοι κάνουν το πέρασμά  τους από την κατάλευκη από το χιόνι και ταυτόχρονα ζοφερή από τον Μεσαίωνα κινηματογραφική πραγματικότητα του σκηνοθέτη, με ηχητικό περίβλημα την υποβλητική μουσική του Βιατσεσλάφ Οφτσίνικοφ, κάπως να λειαίνει τις σκληρές, απάνθρωπες σκηνές της ταινίας. Ένιωσα τυχερή που δεν ζω στον Μεσαίωνα, έστω κι αν η εναλλακτική μου μοίρα ήταν τούτη εδώ η Ελλάδα της κρίσης.

       Γυρίζοντας με το μετρό λίγο μετά τα μεσάνυχτα, η θορυβώδης συζήτηση δύο νέων ανδρών με εμφανές πρόβλημα εξάρτησης από ουσίες μου φάνηκε δυστυχώς πολύ οικεία, καθόλου ενοχλητική, όπως πάντα όμως εξαιρετικά θλιβερή. Στην έξοδο από το μετρό, με κατεύθυνση προς τη στάση του τραμ, κατέβηκε μαζί μου ένας άντρας γύρω στα πενήντα. Σωματώδης, μεγάλη κοιλιά με οριζόντιες ρίγες λόγω της μπλούζας του, αθλητικά παπούτσια χωρίς άλλη ένδειξη σωματικής άσκησης∙ τουναντίον, ο άντρας βάδιζε περίεργα, σαν πλοίο που τραμπαλίζεται στο κύμα, και ξεφυσούσε ρυθμικά, εμφανώς-τουλάχιστον σε μένα-όχι από δύσπνοια, αλλά από κάποια άλλη διαταραχή της ψυχής ή της αντίληψης. Κρατούσε μια σακούλα με σουβλάκια και μπίρες. Δίπλα του βάδιζε ένα αγόρι γύρω στα δώδεκα, κι αυτό με το ίδιο περίεργο βάδισμα, χωρίς το αντίστοιχο ξεφύσημα, αλλά με μια σακούλα με σουβλάκια και γκαζόζες, παιδική μάλλον version της σακούλας του μπαμπά. Καθώς η εικόνα πατέρα και γιου πήρε να ξεμακραίνει, είδα δίπλα μου να περπατάει μόνο του ένα μικρό κορίτσι. Ήταν δεν ήταν δέκα χρονών, με μαλλί κοντό κακοκουρεμένο, φούξια μπλούζα και μπλε παντελόνι κι ένα τενεκεδάκι με γκαζόζα στο χέρι. Περπατούσε τρικλίζοντας, σαν μεθυσμένο ή σαν να είχε κάποιου είδους διαταραχή βάδισης. Προς στιγμήν σκέφτηκα να τη ρωτήσω αν έχει χαθεί, αν χρειάζεται κάτι. Όμως το κοριτσάκι επιτάχυνε το σχεδόν αθετωσικό βάδισμά του μέχρι που έφτασε τον πατέρα με τον γιο∙ κατάλαβα ότι εκείνη ήταν η κόρη και πήρε να συμπληρώνεται στο μυαλό μου η περίεργη οικογένεια.
       Το τραμ θα ερχόταν σε δεκαεπτά λεπτά. Έβγαλα τη Βιρτζίνια Γουλφ, αλλά δεν πρόλαβα να γυρίσω στη σελίδα που είχα μείνει. Την προσοχή μου τράβηξε η αγριοφωνάρα του πατέρα που μάλωνε το αγόρι. Η ομιλία του ήταν τραχιά, οι φράσεις κοφτές, η προφορά καθαρά ελληνική, προς αποφυγή λανθασμένων συνειρμών. Μαλακισμένο, θα σε γαμήσω, μουνί της θείας σου, ηλίθιο, θα πάρεις τ’ αρχίδια μου, θα σου κλάσω τ’ αρχίδια. Δεν συνηθίζω να γράφω χυδαιολογήματα, μάλιστα ίσως οι ιστορίες μου να είναι λεκτικά σχεδόν αποστειρωμένες∙ όμως αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου και άκουγαν τα αυτιά μου μόνο με τις πραγματικές λέξεις μπορεί να περιγραφεί. Το αγόρι απαντούσε κι αυτό, δεν μπορούσα να ακούσω πώς, και τότε ο πατέρας τού έδινε μπάτσους, ή τουλάχιστο προσπαθούσε να του δώσει, γιατί ο μικρός του ξέφευγε. Κάποια στιγμή, μετακινήθηκαν και οι τρεις και στάθηκαν μπροστά από τη βιτρίνα ενός κινέζικου καταστήματος με ρούχα. Το κοριτσάκι σταμάτησε να πίνει τη γκαζόζα του και κάτι σχολίασε. Αντί για απάντηση, ο πατέρας της κατάφερε με την ανάστροφη της παλάμης του ένα γερό χτύπημα κατακέφαλα∙ η μικρή προς στιγμήν κλονίστηκε, αλλά δεν έπεσε∙ της έπεσε όμως το κουτάκι με τη γκαζόζα, που κατρακύλησε στο πεζοδρόμιο διανύοντας μερικά μέτρα, με τη γκαζόζα να ρέει από το στόμιο. «Άντε να χαθείς ηλίθιο! Μαλακισμένο! Το μουνί της μάνας που σε έβγαλε! Πάρτο από κάτω. Πιες το, δεν έχει τίποτα». Το κοριτσάκι, μισοκλαίγοντας, μισογελώντας, πήρε το κουτάκι της γκαζόζας από κάτω και συνέχισε να πίνει.
