Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ο αφρός των ημερών. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ο αφρός των ημερών. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

1.5.13

Σημειώσεις για τον Μεσαίωνα



       Μεγάλη Δευτέρα βράδυ, πρώτη ημέρα της εβδομάδας των Παθών του Κυρίου και πρώτη φορά που ένιωσα ότι θέλω να σπάσω στο ξύλο κάποιον, έναν άντρα, και μάλιστα άγνωστο. Ίσως είχε να κάνει με τις τρεις και κάτι ώρες του Αντρέι Ρουμπλιόφ στο Άστυ. Πρώτη φορά που κατάφερνα να δω την ταινία ολόκληρη σε σκοτεινή αίθουσα. Μέχρι τώρα είχα δει κομμάτια της ταινίας εξόριστα στις τηλεοπτικές ζώνες που απευθύνονται σε φαροφύλακες και πάσχοντες από οικογενή αϋπνία, ξεκινώντας με την ίδια θέληση κάθε φορά, από την αρχή μέχρι την άνευ όρων παράδοση στον ύπνο, στο μέσο κάποιας από τις πρώτες ιστορίες της ταινίας. Αυτή τη φορά, η ώρα της μοναδικής προβολής στον κινηματογράφο ήταν ώρα ενάργειας, δυνητικά ώρα μελέτης. Το φιλμ ξετυλιγόταν στο κινηματογραφικό πανί σημαδεμένο από τον χρόνο∙ χιλιάδες κουκίδες και γραμμές διέτρεχαν τα μιλιμέτρ του σελιλόιντ σαν μυοψίες σε μάτια υπερήλικα. Η αίθουσα με λίγο κόσμο. Όλοι το ίδιο αποφασισμένοι με μένα, εκτός από τις δύο ηλικιωμένες κυρίες που είχαν μπερδέψει την ώρα προβολής και πίστευαν ότι θα δουν τον Μάρλον Μπράντο στο  «Λεωφορείο ο Πόθος»∙ μάλλον δεν τις ικανοποίησε ο Ανατόλι Σολονίτσιν, αφού έφυγαν στα μισά του δεύτερου από τα τρία μέρη.
       Η ταινία είναι ένα σκηνοθετικό επίτευγμα. Οι επιμέρους ιστορίες του μοναχού αγιογράφου Αντρέι Ρουμπλιόφ με τους συντρόφους του, Δανιήλ και Κύριλλο, αποτελούν μόνο αφετηρίες για να δώσει ο Ταρκόφσκι μια αριστουργηματική αναπαράσταση της μεσαιωνικής Ρωσίας. Άγιοι και βάρβαροι, γελωτοποιοί και σαλοί, άρχοντες και δούλοι, όλοι κάνουν το πέρασμά  τους από την κατάλευκη από το χιόνι και ταυτόχρονα ζοφερή από τον Μεσαίωνα κινηματογραφική πραγματικότητα του σκηνοθέτη, με ηχητικό περίβλημα την υποβλητική μουσική του Βιατσεσλάφ Οφτσίνικοφ, κάπως να λειαίνει τις σκληρές, απάνθρωπες σκηνές της ταινίας. Ένιωσα τυχερή που δεν ζω στον Μεσαίωνα, έστω κι αν η εναλλακτική μου μοίρα ήταν τούτη εδώ η Ελλάδα της κρίσης.

       Γυρίζοντας με το μετρό λίγο μετά τα μεσάνυχτα, η θορυβώδης συζήτηση δύο νέων ανδρών με εμφανές πρόβλημα εξάρτησης από ουσίες μου φάνηκε δυστυχώς πολύ οικεία, καθόλου ενοχλητική, όπως πάντα όμως εξαιρετικά θλιβερή. Στην έξοδο από το μετρό, με κατεύθυνση προς τη στάση του τραμ, κατέβηκε μαζί μου ένας άντρας γύρω στα πενήντα. Σωματώδης, μεγάλη κοιλιά με οριζόντιες ρίγες λόγω της μπλούζας του, αθλητικά παπούτσια χωρίς άλλη ένδειξη σωματικής άσκησης∙ τουναντίον, ο άντρας βάδιζε περίεργα, σαν πλοίο που τραμπαλίζεται στο κύμα, και ξεφυσούσε ρυθμικά, εμφανώς-τουλάχιστον σε μένα-όχι από δύσπνοια, αλλά από κάποια άλλη διαταραχή της ψυχής ή της αντίληψης. Κρατούσε μια σακούλα με σουβλάκια και μπίρες. Δίπλα του βάδιζε ένα αγόρι γύρω στα δώδεκα, κι αυτό με το ίδιο περίεργο βάδισμα, χωρίς το αντίστοιχο ξεφύσημα, αλλά με μια σακούλα με σουβλάκια και γκαζόζες, παιδική μάλλον version της σακούλας του μπαμπά. Καθώς η εικόνα πατέρα και γιου πήρε να ξεμακραίνει, είδα δίπλα μου να περπατάει μόνο του ένα μικρό κορίτσι. Ήταν δεν ήταν δέκα χρονών, με μαλλί κοντό κακοκουρεμένο, φούξια μπλούζα και μπλε παντελόνι κι ένα τενεκεδάκι με γκαζόζα στο χέρι. Περπατούσε τρικλίζοντας, σαν μεθυσμένο ή σαν να είχε κάποιου είδους διαταραχή βάδισης. Προς στιγμήν σκέφτηκα να τη ρωτήσω αν έχει χαθεί, αν χρειάζεται κάτι. Όμως το κοριτσάκι επιτάχυνε το σχεδόν αθετωσικό βάδισμά του μέχρι που έφτασε τον πατέρα με τον γιο∙ κατάλαβα ότι εκείνη ήταν η κόρη και πήρε να συμπληρώνεται στο μυαλό μου η περίεργη οικογένεια.
       Το τραμ θα ερχόταν σε δεκαεπτά λεπτά. Έβγαλα τη Βιρτζίνια Γουλφ, αλλά δεν πρόλαβα να γυρίσω στη σελίδα που είχα μείνει. Την προσοχή μου τράβηξε η αγριοφωνάρα του πατέρα που μάλωνε το αγόρι. Η ομιλία του ήταν τραχιά, οι φράσεις κοφτές, η προφορά καθαρά ελληνική, προς αποφυγή λανθασμένων συνειρμών. Μαλακισμένο, θα σε γαμήσω, μουνί της θείας σου, ηλίθιο, θα πάρεις τ’ αρχίδια μου, θα σου κλάσω τ’ αρχίδια. Δεν συνηθίζω να γράφω χυδαιολογήματα, μάλιστα ίσως οι ιστορίες μου να είναι λεκτικά σχεδόν αποστειρωμένες∙ όμως αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου και άκουγαν τα αυτιά μου μόνο με τις πραγματικές λέξεις μπορεί να περιγραφεί. Το αγόρι απαντούσε κι αυτό, δεν μπορούσα να ακούσω πώς, και τότε ο πατέρας τού έδινε μπάτσους, ή τουλάχιστο προσπαθούσε να του δώσει, γιατί ο μικρός του ξέφευγε. Κάποια στιγμή, μετακινήθηκαν και οι τρεις και στάθηκαν μπροστά από τη βιτρίνα ενός κινέζικου καταστήματος με ρούχα. Το κοριτσάκι σταμάτησε να πίνει τη γκαζόζα του και κάτι σχολίασε. Αντί για απάντηση, ο πατέρας της κατάφερε με την ανάστροφη της παλάμης του ένα γερό χτύπημα κατακέφαλα∙ η μικρή προς στιγμήν κλονίστηκε, αλλά δεν έπεσε∙ της έπεσε όμως το κουτάκι με τη γκαζόζα, που κατρακύλησε στο πεζοδρόμιο διανύοντας μερικά μέτρα, με τη γκαζόζα να ρέει από το στόμιο. «Άντε να χαθείς ηλίθιο! Μαλακισμένο! Το μουνί της μάνας που σε έβγαλε! Πάρτο από κάτω. Πιες το, δεν έχει τίποτα». Το κοριτσάκι, μισοκλαίγοντας, μισογελώντας, πήρε το κουτάκι της γκαζόζας από κάτω και συνέχισε να πίνει.
        Έβραζα. Νόμισα ότι θα τον σκοτώσω. Είπα να καλέσω την Αστυνομία. Δεν ήμουν σίγουρη όμως. Δεν ήξερα αν νομικά έχω το δικαίωμα να καταγγείλω κάτι τέτοιο, αν πρέπει να υπάρχουν άλλοι μάρτυρες, αν θα θέλουν να έρθουν άλλοι μάρτυρες. Δεν είδα και κανέναν άλλο από τους παρευρισκόμενους να αντιδρά. Όλες οι καταραμένες συμβάσεις της πολιτισμένης κοινωνίας. Αν ήμουν άντρας στον Μεσαίωνα θα του είχα καρφώσει ένα ξίφος στην καρδιά, ή καλύτερα πάνω από το στέρνο, στη σφαγή, όπως λέγεται ανατομικά το σημείο. Θα τον είχα σφάξει. Και μετά θα έπαιρνα το άλογό μου και θα εξαφανιζόμουν. Αντί γι’ αυτό, ήρθε το τραμ. Μπήκαμε όλοι μέσα, κι εγώ, και το κτήνος με τα παιδάκια, και το ερωτευμένο ζευγαράκι, και ο ψηλόλιγνος ιερέας. Καθίσαμε στις θέσεις μας. Πολύ μακριά από το κτήνος εγώ. Τον παρατηρούσα όμως. Ευτυχώς είχε σταματήσει να μιλάει, αν βέβαια ο λόγος του εμπίπτει στο φάσμα της ανθρώπινης ομιλίας. Κατέβηκαν στην ίδια στάση με μένα. Κατευθύνθηκαν αντίθετα, με το ίδιο ανισόρροπο βάδισμα και οι τρεις. Θα τους περιμένει στο σπίτι η μαμά, σκέφτηκα πικρόχολα. Να ρίξουν μερικές μπουνιές και οι δυο μαζί στα «ηλίθια», να τα βάλουν στο κρεβάτι να «ψοφήσουν» και μετά αυτός να της ρίξει δυο ανάποδες μέχρις ότου εκείνη πειστεί να του δώσει το «μουνί» της για καληνύχτα.
        Κτηνώδεις καταστάσεις της διπλανής πόρτας. Μην πάμε μακριά, στον Μεσαίωνα και στους βαρβάρους∙ εξάλλου οι άνθρωποι αυτοί «ήσαν μια κάποια λύσις». Ο Μεσαίωνας της διπλανής πόρτας δεν ξεβρωμίζει τόσο εύκολα∙ σκοντάφτει σε νομικά πλαίσια, διατυπώσεις, γραφειοκρατικές διαδικασίες με προοπτική διεκπεραίωσης που υπερβαίνει τη μέση διάρκεια της ανθρώπινης ζωής. Και μερικοί έφθασαν απ' τα σύνορα, και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

