Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η κουζίνα του συγγραφέα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η κουζίνα του συγγραφέα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

6.1.13

Συγγραφείς που γράφουν με δυσκολία




      Οι μεγάλοι συγγραφείς γράφουν με δυσκολία, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται. Και γράφουν με περισσότερη δυσκολία τα απλά πράγματα, αυτά που ο συνηθισμένος κόσμος βάζει στο χαρτί χωρίς δεύτερη σκέψη. Ένα σημείωμα για το καθαριστήριο, μια λίστα με ψώνια, μια υπενθύμιση στη σύζυγο.
     Κάποτε ο E. L. Doktorow χρειάστηκε να γράψει ένα σημείωμα για να δικαιολογήσει μια απουσία της κόρης του στο σχολείο. Η Καρολάιν, η κόρη του, πήγαινε στο δημοτικό, δεύτερη ή τρίτη τάξη. Ο συγγραφέας έτρωγε το πρωινό του στην κουζίνα, όταν εμφανίστηκε η Καρολάιν, με το αδιάβροχό της,  κρατώντας το καλαθάκι της με το μεσημεριανό, έτοιμη να φύγει για το σχολείο. Ζήτησε από τον πατέρα της να της γράψει το σημείωμα για τον δάσκαλο∙ σε λίγα λεπτά θα ερχόταν το σχολικό να την πάρει. Του είχε έτοιμο, μάλιστα, μολύβι και μπλοκ∙ τόσο προνοητική ήταν, από παιδί.
     Ο συγγραφέας έγραψε στο χαρτί την ημερομηνία και άρχισε Αγαπητέ κύριε Τάδε, η κόρη μου Καρολάιν…. Μετά σκέφτηκε «Όχι αυτό δεν είναι καλό, εννοείται ότι είναι η κόρη μου Καρολάιν». Έσκισε το χαρτί και ξανάρχισε σε καινούρια σελίδα. Χθες το παιδί μου… Όχι. Ούτε αυτό ήταν εντάξει∙ έμοιαζε με κατάθεση.
     Ο Doktorow συνέχισε να γράφει και να σκίζει, μέχρι που ακούστηκε η κόρνα του σχολικού. Το κοριτσάκι βρισκόταν σε κατάσταση πανικού. Πάνω στο τραπέζι είχε μαζευτεί μια στοίβα από τσαλακωμένα χαρτιά. Η σύζυγος του Doktorow σχεδόν τράβαγε τα μαλλιά της. «Δεν το πιστεύω αυτό. Δεν το πιστεύω!», μονολογούσε. Πήρε αποφασιστικά το μολύβι και το μπλοκ, έγραψε δυο αράδες και έδωσε το σημείωμα στην Καρολάιν.
    Ο Doktorow προσπαθούσε να γράψει το τέλειο δικαιολογητικό σημείωμα. Αυτό το ασήμαντο γεγονός ήταν μια αποκαλυπτική εμπειρία, όπως σχολιάζει ο ίδιος σε συνέντευξή του στο Paris Review. «Το γράψιμο είναι πολύ δύσκολο. Ιδίως οι μικρές φόρμες».

28.12.12

Τέλος χρόνου (Ο Ανδρέας της Μαρίας)

          Λίγο πριν τελειώσει τούτη η χρονιά, παίξαμε με τη Χλόη Κουτσουμπέλη τη ζωή ενός άνδρα, όχι στα ζάρια, αλλά στις λέξεις. Ο Ανδρέας γεννήθηκε στο μυαλό μου ένα βροχερό πρωινό ανήμερα της γιορτής του και περπάτησε για ένα μήνα σπρωγμένος πότε από τη Χλόη, πότε από μένα, προς μια καινούρια ζωή ή έστω τη δική του ανανεωμένη. Τελικά βρήκε δύο ζωές, μάλλον καλύτερες από τη μία που είχε πριν. Έτσι, ανεξάρτητα από την όποια λογοτεχνική αξία του πειράματος αυτού, η Χλόη κι εγώ περάσαμε καλά για ένα μήνα και ο Ανδρέας θα περάσει καλά για μια ζωήτουλάχιστον στο χέρι του είναι από δω και μπρος...
 
 
Ο τελευταίος μήνας της  χρονιάς μπήκε στη ζωή του Ανδρέα με ένα βροχερό, συνοφρυωμένο πρωινό Σαββάτου. Όρθιος μπροστά στη μπαλκονόπορτα του υπνοδωματίου, με τραβηγμένη τη λεπτή κρεμ κουρτίνα, κοίταζε αφηρημένα ένα μελαψό άνδρα που έψαχνε τα σκουπίδια στον κάδο του απέναντι πεζοδρομίου. Ο Ανδρέας έμενε στον πρώτο όροφο∙  αμετακίνητη επιλογή όλα τα χρόνια∙ να μπορεί να βλέπει τους ανθρώπους κάτω στον δρόμο.
Γιατί ο Ανδρέας ζούσε στην αχνή εκείνη χώρα ανάμεσα στη ζωή και στη μη ζωή που κάποιοι αποκαλούν φαντασία. Με αυτό δεν θέλω να πω ότι ο Ανδρέας ήταν συγγραφέας. Όχι,  τίποτε τέτοιο.  Δεν είχε κανένα απολύτως καλλιτεχνικό ενδιαφέρον,  ζωγράφιζε παιδικά, τραγουδούσε παράφωνα, έγραφε περιληπτικά και ελλειπτικά. Απλώς, ο Ανδρέας ήταν σχεδόν ανύπαρκτος. Ναι, υπήρχε το περίγραμμα και όλα τα όργανα που λειτουργούσαν τέλεια συμπεριλαμβανομένου του εγκεφάλου, αλλά όσο περνούσαν τα χρόνια ακόμα και το περίγραμμά του ατονούσε, έτσι ώστε πολλές φορές δεν έβγαινε καθόλου στις φωτογραφίες ή το είδωλό του χανόταν στους καθρέφτες. Ακόμα και ο τρόπος  που κινιόταν στον χώρο δεν έμοιαζε με των υπολοίπων ανθρώπων. Έμοιαζε να ρέει, να κινείται μέσα σε υδράργυρο, αθόρυβα, όπως κάτι βρόχινο ή κάτι ανθισμένο.
Είχε γίνει πια σχεδόν αόρατος. Οι αυτόματες πόρτες δεν άνοιγαν στο πέρασμά του∙ περίμενε πάντα κάποιον άλλο να μπει ή να βγει, για να κάνει κι εκείνος τη δουλειά του. Στο εστιατόριο έπρεπε να φωνάξει πολλές φορές για να του πάρουν παραγγελία. Όταν έμπαινε στο λεωφορείο, έπρεπε να γλιστρήσει με το πλάι ανάμεσα στους επιβάτες  που στέκονταν μπροστά στην πόρτα∙ κανείς δεν παραμέριζε για να τον αφήσει να μπει. Πιο παλιά, αυτή η κατάσταση ανάμεσα στη ζωή και στη μη ζωή τον ενοχλούσε. Με τον καιρό όμως έμαθε αρχικά να την ανέχεται και αργότερα σχεδόν να την επιζητεί.