        Έβραζα. Νόμισα ότι θα τον σκοτώσω. Είπα να καλέσω την Αστυνομία. Δεν ήμουν σίγουρη όμως. Δεν ήξερα αν νομικά έχω το δικαίωμα να καταγγείλω κάτι τέτοιο, αν πρέπει να υπάρχουν άλλοι μάρτυρες, αν θα θέλουν να έρθουν άλλοι μάρτυρες. Δεν είδα και κανέναν άλλο από τους παρευρισκόμενους να αντιδρά. Όλες οι καταραμένες συμβάσεις της πολιτισμένης κοινωνίας. Αν ήμουν άντρας στον Μεσαίωνα θα του είχα καρφώσει ένα ξίφος στην καρδιά, ή καλύτερα πάνω από το στέρνο, στη σφαγή, όπως λέγεται ανατομικά το σημείο. Θα τον είχα σφάξει. Και μετά θα έπαιρνα το άλογό μου και θα εξαφανιζόμουν. Αντί γι’ αυτό, ήρθε το τραμ. Μπήκαμε όλοι μέσα, κι εγώ, και το κτήνος με τα παιδάκια, και το ερωτευμένο ζευγαράκι, και ο ψηλόλιγνος ιερέας. Καθίσαμε στις θέσεις μας. Πολύ μακριά από το κτήνος εγώ. Τον παρατηρούσα όμως. Ευτυχώς είχε σταματήσει να μιλάει, αν βέβαια ο λόγος του εμπίπτει στο φάσμα της ανθρώπινης ομιλίας. Κατέβηκαν στην ίδια στάση με μένα. Κατευθύνθηκαν αντίθετα, με το ίδιο ανισόρροπο βάδισμα και οι τρεις. Θα τους περιμένει στο σπίτι η μαμά, σκέφτηκα πικρόχολα. Να ρίξουν μερικές μπουνιές και οι δυο μαζί στα «ηλίθια», να τα βάλουν στο κρεβάτι να «ψοφήσουν» και μετά αυτός να της ρίξει δυο ανάποδες μέχρις ότου εκείνη πειστεί να του δώσει το «μουνί» της για καληνύχτα.
        Κτηνώδεις καταστάσεις της διπλανής πόρτας. Μην πάμε μακριά, στον Μεσαίωνα και στους βαρβάρους∙ εξάλλου οι άνθρωποι αυτοί «ήσαν μια κάποια λύσις». Ο Μεσαίωνας της διπλανής πόρτας δεν ξεβρωμίζει τόσο εύκολα∙ σκοντάφτει σε νομικά πλαίσια, διατυπώσεις, γραφειοκρατικές διαδικασίες με προοπτική διεκπεραίωσης που υπερβαίνει τη μέση διάρκεια της ανθρώπινης ζωής. Και μερικοί έφθασαν απ' τα σύνορα, και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

 

21.4.13

Μόμπιλε


Κάθε πρωί  η Ανθή ξυπνούσε κάτω από ένα μόμπιλε∙ δύο αιωρούμενα ανθρωπάκια, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, που κρέμονταν  με πετονοκλωστή από μια μπλε στεφάνη στολισμένη με αχνοκίτρινα αστέρια. Οι κλωστές είχαν διαφορετικά μήκη, έτσι το αγόρι κρεμόταν λίγο ψηλότερα από το κορίτσι. Τα δύο ανθρωπάκια είχαν τα χέρια τους ανοιχτά σαν να πέταγαν∙ πρόδιδε τούτη η σε διαφορετικό ύψος αιώρηση τη μάταιη επιδίωξη ενός στιγμιαίου εναέριου σμιξίματος, που μόνο από ατύχημα, αν δηλαδή έσπαγε η κλωστή του αγοριού, έμελλε να πραγματοποιηθεί. Η Ανθή  περνούσε πολλά από τα άυπνα βράδια της παρατηρώντας τα ανθρωπάκια του μόμπιλε και σκαρώνοντας με το μυαλό της ιστορίες, ώσπου να καταφέρει να αποκοιμηθεί, συνήθως πάνω στην κορύφωση της ιστορίας.