 

30.12.12

Σημειώσεις στο τέλος της χρονιάς και της λίστας


Όλοι περηφανευόμαστε και χαιρόμαστε στη σκέψη ότι είμαστε μοναδικοί, αλλά τελικά φοβάμαι ότι η αστυνομία έχει δίκιο: μόνο τα δακτυλικά αποτυπώματα μας ξεχωρίζουν.
DAVID SEDARIS

"Η λίστα «μίλησε» και δείχνει τον Γ. Παπακωνσταντίνου". Αδιαπραγμάτευτος ο τίτλος της εφημερίδας. "Έκπληξη, οργή και απορία". Ο υπότιτλος. Όχι έκπληξη, ούτε απορία. Ποιος είχε αμφιβολία; Το όνομα έλειπε, αλλά άραγε είναι μόνο αυτό; Η μόνη ίσως απορία. Ούτε οργή∙ έγινε συνήθεια κι αυτή. Όταν βρίσκονται συνεχώς σε κατάσταση διέγερσης, οι υποδοχείς του συναισθήματος εξοικειώνονται, γίνονται ανθεκτικοί. Τουλάχιστον φαίνεται να τέλειωσε ή να τελειώνει κάπου εδώ το παιχνίδι με τη λίστα. Έφτασε να θυμίζει κρυφτό ή εκείνο το άλλο παιχνίδι με το δαχτυλίδι («πού’ντο-πού’ντο…») ή και την κάλπικη λίρα που γυρνάει από χέρι σε χέρι. Προανακριτική επιτροπή, ειδικό δικαστήριο, να κάτι όροι από το παρελθόν ξανά στην επικαιρότητα. Ήμουν νέα και έγινα μεσόκοπη.
Βαίνουμε, φαίνεται, ολοταχώς προς μια διαδικασία κάθαρσης. Το είδε κι ο Θεός των μικρών χωρών και βρέχει συνεχώς, μερόνυχτα ολόκληρα∙ μια βροχή ποτιστική, καθαρτική, να πλυθούν όλα τα πεζοδρόμια από τις ακαθαρσίες∙ γιατί η ζωή στα χρόνια της ευημερίας ήταν ναρκοθετημένη από περιττώματα σκύλων, τουλάχιστον στις μεγάλες πόλεις.
Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα της κάθαρσης παρασύρθηκα κι εγώ να τακτοποιήσω τη βιβλιοθήκη μου∙ κάτι που της όφειλα καιρό και που όλο ανέβαλλα. Τώρα που όλα θα τακτοποιηθούν στο δημόσιο βίο, δεν πρέπει ο ιδιωτικός να τελεί σε κατάσταση χάους. Με ηχητική επένδυση από το καθιστικό τα δελτία ειδήσεων και με τα ονόματα Παπακωνσταντίνου (εξάδελφος και εξαδέλφες), Βενιζέλος, Λαγκάρντ, Κουβέλης, Σαμαράς να ηχούν diminuendo αντικαθιστάμενα προοδευτικά από άλλα ανεκτίμητα, ασημωμένα με την πατίνα του λογοτεχνικού χρόνου, άρχισα να κατεβάζω τόμους από τα ράφια.
Χαμός γινόταν. Τέτοια ανακατωσούρα ούτε σε παζάρι βιβλίων. Όπου χωρούσαν τα είχα τρυπώσει τα βιβλία. Ο Παπαδιαμάντης δίπλα στον Ζενέ∙ η δικιά μας γενιά του ’30 πλάι με τους Ρώσους∙ οι ποιητές, Έλληνες και ξένοι, στριμωγμένοι σε ένα ράφι∙ η Ζακλίν ντε Ρομιγί μέσα στους Αμερικανούς (τα Ρόδα της μοναξιάς της μόνο μοναξιά δεν θα μπορούσαν να ισχυριστούν). Βρήκα βιβλία που δεν θυμόμουν ότι είχα αγοράσει: μικρές νουβέλες του Μποντλέρ, του Ντιντερό και του Φλομπέρ, τον Φουέντες που νόμιζα ότι είχα χάσει. Βρήκα και βιβλία διπλά: τα Σταφύλια της οργής, την Πλωτή πόλη της Μάρως Δούκα. Και στα έξω ράφια όλα τα πρόσφατα αποκτήματά μου: Βαλτινός, ένας ακόμα Ζέμπαλντ, το Γλωσσικό πλέγμα του Paul Celan, η καινούρια συλλογή του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου, βιογραφίες (Κάφκα, Μπόρχες, Πηνελόπη Δέλτα, Βιρτζίνια Γουλφ). Μερικά βιβλία είχαν αρκετή σκόνη, σημάδι ότι κάθονταν ανενόχλητα πολύ καιρό στα ράφια. So many books, so little time. Είμαι αχόρταγη στα βιβλία. Οι μόνες αγορές που δεν έχω καταφέρει να περιορίσω.
Πάντως έκανα καλή δουλειά. Έλαμψαν οι συγγραφείς μου. Οι Ρώσοι στη βάση, όλοι μαζί για "ντόμπρι ντιεν"∙ από πάνω τους οι Έλληνες πεζογράφοι πριν το ’30∙ πιο ψηλά οι Γάλλοι∙ δίπλα οι αγγλόφωνοι, χώρια οι Άγγλοι από τους Αμερικανούς∙ πιο πάνω Γερμανόφωνοι. Στη συνέχεια οι Έλληνες μετά το ’30 και οι νεότεροι Έλληνες πεζογράφοι. Οι ποιητές σε δύο ράφια, ξεχωριστά οι Έλληνες από τους ξένους, με αλφαβητική σειρά το κάθε ράφι∙ βρήκε ο Καβάφης τον Κάλα, τον Καρούζο και τον Καρυωτάκη και τα λένε∙ η Κική πάντα δίπλα στον Άθω∙ κι ο Χιόνης στέκεται δίπλα στη Μυθολογία του Μάνου και στη Μάτση Χατζηλαζάρου, ενώ ο Εμπειρίκος μακριά της, δίπλα στον Οδυσσέα. Τι παιχνίδια παίζουν αυτές οι λίστες, έστω κι όταν είναι απλώς αλφαβητικές… Το πιο αγαπημένο μου ράφι παρέμεινε σχεδόν απείραχτο, στο κέντρο της βιβλιοθήκης, στο ύψος των ματιών. Είναι ένα ράφι με βιβλία για τα βιβλία, δηλαδή βιβλία με βιβλιοφιλικό περιεχόμενο (πώς γράφουν οι συγγραφείς, πώς διαβάζουν οι αναγνώστες, πώς νιώθουν τα ίδια τα βιβλία και οι βιβλιοθήκες). Τελειώνοντας χθες αργά το απόγευμα, επιθεώρησα πολλές φορές τη βιβλιοθήκη μου καμαρώνοντας τη νέα τάξη βιβλίων.
Σήμερα ξύπνησα με την ελπίδα μιας μέρας τουλάχιστον στεγνής, έστω και ανήλιαγης. Όμως η ίδια βροχή πέφτει αδιάκοπα∙ ούτε στη Σκωτία να ήμαστε. Βγήκα μια μικρή βόλτα στο κέντρο∙ η Διονυσίου Αρεοπαγίτου με ελάχιστο κόσμο, η Πανεπιστημίου και η Σταδίου μουδιασμένες∙ οι περαστικοί χωρίς πολλές σακούλες στα χέρια, τα ζευγάρια κρατώντας το χέρι ο ένας του άλλου, οι άστεγοι στη θέση τους κουκουλωμένοι. Ο «Ιανός» κλειστός∙ απέξω εργαζόμενοι με πανό∙ απεργία. Μπήκα στον Παπασωτηρίου για κάτι τελευταία δωράκια. Εννοείται ότι δεν συγκρατήθηκα (τώρα που έκανα και χώρο στα ράφια)∙ μου πήρα τον Εξώστη του Καχτίτση, τον Ντοστογέφσκι του Κωστή Παπαγιώργη  και ένα βιβλιαράκι με μια νουβέλα του David Sedaris, τα Ημερολόγια από τη Χώρα των Χριστουγέννων.
Γύρισα σπίτι μούσκεμα∙ η τελευταία βροχή του 2012, τουλάχιστον για μένα, αφού αύριο θα είμαι όλη την ημέρα στο νοσοκομείο. Μου έκανε ο Στέλιος έναν ωραίο ζεστό καφέ και διάβασα μονορούφι τον Sedaris. Ένας τριαντατριάχρονος επίδοξος σεναριογράφος προσλαμβάνεται να κάνει το ξωτικό στη Χριστουγεννιάτικη Πολιτεία ενός μεγάλου πολυκαταστήματος. Ογδόντα περίπου σελίδες μικρού σχήματος μονορούφι∙ περίσσεψε και καφές. Γραφή ανάλαφρη και ταυτόχρονα νευρώδης, καυστική και χιουμοριστική∙ θα αναζητήσω και τα άλλα του βιβλία.
Τέλος χρόνου λοιπόν∙τελευταία τούτη η ανάρτηση για το 2012.  Πολλές ευχές για μια ευτυχισμένη καινούρια χρονιά με λιγότερα προβλήματα και περισσότερες λύσεις…
 