Επόμενο ήταν να είναι μοναχικός∙ δεν είχε φίλους, ούτε σχέση. Οι γονείς του δεν ζούσαν εδώ και αρκετά χρόνια, ούτε του είχαν αφήσει αδέλφια. Οι λιγοστοί συγγενείς που τον θυμούνταν κάθε χρόνο στη γιορτή του ήταν «οι δικοί του». Η μοναδική διέξοδος του Ανδρέα ήταν το διάβασμα, κι αυτό κατά διαστήματα, όποτε του ερχόταν η όρεξη. Όμως εδώ και κάμποσους μήνες, ο Ανδρέας είχε βρει ένα καινούριο ενδιαφέρον στη σχεδόν ανυπόστατη ζωή του∙ κάτι που τον είχε ταρακουνήσει, τον είχε αλλάξει. Έβλεπε τα πάντα με άλλο μάτι∙ ακόμα κι αυτός ο Πακιστανός που έψαχνε τα σκουπίδια, του φαινόταν  τώρα συμπαθητικός. Σαν να άκουσε τη σκέψη του, ο νεαρός άνδρας σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε. Ο Ανδρέας τράβηξε βιαστικά την κουρτίνα, προλαβαίνοντας την άκρη ενός κατάλευκου χαμόγελου που  αυλάκωσε το μελαψό πρόσωπο του Πακιστανού. (Πώς στο καλό διατηρούσαν τόσο λευκά τα δόντια τους, ενώ σχεδόν δεν είχαν να φάνε;  Μάλλον θα του έμενε η απορία).
Η αιτία αυτής της αλλαγής ήταν ένας μικρός κάκτος. Του τον δώρισε η γειτόνισσα του όταν έφευγε από το διπλανό διαμέρισμα, επειδή η πολυκατοικία μάζεψε υπογραφές εναντίον της. Έκανε φασαρία και πρόσβαλλε τα χρηστά ήθη των ενοίκων, που σοκάρονταν από τους αναστεναγμούς και τα βογγητά της όταν έκανε έρωτα. Ο Ανδρέας δεν είχε καμία σχέση μαζί της, όπως δεν είχε σχέση πραγματικά με κανέναν. Πολλές φορές μάλιστα διασταυρώνονταν μπροστά στο ασανσέρ και αυτή κοιτούσε τον διακόπτη πάνω από το κεφάλι του σαν να μην υπήρχε καν μπροστά της. Ούτε όμως είχε βάλει την υπογραφή του στο κείμενο της έξωσης. Αυτό δεν προϋπέθετε κανέναν ηρωισμό, μια και του ζητήθηκε τόσο αόριστα και συγκεχυμένα, ώστε δεν ήταν καν απαραίτητο. Οι άλλοι ένοικοι εξάλλου σπάνια του απεύθυναν τον λόγο και αυτό μόνο όταν έπρεπε να εισπράξουν τα κοινόχρηστα.
Έτσι, εκείνη τη βροχερή μέρα που άλλαξε η ζωή του Ανδρέα, η Ζοζεφίνα, η γειτόνισσα του διπλανού διαμερίσματος  χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού του. Ήταν μια μελαψή γυναίκα, με τεράστια μαύρα μάτια και ένα σώμα που θύμιζε τη γεωγραφία της ηπείρου της, γεμάτο βουνά και καταρράκτες και ερήμους και στέπες και ζούγκλες. Μύριζε γη και κόκκινο ήλιο. Κρατούσε στα χέρια της τον κάκτο για να του τον δώσει. Δεν τον χρειάζεται πια του είπε, είναι το μόνο λουλούδι που είχε και δεν θέλει να τον πάρει μαζί, γιατί γυρνάει στην πατρίδα της.

Χωρίς να το καταλάβει , ο Ανδρέας την τράβηξε μέσα. Έκαναν έρωτα στο πάτωμα και ύστερα σε κάθε κρεβάτι και καναπέ του σπιτιού. Το σώμα της άνθιζε και μπουμπούκιαζε, οι αναστεναγμοί της έκαναν τους τοίχους να τρίζουν, οι ένοικοι έκλειναν τα αυτιά τους τρομαγμένοι, κάποιος κάλεσε την αστυνομία, ο διαχειριστής κατέβηκε και χτυπούσε την πόρτα, αλλά ο Ανδρέας και η Ζοζεφίνα συνέχισαν να κάνουν έρωτα απεγνωσμένα, σπαρακτικά, χωρίς τέλος, χωρίς όρια. Ύστερα η Ζοζεφίνα σηκώθηκε, έστρωσε τα ρούχα της και έφυγε έξω από το διαμέρισμα και τη ζωή του Ανδρέα αφήνοντάς του μόνο τον κάκτο και την περιφρόνηση των γειτόνων του.
Ο κάκτος άλλαξε τη ζωή του Ανδρέα∙ ή μάλλον άλλαξε τον τρόπο που ο Ανδρέας έβλεπε μέχρι τότε τη ζωή του. Τις πρώτες μέρες, καθόταν με τις ώρες και χάζευε τα γυαλιστερά αγκαθωτά κλαδάκια του κάκτου, της «Ζοζεφίνας»-όπως την ονόμασε από την πρώτη στιγμή. Μέχρι τη Ζοζεφίνα, οι μόνοι κάκτοι στο μυαλό του Ανδρέα ήταν νοερές εικόνες από τα εικονογραφημένα γουέστερν της παιδικής του ηλικίας∙ συνήθως είχαν τρία κλαδιά, γεμάτα μεγάλα αγκάθια∙ αλίμονο στον καουμπόη ή Ινδιάνο που, κυνηγημένος από τον αντίπαλο, θα έπεφτε με ορμή επάνω τους. Όμως, η Ζοζεφίνα του ήταν αλλιώς. Είχε πολλά στρογγυλά κλαδάκια με τρυφερά μικρά αγκάθια σαν χνούδι. Ο Ανδρέας τα χάιδευε απαλά και του φαινόταν σαν να άγγιζε το στιλπνό, σοκολατένιο δέρμα της Ζοζεφίνας-γυναίκας.
Ο Ανδρέας δούλευε ως λογιστής σε μια μικρή εταιρεία εισαγωγής ελαστικών. Το γραφείο του ήταν μικρό, αλλά είχε ένα φωτεινό παράθυρο, απ’ όπου ο Ανδρέας έβλεπε την κίνηση στον δρόμο. Απέναντι από το κτήριο της εταιρείας, ήταν ένα βιβλιοπωλείο, ένα καθαριστήριο και ένα ανθοπωλείο. Ποτέ ο Ανδρέας μέχρι τώρα δεν είχε μπει σε κάποιο από αυτά. Βιβλία αγόραζε σπάνια, τα ρούχα του τα έπλενε όλα στο πλυντήριο και λουλούδια δεν είχε στείλει ποτέ σε κανέναν.
 