      Το μόμπιλε ήταν δώρο της θεία της, χαρισμένο σε κάποια εφηβικά γενέθλια πριν από δέκα χρόνια περίπου. Η θεία Ζωή, που μόνο Ζωή ήθελε να την φωνάζουν, ήταν η ζωή προσωποποιημένη. Ήταν μια καλοφτιαγμένη γυναίκα γύρω στα εξήντα, ψηλή και λεπτοφυής, με χαριτωμένες κινήσεις και μελωδική φωνή. Η Ζωή είχε μαγικά χέρια. Ζωγράφιζε, έφτιαχνε μικρά γλυπτά, έπλεκε, από καλάθια μέχρι λεπτές δαντέλες. Είχε κάνει πολλές εκθέσεις στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Οι πίνακες της, κυρίως πορτρέτα, γίνονταν ανάρπαστοι και οι γκαλερίστες την πολιορκούσαν αχόρταγα. Είχε σπουδάσει Καλές Τέχνες στο Παρίσι, όπου γνώρισε και τον άντρα της, έναν επιτυχημένο γάλλο φωτογράφο. Είχαν δουλέψει μαζί κάποια χρόνια στην Ευρώπη, όμως μετά τον γάμο ο Πιερ της είχε ζητήσει να εγκατασταθούν μόνιμα στην Ελλάδα. Τον μάγευε το ελληνικό φως, της έλεγε∙ αναδείκνυε αλλιώς τις φωτογραφίες του.

        Τα πρώτα χρόνια του γάμου τους ήταν βγαλμένα από παραμύθι. Είχαν αγοράσει ένα σπίτι στη Μεθώνη και απομονώνονταν εκεί τις περιόδους που δημιουργούσαν τους πίνακες και τις φωτογραφίες. Το σπίτι αυτό ήταν μικρό, αλλά πολύ όμορφο, σχεδιασμένο με καλλιτεχνική ευαισθησία σε κάθε σημείο του. Η Ανθή και οι γονείς της είχαν φιλοξενηθεί πολλές φορές τα καλοκαίρια.  Πολύ μικρή τότε η Ανθή, παρατηρούσε με ενδιαφέρον τα ερωτικά παιχνίδια του ζευγαριού στη θάλασσα, καθώς οι δυο τους απομακρύνονταν κολυμπώντας κρατημένοι από τα χέρια, μέχρι που γίνονταν δυο μακρινές κουκίδες σε γαλάζιο φόντο∙ γρήγορα οι δυο κουκίδες γίνονταν μία και χάνονταν πια από τα μάτια της Ανθής. Όταν αργότερα έβγαιναν από τη θάλασσα, ήταν  χαμογελαστοί, όμορφοι και ηλιοκαμένοι∙ τόσο διαφορετικοί από τους γονείς της που παρέμεναν την περισσότερη ώρα κάτω από μια ομπρέλα θαλάσσης, ξαπλωμένοι με τα ασπρουλιάρικα πλαδαρά τους σώματα, γκρινιάζοντας και μασουλώντας.
      Το παραμυθένιο ζευγάρι όμως σύντομα βρήκε εμπόδια στην ονειρεμένη κοινή διαδρομή. Ο Πιερ αρρώστησε∙ εκείνο τον καιρό η Ανθή άκουγε συχνά από τους γονείς της τη λέξη καρκίνος. Δεν πέθανε, ούτε φάνηκε τίποτα επάνω του. Οι γονείς της όμως σιγοκουβέντιαζαν συχνά μεταξύ τους ότι η Ζωή κι ο Πιερ δεν θα μπορούσαν να κάνουν παιδιά. Πραγματικά, το ζευγάρι δεν απέκτησε παιδιά, κι αυτό ήταν καλό για την Ανθή, αφού εκείνη τους κάλυπτε με χαρά αυτό το κενό. Ο Πιερ και η Ζωή έπαιρναν μαζί τους τη μικρή Ανθή σε εκδρομές, βόλτες και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις κι εκείνη ρούφαγε άπληστα εικόνες, ήχους  και χρώματα που δεν μπορούσε να βρει στο δικό της μονότονο σπίτι με τους συνηθισμένους γονείς.
     Καθώς μεγάλωνε και καταλάβαινε περισσότερο, η Ανθή έβλεπε ότι ο Πιερ ήταν στενοχωρημένος όλο και πιο συχνά. Είχε σταματήσει να φωτογραφίζει και οι πολυάριθμες μηχανές του έμεναν ξεχασμένες στα ράφια τους, καλυμμένες συνήθως από ένα λεπτό στρώμα σκόνης. Η Ζωή της είχε πει ότι ο Πιερ έπασχε από κατάθλιψη. Τον παρακολουθούσε ψυχίατρος∙ του έδινε φάρμακα. Ο Πιερ έπαιρνε τα φάρμακα, στην αρχή τακτικά, αργότερα λιγότερο τακτικά, ώσπου στο τέλος τα σταμάτησε. Κάποια μέρα όμως μάλλον το μετάνιωσε και τα ξαναπήρε∙ όλα μαζί, τρία κουτιά. Όταν τον βρήκαν, ήταν ήδη πολύ αργά. Ο γιατρός είπε ότι είχε «εισροφήσει γαστρικό περιεχόμενο». Κειτόταν πάνω στο ακριβό ασιατικό χαλί, μπλαβής και παγωμένος, με τα γαλάζια του μάτια μισάνοιχτα, προσηλωμένα στο κενό.