20.12.12

Σημειώσεις για το τέλος του κόσμου


Τελειώνει λοιπόν ο κόσμος αύριο, πάνω που θα παίρναμε κι εμείς τη δόση. Βγήκε ο Έλληνας στο παζάρι και το παζάρι άφαντο. Τόση λιτότητα, τόσες περικοπές για το τίποτα. Η μόνη απόλαυση-και ας μας τη δώσει ο Ύψιστος πριν καταστρέψει ετούτο τον άχρηστο πλανήτη-θα είναι να δούμε τη Λαγκάρντ με τις πιζάμες της να τρέχει πανικόβλητη να προσευχηθεί στη Νοτρ Νταμ, τη Μέρκελ χωρίς το γνωστό σακάκι να εκλιπαρεί συγχώρεση, τον Βενιζέλο να μη βρίσκει θέση σε καταφύγιο λόγω στενότητας χώρου και τον ΓΑΠ να συνεχίζει αμέριμνος τη διάλεξή του πάνω στην έδρα, ενώ ολόκληρο το Χάρβαρντ έχει ισοπεδωθεί.

Θυμάμαι μια από τις παράδοξες ιστορίες που διηγούμαστε στα φοιτητικά χρόνια, με εκείνον τον άνθρωπο που αυτοκτονεί πέφτοντας από ψηλά και ξαφνικά ακούει ένα τηλέφωνο να χτυπάει, παθαίνει ανακοπή και πεθαίνει στον αέρα. Ο κόσμος είχε καταστραφεί, εκείνος νόμιζε ότι ήταν ο τελευταίος άνθρωπος και αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή του. Μόλις κατάλαβε ότι υπάρχει και κάποιος άλλος πάνω στη γη, αυτός που καλούσε στο τηλέφωνο, μετάνιωσε και πέθανε από την ταραχή του. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει μόνος του, όμως για να τα καταφέρει,  του αρκεί έστω και ένας ακόμα.

Τα δικά μου συναισθήματα για το τέλος του κόσμου είναι μπερδεμένα, τρικυμία στο μυαλό και αντάρα στην ψυχή. Χαίρομαι που δεν θα χρειαστώ ξανά καθαρισμό δοντιών, σέρβις στο αυτοκίνητο, θεώρηση των βιβλιαρίων του ΤΣΑΥ, που δεν θα πρέπει να ξαναλλάξω φίλτρο στον απορροφητήρα, που δεν θα ξανανεβώ στον μουσκεμένο από τον ιδρώτα του Χρυσαυγίτη μποντιμπιλντερά διάδρομο του γυμναστηρίου, που δεν θα έχω να ξανασιδερώσω ρούχα ή να φτιάξω τις ντουλάπες στο τέλος κάθε εποχής. Επιπλέον, χαίρομαι που θα διαψευστούν και θα το βουλώσουν επιτέλους όλοι εκείνοι οι χαλαροί "δεν χάλασε κι ο κόσμος " τύποι που κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Από την άλλη όμως λυπάμαι που δεν πρόλαβα να δω τη Σύρο και την Κέρκυρα (ή μήπως να πεταχτώ μια βόλτα το βραδάκι;), να διαβάσω τον καινούριο δίτομο Μουρακάμι, που δεν θα κάνει άλλες ταινίες ο Γούντι Άλλεν και που δεν θα προλάβει ο Ζούμπιν Μέτα να δώσει τη συναυλία του στο Μέγαρο τον Απρίλιο. Λυπάμαι επίσης που θα καταστραφεί το Liquid days-(αλλά τι λέω; Εδώ θα καταστραφούν ολόκληρο το blogspot, το facebook και το twitter).

Τέλος, σκέφτομαι να κανονίσω μια συγκέντρωση αύριο το βράδυ στο σπίτι, να περιμένουμε όλοι μαζί το τέλος, όπως οι ήρωες του Λαρς φον Τρίερ, που περίμεναν αγκαλιασμένοι  να συγκρουστεί ο πλανήτης Μελαγχολία με τη γη. Είστε όλοι καλεσμένοι. Θα φάμε ελαφρά, μιας και προβλέπεται ταρακούνημα, θα πιούμε παλιό, πολύ παλιό κρασί (το πιο παλιό που υπάρχει, έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται παλιώσει άλλο) και θα ακούσουμε το soundtrack του Until the end of the world του Βέντερς. Και ακριβώς λίγο πριν τελειώσει ο κόσμος, θα διαβάσει καθένας μας κάτι, αποχαιρετώντας τον. Έχω ήδη διαλέξει το δικό μου κομμάτι, από τον «Τελευταίο λουόμενο» της Χλόης Κουτσουμπέλη:

Ποιος θάναι λοιπόν ο τελευταίος λουόμενος
σε ποια νερά ραδιενεργά και μολυσμένα
πριν το σκοτάδι απλωθεί και μας σκεπάσει;
Τον φαντάστηκα
να κολυμπάει σε έρημη πισίνα
να πιάνεται απ' τη σκάλα και να βγαίνει
να προχωράει με βήματα υγρά
να παίρνει την πετσέτα
κι έπειτα να ρίχνει
μία τελευταία νοσταλγική ματιά
πριν σβήσουν όλα τα φώτα στον πλανήτη.

9.12.12

Οι άγριοι ασφόδελοι της Έμμας Λα Γκαρντ


Εδώ και μερικό καιρό, από τις μέρες που ήμουν στη Γλασκώβη, έχω φυλαγμένο ανάμεσα στα χαρτιά μου ένα απόκομμα εφημερίδας, μια σύντομη είδηση, με έκταση μόλις μίας δίστηλης παραγράφου. Ο Ρομπέρτο της ταινίας Η αγελάδα που έπεσε από τον ουρανό θα την έβαζε σίγουρα στη συλλογή του  με τις παράξενες ιστορίες της ζωής. Εγώ δεν κάνω τέτοια συλλογή από αξιοπερίεργες ιστορίες, αλλά προς στιγμήν σκέφτηκα να αρχίσω.
Μια γυναίκα από το Γκλόστερσαϊρ, η Έμμα (όπως η Μποβαρί) Λα Γκαρντ (όπως η Κριστίν, αλλά με δύο λέξεις), καταδικάστηκε σε φυλάκιση τριών ετών και εννέα μηνών, κατηγορούμενη για μια απίστευτη σκευωρία με όργανο και θύμα τον γιο της. Η Λα Γκαρντ πλαστογράφησε ιατρικά πιστοποιητικά που εμφάνιζαν τον γιο της να πάσχει από μια κακοήθη αιματολογική νόσο. Επί τρία ολόκληρα χρόνια κι ενώ το παιδί ήταν στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, το ανάγκαζε να πηγαίνει στο σχολείο πάνω σε αναπηρικό καροτσάκι, με αποτέλεσμα να γίνεται αντικείμενο πειραγμάτων από τους συμμαθητές του. Κάποια στιγμή του ξύρισε το κεφάλι και τα φρύδια, για να φαίνεται ότι είχε κάνει χημειοθεραπεία. Με την εξωφρενική αυτή απάτη, η Λα Γκαρντ απέσπασε ως επίδομα περίπου 85.000 λίρες στερλίνες. Πήρε τα παιδιά της και πήγε στη Φλόριντα, όπου συνέχισε να κυκλοφορεί τον μικρό με καροτσάκι για της δίνουν προτεραιότητα στις ουρές. Ο πατέρας του παιδιού, με τον οποίο η Λα Γκαρντ προφανώς ήταν σε διάσταση, υποψιάστηκε ότι κάτι συνέβαινε και συμβουλεύτηκε τον οικογενειακό του γιατρό. Έτσι αποκαλύφθηκε η απάτη και η σατανική Λα Γκαρντ οδηγήθηκε στο δικαστήριο.
Διαβάζοντας αυτή την απίστευτη ιστορία, σκέφτηκα αμέσως «να κάτι που γράφεται». Θα μπορούσε να γίνει διήγημα, νουβέλα, μυθιστόρημα, θεατρικό ή ταινία. Τη βασάνιζα στο μυαλό μου σχεδόν ένα μήνα. Να την αφήσω να εκτυλίσσεται στην Αγγλία, να τη φέρω στην Ελλάδα για να είναι πιο γνώριμο το περιβάλλον. Έψαξα στο διαδίκτυο για το Γκλόστερσαϊρ, την πόλη της Λα Γκαρντ. Είναι μια πόλη με 850.000 περίπου κατοίκους στο νοτιοδυτικό κομμάτι της Αγγλίας και αρχικά περιλάμβανε στην επικράτειά της και το Μπρίστολ. Έχει πολυάριθμα σχολεία και πανεπιστήμιο. Το 2007, υπέστη σοβαρές καταστροφές από μια μεγάλη πλημμύρα. Αντιπροσωπευτικό λουλούδι της περιοχής είναι ο άγριος ασφόδελος. Κάθε χρόνο, την τελευταία Δευτέρα του Μάη, διοργανώνεται στην πόλη μια γιορτή τυριού (Spring Banks Holiday). Συγκεκριμένα, η γιορτή γίνεται στον λόφο Κούπερ. Ένα κεφάλι τοπικού τυριού αφήνεται να κατρακυλήσει από την κορυφή του λόφου και οι συμμετέχοντες το κυνηγούν. Νικητής είναι αυτός που θα το φτάσει πρώτος.
Σκεφτόμουν την ψυχοπαθολογία αυτής  της γυναίκας. Προσπαθούσα να την περιγράψω με λέξεις, να επινοήσω γεγονότα που να ντύνουν τη ροή ενός διηγήματος. Είπα να κοιτάξω τι περιέχει το συρτάρι της, όπως κάνουν στα εργαστήρια δημιουργικής γραφής. Ξυράφια, πούδρα, ψεύτικες σφραγίδες, το Merck Manual σε παλιά έκδοση, ένα μικρό μπουκαλάκι με άρωμα wild daffodil. Τη φαντάστηκα να παίρνει μέρος στη Spring Banks Holiday, σπρώχνοντας το καροτσάκι του γιού της από το λόφο και στο τέλος κατσαδιάζοντάς τον που δεν κατάφερε να πιάσει το τυρί.
Δεν κατάφερα να σκαρώσω τίποτα καλό μέχρι σήμερα. Όλες οι εκδοχές που μου ήρθαν στο μυαλό, μου φαίνονταν τραβηγμένες. Ο αναγνώστης θα τράβαγε τα μαλλιά του, θα απορούσε με την αρρωστημένη φαντασία μου. Θυμήθηκα ένα σχόλιο στο ιστολόγιο, ότι βασανίζω τους χαρακτήρες μου. Αποφάσισα, λοιπόν, να μη βασανίσω το μικρό αγόρι περισσότερο απ’ όσο έχει ήδη υποφέρει. Αφήνω την ιστορία ωμή, όπως εμφανίστηκε στα ψιλά των εφημερίδων. Σίγουρα οι προεκτάσεις που θα έρθουν στο μυαλό σας, δεν θα είναι λιγότερο απίστευτες από τις δικές μου.