 Όμως, μια  Δευτέρα πρωί, δέκα μέρες μετά από εκείνο το απρόσμενο Σάββατο, ο Ανδρέας παρατήρησε έντρομος ότι ένα από τα κλαδάκια της Ζοζεφίνας είχε χάσει τα περισσότερα αγκαθάκια του. Εκείνο το πρωινό, ο Ανδρέας πήγε πιο νωρίς στη δουλειά, κρατώντας στα χέρια του τον κάκτο. Χαιρέτισε βιαστικά τον θυρωρό και ανέβηκε με τις σκάλες στον δεύτερο όροφο, όπου ήταν τα γραφεία της εταιρείας. Δεν ήταν κανένας άλλος ακόμα εκεί, εξάλλου η δουλειά δεν άρχιζε πριν από τις εννιάμισι. Άφησε την τσάντα του στην καρέκλα του γραφείου του και κατέβηκε ξανά τις σκάλες με τη Ζοζεφίνα στην αγκαλιά του. Ξαναχαιρέτισε τον θυρωρό, ο οποίος τον κοίταξε με απορία. Βγήκε στον δρόμο και κατευθύνθηκε με βιαστικό βήμα στο ανθοπωλείο. «H Ανθοδέσμη. Άνθη-Φυτά» έγραφε η ταμπέλα πάνω από την πόρτα. Τόσα χρόνια ο Ανδρέας αγνοούσε το όνομα αυτού του μικρού ανθοπωλείου. Στο άνοιγμα της πόρτας, ένα καμπανάκι ήχησε σχεδόν παιχνιδιάρικα. Πίσω από τον πάγκο κυριολεκτικά αναδύθηκε (προφανώς ήταν σκυμμένος) ένας ηλικιωμένος άνδρας με πυκνά κατάλευκα μαλλιά και γυαλιά πρεσβυωπίας.
«Καλημέρα», είπε ο Ανδρέας ντροπαλά.
«Άργησες», είπε ο άνδρας με τα λευκά μαλλιά. «Μπορείς να με αποκαλείς Νώε, έτσι με αποκαλούν όλα τα φυτά μου». Και γέλασε με ένα γέλιο σαν σοκολατάκι με λικέρ όχι ακριβώς θορυβώδες αλλά με μια κρυφή φούσκα ευθυμίας μέσα του που ήταν έτοιμη να σκάσει.
«Άργησα;» ρώτησε απορημένα ο Ανδρέας και συμβουλεύτηκε έντρομος το ρολόι του. «Μα είναι ακόμα εννέα το πρωί!».
«Ναι, σε περίμενα εδώ και πολλά χρόνια, αν και ο χρόνος είναι σχετικός για μας τους αιωνόβιους», γέλασε πάλι ο Νώε και χτύπησε τον Ανδρέα στην πλάτη. Και τότε κοίταξε τη Ζοζεφίνα και η έκφρασή του άλλαξε εντελώς. Τα φρύδια του έσμιξαν απότομα  σαν δύο σύννεφα που ενώνονται σε έναν κεραυνό, το πρόσωπό του σοβάρεψε και βαθιές ρυτίδες άρχισαν να χαράζονται επάνω του.
«Ω, είπε συγκινημένος. Ω, αδελφή μου», φώναξε ο Νώε και πήρε τη Ζοζεφίνα από τα χέρια του Ανδρέα. Την έβαλε κοντά στο στόμα του και άρχισε να της ψιθυρίζει τρυφερά λέξεις σε μια περίεργη αρχαία γλώσσα που ο Ανδρέας δεν καταλάβαινε. «Είναι παχύφυτο»,  είπε στον Ανδρέα. «Ανήκει στην οικογένεια των κάκτων, αλλά είναι τελείως ξεχωριστή. Μου είπε ότι τη λένε Ζοζεφίνα. Να την προσέχεις σαν τα μάτια σου. Βλέπω ότι την παραμέλησες», πρόσθεσε άγρια και πήγε τη Ζοζεφίνα σε ένα μεγάλο χειρουργικό τραπέζι στο πίσω μέρος του μαγαζιού. Μιλώντας της πάντα πολύ τρυφερά, έδεσε με έναν επίδεσμο το κλαδάκι που είχε σπάσει και ύστερα την ψέκασε με ένα υγρό που μύριζε ανησυχητικά λιβάνι. «Αυτό θα της κάνει καλό»,  είπε μάλλον αφηρημένα. Τώρα ήταν πάλι ο άνδρας με τα λευκά μαλλιά που είχε πρωτοδεί ο Ανδρέας όταν μπήκε στο μαγαζί. Σε πενήντα μέρες από τώρα, είπε ο Νώε στον Ανδρέα, θα βγάλει ένα πανέμορφο μωβ λουλούδι. Τότε θα μου την ξαναφέρεις. Είναι ταγμένη βλέπεις. Για τον Σκοπό».
Ο Ανδρέας πήρε τη Ζοζεφίνα και βγήκε έξω στον δρόμο. Ένιωθε ζαλισμένος και τρέκλιζε σχεδόν. Όταν έφτασε στο γραφείο όμως, δοκίμασε μια άλλη δυσάρεστη έκπληξη. Στην πολυθρόνα του γραφείου του βρήκε στρογγυλοκαθισμένο ένα νεαρό άνδρα με γυαλιά με κόκκινο σκελετό και υπεροπτικό χαμόγελο. Είχε απλωμένα τα χέρια του με άνεση πάνω στα μπράτσα της πολυθρόνας ανάμεσα στα δάχτυλα του δεξιού του χεριού άχνιζε ένα αναμμένο τσιγάρο. Ο Ανδρέας, κρατώντας τη Ζοζεφίνα με χέρια που έτρεμαν, τον κοίταζε με πραγματική απορία.
«Συγγνώμη, κύριε… Εδώ είναι το γραφείο μου», κατάφερε να ψελλίσει.
«Ήταν το γραφείο σας, δεν διαφωνώ», του απάντησε ο άνδρας πλαταίνοντας το χαμόγελό του, που εκτός από αλαζονικό αποδείχτηκε και ενοχλητικά λευκό. «Από σήμερα είναι το δικό μου. Θα σας ενημερώσουν στη Διεύθυνση».
Ο Ανδρέας έκανε μεταβολή, βγήκε από το δωμάτιο και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του Διευθυντή. Βρήκε μόνο τη γραμματέα του μπροστά σε ένα στρογγυλό καθρεφτάκι να διορθώνει το μακιγιάζ της. Ναι, τον είχαν μετακινήσει στα γραφεία του υπογείου, του απάντησε, κρατώντας σταθερά ανοιχτά τα μάτια της, καθώς άπλωνε με επιδέξιες κινήσεις τη μάσκαρα στις βλεφαρίδες της. Ο αντιπαθητικός τύπος με τα κόκκινα γυαλιά ήταν ο καινούριος διευθυντής πωλήσεων της εταιρείας. Είχε «περγαμηνές πολλών καρατίων» και είχε προσληφθεί με την ελπίδα να δώσει νέα ώθηση στην εταιρεία. Ο Ανδρέας ένιωθε εντελώς μπερδεμένος δεν είχε ξανακούσει να μετράνε τις περγαμηνές με καράτια.
Με τη Ζοζεφίνα στα χέρια σαν μωρό, κατέβηκε τη μικρή σκάλα για το υπόγειο και προχώρησε στον μακρύ διάδρομο μέχρι τέλους τελευταία πόρτα δεξιά ήταν το γραφείο του, του είχε πει η γραμματέας. Ήταν ένα μικρό, σκοτεινό δωμάτιο που μύριζε κλεισούρα. Στη μέση του υπήρχε ένα τετράγωνο γραφείο με μια μαύρη πολυθρόνα. Πάνω στο γραφείο κάποιος είχε προλάβει να ακουμπήσει μια στοίβα με όλα τα χαρτιά του Ανδρέα και την αγαπημένη του κούπα με τον Σούπερμαν. Ο Ανδρέας σαν να έβλεπε μπροστά του τον αλαζονικό τύπο με τα κόκκινα γυαλιά να ακουμπά την κούπα στο γραφείο, με το χαμόγελό του να έχει γίνει από υπεροπτικό εντελώς κοροϊδευτικό. Ο Ανδρέας ακούμπησε τρυφερά τον κάκτο πάνω στο γραφείο και έπιασε να τακτοποιεί τα χαρτιά του στα συρτάρια.
Ολόκληρη την υπόλοιπη μέρα ήταν εντελώς ζαλισμένος. Σαν να είχε κατεβεί στο λιμάνι μετά από πολύωρο ταξίδι με πλοίο σε τρικυμία. Δεν τον χώραγε ο τόπος δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σε τίποτα. Το μεσημέρι, έφυγε  βιαστικός με τη Ζοζεφίνα στα χέρια, χωρίς να βεβαιωθεί ότι είχε αφήσει το γραφείο του τακτοποιημένο, κάτι που έκανε πάντα.
 