    Η Ζωή είχε αντιδράσει με μια περίεργα αξιοπρεπή θλίψη, βουβή και συγκρατημένη. Μόνο οι πίνακές της άλλαξαν. Τα πρόσωπα έγιναν γέρικα και σκυθρωπά. Τα χρώματα έγιναν αποχρώσεις του γκρίζου. Και η ίδια η Ζωή ήταν για πολύ καιρό σκυθρωπή και άχρωμη. Δεν ανέβαινε συχνά στην Αθήνα. Είχε βάλει κήπο στο σπιτάκι της Μεθώνης και παρηγοριόταν να σκαλίζει τα λουλούδια και τα μυρωδικά χόρτα της.

    Αυτό κράτησε αρκετά χρόνια, ώσπου μια Κυριακή πρωί η Ζωή πήρε την ανιψιά της τηλέφωνο να πάνε για καφέ. Η Ζωή έκανε περισσότερη παρέα με την Ανθή, παρά με τη μητέρα της, κι ας ήταν αδελφές. Το πρωινό εκείνο η Ανθή είχε βρει τη θεία της πιο όμορφη παρά ποτέ∙ κι επιτέλους ξανά με χρώματα. Η Ζωή ήταν ελαφρά μακιγιαρισμένη, φορούσε ένα απλό γαλάζιο πουκάμισο κι ένα κόκκινο μαντίλι στο λαιμό. Παρέμενε λεπτή και καλλίγραμμη παρά την ηλικία της και το εφαρμοστό λινό παντελόνι την κολάκευε ιδιαίτερα. Είχε πει στην Ανθή ότι θα έκανε μια αναδρομική έκθεση των πορτρέτων της σε μια γνωστή γκαλερί.  Αυτός ήταν και ο λόγος που είχε έρθει για λίγες μέρες στην Αθήνα. Η Ανθή είχε περάσει ολόκληρη εκείνη την ημέρα με τη θεία της, απολαμβάνοντας κάθε στιγμή, όπως παλιά. Πόσο θα ήθελε να ήταν να είχε τη Ζωή για μητέρα, αντί της αδελφής της…
Πέρασαν μερικές εβδομάδες. Η Ζωή ήταν πάλι εξαφανισμένη. Προετοιμασίες για την έκθεση, είχε υποθέσει η Ανθή. Τις λίγες φορές που μιλούσαν στο τηλέφωνο ακουγόταν πάλι άκεφη. Κάποια μέρα είπε στην ανιψιά της ότι η έκθεση είχε ματαιωθεί∙ λόγω οικονομικών προβλημάτων η γκαλερί πήγαινε για κλείσιμο. Είχε πάλι κλειστεί στο καταφύγιο της Μεθώνης. Η Ανθή έκανε κάποια ταξίδια-αστραπή τα Σαββατοκύριακα για να επισκεφθεί τη θεία της. Η Ζωή είχε βρει κοντά στο κάστρο ένα θηλυκό γατάκι, τη Φλώρα.  Την είχε περιμαζέψει, την είχε εμβολιάσει και την είχε μαζί της μέσα στο σπίτι. Ασχολιόταν μαζί της πολλές ώρες την ημέρα. Η Φλώρα ήταν κατάμαυρη, με γυαλιστερό τρίχωμα και τα συνηθισμένα χρυσοπράσινα μάτια που δίνει η φύση στις μαύρες γάτες. Ανεβοκατέβαινε στα έπιπλα του σπιτιού, κουλουριαζόταν στα πόδια της Ζωής και την έπαιρνε από πίσω στις δουλειές του κήπου. Όμως η Ζωή της είχε βάλει έναν απαράβατο κανόνα: δεν μπορούσε να βγει εκτός σπιτιού. Το πορτάκι στο κάτω μέρος της αυλόπορτας ήταν διπλοκλειδωμένο. Η Φλώρα τριβόταν συχνά πάνω του, σαν να προσπαθούσε να το ανοίξει και να βγει στον δρόμο. Όμως η Ζωή την μάλωνε και την απομάκρυνε με το πόδι της από το επίμαχο σημείο. Η Ανθή είχε χαρεί βλέποντας ότι η θεία της είχε βρει έναν σκοπό∙ κάτι για να νοιάζεται. Είχε μόνο λίγο ανησυχήσει με τις φωτογραφίες του Πιερ. Η Ζωή είχε βγάλει από τα συρτάρια όλες τις φωτογραφίες του Πιερ, από τις παιδικές του μέχρι αυτές της κοινής τους ζωής, τις είχε βάλει σε κορνίζες διαφόρων μεγεθών και τις είχε σκορπίσει σε κάθε γωνιά του σπιτιού, όπου μπορούσε να σταθεί ή να κρεμαστεί κορνίζα∙ σαν να φιλοξενούσε το σπίτι της Μεθώνης μια αναδρομική έκθεση της ζωής του Πιερ με όλο το διαθέσιμο φωτογραφικό υλικό. Η Ανθή είχε παραξενευτεί, αφού ποτέ η θεία της δεν είχε τόσες φωτογραφίες στο σπίτι, ακόμα κι όταν ζούσε ο Πιερ.