29.11.12

Μικρές οικογενειακές απολαύσεις

George Gallup
 
Όπως βλασταίνουν τα πουρνάρια, οι σχίνοι και τα ρείκια πάνω στα καμένα δάση, ενδείξεις "αναβλάστησης του φρυγανισμένου οικοσυστήματος" γράφουν τα ειδικά εγχειρίδια, κάπως έτσι αρχίζουν να ανοίγουν καινούρια καταστήματα στη θέση των χρεοκοπημένων παλαιών και οι προηγουμένως κλειστές, στοιχειωμένες βιτρίνες, τώρα με ολόφρεσκα χαμόγελα από νέον, σπεύδουν να θέλξουν τον άνευρο (χωρίς νεύρο και χωρίς ευρώ) καταναλωτή. Στη γειτονιά μας άνοιξε παράρτημα του Θεσσαλονικιού Χατζή με καζάν ντιπί, βουβαλίσια κρέμα και κάτι άλλα τούρκικα (βεζίρ παρμάκ;) που δεν καταλαβαίνω. Το είδα σήμερα το μεσημέρι και χάρηκα. Μετά από μια όχι πολύ κουραστική εφημερία, βγήκαμε με την Αννούλα βόλτα στην πλατεία, μια και το σχολείο της ήταν κλειστό λόγω συνέλευσης των δασκάλων.
Λίγα μέτρα πιο πέρα από τον ολοκαίνουργιο Χατζή, μας σταμάτησε μια κυρία για δημοσκόπηση. Θεωρούσα τις δημοσκοπήσεις ενοχλητικές και ανούσιες, μέχρι την εποχή που ασχολήθηκα με τη στατιστική.  Τότε συνειδητοποίησα τη χρησιμότητα της τυχαίας δειγματοληψίας και τις συνέπειες του non-response στο αποτέλεσμα μιας δημοσκόπησης και άρχισα να είμαι πιο επιδεκτική στα γκάλοπ, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για κάποιο θέμα που με ενδιαφέρει. Στη σημερινή κυρία απάντησα αρχικά ότι βιάζομαι, μέχρι που ξεστόμισε τη μαγική λέξη. Γιαούρτι.
Εξ απαλών ονύχων οι αντιστάσεις μου μπροστά σε ένα γιαούρτι ήταν μηδαμινές, άσχετα αν επρόκειτο για παραδοσιακό σε πήλινο, τυποποιημένο σε κεσεδάκι ή σακούλας, με φρούτα, με ξηρούς καρπούς ή με παγωτό. Ακόμα έχω στους γευστικούς κάλυκες της γλώσσας μου  το Βελουτέ της ΦΑΓΕ, εκείνο με τη φωτογραφία της κοπέλας πάνω στον κεσέ (πρωτοποριακή συσκευασία για την εποχή), που με τον μαγικό τρόπο του Προυστ μου φέρνει στο μυαλό μια ολόκληρη εποχή (τα πρώτα μου βινύλια, τις εξετάσεις του Lower, την Έλενα Ακρίτα στο Κορώνα-Γράμματα, το μπεζ ζιβάγκο του Ανδρέα Παπανδρέου και άλλες ασυνάρτητες αναμνήσεις, προσωπικές και μη).  Όσο και αν το ψυγείο μας  είναι πλέον λιγότερο γεμάτο απ’ ό,τι στο παρελθόν, το πάνω ράφι παραμένει πάντα φορτωμένο με διάφορα είδη γιαουρτιού, για τα γούστα όλης της οικογένειας.
Στο εν λόγω γκάλοπ, είχαμε να δοκιμάσουμε ένα καινούριο γιαούρτι και να απαντήσουμε σε ένα ερωτηματολόγιο, χωρίς αρχικά να μας αποκαλυφθεί η ταυτότητα του γιαουρτιού.  Δήλωσα στην κυρία την ιδιαίτερη σχέση μου με το λευκό ισοδύναμο της αμβροσίας και την πρόθεσή μου να συμμετάσχω στη δημοσκόπηση. Το χαμόγελο ικανοποίησης στο πρόσωπό της συναγωνιζόταν άνετα το γεμάτο αυτοπεποίθηση χαμόγελο στις φωτογραφίες του ίδιου του George Gallup. Ανεβήκαμε με την Αννούλα στο πατάρι ενός κεντρικού καφέ, καθίσαμε μπροστά σε ένα laptop και ήρθε το γιαούρτι. Το κεσεδάκι του ήταν τοποθετημένο μέσα σε μια λευκή κούπα έτσι ώστε να μη φαίνεται η ετικέτα, και το κάλυμμα από αλουμινόχαρτο ήταν τσακισμένο ανάποδα. Παρόλα αυτά, από τα χείλη της κούπας ξέφευγε εμπιστευτικά, με κεφαλαία προδοτικά γράμματα, η λέξη ΜΙΚΡΕΣ, αποκαλύπτοντας στον  έμπειρο καταναλωτή την ταυτότητα. «Μικρές οικογενειακές φάρμες» της ΔΕΛΤΑ. Θυμήθηκα την περιποιημένη αγρότισσα της διαφήμισης, με το γκριζαρισμένο μαλλί, το ελαφρό μακιγιάζ και το αρυτίδωτο δέρμα, ανάμεσα στις αγελάδες της, να απαντά στο κινητό. Στην άλλη άκρη της γραμμής,  ο γιος της,  με τη στοργική σύζυγο σε δεύτερο πλάνο, σε ένα άνετο και καλαίσθητο σπίτι, να παινεύει τη φάρμα της μάνας του.
Δοκίμασα μια κουταλιά από το γιαούρτι. Ήταν το πλήρες∙ είχα δοκιμάσει την προηγούμενη εβδομάδα το αντίστοιχο με 2% λιπαρά. Πολύ ωραίο γιαούρτι. Έκανα ότι σκέφτομαι λίγο, κατάπια και μια δεύτερη κουταλιά μισοκλείνοντας τα μάτια και απάντησα με σιγουριά: «Μικρές Οικογενειακές Φάρμες». Η κυρία ήταν ενθουσιασμένη. Δεν πίστευε αυτό που της συνέβαινε. Comme c'est curieux, comme c'est bizarre et quelle coïncidence! Προχωρήσαμε στις ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής. Σχετικά με το ίδιο το γιαούρτι, σχετικά με τη διαφήμιση, σχετικά με την εταιρεία. Ναι, ήταν ένα εξαιρετικό γιαούρτι. Ναι, θα το ξαναγόραζα. Ναι, η γεύση του ήταν υπέροχη. Όχι , δεν θύμιζε τα παραδοσιακά γιαούρτια (κρίμα που δεν ζει  πια η θεία του Στέλιου στο χωριό, να έδινε το δικό της γιαούρτι στις μικρές οικογενειακές φάρμες). Όχι, η διαφήμιση δεν ήταν πιστευτή (η αγρότισσα έμοιαζε να έχει προηγουμένως περάσει από salon de beauté). Όχι, δεν ήξερα αν είναι διπλοστραγγιστό («είναι, μαμά!», πετάχτηκε από δίπλα η Άννα, που θυμάται απέξω όλες τις διαφημίσεις).
Η δημοσκόπηση τελείωσε. Το γιαούρτι βγήκε πανηγυρικά από την κούπα, αποκαλύπτοντας την ετικέτα του. Ήταν δικό μου, να το απολαύσω μέχρι τέλους σε μια χαλαρή βόλτα με την κόρη μου. Η κυρία ήταν χαρούμενη. Είχε συμπληρώσει ένα δελτίο με περισσή επιτυχία. Από δίπλα, η συνάδελφός της μας κοίταζε με σχετική ζήλια, φυλλομετρώντας τα δικά της δελτία. Μακάρι να πάει καλά το γιαούρτι, τους ευχήθηκα φεύγοντας. Μακάρι να συνεχίσετε να έχετε δουλειά, εννοούσα. Μακάρι να πάνε καλά οι ελληνικές επιχειρήσεις και τούτος ο τόπος να γλιτώσει, σκεφτόμουν κατεβαίνοντας τη στενή σκάλα, με την Άννα να με κρατά σφιχτά απ’ το χέρι. Κι αυτό το κορίτσι, να φοβάται ακόμα τις σκάλες…

(Περισσότερα για τη ζωή και το έργο του George Gallup εδώ.)