Βγαίνοντας στον δρόμο, το κρύο αεράκι τον ανακούφισε προσωρινά. Οι δρόμοι ήταν ήδη στολισμένοι για τα Χριστούγεννα. Ο Ανδρέας αγκάλιασε προστατευτικά τη Ζοζεφίνα. Ο άνδρας με τα λευκά μαλλιά του είχε πει να μην την αφήνει εκτεθειμένη στο κρύο, στον αέρα και στη βροχή, τουλάχιστον για τις πενήντα μέρες που χρειαζόταν να αναρρώσει εντελώς.
Μόλις έφτασε στην είσοδο της πολυκατοικία του, άνοιξε το γραμματοκιβώτιο∙ μόνο μια διαφημιστική συσκευασία με στιγμιαία σούπα λαχανικών. Ανέβηκε με τα πόδια στο διαμέρισμά του και μπήκε κατευθείαν στο λουτρό. Ένα ζεστό μπάνιο ήταν αυτό που χρειαζόταν. Άνοιξε το νερό και το ένιωσε να κυλάει αναζωογονητικά πάνω στο χαλαρό, λιπόσαρκο κορμί του. Πρώτη φορά ένιωσε να μην του αρέσει το σώμα του. Μέχρι τώρα το θεωρούσε δεδομένο αυτό ήταν. Τυλιγμένος με το μπουρνούζι του, άρχισε να ξυρίζεται μπροστά στον καθρέφτη του νιπτήρα. Τον διέκοψε το τηλέφωνο που άρχισε να χτυπά απροειδοποίητα, με ένα κουδούνισμα σχεδόν άγνωστο τόσο σπάνιες ήταν οι φορές που τον θυμόταν κάποιος στο τηλέφωνο. Έτρεξε βιαστικά και πήρε το ακουστικό, αφήνοντας μια νιφάδα από αφρό ξυρίσματος πάνω στο πληκτρολόγιο με τα νούμερα.
«Αντρέας;…»
Αυτή η φωνή. Η φωνή της. Η φωνή της Ζοζεφίνας της Ζοζεφίνας-γυναίκας. Ο Ανδρέας θα την αναγνώριζε ανάμεσα σε χιλιάδες φωνές. Ακουγόταν σαν να είναι πολύ κοντά δίπλα. Μήπως ήταν; Όχι, τον διαβεβαίωσε, ήταν στην πατρίδα της. Τον ρώτησε τι κάνει ο ίδιος και τι κάνει ο κάκτος. Της είπε για τον άνδρα με τα λευκά μαλλιά και για τον Σκοπό. Την άκουσε ξαφνικά να κλαίει, με ένα κλάμα απότομο, γοερό, εκρηκτικό του φάνηκε ότι τα δάκρυά της εκτοξεύθηκαν με ορμή μέσα από την τηλεφωνική γραμμή, φτάνοντας και στα δικά του μάτια. Δεν εξηγείται αλλιώς το ότι ένιωσε τη ματιά του να θολώνει από κάτι υγρό και ζεστό, τα καυτά δάκρυα της Ζοζεφίνας. Έπιασε τον εαυτό του να είναι έτοιμος να βάλει τα κλάματα από παιδί είχε να κλάψει ο Ανδρέας. Η Ζοζεφίνα-γυναίκα τον εκλιπαρούσε να μην ξαναπάει τη Ζοζεφίνα-κάκτο στον άνδρα με τα λευκά μαλλιά. Ήταν γεωπόνος δούλευε για τα συμφέροντα μιας πολυεθνικής εταιρείας που παρασκεύαζε βιολογικά προϊόντα. Τον τελευταίο καιρό έκαναν μια κλινική δοκιμή με παχύφυτα για την παρασκευή μιας αντιρυτιδικής κρέμας φιλόδοξο σχέδιο η κρέμα θα μπορούσε θεωρητικά να μειώσει τη βιολογική ηλικία του δέρματος κατά μία εικοσαετία. Η Ζοζεφίνα-γυναίκα ακουγόταν πολύ αναστατωμένη. Ο Ανδρέας τη διαβεβαίωσε πως δεν θα ξαναέβλεπε τον άνδρα με τα λευκά μαλλιά. Τη ρώτησε πώς τα περνούσε στην πατρίδα της. Λίγο πριν κλείσουν το τηλέφωνο, ο Ανδρέας κατάφερε και ξεστόμισε κάτι που δεν είχε ξαναπεί ποτέ στη ζωή του. «Μου λείπεις».
Και ήταν αυτή η φράση, αυτές οι δύο λέξεις που ξεστόμισε ο Ανδρέας, μία Τετάρτη οκτώ η ώρα το βράδυ, ή ίσως και η ζεστή σούπα που έφτιαξε αμέσως  μετά και έφαγε λαίμαργα με μεγάλες κουταλιές, που έδωσαν πίσω στον Ανδρέα το περίγραμμά του. Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε το σώμα του να αποκτά και τις τρεις διαστάσεις του. Ακόμα και οι μύες των μπράτσων φούσκωσαν με περηφάνια και ο καινούργιος Ανδρέας αναδύθηκε μέσα από το κοστούμι του παλιού, ενώ το προηγούμενο σαρκίο σαν ξεφούσκωτο μπαλόνι έμεινε να σέρνεται αόρατο στο πάτωμα.
Αυτός ο καινούργιος Ανδρέας λοιπόν πήγε την άλλη μέρα στο υπόγειό του. Μαζί με τη Ζοζεφίνα κουβαλούσε και ένα ολόκληρο χαρτοκιβώτιο καθώς και μερικές ξύλινες τάβλες που είχε παρατημένες χρόνια στην αποθήκη του. Πήγε πολύ νωρίς, έτσι ώστε μόνο ο θυρωρός που μισοκοιμόταν τον υποδέχτηκε στην είσοδο του κτηρίου. «Καλημέρα, κύριε Ανδρέα», του είπε και του χαμογέλασε για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια που  ο Ανδρέας πήγαινε στην δουλειά.
Κάτω στο υπόγειο ο Ανδρέας είχε πολλή δουλειά. Έβγαλε από το χαρτοκιβώτιο τα εργαλεία του και το πριόνι και άρχισε να λειαίνει, να καρφώνει, να κόβει και να στήνει μια αυτοσχέδια πρωτότυπη ξύλινη βιβλιοθήκη με πολλά ράφια. Μετά έφυγε χωρίς να πει τίποτε σε κανέναν και επέστρεψε με άλλα δύο χαρτοκιβώτια με βιβλία που τα τακτοποίησε προσεκτικά στην καινούργια βιβλιοθήκη. Ύστερα, κόλλησε  αφίσες με τοπία της Αφρικής και όμορφους κάκτους, για να βλέπει η Ζοζεφίνα. Συνέδεσε τον υπολογιστή με μεγάλα ηχεία που εγκατέστησε σε όλες τις γωνίες του δωματίου και άρχισε να ακούει μουσική.
Μια τέτοια μέρα ήταν που ο Ανδρέας άκουγε μουσική και κάπνιζε με απόλαυση ένα πούρο, ενώ διάβαζε τον Οδυσσέα του Τζόις στο υπόγειό του, ήσυχος και απερίσπαστος από τους άλλους, που κάποιος αναπάντεχα χτύπησε την πόρτα του. Ο Ανδρέας , κάπως θορυβημένος, είπε «εμπρός»,  αλλά δεν έσβησε το πούρο του. Μια γυναίκα εμφανίστηκε μπροστά του. Είχε ένα τεράστιο στήθος που κουνιόταν δεξιά και αριστερά καθώς περπατούσε και φορούσε ένα τσεμπέρι στα μαλλιά. Ο Ανδρέας κοίταζε υπνωτισμένος αυτά τα υπέροχα βουναλάκια που σείονταν μπροστά του, σαν να είχαν βούληση, γνώμη και άποψη δική τους.