    Την ημέρα των εξηκοστών δεύτερων γενεθλίων της Ζωής, ανήμερα την Πρωτομαγιά, η Ανθή προγραμμάτισε άλλο ένα ταξίδι-αστραπή στη Μεθώνη. Δεν είχε μιλήσει με τη θεία της για μέρες. Στο κινητό  η άχρωμη γυναικεία φωνή της εταιρείας κινητής τηλεφωνίας την καθησύχαζε στερεότυπα ότι η κλήση της προωθείται, όμως η προώθηση αυτή ήταν χωρίς αποτέλεσμα για μέρες, τόσο που η Ανθή άρχισε να εκνευρίζεται με τον ψυχρό επαγγελματικό τόνο της φωνής και έκλεινε το τηλέφωνο, πριν καν ακούσει το ρήμα «προωθείται». Το σταθερό τηλέφωνο η θεία της το είχε καταργήσει για οικονομία∙ στην αίτηση διακοπής προς τον ΟΤΕ είχε δηλώσει ότι «της ήταν περιττή αυτή η μικρή σταθερότητα, όταν τίποτα άλλο πια τριγύρω δεν ήταν σταθερό».  Η Ανθή είχε πάρει και τη μητέρα της μαζί∙ έλπιζε μόνο να μην τσακωθούν πάλι οι δύο αδελφές, όπως συνήθιζαν τον τελευταίο καιρό.
Η διαδρομή προς τη Μεσσηνία είχε γίνει παιχνιδάκι με τον καινούριο δρόμο. Η Ανθή ήταν έμπειρη οδηγός∙ απολάμβανε την οδήγηση∙ ένιωθε ελεύθερη και ανάλαφρη όταν έτρεχε σε δρόμους ταχείας κυκλοφορίας. Άκουγε μουσικές που ταίριαζαν στην εποχή, στην ημέρα και στην περίσταση. Αυτή τη φορά αναγκαστικά οι επιλογές της περιορίζονταν  λόγω της μητέρας της, που δυσανασχετούσε σε ακούσματα διαφορετικά από αυτά που έπαιζε ο αγαπημένος της ραδιοφωνικός σταθμός. Τελικά, μάνα και κόρη συμφώνησαν αμοιβαία σε Χατζιδάκι και το ταξίδι κύλισε απροβλημάτιστα, συνοδευμένο από τις ντελικάτες μελωδίες του Μάνου και τις ευρηματικές ρίμες του Γκάτσου. Κάπου εκεί προς το τέλος του «Μεγάλου Ερωτικού», έφτασαν στη Μεθώνη. Σταμάτησαν στο γνωστό ζαχαροπλαστείο του κέντρου. Η Ζωή έπαιρνε από εκεί δίπλες και συνόδευε τον απογευματινό καφέ της. Οι δίπλες ήταν φρέσκιες, τους είπε η ντόπια πωλήτρια∙ πράγματι, τα χρυσοκίτρινα μελένια ρυάκια που τις διέσχιζαν, ρευστά ακόμα αφού το ζυμάρι δεν είχε κρυώσει εντελώς, αποδείκνυαν τα λεγόμενα της πωλήτριας. Πήραν ένα μεγάλο κουτί∙ η πωλήτρια έδεσε μια κόκκινη κορδέλα και τη σγούρυνε με το ψαλίδι∙ η Ανθή είχε καιρό να δει αυτή την κίνηση∙ στα ζαχαροπλαστεία της Αθήνας συνήθως έβαζαν  έτοιμους αυτοκόλλητους φιόγκους με το λογότυπο της επιχείρησης.
     Το σπίτι της Ζωής ήταν αρκετά απόμερο, χαμένο μέσα σε περιβόλια, με θέα στο μικρό νησάκι απέναντι, τη Σαπιέντζα. «Τι βρίσκει και κάνει εδώ στην ερημιά, μόνη της…», είπε με βαριεστημένο ύφος η μητέρα της Ανθής. Το γαλάζιο Χόντα σταμάτησε έξω από την αυλόπορτα της Ζωής. Ο κήπος φαινόταν μισοεγκαταλειμμένος∙ τα αγριόχορτα ήταν ψηλά και ανάμεσά τους, σαν παθιασμένα φιλιά, πρόβαλλαν κατακόκκινες οι παπαρούνες. Μια στριγκιά φωνή ακούστηκε και από ένα δέντρο ξεπρόβαλε η Φλώρα. Η Ζωή απόρησε∙ η γάτα ποτέ δεν κυκλοφορούσε έξω μόνη της. Η Φλώρα νιαούριζε επίμονα, σαν να πεινούσε ή σαν να προσπαθούσε κάτι να πει. Η φύση είχε αδικήσει αυτά τα πανέξυπνα ζώα, που δεν τους έδωσε μιλιά, σκέφτηκε η Ανθή∙ ας τη στερούσε από μερικούς ανθρώπους∙ κέρδος θα είχε.