28.10.12

Επιστρέφοντας στη Λισαβόνα


Tα πρωινά στη Λισαβόνα, όταν ακόμα δεν έχουν σβήσει οι νυχτερινές λάμπες των δρόμων, ο ποιητής έχει ήδη πάρει τη θέση του στο καφέ a Brasileira και παρατηρεί τη ζωή που περνάει, περιμένοντας όλα τα χρόνια τον ίδιο πρωινό καφέ. Φοράει πάντα καπέλο και παπιγιόν∙ με το ένα χέρι χειρονομεί έντονα, ενώ το άλλο αναπαύεται ήρεμο στο ίδιο τραπεζάκι του καφενείου. Ακριβώς μπροστά του οι σκάλες που κατεβάζουν στο μετρό. Στάση Baixa-Chiado.
          Σε λίγο, στους κεντρικούς δρόμους, οι ιδιοκτήτες αρχίζουν να ανοίγουν τα καταστήματά τους. Οι υπάλληλοι  σβήνουν βιαστικά το πρώτο τσιγάρο της ημέρας στην άχνα του πρωινού και μπαίνουν μέσα. Λίγο αργότερα βγαίνουν στα πεζοδρόμια τα χαρτόκουτα από τις συσκευασίες∙ καινούριο εμπόρευμα, καταμέτρηση, ταξινόμηση, τακτοποίηση στα ράφια.
                 Τα παράθυρα των σπιτιών ανοίγουν κι αυτά. Πρώτοι βγαίνουν στα μπαλκόνια οι ηλικιωμένοι ∙ φοράνε ζακέτες σε σκούρα χρώματα∙ μαύρο, γκρι, καφέ. Αργότερα βγαίνουν οι νέοι, μισοντυμένοι, με σώματα χτισμένα, σφριγηλά, ανατριχιασμένα από την πρωινή δροσιά και τον έρωτα. Στη συνέχεια βγαίνουν οι μπουγάδες∙ πολύχρωμες και ευωδιαστές, κρέμονται στα σκοινιά πάνω από τους δρόμους σαν λουλουδάτες αψίδες. Σε κάποια σκοινιά δεν κρέμονται ρούχα, αλλά παπούτσια∙ είναι εκείνοι οι περίεργοι δρόμοι που κουβαλάνε στις γωνιές τους τον αργό, σίγουρο θάνατο.
             Στις γωνιές των κεντρικών συνοικιών έχουν πάρει θέση οι καστανάδες. Η μυρωδιά από τις φουφούδες τρελαίνει τους βιαστικούς περαστικούς σταματάνε σαν υπνωτισμένοι για ένα σακουλάκι με ψημένα κάστανα.
            Η Λεωφόρος Ελευθερίας διατρέχει τη Λισαβόνα με φαρδιά πεζοδρόμια, φυτεμένα με πλατάνια. Τις Κυριακές οι μικροπωλητές απλώνουν τους πάγκους με τους μικρούς θησαυρούς τους, από καρφίτσες μέχρι μικροέπιπλα, όλα με την πατίνα του παρελθόντος, οικεία και γοητευτικά. Πορσελάνινες κούκλες, χειροποίητα κοσμήματα, λάμπες, καρτ-ποστάλ, παλιά βιβλία και περιοδικά χιλιάδες αγγίγματα δικά μας τωρινά, εξερευνητικά, τρυφερά και παλιότερα, ανθρώπων που χάθηκαν, χρηστικά ή αδιάφορα.
           Η  Rua Augusta συγκεντρώνει τους δημιουργούς των δρόμων. Μουσική, θέατρο, χορός, ζωγραφική ένας υπαίθριος πολυχώρος τέχνης απ’ όλο τον κόσμο. Το φλαμένκο δίνει τη θέση του στην ασιατική μουσική, η παντομίμα στον Μότσαρτ. Οι τουρίστες στέκονται με τις κάμερες να κάνουν τη στιγμή τους αιωνιότητα. Όλη την ημέρα, μέχρι αργά το βράδυ, ο δρόμος αυτός μαζεύει τη ζωή της πόλης και την ταΐζει γλυκίσματα φτιαγμένα με αυγά και ζάχαρη, αμυγδαλωτά και τάρτες με καρύδα. Αργότερα, την ώρα του μεσημεριανού φαγητού, η Αλκάνταρα παίρνει για λίγο τη σκυτάλη, με τα εστιατόριά της αραδιασμένα στη μια όχθη του Τάγου∙ λεπιδόπους και μπακαλιάρος μαγειρεμένοι με δεκάδες τρόπους.
         Το τραμ μαζεύει όλη την ημέρα τις διαδρομές των ντόπιων και των τουριστών. Οι κουβέντες τους ζωηρές∙ μεσογειακά επίπεδα έντασης και μια γλώσσα γεμάτη «ου». Το «όχι» τους «νιάου», ίδιο με της γάτας, η στάση «εστασάου». Πολλά βιβλία παραμάσχαλα∙ οι πενήντα αποχρώσεις του γκρίζου δίνουν και παίρνουν. Στις προθήκες των  βιβλιοπωλείων καμαρώνουν άλλες πενήντα αποχρώσεις, διαφορετικές από τις πρώτες∙ έχουμε και λέμε, σύνολο εκατό. Απίθανο πόσες αποχρώσεις μπορεί να έχει ένα χρώμα άχρωμο, όπως το γκρίζο…
          Οι τοίχοι της Λισαβόνας, όπως και της Αθήνας, φωνάζουν∙ άλλοτε οργισμένα με μαύρα ανάστατα γράμματα, άλλοτε με χιούμορ και χρώματα, άλλοτε με εικόνες φτιαγμένες περίτεχνα με χέρι ζωγράφου ή άτσαλα με δυο βιαστικές πινελιές∙ οι τοίχοι, οι δρόμοι, τα πεζοδρόμια ενός λαού που ζει κυνηγημένος από την τρόικα.

           Τα βράδια στη Λισαβόνα, τα άχρηστα χαρτόκουτα από τις συσκευασίες γίνονται σπίτια. Στήνονται στη σειρά, πάνω στα φαρδιά πεζοδρόμια της Λεωφόρου Ελευθερίας, με φως κλεμμένο από τους μεγάλους οίκους μόδας∙ ολόκληρες γειτονιές απελπισίας, προσπαθούν να κρατήσουν ζεστά τα νηστικά όνειρα των νυχτερινών ενοίκων, απρόσβλητα από τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών. Σώματα κουλουριασμένα μέσα στα κουτιά ή κάτω από υπόστεγα, κουκουλωμένα με κουβέρτες σε χρώματα παλιά, αναμνήσεων.
          Η πόλη σβήνει τα φώτα για να κοιμηθεί∙ σε κρεβάτια, παγκάκια ή χαρτόκουτα, ο ύπνος είναι λύτρωση. Ακόμα και οι τραγουδίστριες του fado στην Αλφάμα διπλώνουν τις μαύρες εσάρπες τους, ξεβάφονται και κινούν για τα σπίτια τους∙ από ψηλά, η Maria Severa τις παρακολουθεί και φυλάει τον δρόμο τους. Ξαγρυπνούν μόνο οι κούκλες στις βιτρίνες, οι γιατροί στα νοσοκομεία και ο ποιητής στο τραπεζάκι του καφενείου. Μόνος τα βράδια∙ οι αμέτρητοι φίλοι που του κράτησαν παρέα όλη την ημέρα, σφίγγοντάς του τα χέρια και βγάζοντας μαζί του φωτογραφίες, μάλλον έχουν ήδη κοιμηθεί. Ο προσεχτικός περαστικός που απέμεινε να νυχτοπερπατάει μπορεί να τον ακούσει, εκεί έξω από τη στάση Baixa-Chiado, να μονολογεί ψιθυριστά με τη φωνή κάποιου ετερώνυμου:

Απόλυτη νύχτα, απόλυτη ανησυχία εκεί έξω.
Ειρήνη σε όλη τη Φύση.
Η Ανθρωπότητα ξεκουράζεται και ξεχνά τις πίκρες της.
Ακριβώς.
Η Ανθρωπότητα ξεχνά τις χαρές και τις πίκρες της.
Συνηθισμένο να λέγεται κάτι τέτοιο.
Η Ανθρωπότητα ξεχνά, ναι, η Ανθρωπότητα ξεχνά,
Αλλά και ξύπνια η Ανθρωπότητα ξεχνά,
Ακριβώς. Αλλά εγώ δεν κοιμάμαι.
 