«Δεν ήξερα ότι υπάρχουν και εδώ άνθρωποι», του είπε με μια μελωδική βραχνή φωνή. «Με έστειλαν να καθαρίσω το υπόγειο. Ω, ωραία την έχετε βρει εδώ», αναφώνησε ύστερα με έκπληξη, όταν τα αεικίνητα πράσινα μάτια της ανίχνευσαν την κατάσταση και τον χώρο γύρω της. «Ο Οδυσσέας!  Το αγαπημένο μου βιβλίο!», φώναξε με ενθουσιασμό και στρογγυλοκάθισε στην καρέκλα του Ανδρέα, που είχε στο μεταξύ σηκωθεί αμήχανος, άνοιξε τυχαία σε μια σελίδα και άρχισε να διαβάζει δυνατά:
«Ο κ. Λεοπόλδος Μπλουμ έτρωγε με απόλαυση τα εσωτερικά όργανα των ζώων και των πουλιών. Αγαπούσε την παχιά σούπα από εντόσθια και ποδαράκια, τις κοιλιές με μια γεύση καρυδιών, την ψητή καρδιά με γέμιση, τις φέτες συκωτιού τηγανισμένες σε τρίμματα γαλέτας, τα τηγανητά αυγά ψαριών. Περισσότερο απ’ όλα του άρεσε να τρώει ψητά αρνίσια νεφρά,  που άφηναν στον  ουρανίσκο του την υπέροχη νοστιμιά μιας ελάχιστης οσμής ουρίας».
Ύστερα η γυναίκα σήκωσε τα μάτια της, τόσο βαθιά και διερευνητικά μάτια που σπίθιζαν, και του είπε: «Με λένε Περσεφόνη και ήρθα για να σας ανεβάσω στον Πάνω Κόσμο», και ύστερα γέλασε δυνατά και όλα τα άσπρα δόντια της έλαμψαν μέσα στο υπόγειο.
Τον Ανδρέα τον έπιασε ένας ξαφνικός δυνατός βήχας, τόσο δυνατός που ένιωσε τα σωθικά του να βγαίνουν. Από το πούρο θα είναι, σκέφτηκε. Πήγαινε πολύς καιρός που δεν είχε καπνίσει καθόλου. Συνέχισε να βήχει∙ ένιωθε σαν να του είχε κάτσει κάτι στον λαιμό, ένα ξένο σώμα που τον έπνιγε. Η γυναίκα που του είχε συστηθεί ως Περσεφόνη, είχε αφήσει τον Λεοπόλδο Μπλουμ στις γαστριμαργικές του απολαύσεις και είχε σκύψει πάνω του∙  ο Ανδρέας ένιωθε τα ντυμένα στήθη της να ακουμπούν απαλά το πρόσωπό του. Η Περσεφόνη φορούσε μια γαλάζια κοντομάνικη μπλούζα∙ καθώς τον πλησίασε περισσότερο, ένα κύμα λουλουδάτης κολόνιας τον χτύπησε στα ρουθούνια. Ο καταραμένος βήχας δεν έλεγε να τον αφήσει.
«Έλα, Ανδρέα, βήξε», τον παρότρυνε απομακρυνόμενη η Περσεφόνη.
Τα μάτια του Ανδρέα είχαν δακρύσει από τον βήχα. Νόμιζε ότι θα του βγει η ψυχή. Η Περσεφόνη τον πλησίασε ξανά με ένα περίεργο εργαλείο, σαν λεπτό λάστιχο. Του το έχωσε στο στόμα, προκαλώντας του ακόμα περισσότερο βήχα. Ο Ανδρέας πήγε να φωνάξει «βοήθεια», αλλά δεν έβγαινε φωνή, μόνο βήχας.
«Δεν μπορείς να μιλήσεις. Σε λίγο όμως θα μπορέσεις», τον καθησύχασε η Περσεφόνη και ύστερα γύρισε το κεφάλι της πίσω λέγοντας: «Ελάτε. Είμαστε έτοιμοι».
Ο Ανδρέας αντίκρισε από μακριά τον Νώε  με τα λευκά μαλλιά και τον διευθυντή πωλήσεων με τα κόκκινα γυαλιά να πλησιάζουν. Άρχισε να τρέμει σύγκορμος. Ένιωθε ότι είχε έρθει το τέλος του. Ένα καινούριο κύμα βήχα κυριολεκτικά τον έπνιξε. Ο Νώε έφερε το χέρι του κοντά στο στόμα του Ανδρέα και με μια αποφασιστική κίνηση τράβηξε κάτι που προεξείχε. Ο βήχας του Ανδρέα δυνάμωσε και μετά, εντελώς ξαφνικά σταμάτησε∙  σαν να κόπηκε με το μαχαίρι. Ο Ανδρέας μπορούσε τώρα να ακούει την ίδια του την ανάσα να μπαινοβγαίνει ορμητική, σχεδόν σφυρίζοντας.
«Εντάξει, Ανδρέα. Αυτό ήταν!» του είπε ο διευθυντής πωλήσεων. Και οι τρεις, η Περσεφόνη, ο Νώε και ο διευθυντής πωλήσεων ήταν σκυμμένοι από πάνω του. Φορούσαν όλοι τους τις ίδιες γαλάζιες μπλούζες. Ο Νώε άρχισε να μιλάει αργά, καθαρά, σαν να δίδασκε μαθητές.
«Ανδρέα, όλα θα πάνε καλά. Είχες μια μικρή περιπέτεια με την υγεία σου, μια ευτυχώς όχι πολύ σοβαρή ενδοεγκεφαλική αιμορραγία. Χρειάστηκε να χειρουργηθείς. Όλα πήγαν πολύ καλά. Τώρα βρίσκεσαι στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, αλλά αύριο θα μεταφερθείς στο Νευροχειρουργικό Τμήμα. Εκεί θα μπορείς να είσαι με τους δικούς σου».
«Τους …δικούς μου;» ρώτησε ο Ανδρέας σχεδόν ψιθυριστά και η βραχνάδα της ίδιας του της φωνής τον έκανε να τρομάξει.
«Τη σύντροφό σου εννοώ. Ωραία γυναίκα. Όλον τον καιρό, έναν ολόκληρο μήνα, ήταν συνεχώς απέξω, μέρα-νύχτα. Τώρα σε λίγο έχουμε επισκεπτήριο. Θα την δεις».
Ο Ανδρέας ένιωθε μια περίεργη ζάλη∙ το κεφάλι του ήταν βαρύ, σαν να είχε πιει τόνους αλκοόλ. Συνειδητοποίησε ότι ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι∙ με τρόμο επίσης διαπίστωσε ότι, κάτω από το λεπτό λευκό σεντόνι , ήταν εντελώς γυμνός. Υπήρχαν κι άλλα κρεβάτια τριγύρω και μηχανήματα που έβγαζαν αστείους ήχους, σαν φλιπεράκια. Καμιά δεκαριά άνδρες και γυναίκες, όλοι με γαλάζιες στολές, πήγαιναν πέρα-δώθε από το ένα κρεβάτι στο άλλο. Ο Ανδρέας ένιωθε τα βλέφαρά του να βαραίνουν. Τουλάχιστον τον είχε αφήσει ο βήχας. Προσπάθησε να μην κοιμηθεί, όμως σε λίγο κατάλαβε ότι έχανε πάλι τον χρόνο. Όταν ξύπνησε, ένιωσε κάτι ζεστό μέσα στο χέρι του∙ ήταν ένα άλλο χέρι, γυναικείο, με σκουρόχρωμη επιδερμίδα. Άνοιξε τα μάτια του και νόμιζε ότι ακόμα ονειρευόταν. Πάνω από το κρεβάτι του στεκόταν η Ζοζεφίνα, πιο όμορφη από ποτέ, ντυμένη με μια χάρτινη πράσινη στολή∙ ένα λευκό αυτοκόλλητο με τον αριθμό 6 γραμμένο με μαρκαδόρο ήταν κολλημένο πάνω στη στολή.
«Καλή κρονιά, Αντρέας! Περαστικά. Ω, τρόμαξα τόσο πολύ!  Όμως όλα πήγκαν καλά».
Ο Ανδρέας ένιωθε μπερδεμένος, ευτυχισμένος, τρομαγμένος, πεινασμένος, αλλά κυρίως πιασμένος πάνω στο άβολο κρεβάτι. Σαν όνειρο έπαιρνε να αχνοφέγγει στο μυαλό του μια ανάμνηση: η ζεστασιά της αγκαλιάς της Ζοζεφίνας και μετά ο δυνατός πόνος στο κεφάλι, σαν χτύπημα από σφυρί. Και στο τέλος ο κάκτος. Με βλέμμα έντρομο, γεμάτο αγωνία, ρώτησε τη Ζοζεφίνα:
«Πού άφησες τον κάκτο μας;»
«Ποιον κάκτο μας, Αντρέας;» απάντησε με ερώτηση κι εκείνη, με τη σχεδόν μελωδική φωνή της χρωματισμένη με απορία.
Ο Ανδρέας ένιωσε το χέρι της Ζοζεφίνας να σφίγγει πιο δυνατά το χέρι του και είδε την Περσεφόνη να τους πλησιάζει.
«Το επισκεπτήριο έχει τελειώσει. Κυρία Ζοζεφίνα, καλή χρονιά. Σιδερένιος ο άντρας σας», είπε γελαστά και όλα τα άσπρα δόντια της έλαμψαν όπως εκείνη την ημέρα στο υπόγειο.


(Οι πίνακες είναι του Edward Hopper. Ο Ανδρέας της Χλόης υπάρχει εδώ.)

12.8.12

Τα τσιπς του Ian McEwan και ο μύθος του ανυποψίαστου κλέφτη



           Μια αδιαφιλονίκητη κατάρα σε όλες τις δίαιτες είναι τα τσιπς. Ίσως γιατί «κανείς δεν μπορεί να φάει μόνο ένα», όπως διατύπωνε με σχεδόν δογματική σιγουριά μια παλιά τηλεοπτική διαφήμιση. Δεν υπάρχει μεγαλύτερος διαιτητικός πειρασμός, πιο ανυπέρβλητο εμπόδιο, από ένα σακουλάκι με τσιπς ανοιχτό πάνω στο τραπέζι. Και δεν πρέπει να υπάρχει εντονότερη και ταχύτερα αναπτυσσόμενη εξάρτηση από την ανάγκη, μετά το πρώτο, να φας ένα δεύτερο πατατάκι. Η συμπεριφορά αυτή εκφράζεται με τον ίδιο τρόπο ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, κοινωνικής κατάστασης, επιπέδου εκπαίδευσης.

            Ο καθηγητής Μπίαρντ, κεντρικός ήρωας του Ίαν Μακ Γιούαν στο τελευταίο βιβλίο του (Solar), είναι ένας Νομπελίστας φυσικός, μεσήλικας, με πέντε αποτυχημένους γάμους και έναν κακογερασμένο πλαδαρό εαυτό, που βλέπει τη ζωή του να ανακατεύεται ανεπανόρθωτα από γεγονότα σε μεγάλο βαθμό τυχαία. Η τελευταία σύζυγός του τον αφήνει για ένα νεότερο οικοδόμο με καλογυμνασμένο σώμα, στη συνέχεια όμως τον απατά με έναν από τους νεότερους και πιο άξιους συνεργάτες του. Σε μια απρόσμενη συνάντηση των δύο ανδρών στο σπίτι του Μπίαρντ, με τον νεαρό συνεργάτη του Μπίαρντ να φοράει τη ρόμπα του καθηγητή, ο νεαρός τραυματίζεται θανάσιμα στον αυχένα γλιστρώντας σε ένα χαλάκι από ταριχευμένη αρκούδα, το ίδιο στο οποίο είχε σκοντάψει αρκετές φορές ο Μπίαρντ στο παρελθόν. Πανικόβλητος ο Μπίαρντ επινοεί και δημιουργεί πλαστές ενδείξεις φονικής συμπλοκής των δύο εραστών της γυναίκας του. Από αυτή τη στιγμή και μετά, ο Μπίαρντ ζει βαδίζοντας πάνω σε κινούμενη άμμο, με τη μία ανατροπή να διαδέχεται την άλλη.