     Η Ανθή χτύπησε το κουδούνι της θείας της. Συνήθως έμπαινε μόνη της, αφού όμως είχε χτυπήσει μία φορά. Η Ζωή ποτέ δεν έβγαινε να ανοίξει. Ήταν πάντα ξεκλείδωτα∙ όχι όμως τώρα. Η Ζωή έσπρωξε ελαφρά την πόρτα του κήπου όπως έκανε συνήθως, αλλά ήταν κλειστή. Έπιασε το πόμολο και το ανεβοκατέβασε μερικές φορές∙ ήταν κλειδωμένη. Χτύπησε ξανά το κουδούνι∙ αρκετές φορές∙ η Ζωή μάλλον έλειπε. Μπορεί να είχε κατεβεί στο χωριό για ψώνια∙ περίεργο που δεν την είχαν συναντήσει. Οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν με απορία. Η μητέρα της ήθελε επειγόντως να πάει στην τουαλέτα∙ με τον καφέ έξω από την Τρίπολη και το ταρακούνημα της διαδρομής  κόντευε να κατουρηθεί. Έβγαλε από την τσάντα της τα κλειδιά της∙ από παλιά, όταν ζούσε ακόμα ο Πιερ,  η Ζωή της είχε δώσει κλειδιά του σπιτιού. Να νιώθεις αυτό το σπίτι σαν δικό σου, να έρχεσαι όποτε θέλεις,  της είχαν πει και οι δύο μαζί τότε. Άνοιξε την πόρτα του κήπου. Η Φλώρα διπλώθηκε στα πόδια της να περάσει πρώτη. Τι εγωιστικά ζωντανά, σκέφτηκε η Ανθή, αναθεωρώντας τη μομφή που είχε προηγουμένως ρίξει στη φύση. Τελικά, όλα είχαν φτιαχτεί με σοφία, σκέφτηκε ανταλλάσοντας αμοιβαία μια θυμωμένη ματιά με τη Φλώρα. Η γάτα εξαφανίστηκε τρυπώνοντας στο πορτάκι της αποθήκης.
     Η μητέρα της Ανθής ξεκλείδωσε την πόρτα του σπιτιού, ενώ η Ανθή, πιο πίσω, κουβαλούσε τη μικρή βαλίτσα με τα ρούχα τους. Ευτυχώς η μητέρα της δεν είχε πάρει πολλά πράγματα. Μπαίνοντας στο σπίτι τις χτύπησε μια άσχημη μυρωδιά∙ κλεισούρα και κάτι άλλο∙ σαπίλα. Άνοιξαν τη μπαλκονόπορτα του καθιστικού, να μπει καθαρός αέρας∙ η Σαπιέντζα απέναντι φαινόταν σαν ζωγραφιά∙ η ανοιξιάτικη ατμόσφαιρα ήταν πολύ καθαρή. Η μητέρα της έσπευσε στο μπάνιο, ενώ η Ανθή προχώρησε να ανοίξει τα παράθυρα και στο υπόλοιπο σπίτι∙ μπήκε πρώτα στο υπνοδωμάτιο της θείας της. Και τότε πάγωσε στη θέση της. Από το κέντρο του ταβανιού, με μεταλλικό σκοινί περασμένο σε θηλιά από τον λαιμό, κρεμόταν το άψυχο σώμα της Ζωής∙ ισορροπούσε στον αέρα ακίνητο, με τα χέρια μαραμένα, πεσμένα στα πλευρά. Το πρόσωπό της είχε ένα σταχτοπράσινο χρώμα, σαν  αυτό που παίρνουν τα μπρούτζινα αγάλματα, όταν μείνουν πολύ καιρό ασυντήρητα. Φορούσε ένα λευκό ταγιέρ, που είχε χρόνια να βάλει, και τις ψηλοτάκουνες γόβες της, που όμως είχαν γλιστρήσει από τα πόδια της και ήταν πεσμένες ανάποδα στο πάτωμα. Στο μισοσκόταδο του κλειστού δωματίου, η θεία της έμοιαζε με γιγάντιο μόμπιλε∙ έλειπε μόνο η κίνηση, η αιώρηση, η επιθυμία που είχαν τα ανθρωπάκια στο προηγούμενο μόμπιλε που είχε φτιάξει η Ζωή, αυτό που της είχε χαρίσει.