 
  1. Επιστρέφοντας στη Λισαβόνα: τίτλος ποιήματος του Φερνάντο Πεσόα. http://logoskaitexni.blogspot.gr/2012/07/blog-post_17.html
  2. Maria Severa: η πρώτη τραγουδίστρια του fado. Πέθανε σε νεαρή ηλικία. Στη μνήμη της, όλες οι τραγουδίστριες του fado, κατά τη διάρκεια των παραστάσεών τους, φορούν στους ώμους μια μαύρη εσάρπα. http://en.wikipedia.org/wiki/Maria_Severa-Onofriana
  3. Οι φωτογραφίες μου: http://www.facebook.com/maria.drimi.9?ref=tn_tnmn#!/media/set/?set=a.3472389982307.117552.1647877025&type=1
 

22.10.12

H Coimbra των fados και της βροχής


Ο άχρωμος, σχεδόν μίζερος σταθμός των υπεραστικών λεωφορείων στην Κουίμπρα διόλου δεν προδιαθέτει τον ταξιδιώτη για την άφιξη σε μια πόλη με ιδιαίτερη προσωπικότητα, που λάμπει σταθερά και διακριτικά κάτω από το άστρο της Λισαβόνας. Πρωτεύουσα της Πορτογαλίας μέχρι τον 13ο αιώνα, πανεπιστημιούπολη με ένα από τα πιο παλιά πανεπιστήμια της Ευρώπης, πατρίδα της έντεχνης μορφής fado που φέρει το όνομά της. Εδώ γεννήθηκε ο Κάρλος Παρέδες και εδώ σκάλισε στις χορδές της κιθάρας του τα περίφημα Άγουρα χρόνια του.
Η επιθυμία μου να δω την Κουίμπρα ήταν μεγάλη, τόσο μεγάλη που ελάχιστα μετριάστηκε από τα πυκνά μολυβιά σύννεφα που σκέπαζαν τον ουρανό της την ώρα που φτάσαμε. Δεν είχαμε πάρει μαζί ομπρέλες (το Yahoo Weather έδινε μικρή πιθανότητα βροχής-τι κι αν ο ουρανός ήταν κατάμαυρος και οι πρώτες ψιχάλες ήδη έπεφταν-το Yahoo δεν κάνει ποτέ λάθος).

Τα ολισθηρά από το ψιλόβροχο ανηφορικά καλντερίμια, συντροφευμένα από τοίχους στολισμένους με παλιά αζουλέζου ή γυμνούς, γεμάτους με συνθήματα για την ανεργία, τους χαμηλούς μισθούς και την τρόικα, οδηγούσαν τα βρεγμένα μας βήματα στην κορυφή της πόλης, όπου βρίσκεται το Πανεπιστήμιο. Σε έναν τοίχο ένα σκίτσο με μια φάλαινα που ξεφυσάει (η νύχτα είναι μια φάλαινα-η Κουίμπρα ταιριάζει σε ποιητές) σε άλλο τοίχο το σύνθημα People of Europe rise up! σε έναν άλλο η επιγραφή Escorbuto (σκορβούτο)-πού το θυμήθηκαν; (υπάρχει και μια ισπανική ροκ μπάντα, όμως).

Καθώς ανηφορίζαμε, βλέπαμε όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του ποταμού Μοντέγου, που διασχίζει την πόλη. Η βροχή ξαφνικά άρχισε να δυναμώνει. Βρήκα καταφύγιο στο υπόστεγο ενός παλιού σπιτιού υπόστεγο μόνο κατ’ ευφημισμό, αφού ίσα που με κάλυπτε, κολλημένη στην πόρτα και με ελαφρά ρουφηγμένη την κοιλιά. Στο σκαλοπάτι της πόρτας, μια σακούλα με ανακυκλώσιμα σκουπίδια και ένα άδειο μπουκάλι μπίρας βολόδερναν πάνω στις πλάκες, παρασυρμένα από τα ρυάκια της βροχής που κατηφόριζαν. Μαζί με τα ρυάκια, κατηφόριζε κι ένα λευκό Φίατ 500 με δυο κοπέλες (φοιτήτριες ίσως). Η ξανθιά οδηγός πήρε ανοιχτά τη στροφή και πάτησε το μπουκάλι της μπίρας, που θρυμματίστηκε με θόρυβο. Ευτυχώς, η Αγία Ρίτα του γειτονικού κολλεγίου (όπου είχε καταφύγει η φίλη μου) απέτρεψε έγκαιρα το κακό. Από μακριά, φάνηκε ένας νεαρός να τρέχει μέσα στη βροχή με τις σημειώσεις του παραμάσχαλα (αυτός ήταν σίγουρα φοιτητής). Και βέβαια, από όλα τα σπίτια της Κουίμπρα, συνέβη να μένει σε αυτό το ένα και μοναδικό που είχα διαλέξει για καταφύγιο. Μου έκανε ευγενικά νόημα-“oh, you live hereof course…”, ψέλλισα απευθύνοντάς του το τελευταίο στεγνό μου χαμόγελο. Παραμέρισα, δίνοντας τόπο στη βροχή ο νεαρός ξεκλείδωσε και χάθηκε στο εσωτερικό του σπιτιού.
Η βροχή όμως δεν κρατάει για πάντα κι έτσι σε λίγο συνεχίζαμε την ανάβαση, μέχρι που πρόβαλε επιβλητικό μπροστά μας το Πανεπιστήμιο της Κουίμπρα. Νιώθω κάθε φορά ένα δάγκωμα στη θέα των ξένων πανεπιστημίων. Το ίδιο ένωθα και τώρα. Μπροστά μας στεκόταν η Ιατρική Σχολή και απέναντί της η Γενική Βιβλιοθήκη. Αγοράσαμε εισιτήρια για να δούμε τους χώρους του Πανεπιστημίου και κυρίως τη Βιβλιοθήκη Joanina. Πρόκειται για μια βιβλιοθήκη που δημιουργήθηκε τον 18ο αιώνα και φιλοξενεί περίπου 350.000 τόμους βιβλίων, μερικά από τον  15ο αιώνα. Το κτήριο είναι ψηλοτάβανο, με ράφια μέχρι την οροφή, φορτωμένα με χρυσόδετους τόμους. Οι τοίχοι του έχουν πάχος 2 μ. και εξασφαλίζουν σταθερή θερμοκρασία στο εσωτερικό. Οι βιβλιοθήκες είναι δρύινες, στολισμένες με κινέζικα μοτίβα. Όπως πληροφορηθήκαμε από ένα ενημερωτικό φυλλάδιο, το ξύλο της δρυός απωθεί τα έντομα∙ επίσης μέσα στη βιβλιοθήκη υπάρχει άλλος ένας σύμμαχος των βιβλίων: μια κοινωνία από βιβλιόφιλες νυχτερίδες που τρώνε τα έντομα. Για να μη λερωθούν τα περίτεχνα, γεμάτα μαρκετερί τραπέζια της βιβλιοθήκης από τις ακαθαρσίες των νυχτερίδων, κάθε βράδυ οι φύλακες τα σκεπάζουν με δερμάτινα καλύμματα.

Οι φοιτητές του Πανεπιστημίου της Κουίμπρα φοράνε στην επίσημη στολή τους κορδέλες διαφορετικών χρωμάτων ανάλογα με τη σχολή. Στο τέλος κάθε ακαδημαϊκού έτους, καίνε τις κορδέλες σε ειδική τελετή. Επίσης, δίνουν συναυλίες με fado της Κουίμπρα και άλλα είδη μουσικής, άλλοτε στο Πανεπιστήμιο και άλλοτε σε υπαίθριους χώρους.

Μετά το Πανεπιστήμιο, κατηφορίσαμε προς το κέντρο της πόλης. Σε μερικά μπαλκόνια, τα παλιά τζιν των ενοίκων, ραμμένα στα μπατζάκια και γεμισμένα με χώμα, χρησίμευαν ως γλάστρες για μικρά φυτά. Λίγα και καλόγουστα τα τουριστικά καταστήματα∙ σε ένα από αυτά ακουγόταν το Verdes años, τιμή στον Κάρλος της πόλης. Σε ένα καλντερίμι ανταμωθήκαμε με μια γιαγιά που κρατούσε μια φρατζόλα ψωμί και μια ομπρέλα. Τι πιο φυσικό θα σκεφτόταν κανείς, μέχρι τη στιγμή που θα έβλεπε τη γιαγιά να σηκώνει την ομπρέλα εν είδει όπλου και να μας κλείνει το δρόμο με ύφος σχεδόν απειλητικό. Με νοήματα της χούφτας μας έδωσε να καταλάβουμε ότι χρειάζονταν διόδια για να περάσουμε. Της έδωσα 50 λεπτά∙ το ύφος της έγινε χαρούμενο και με ένα ενθουσιώδες “obrigada” («ευχαριστώ-υπόχρεη») μας άφησε να περάσουμε.

Καθίσαμε σε ένα συμπαθητικό καφέ, που έφερε το βαρύ όνομα Café a Brasileira (όπως το περίφημο καφέ της Λισαβόνας όπου πίνει καφέ εδώ και δεκαετίες το άγαλμα του Πεσόα). Δίπλα μας, ένα μεσήλικο ζευγάρι μάλλον ντόπιων έπιναν αμίλητοι τον καφέ τους. Δεν αντάλλαξαν ούτε λέξη, αντάλλαξαν μόνο σε μια στιγμή τα περιοδικά τους, τουλάχιστον όσο κράτησε ο δικός μας καφές.