            Πέντε χρόνια αργότερα, ο Μπίαρντ, έχοντας υποστεί αλλεπάλληλα πλήγματα στην επαγγελματική και προσωπική του ζωή, φτάνει αεροπορικώς στο Λονδίνο και επιβιβάζεται στο τρένο. Μετά από σχετική εσωτερική πάλη, ηττημένος για άλλη μια φορά από τον αδύναμο εαυτό του, έχει αγοράσει ένα σακουλάκι τσιπς με ρίγανη και ξύδι για τη διαδρομή. Στο βαγόνι του τρένου, κάθεται απέναντι σ’ ένα γεροδεμένο νεαρό με ξυρισμένο κεφάλι. Ο Μπίαρντ, μισονυσταγμένος, χορτασμένος από ένα φορτωμένο γεύμα στο αεροπλάνο, βυθίζεται στο κάθισμά του παραμένοντας σε μια νωθρή κατάσταση μεταξύ ύπνου και εγρήγορσης. Μπροστά του ακριβώς είναι το σακουλάκι του με τα τσιπς και ένα μπουκάλι με νερό του νεαρού συνεπιβάτη του. Ξαφνικά ο Μπίαρντ περνάει από την υπναγωγική φάση στην πλήρη ενάργεια, ανοίγει το σακουλάκι και παίρνει το πρώτο πατατάκι.

[…] 
Ήταν ένας άντρας που έπαιρνε στα σοβαρά τις απολαύσεις του. Το κόλπο ήταν να ακουμπάς τα τσιπς στο κέντρο της γλώσσας, και αφού αφήσεις τη γεύση να απλωθεί στο στόμα, να πιέζεις την πατάτα απότομα ώστε να θρυμματιστεί στον ουρανίσκο. Υποστήριζε τη θεωρία ότι η τραχιά ακανόνιστη επιφάνεια προκαλούσε μικροσκοπικές αμυχές στον βλεννογόνο, μέσα στις οποίες διείσδυαν το αλάτι και τα χημικά, προκαλώντας μια ήπια αλλά ξεχωριστή αίσθηση ανάμεσα στον πόνο και την απόλαυση.
 […]
            Ο συνεπιβάτης του τον παρατηρεί και, μέσα από τη ματιά του, ο Μπίαρντ κάνει μια αυστηρή αυτοκριτική-«ένας χοντρός βλάκας κάποιας ηλικίας που μεταλαβαίνει περιπαθώς, σαν άλλη όστια, μια ανθυγιεινή μπουκιά». Σε λίγο ο νεαρός συνεπιβάτης παίρνει αμίλητος ένα πατατάκι από το σακουλάκι και το τρώει «όχι με τη βιασύνη του Μπίαρντ, αλλά με μια αναιδή κίνηση των σιαγόνων, μασώντας με το στόμα ανοιχτό ώστε να μπορεί ο καθένας να δει το πατατάκι να γίνεται πολτός πάνω στη γλώσσα του». Ο Μπίαρντ παγώνει, αποσβολώνεται από τη θρασύτητα του νεαρού· από το μυαλό του περνάνε επιθετικές σκέψεις, που σιγαλιάζουν αμέσως, καθώς το αποτέλεσμα θα ήταν πέραν κάθε αμφιβολίας επώδυνο για τον Μπίαρντ.

            Η βουβή, ακούσια μοιρασιά των τσιπς  συνεχίζεται μέχρι το τέλος της διαδρομής που σχεδόν συμπίπτει χρονικά με το τέλος της διαδρομής. Ο νεαρός προσφέρει το σακουλάκι με τα δύο τελευταία τσιπς στον Μπίαρντ. Εκείνος το θεωρεί προσβολή και του γυρίζει την πλάτη. Ο νεαρός τσαλακώνει το σακουλάκι, το πετάει στα σκουπίδια και καθαρίζει με το χέρι του το τραπέζι από τα ψίχουλα και το αλάτι. Ο Μπίαρντ βράζει μέσα του και αυτή την οργισμένη φλόγα τη σβήνει παίρνοντας με μια αιφνιδιαστική κίνηση το μπουκάλι με το νερό του νεαρού και στραγγίζοντάς το μέχρι τελευταίας σταγόνας. Ο νεαρός σηκώνεται, καθώς το τρένο έχει πλέον σταματήσει, και κατεβάζει τη βαλίτσα του Μπίαρντ από το ράφι των αποσκευών, επιδεικνύοντας-όπως νομίζει ο καχύποπτος Μπίαρντ- το ύψος και τα γεροδεμένα μπράτσα του.

            Πριν συνέλθει εντελώς από την ταραχή που του προκάλεσε η αναιδής συμπεριφορά του νεαρού, ο Μπίαρντ ανακαλύπτει στο βάθος της τσέπης του πανωφοριού του το σακουλάκι με τα τσιπς, άθικτο. Συνειδητοποιεί ότι είχε φάει τα πατατάκια του νεαρού και είχε πιει το νερό του κι εκείνος του κατέβασε και τη βαλίτσα του. Οι αναδρομικές τύψεις είναι έτοιμες να εισβάλουν, όμως ο Μπίαρντ τις απωθεί, χωρίς να παραβλέπει το γεγονός ότι ο νεαρός ήταν μάλλον «ανθρωπιστής» παρά αγενής.

            Δεν ξέρω πόσο ψηλά στο βάθρο των συγγραφέων είναι δίκαιο να τοποθετηθεί ο  Ίαν Μακ Γιούαν, όμως ο τρόπος που προσεγγίζει και αποτυπώνει στο χαρτί τα γεγονότα, τις αντιδράσεις και τη σκέψη των ηρώων του εμένα συχνά με αφήνει άφωνη. Είναι αυτή η λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό και η καταλυτική επίδραση της τύχης, σταθερά συστατικά στη μυθοπλασία του Ίαν Μακ Γιούαν, που κάνουν τη γραφή του απέραντα γοητευτική, ακόμα κι όταν περιγράφει απλές καθημερινές σκηνές.

            Αναζήτησα στοιχεία για το Solar και με έκπληξη είδα ότι ο συγγραφέας είχε κατηγορηθεί για τη συγκεκριμένη σκηνή για λογοκλοπή (δεύτερη φορά μετά από μια πρώτη κατηγορία λογοκλοπής για την «Εξιλέωση», που όμως κατέπεσε στη συνέχεια). Πριν εκδοθεί το βιβλίο, ο Ίαν Μακ Γιούαν μιλούσε γι’ αυτό σε ένα λογοτεχνικό φεστιβάλ της Ουαλίας και αναφέρθηκε στη σκηνή με τα τσιπς. Τότε σηκώθηκε κάποιος από το ακροατήριο και του είπε ότι αυτό το επεισόδιο δεν είναι πρωτότυπο, αλλά ότι έχει ξαναγραφτεί στο παρελθόν. Έκπληκτος και λίγο ντροπιασμένος, ο  Ίαν Μακ Γιούαν δεσμεύτηκε να ψάξει τη βιβλιογραφία και να αποσύρει τη σκηνή από το βιβλίο.

            Ο μύθος του ανυποψίαστου κλέφτη (“unwitting thief”) στη λογοτεχνία είναι παλιός· αντιμετωπίζεται πλέον ως κλασικό μοτίβο, στο οποίο έχει δοθεί και κωδικός (Ν360) σε λογοτεχνικά εγχειρίδια που αναφέρονται σε μύθους και παραδόσεις της Αγγλίας και της Β. Αμερικής. Διάφορες εκδοχές ανυποψίαστων κλεφτών με ποικίλα σενάρια και αντικείμενα κλοπής αναφέρονται σε προφορικές και γραπτές διηγήσεις. Όλες χρησιμοποιούν το εύρημα της ακούσιας κλοπής για να προβάλουν τις ηθικές και συναισθηματικές μεταβολές των εμπλεκομένων προσώπων. Το επεισόδιο με τα πατατάκια στο Solar του Ίαν Μακ Γιούαν θυμίζει έντονα αντίστοιχες ιστορίες με τους δύο συνεπιβάτες που μοιράζονται απρόθυμα μια σοκολάτα Kit-Kat ή μπισκότα, μέχρις ότου ο ένας, που νόμιζε τον άλλο για κλέφτη, συνειδητοποιεί ότι κλέφτης είναι ο ίδιος.