       Η Ανθή ένιωσε ξαφνικά μια έντονη αδυναμία, σαν να κόπηκαν τα πόδια της∙ την έκοψε ένας κρύος, ενοχλητικός ιδρώτας, σαν να περπατούσαν στο σώμα της εκατομμύρια βρεγμένα μυρμήγκια∙ αισθάνθηκε τα μάτια της να θολώνουν. Από το μπάνιο άκουσε το καζανάκι∙ η μητέρα της είχε τελειώσει. Ξαφνικά, η θέα της κρεμασμένης θείας άρχισε να ξεθωριάζει∙ μπερδεύτηκε με άλλες εικόνες∙ η Ανθή έβλεπε στη θέση της τα δικά της αιωρούμενα ανθρωπάκια να κυνηγιούνται στον αέρα με τα χέρια ανοιχτά. Τα πόδια της λύγισαν∙ πρόλαβε να πιαστεί από το κεφαλάρι και να πέσει στο κρεβάτι της Ζωής.  Η πόρτα του μπάνιου άνοιξε τρίζοντας. «Ουφ, ξαλάφρωσα! Κόντεψα να σκάσω τόσες ώρες. Δεν πρόκειται να ξαναπιώ καφέ σε ταξίδι…», πρόλαβε να ακούσει η Ανθή, πριν χάσει εντελώς τις αισθήσεις της.



7.4.13

Μια χούφτα ρύζι


   
Την ημέρα που ο Λαέρτης Δαμασκηνός έφτασε στο νησί, η θάλασσα ήταν αφρισμένη και ο ουρανός μαύρος και υγρός, έτοιμος να επιτεθεί με σταγόνες σε ό,τι βρισκόταν από κάτω του. Το μικρό πλοίο τραμπαλίστηκε αρκετά πάνω στα ασυγχρόνιστα κύματα, μέχρι που έπιασε στο στενό λιμανάκι. Σε όλη τη διαδρομή, ο Λαέρτης παρατηρούσε ένα μισοζαλισμένο χελιδόνι, κουρνιασμένο στην πρύμνη, ακίνητο σαν πεθαμένο. Το πουλί δεν μετακινήθηκε ούτε κι όταν το πλοίο αγκυροβόλησε.
Ο Δαμασκηνός στάθηκε στην κορυφή της λευκής στριφογυριστής σκάλας του καταστρώματος. Ένιωθε τόσο ζαλισμένος, που του φάνηκε για μια στιγμή πως η σκάλα έμοιαζε με λευκό τριαντάφυλλο∙ ψηλάφησε και ανέσυρε ένα κουτί από τη δεξιά τσέπη του σακακιού του. Ήταν ένα σπιρτόκουτο από αυτά που κυκλοφορούσαν παλιά. Η μπροστινή όψη του έδειχνε μια σαρακατσάνα με τη στολή της, ενώ η πίσω είχε τη συνηθισμένη επιγραφή «ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΟΝΟΠΩΛΙΟ». Το σπιρτόκουτο ήταν γεμάτο με κόκκους ρυζιού.
Ο Δαμασκηνός έριξε μια ματιά στο ρολόι του. Περασμένο μεσημέρι, σχεδόν απόγευμα, κι όμως ήταν σαν βράδυ. Κάθισε στο μοναδικό καφενείο του λιμανιού. Ένα μισονυσταγμένο γκαρσόνι ήρθε να του πάρει παραγγελία. Η πείνα ήταν το κυρίαρχο αίσθημα του αυτή τη στιγμή. Σκέφτηκε να ζητήσει τον κατάλογο, αμέσως όμως και η ίδια του η σκέψη του φάνηκε αστεία. Παράγγειλε τοστ κι ένα ποτήρι παγωμένο γάλα. Το γκαρσόνι έγνεψε καταφατικά, ίσως και λίγο κοροϊδευτικά.
Ο Δαμασκηνός ρούφηξε με πραγματική λαιμαργία το παγωμένο γάλα, που απλώθηκε σαν βάλσαμο στις ταλαιπωρημένες από την πείνα και τη ναυτία πτυχές του στομάχου του. Ένιωθε ήδη καλύτερα. Έκοψε το τοστ σε μικρά κομμάτια κι άρχισε να τρώει αργά, με το βλέμμα προσηλωμένο στις κλωστές του λιωμένου τυριού που απλώνονταν στο πιάτο και με το μυαλό βυθισμένο σε απανωτές σκέψεις. Έβγαλε πάλι από την τσέπη του το σπιρτόκουτο και το άφησε πάνω στο τραπέζι. Η σαρακατσάνα, απτόητη από το κουραστικό ταξίδι, τον κοίταζε με το γνωστό επικριτικό ύφος, ίδιο κι απαράλλαχτο εδώ και είκοσι περίπου χρόνια.

Την ημέρα που ο Λαέρτης Δαμασκηνός αγόρασε το σπιρτόκουτο ήταν είκοσι χρόνια νεότερος, είχε μαύρα σγουρά μαλλιά που είχαν αρχίσει λίγο ν’ αραιώνουν στο μέτωπο, κάπνιζε Καρέλια άφιλτρα, άκουγε βινύλια από δεύτερο χέρι αγορασμένα με δραχμές στο Μοναστηράκι και πάλευε να τελειώσει με κάποια μαθήματα που χρώσταγε στην Αρχιτεκτονική.