Η βροχή ξανάρχισε πιο δυνατή. Μπήκαμε σε ένα κατάστημα για να πάρουμε δύο ομπρέλες, όμως όταν βγήκαμε, η βροχή είχε γίνει πια κατακλυσμός. Οι ομπρέλες γύρισαν ανάποδα από τον αέρα, τα ρούχα μας μούσκεψαν, τα παπούτσια μας ήταν πιο βρεγμένα και από βατραχοπέδιλα. Αν δεν είχαμε να προλάβουμε το δρομολόγιο της επιστροφής, θα μπορούσαμε να κάτσουμε κάπου μέχρι να σταματήσει η βροχή. Αναγκαστικά όμως συνεχίσαμε να προχωράμε μέχρι τον σταθμό, που αυτή τη φορά μου φάνηκε πιο συμπαθητικός και φιλόξενος. Το λεωφορείο μας δεν άργησε να έρθει και ευτυχώς, όπως τις περισσότερες φορές, είχε αδιάβροχα καθίσματα. Μέχρι τώρα η Κουίμπρα μου έφερνε συνειρμούς fado∙ από δω και πέρα νομίζω ότι θα μου φέρνει σταγόνες.

 Όφειλα αυτή την ανάρτηση στην ξεχωριστή αυτή πόλη, και επειδή ήθελα να σας την παρουσιάσω, αλλά και επειδή σε τούτο το ιστολόγιο πρέπει να υπάρχει καταγραφή της πιο liquid από τις liquid days της ζωής μου.



8.9.12

Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια και ο νεαρός με την κατεβασμένη κουκούλα


          
               Σε κάθε ταξίδι επιστροφής, μηρυκάζω νοερά τα μέρη που άγγιξα με το φευγαλέο βλέμμα του επισκέπτη, συνήθως αθέλητα,  πάνω από ένα βιβλίο, με τον συγγραφέα να πλέκει μάταια τις ζωές των ηρώων του για να με κρατήσει μέσα στο αεροπλάνο, στο πλοίο ή στο αυτοκίνητο. Γυρίζοντας από τη Μήλο, βραδινή ώρα, με ένα ταχύπλοο, κάθομαι στη θέση που προβλέπει το εισιτήριό μου: 32Ι. Μετά το απέραντο γαλάζιο των προηγούμενων ημερών, βολεύω το απέραντο μπλε των αποσκευών μου-μικρή μπλε βαλίτσα και μπλε σακίδιο-δίπλα στα πόδια μου.  Βγάζω τον Μυριβήλη-μισό στο πήγαινε και μισό στο έλα είχα υπολογίσει-και τα πρόχειρα γυαλιά μου.
                Πριν ξαναχωθώ στη ζωή του Λεωνή, ρίχνω μια ματιά στο διπλανό μου ζευγάρι. Πολύ μικροί, γύρω στα είκοσι· ξένοι· μιλάνε χαμηλόφωνα, δεν μπορώ να καταλάβω σε ποια γλώσσα. Η κοπέλα, φυσική κοκκινομάλλα, με γυαλιά, ελαφρώς υπέρβαρη, σκούρο μακρυμάνικο πουκάμισο, στα πόδια ψηλά αρβυλάκια. Το αγόρι, πολύ λεπτό έως ισχνό, γκρίζο φούτερ με την κουκούλα τραβηγμένη μπροστά στο πρόσωπο μέχρι κάτω από τη μύτη, αρβυλάκια και αυτός. Είμαι καθισμένη δίπλα στο αγόρι και βλέπω κάτι που με αναστατώνει. Στα πόδια του έχει το σακίδιό του και στην εξωτερική τσέπη, σε πρώτη ζήτηση, μια σακούλα για τη ναυτία. Γι’ αυτό μάλλον έχει σκεπάσει το πρόσωπό του· τον ζαλίζει η θάλασσα. Σκέφτομαι ότι θα μου έρθει καμιά ρουκέτα και κολλάω στην άλλη άκρη του καθίσματος, τραβώντας μαζί και τα πράγματά μου. Δεν υπάρχουν άδεια καθίσματα. Το sea jet έρχεται από Σαντορίνη και Φολέγανδρο.
                Τον παρατηρώ πιο προσεκτικά. Το κομμάτι του προσώπου που φαίνεται είναι πολύ χλωμό, άτριχο. Τα χείλη λεπτά και η φωνή του ψιλή, σχεδόν παιδική. Τα χέρια του δεν βρίσκουν ησυχία. Με ανατριχιαστικό τρόπο σπάει τα δάχτυλα, σκύβει το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατά του και πιάνει νευρικά τα άρβυλα, παίρνει βαθιές ανάσες. Η τηλεόραση παίζει το «The magnificent seven». Ένα παιδάκι από τα πίσω καθίσματα μπερδεύει τον Τζορτζ Κλούνι με τον Τομ Κρουζ (μπερδεύονται ποτέ αυτοί οι δύο;)
                Η κοπέλα κάνει μασάζ στον αυχένα του φίλου της, προσπαθώντας μάλλον να τον χαλαρώσει. Αυτός κάθε λίγο αναπηδάει στο κάθισμα. Κατεβάζει κι άλλο την κουκούλα. Την έχει ξεχειλώσει εντελώς. Σκέφτομαι ότι μπορεί να είναι άρρωστος, για να είναι τόσο λεπτός (κάποια ειδική θεραπεία;) Συνεχίζει να σκύβει στα γόνατά του, να ανασαίνει βαθιά, να σπάει τα δάχτυλα. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ στο βιβλίο. Ο Λεωνής κολυμπάει με τη Σαπφώ και την  αδελφή της. Η θάλασσα έχει κύματα, αλλά η Σαπφώ απομακρύνεται με σίγουρες απλωτές. Η δική μας θάλασσα είναι σχετικά ήρεμη, όμως το κάθισμα δίπλα μου συνεχίζει να τραντάζεται κάθε τόσο. Σε λίγο θα έχω κι εγώ ναυτία.
                Η Μήλος είναι μέσα στο μυαλό μου· δεν έχω φύγει ακόμα, θα μου πάρει μερικές μέρες. Η χώρα μας είναι ίσως η ομορφότερη του κόσμου· το «ίσως» μόνο για τα μάτια του κόσμου· είναι η ομορφότερη. Οι σκαρφαλωμένες στην κορυφή Παναγιές που αγναντεύουν τα γύρω νησιά, οι λαξευμένοι από γλύπτη βράχοι, ακλόνητοι μέσα στο απέραντο γαλάζιο, τα σπίτια που αστράφτουν ολόλευκα στο πρωινό φώς του ήλιου και που αργότερα, σχεδόν γαλάζια,  καθρεφτίζουν τη θάλασσα στο ηλιοβασίλεμα, οι κακοτράχαλοι γκρεμοί που οδηγούν τον επίμονο περιηγητή σε μαγικές παραλίες· όλα αυτά δεν τα έχω βρει αλλού. Ανυπομονώ να φτιάξω τις φωτογραφίες που έβγαλα. Ένα δυνατό τράνταγμα του διπλανού καθίσματος με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Πλησιάζουμε.
                Απέναντί μας βρίσκονται οι τουαλέτες. Αριστερά η ανδρική και δεξιά, ακριβώς στην ίδια ευθεία με το κάθισμα του νεαρού, η γυναικεία. Τον βλέπω να σηκώνεται απότομα, με τα πόδια ανοιχτά για να στηριχτεί καλύτερα, και να πηγαίνει προς τα εκεί. Έχει αρκετά στρογγυλή πύελο και πολύ λεπτά πόδια. Θα κάνει εμετό· είμαι σίγουρη. Ανοίγει τη δεξιά πόρτα· των γυναικών. Δεν προλαβαίνει να φτάσει στην ανδρική, σκέφτομαι. Και μετά λάμπει στο μυαλό μου η αλήθεια, εκτυφλωτικά αστραφτερή, σαν τα σπίτια της Μήλου στον ήλιο. Είναι γυναίκα. Είναι ζευγάρι γυναικών. Έτσι εξηγούνται και τα άρβυλα, καλοκαιριάτικα. Και η ψιλή φωνή, και το άτριχο δέρμα. Σε λίγο βγαίνει από την τουαλέτα, με το πρόσωπο σταθερά καλυμμένο με την κουκούλα. Κάθεται στη θέση της.
                Έχουμε μπει πια στο λιμάνι του Πειραιά. Βάζω τον Μυριβήλη στην τσάντα. Γύρω μου οι επιβάτες ετοιμάζονται για την αποβίβαση. Το ταχύπλοο σταματάει. Οι κοπέλες δίπλα φιλιούνται. Τη βγάλαμε και αυτή τη φορά, πρέπει να σκέφτεται η διπλανή μου. Κατεβαίνω στο λιμάνι και στήνομαι στην ουρά για ταξί. Με παραλαμβάνει ένας αδύνατος, αξύριστος ταξιτζής, ντυμένος στα μαύρα. Το ταξί μυρίζει τσιγάρο και πετρέλαιο. Πριν πιάσει το τιμόνι, ανάβει τσιγάρο και μου λέει με βαριά τσιγαροφωνή, που θυμίζει τον Μπάτη: «Τι λέει το τζετάκι; Έκανε κούνια;»
                Εκείνη τη στιγμή θέλω να βγω από το ταξί, να πέσω στη θάλασσα με τον Λεωνή και τη Σαπφώ και μαζί, κολυμπώντας, να γυρίσουμε στη Μήλο. Περιορίζομαι σε μια ξινή αντερώτηση: «Κούνια; Τι εννοείτε;»               