            Στο παρελθόν, έχει αναφερθεί και κινηματογραφική λογοκλοπή με το μοτίβο του «ανυποψίαστου κλέφτη». Ο Adam Davidson, βραβευμένος με Όσκαρ για την ταινία “The Lunch date”, κατηγορήθηκε ότι υπέκλεψε μια σκηνή της ταινίας του από μια ανεξάρτητη ολλανδική παραγωγή με τίτλο Boeuf Bourgignon. H επίμαχη σκηνή δείχνει μια καλοντυμένη λευκή γυναίκα που αγοράζει φαγητό σε μια καφετέρια, αφήνει τον δίσκο της σ’ ένα τραπέζι και πηγαίνει να φέρει μαχαιροπίρουνα. Όταν επιστρέφει στο τραπέζι της, βρίσκει έναν μαύρο άνδρα με βρώμικα, φθαρμένα ρούχα να τρώει το φαγητό της. Κάθονται και οι δυο και τρώνε από το ίδιο γεύμα, ώσπου ο μαύρος σηκώνεται και φέρνει δύο φλιτζάνια με καφέ. Όταν ο μαύρος τελειώνει το φαγητό του και φεύγει, η γυναίκα συνειδητοποιεί ότι έχει κλέψει το φαγητό του φτωχού μαύρου, αφού το δικό της βρίσκεται άθικτο σε κάποιο παρακείμενο τραπέζι.

              Ο ίδιος ο συγγραφέας, έχοντας προφανώς στη συνέχεια διαβάσει τα σχετικά, βάζει τον Μπίαρντ να δίνει μια διάλεξη και στο τέλος της να αναφέρεται στο γεγονός με τα τσιπς. Τότε, ένας λέκτορας από το ακροατήριο του κάνει την ίδια υπόδειξη που είχε δεχτεί ο Ίαν Μακ Γιούαν, ότι δηλαδή η ιστορία δεν είναι αυθεντική, αλλά πρόκειται για μια εκδοχή του "κλέφτη χωρίς πρόθεση". Με αυτή την αφορμή, ο συγγραφέας βάζει τον λέκτορα να αναφέρεται στον σχετικό μύθο, παραθέτοντας αρκετά στοιχεία από τη βιβλιογραφία. Έτσι τελικά, το πάθημα του συγγραφέα ενσωματώθηκε ως μάθημα στο βιβλίο, επιτρέποντάς του να διατηρήσει την καταπληκτική σκηνή με τα τσιπς.

             Δεν ήξερα για το μοτίβο του «ανυποψίαστου κλέφτη» και κυριολεκτικά με καθήλωσε η διήγηση του Ίαν Μακ Γιούαν. Όμως και αφού ανέτρεξα στις σχετικές πληροφορίες και ξαναδιάβασα το κομμάτι μέσα από το Solar για να γράψω τούτες τις αράδες, δεν μειώθηκε ο θαυμασμός μου για την επιδεξιότητα του Ίαν Μακ Γιούαν να σκιαγραφεί τόσο αριστοτεχνικά τη ζωή των χαρακτήρων του, στιγμή προς στιγμή και σκέψη προς σκέψη, ώστε και ακόμα και σε ένα απλό κατούρημα, ταυτόχρονα με την ουροδόχο κύστη, ο ήρωας να αδειάζει την ψυχή του, το μυαλό του και όλη την περασμένη του ζωή. Τέτοιους συγγραφείς στ’ αλήθεια τους ζηλεύω.




ΠΗΓΕΣ:

  1. Peter Wilson. Writer Ian McEwan’s train tale may get shunted. The Australian, June 3, 2008. http://www.theaustralian.com.au/news/writers-train-tale-may-get-shunted/story-e6frg6to-1111116519854
  2. Gail de Vos. Tales, rumors and gossip.  Exploring contemporary folk literature in grades 7 – 12. Libraries Unlimited, 1996.

18.7.12

Οι φωνές του συγγραφέα


             
                Μόνο οι ασήμαντοι δημιουργοί είναι αληθινά γοητευτικοί· οι πραγματικά προικισμένοι υπάρχουν μόνο στο έργο τους και δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον σαν άτομα. Οι κακοί ποιητές είναι ακαταμάχητα ελκυστικοί· ζουν την ποίηση που δεν τολμούν να γράψουν. Οι καλοί ποιητές γράφουν την ποίηση που δεν τολμούν να πραγματοποιήσουν.

                Αυτές τις ηχηρές δηλώσεις απευθύνει ο αισθητιστής λόρδος Χένρι στον Ντόριαν Γκρέι και μάλλον είναι ο ίδιος ο Όσκαρ Ουάιλντ που μιλάει με τα χείλη του λόρδου. Την απορία που εκφράζει ο νεαρός Ντόριαν θα τη μοιράζονταν αρκετοί από τους βιβλιοφάγους αναγνώστες. Είναι οι συγγραφείς και οι ποιητές το ίδιο συναρπαστικοί με τα βιβλία τους; Κουβαλάνε πίσω τους ζωές πολυτάραχες με πάθη, ανατροπές και ένταση ή διάγουν βίους επίπεδους και ακίνητους, δονούμενους μόνο από τις ζωές των χαρακτήρων τους;

                Ο Ζοζέ Σαραμάγκου έλεγε ότι δάσκαλοί του στη ζωή ήταν οι οι ήρωές του· αυτές οι δεκάδες ανδρών και γυναικών από χαρτί και μελάνι που έμοιαζαν να υπακούνε στις επιθυμίες του συγγραφέα, σαν μαριονέτες που κρέμονται από νήματα και κινούνται με τα χέρια του. Τα νήματα είναι χαλαρά και οι χαρακτήρες έχουν την ψευδαίσθηση της ελευθερίας. Στην πραγματικότητα όμως είναι παγιδευμένοι στο χέρι του συγγραφέα· απλώς δεν το γνωρίζουν.

                Ίσως αυτό που διακρίνει τον προικισμένο από τον ασήμαντο δημιουργό είναι μια ιδιαίτερη ικανότητα του πρώτου να αποκρυσταλλώνει εικόνες και γεγονότα με τρόπο ταυτόχρονα αναλυτικό και συνθετικό· να ανακυκλώνει συναισθήματα και εμπειρίες, επιβάλλοντάς τα στους χαρακτήρες του και υποβάλλοντάς τα στον αναγνώστη. Ο συγγραφέας ανασυνθέτει τους πραγματικούς καθημερινούς ανθρώπους μετατρέποντάς τους σε λογοτεχνικούς ήρωες. Με τον τρόπο αυτό απομνημονεύει ο ίδιος τις μορφές τους και τους εξασφαλίζει μια μεγαλύτερη διάρκεια, κάποιες φορές αιωνιότητα. «Πουτάνα, Μποβαρύ. Εγώ θα’ χω φύγει κι εσύ θα ζεις ακόμα», φέρεται να έχει πει ο Γκιστάβ Φλομπέρ.

                Μοιραία, οι πρωτόλειοι χαρακτήρες ενός συγγραφέα συχνά γεννιούνται μέσα από τα βιώματα της πρώτης παιδικής και εφηβικής ηλικίας και συνήθως είναι ο τρόπος που τα αφομοιώνει η παιδική ψυχή και όχι τόσο η μοναδικότητα των ίδιων των γεγονότων, που ντύνει τις πρώτες αυτές αφηγήσεις με το άρωμα, τη στόφα του μελλοντικού λογοτέχνη. Η ομιλία του Ζοζέ Σαραμάγκου στην απονομή του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1998 άρχιζε ως εξής:


                "Ο σοφότερος άνθρωπος που συνάντησα στη ζωή μου δεν ήξερε ούτε να γράφει ούτε να διαβάζει. Στις τέσσερις τα ξημερώματα, όταν η υπόσχεση μιας καινούριας μέρας πλανιόταν επάνω από τα γαλλικά χώματα, σηκωνόταν από τη σανίδα του και έφευγε για τα βοσκοτόπια παίρνοντας μαζί του μισή ντουζίνα γουρούνια, που με τη γονιμότητά τους ζούσαν εκείνον και τη γυναίκα του. Οι γονείς της μητέρας μου ζούσαν με στερήσεις, πουλώντας τα νεογέννητα γουρουνάκια μόλις αυτά απογαλακτίζονταν στους γείτονές μας στο χωριό Ατσινάγα της επαρχίας Ριμπατέζου. Τα ονόματά τους ήταν Χερόνιμο Μεϊρίνιου και Ζοζέφα Καϊξίνια και ήταν και οι δύο αναλφάβητοι. Τον χειμώνα, όταν το κρύο της νύχτας δυνάμωνε τόσο ώστε να παγώνει το νερό στις κανάτες μέσα στο σπίτι, πήγαιναν στο χοιροστάσιο, έπιαναν τα πιο ασθενικά γουρουνάκια και τα έπαιρναν μαζί τους στο κρεβάτι. Κάτω από τις τραχιές κουβέρτες, η ανθρώπινη ζεστασιά έσωζε τα μικρά ζώα από την παγωνιά και τον σίγουρο θάνατο. Παρόλο που και οι δυο τους ήταν καλοί άνθρωποι, δεν ήταν η συμπόνια που τους έκανε να φέρονται με αυτό τον τρόπο: αυτό που τους απασχολούσε, χωρίς συναισθηματισμό ή ρητορείες, ήταν να προστατεύσουν το καθημερινό τους ψωμί, όπως είναι φυσικό για ανθρώπους που, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα προς το ζειν, δεν έχουν μάθει να σκέφτονται περισσότερο από το απαραίτητο. Πολλές φορές βοηθούσα τον παππού Χερόνιμο στα καθήκοντα του χοιροτρόφου, πολλές φορές έσκαβα τον λαχανόκηπο που ήταν κολλητά στο σπίτι και έκοβα ξύλα για τη φωτιά, πολλές φορές γυρίζοντας ξανά και ξανά τη σιδερένια ρόδα της αντλίας του νερού, έβγαζα νερό από το κοινοτικό πηγάδι και το κουβαλούσα στους ώμους μου. Μερικές φορές, στα κρυφά, αποφεύγοντας τους άνδρες που φύλαγαν τα χωράφια με το καλαμπόκι, πηγαίναμε με τη γιαγιά την αυγή, οπλισμένοι με τσουγκράνες, σακιά και σπάγκο, να μαζέψουμε τα άχυρα που θα χρησίμευαν σαν στρώμα για τα ζώα. Και κάποτε, τις ζεστές καλοκαιρινές νύχτες, ο παππούς μού έλεγε: ‘Ζοζέ, απόψε θα κοιμηθούμε οι δυο μας κάτω από τη συκιά’. Υπήρχαν δύο ακόμα συκιές, αλλά η συγκεκριμένη, σίγουρα επειδή ήταν η μεγαλύτερη, επειδή ήταν η παλιότερη, σχεδόν χωρίς ηλικία, ήταν για όλους στο σπίτι ‘η συκιά’. Αντονομασία λίγο ή πολύ, μια λόγια λέξη που θα συναντούσα και θα μάθαινα πολλά χρόνια αργότερα… Μέσα στην ησυχία της νύχτας, ανάμεσα από τα κλαδιά των δέντρων, ένα αστέρι εμφανιζόταν για να χαθεί αμέσως πίσω από ένα φύλλο, ενώ καθώς γύριζα τη ματιά μου προς άλλη κατεύθυνση, έβλεπα να κυλάει σαν ποτάμι πάνω στον απέραντο ουρανό, η λευκωπή διαφάνεια του Γαλαξία, ο δρόμος για το Σαντιάγο, όπως τον λέγαμε στο χωριό. Με την αναβολή του ύπνου, η νύχτα γέμιζε με ιστορίες και περιστατικά που διηγούνταν ο παππούς και η γιαγιά: θρύλοι, αποκαλύψεις, τρομακτικές ιστορίες, σπάνια περιστατικά, περασμένοι θάνατοι, μάχες με ραβδιά και πέτρες, οι αφηγήσεις των προγόνων μας, ανεξάντλητοι μύθοι και μνήμες που με κρατούσαν άγρυπνο, ενώ ταυτόχρονα με νανούριζαν ελαφρά. Ποτέ δεν έμαθα αν σώπαινε όταν καταλάβαινε ότι είχα αποκοιμηθεί ή αν συνέχιζε να μιλάει, για να μην αφήσει αναπάντητη την ίδια κάθε φορά ερώτηση ‘Και τι έγινε μετά;’ που του έκανα όταν σταματούσε επίτηδες να διηγείται. Ίσως να επαναλάμβανε τις ιστορίες για δικό του λογαριασμό, για να μην τις ξεχάσει ή για να τις διανθίσει με καινούριες λεπτομέρειες. Στην ηλικία αυτή, όπως όλοι κάνουμε κάποια στιγμή, πίστευα ότι ο παππούς μου ήταν ο παντογνώστης του κόσμου. Όταν με το πρώτο φως με ξυπνούσε το τραγούδι των πουλιών, εκείνος έλειπε, είχε πάει στο χωράφι με τα ζώα του, αφήνοντάς με να κοιμηθώ κι άλλο. Τότε σηκωνόμουν, δίπλωνα τη βαριά κουβέρτα και, ξυπόλητος (στο χωριό περπατούσα ξυπόλητος μέχρι τα δεκατέσσερα), με άχυρα κολλημένα στα μαλλιά, πήγαινα από το φυτεμένο κομμάτι της αυλής στην άλλη μεριά του σπιτιού, που ήταν τα χοιροστάσια. Η γιαγιά μου, πάντα δίπλα στον παππού, έβαζε μπροστά μου ένα μπολ κομμάτια ψωμιού μουσκεμένα σε καφέ και με ρωτούσε αν είχα κοιμηθεί καλά. Αν της έλεγα για κάποιο κακό όνειρο, γεννημένο από τις ιστορίες του παππού, πάντα με καθησύχαζε: ‘Μη δίνεις σημασία, τα όνειρα δεν βγάζουν νόημα’. Εκείνο τον καιρό πίστευα ότι, παρόλο που  η γιαγιά ήταν επίσης πολύ σοφή γυναίκα, δεν έφτανε στο ύψος του παππού, ο οποίος, καθισμένος κάτω από μια  συκιά με τον εγγονό του πλάι, μπορούσε με λίγες λέξεις να θέσει σε κίνηση τον πλανήτη. Μόνο αργότερα, όταν ο παππούς είχε φύγει από τη ζωή κι εγώ ήμουν πια άνδρας, συνειδητοποίησα ότι και η γιαγιά μου πίστευε στα όνειρα. Δεν εξηγείται αλλιώς το γιατί, ένα βράδυ που καθόταν μπροστά στην πόρτα της καλύβας όπου ζούσε πια μόνη, κοιτάζοντας ψηλά τα μικρά και μεγάλα αστέρια, είπε αυτά τα λόγια: ‘Ο κόσμος είναι τόσο όμορφος και είναι τόσο κρίμα που πρέπει να πεθάνω’. Δεν είπε ότι φοβόταν τον θάνατο, αλλά ότι ήταν κρίμα που έπρεπε να πεθάνει, λες και η σκληρή της ζωή, γεμάτη από ασυμβίβαστη δουλειά, αυτές τις τελευταίες στιγμές δεχόταν την ευλογία ενός υπέρτατου τελευταίου αποχαιρετισμού, την παρηγορητική αποκάλυψη της ομορφιάς. Καθόταν στην πόρτα ενός σπιτιού που δεν έμοιαζε με κανένα άλλο στον κόσμο, αφού οι άνθρωποι σε αυτό ζούσαν με τα γουρουνάκια σαν να ήταν παιδιά τους, άνθρωποι που τους στενοχωρούσε ο θάνατος επειδή ο κόσμος ήταν όμορφος· και αυτός ο παππούς Χερόνιμο, χοιροτρόφος και παραμυθάς, σαν ένιωσε τον θάνατο να πλησιάζει, πήγε και αποχαιρέτισε ένα προς ένα τα δέντρα του, αγκαλιάζοντάς τα και κλαίγοντας, επειδή ήξερε ότι δεν θα τα ξαναέβλεπε ποτέ.
                Πολλά χρόνια αργότερα, όταν έγραφα για πρώτη φορά για τον παππού Χερόνιμο και τη γιαγιά Ζοζέφα (δεν έχω πει μέχρι τώρα ότι, σύμφωνα με όσους την είχαν γνωρίσει στα νιάτα της, ήταν μια γυναίκα σπάνιας ομορφιάς), συνειδητοποίησα ότι τους μετέτρεπα από συνηθισμένους ανθρώπους σε λογοτεχνικούς χαρακτήρες: μάλλον αυτός ήταν ένας τρόπος να μην τους ξεχάσω, σχεδιάζοντας ξανά και ξανά τις μορφές τους με το μολύβι που αλλοιώνει τη μνήμη, χρωματίζοντας και φωτίζοντας τη μονοτονία μιας βαρετής και χωρίς προοπτική καθημερινότητας, σαν να δημιουργούσα, πάνω στον ευμετάβλητο χάρτη των αναμνήσεων, την υπερφυσική ουτοπία μιας χώρας, όπου αποφασίζει κανείς να περάσει τη ζωή του".
 […]

Και καταλήγει στην ομιλία του ο Σαραμάγκου κάπως έτσι:

"Η φωνή που διάβασε αυτές τις σελίδες δεν είναι παρά η συνήχηση των φωνών των χαρακτήρων μου. Δεν έχω περισσότερη φωνή από τις φωνές που είχαν εκείνοι. Συγχωρήστε με αν αυτό που σε σας φαίνεται λίγο, για μένα είναι το παν".