Ήταν η μέρα του γάμου της Άννας. Σταμάτησε, θυμόταν, σε ένα περίπτερο έξω από την εκκλησία και αγόρασε σπίρτα και τσιγάρα. Από την πρώτη στιγμή πήρε στα χέρια του τα δυο κουτιά, η ματιά του σταμάτησε στη σαρακατσάνα του σπιρτόκουτου. «Τι διάολο, δεν βρήκαν άλλη να βάλουν στο κουτί;» είχε κάνει τη σκέψη, απομακρύνοντας στιγμιαία το μυαλό του από την Άννα, για να επανέλθει όμως αμέσως, με το άναμμα του πρώτου τσιγάρου. Η τελετή αργούσε, μάλλον εκείνος είχε φτάσει νωρίς, και δεν μπορούσε να βρει ησυχία. Είχε καπνίσει απανωτά τα τσιγάρα του πακέτου, αδειάζοντας ταυτόχρονα πάνω από τα μισά σπίρτα της σαρακατσάνας.
Ο κόσμος που κατέφθανε για το μυστήριο τού ήταν άγνωστος. Κι εκείνος δεν ήξερε γιατί είχε ανταποκριθεί στην πρόσκληση∙ η Άννα έλαμπε στο πλευρό του συζύγου της, πιο όμορφη από ποτέ. Όμως-τι ειρωνεία-φορούσε τα σκουλαρίκια που της είχε χαρίσει ο Λαέρτης στο πρώτο τους ραντεβού. Μάλλον αλήθεια έλεγε ότι ήταν τα αγαπημένα της. Όταν τη χαιρέτισε, ήταν ευγενική μαζί του και έδειξε να χαίρεται που τον έβλεπε. Ο Λαέρτης της ευχήθηκε και στάθηκε στην πλευρά των ανδρών, για να παρακολουθήσει το μυστήριο. Ευτυχώς δεν κράτησε πολύ. Ο ιερέας είχε να τελέσει άλλους δύο γάμους, έτσι δεν υπήρχε χρόνος για πολλά. Οι εξαδέλφες της Άννας μοίρασαν ρύζι στους καλεσμένους. Ο Λαέρτης το κρατούσε σφιχτά στην ιδρωμένη του παλάμη, τόσο που η χούφτα του είχε γίνει αληθινή γροθιά. Στον χορό του Ησαΐα, προσπάθησε να ανοίξει δρόμο και να βρεθεί πιο κοντά στο ζευγάρι, αλλά δεν τα κατάφερε. Στο τέλος της τελετής, με το ρύζι ακόμα στο χέρι και τα μάτια θολωμένα από δάκρυα που δεν άφηνε να βγουν, έφυγε από την εκκλησία, χωρίς να χαιρετίσει και χωρίς να πάρει μπομπονιέρα. Πριν μπει στο αυτοκίνητό του, έβγαλε από το σπιρτόκουτο τα λίγα σπίρτα που είχαν απομείνει και άδειασε μέσα του το ρύζι.

Είκοσι χρόνια μετά, το ρύζι στο σπιρτόκουτο είχε διατηρηθεί αναλλοίωτο• αποδείχθηκε τελικά πιο κατάλληλο για φαγητό, παρά για να ριζώνει γάμους, αφού η Άννα χώρισε μετά από μερικά χρόνια. Τον είχε πάρει αρκετές φορές τηλέφωνο, στην αρχή πιο συχνά, αργότερα τα τηλεφωνήματα αραίωσαν. Ο Δαμασκηνός είχε προσπαθήσει να αντισταθεί. Η ζωή του είχε γυρίσει σελίδα, είχε πάρει πια τον δρόμο της και αυτός ο δρόμος δεν περνούσε από το μικρό κυκλαδονήσι όπου έμενε πια μόνιμα η Άννα. Ο Δαμασκηνός ταξίδευε πολύ, συνήθως για μελέτες του γραφείου του. Ήταν παντρεμένος πολλά χρόνια, εντελώς φαλακρός ακόμα περισσότερα, καθιερωμένος αρχιτέκτονας και πατέρας μιας πανέμορφης κόρης. Όλα του είχαν έρθει πρίμα στη ζωή.
Δεν θα σκεφτόταν καθόλου να κάνει αυτό το ταξίδι, αν δεν ήταν αυτό το σπιρτόκουτο, χωμένο αλλά όχι ξεχασμένο, στο βάθος του συρταριού του γραφείου του. Κάθε φορά που άνοιγε να πάρει κάτι, ξεχώριζε το επιτιμητικό βλέμμα της αγέρωχης σαρακατσάνας να πέφτει επάνω του βαρύ, μέσα από συνδετήρες, μολύβια σχεδίασης και χαρτοκόπτες. «Επιτέλους, Λαέρτη, τι θα γίνει με αυτό το ρύζι;»