26.12.11

Αν δεν προλάβεις να πεθάνεις νέος, πεθαίνεις νάνος



Στη μνήμη του Αργύρη Χιόνη

Τις αληθινά όμορφες γραφές δεν χρειάζεται να τις ψάξεις πολύ∙ σε βρίσκουν εκείνες από μόνες τους. Μερικές φορές δεν ξέρεις καν ποιος είναι ο δημιουργός τους∙ είναι τόσο ζωντανές, που στέκουν όρθιες χωρίς τη βοήθειά του. Έτσι είχε περάσει από δίπλα μου, σχεδόν είκοσι χρόνια πριν, το «Ωραίο καλοκαίρι» των αδελφών Κατσιμίχα, ένα ονειρικό τραγούδι, στο οποίο συμμετείχε και ο Πασχάλης. Περίεργος συνδυασμός, περίεργα γοητευτικοί μου είχαν φανεί οι στίχοι. Ένας παππούς κάνει αμμόλουτρα∙τον ξεχνάνε θαμμένο στην άμμο και όταν τον αναζητούν μετά από μέρες, σηκώνουν το καπέλο του κι αυτός δεν είναι από κάτω. Ένα παιδί δαρμένο γίνεται αχινός∙ οι γονείς του τρώνε την καρδιά του με μαχαίρι και πιρούνι χωρίς να τρυπηθούν. Ένα κυνηγημένο σκυλί τρώει πρώτα την ουρά του, ύστερα το κορμί του και μένει μόνο το κεφάλι του γλειμμένο πάνω στα βότσαλα. Το όνομα του στιχουργού, Αργύρης Χιόνης, δεν μου έλεγε τίποτα όταν άκουσα για πρώτη φορά αυτό το υπέροχο τραγούδι και με τον καιρό είχα πια λησμονήσει εντελώς σε ποιον ανήκαν αυτοί οι καταπληκτικοί στίχοι.
Καμιά δεκαπενταριά χρόνια αργότερα, σε κάποιο βιβλιοπωλείο, έπεσε στα χέρια μου ένα μικρό βιβλίο. Με τράβηξε ο τίτλος: «Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες». Ξεφυλλίζοντάς το, δεν μπορούσα να καταλάβω σε ποιο είδος γραφής ανήκε. Αργύρης Χιόνης, ο μυστηριώδης συγγραφέας του. Ήταν μικρά διηγήματα; Ήταν παραμύθια για μεγάλους; Η σελίδα των περιεχομένων μου φάνηκε από μόνη της ένα ποίημα. Να γράφεις στα χώματα…. Μια πέτρα που δεν είχε τίποτα να χάσει, μέχρι που ανακάλυψε έναν καινούριο κόσμο και τον έχασε… Η ζωοποιός κρεατομηχανή… Άφησα και ξαναπήρα το βιβλίο από τον πάγκο του βιβλιοπωλείου αρκετές φορές εκείνη την ημέρα, μαδώντας λες μια αόρατη μαργαρίτα, μέχρι που τα πέταλά της αποφάσισαν ότι έπρεπε να το αγοράσω. Γυρίζοντας με το μετρό, το διάβασα μονορούφι. Μου έφερε στο νου τα «Μαύρα παραμύθια» του Γιώργου Μανιώτη, ένα άλλο βιβλίο που με είχε εκπλήξει ευχάριστα στα φοιτητικά μου χρόνια. Διάβασα στο ένα αυτί του εξώφυλλου για τον περίεργο συγγραφέα που ζούσε στην ορεινή Κορινθία «καλλιεργώντας τη γη και την ποίηση».
Στη συνέχεια, έπαιρνα χωρίς δεύτερη σκέψη κάθε βιβλίο του Αργύρη Χιόνη που έβρισκα κάθε φορά μπροστά μου και το απολάμβανα φρέσκο, αμέσως μετά την απομάκρυνση από το ταμείο, όρθια περιμένοντας το τραμ ή το μετρό ή βαδίζοντας στο δρόμο και σκοντάφτοντας πάνω σε περαστικούς, ανύποπτους για όλα τα μαγικά γεγονότα που διαμείβονταν στις  πολύτιμες σελίδες των βιβλίων του Χιόνη. Στα «Όντα και μη όντα», είχα σαστίσει όχι τόσο με όλα τα περίεργα, συμβολικά πλάσματα που είχε γεννήσει η ευρηματική φαντασία του Χιόνη, όσο με τον Αργεντινό ποιητή Esteban Argentea Nieve, ένα υπαρκτό πρόσωπο ή έναν ετερώνυμο του ίδιου του Χιόνη, κάτι στο οποίο παρέπεμπε η απόδοση στα ελληνικά του ονόματος του Αργεντινού ποιητή. Μετά ήρθε το αριστουργηματικό «Υπόγειο».  Θυμάμαι να το διαβάζω άπληστα, δυο φορές μονοκοπανιά, περιμένοντας μια φίλη μου σε ένα καφέ  του Mall και όταν εκείνη ήρθε, να της το ξαναδιαβάζω ενθουσιασμένη σχεδόν ολόκληρο μία ακόμα φορά. Η «Φωνή της Σιωπής» του κυκλοφορεί από τότε που την πήρα σε όλο το σπίτι, σε κομοδίνα, κρεβάτια, γραφείο ή έρχεται μαζί μου σε τσάντες, σάκους ή στο χέρι, έτσι για παρέα. Ανοίγω μια τυχαία σελίδα και παίρνω μια τζούρα, έχοντας κάνει κανονική εξάρτηση στον ποιητικό κόσμο αυτού του αθόρυβου δημιουργού.
Οι φράσεις του, κανονικές προφητείες∙ ίσως έτσι απομονωμένος, σαν τον άνθρωπο ανάμεσα σ’ ουρανό και γη, να κοινωνούσε στ’ αλήθεια τα θεϊκά πράγματα. Στοχάζεται πάνω στην ανθρώπινη υπόσταση, ενταγμένη πάντα μέσα σε μια τραυματισμένη φύση που αντεπιτίθεται. Προειδοποιεί: θα’ ρθει μια μέρα που οι άνθρωποι θα μισήσουν τόσο τον εαυτό τους, ώστε θα σφίγγουν με τα χέρια το λαιμό τους και θα στραγγαλίζονται μονάχοι τους. Η ποίησή του κόβει με απαλές, αλλά βαθιές χαρακιές. Η ποίηση πρέπει να’ ναι/ Ένα ζαχαρωμένο βότσαλο/ Πάνω που θα’ χεις γλυκαθεί/ Να σπας τα δόντια σου. Συχνά η αίσθηση που αφήνει η ποίησή του είναι αυτή η καρυωτακική απαισιοδοξία (Βαρύ φορτίο για τον άνθρωπο η ψυχή, αφάνταστα βαρύ για το τόσο αδύναμο σκαρί. Πάλι καλά που το ταξίδι δεν κρατά πολύ). Η σκέψη του, ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει την ανθρώπινη ύπαρξη μέχρι τα απώτερα περιθώριά της, είναι σχεδόν αναρχικός (είμαστε κάτι πτωματόμυγες/ απάνω στο κουφάρι του καιρού μας). Σκάβει μόνος του την ψυχή του, ψαρεύει μέσα της έχοντας τις λέξεις για «ψαροσκουλήκια», τη ματώνει και προσφέρει το αίμα της μετουσιωμένο σε στίχους. Εξάλλου, η ποίηση είναι ένα ποτήρι αδειανό που το γεμίζουμε με το αίμα μας και ύστερα το προσφέρουμε στους άλλους.
Δεν έχω ακόμα πιστέψει την απώλεια του Αργύρη Χιόνη. Κι αυτό γιατί δεν ξέρω αν πραγματικά υπήρχε άνθρωπος που μπορούσε να πλάθει τέτοιες ιστορίες, χρησμούς, προφητείες και φανταστικά όντα, που ήταν σα να είχαν βγει από χέρι θεού. Βέβαια, η αυστηρή δημογραφική καταγραφή επιβεβαιώνει την αναχώρησή του. Το σχετικό κορμί του «δεν μπόρεσε τον ακατάσχετο να σταματήσει καταρράχτη των ημερών» και «η νύχτα που καραδοκούσε» κέρδισε τελικά τη μάχη. Κι όμως, εμένα μου φαίνεται ότι ο Χιόνης ήταν οι ίδιες οι λέξεις του και αυτές είναι ακόμα ζωντανές. Τις ακούω και απόψε το βράδυ, να κραυγάζουν από τα ράφια της βιβλιοθήκης μου στην ίδια αμείωτη ένταση, τον ίδιο απεγνωσμένο φόβο, την απύθμενη τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Τα ποιήματά μου θα επιζήσουν/Του χεριού που τα γράφει/…Τα ποιήματά μου με ποιούν δεν τα ποιώ/…Τα μόνα ποιήματα που ποίησα εγώ/Τα μόνα που ήταν πιο αδύναμα από μένα/Είναι όσα τόλμησα να σκίσω ή να μη γράψω. Τις αγαπώ αυτές τις λέξεις του, σαν σταθερές παρουσίες στη ζωή μου. Τις αναζητώ σε στιγμές αδυναμίας ή σε στιγμές δύναμης και προσπαθώ, όσο μπορώ, να μην τις προδίδω. Πατάτε με σεβασμό την άσφαλτο. Από κάτω της υπάρχουν πέτρες που ονειρεύονται κήπους.
R.I.P. Αργύρης Χιόνης, Χριστούγεννα 2011.