Σελίδες

12.7.11

A man's world


     Τρίτη 12 Ιουλίου του σωτήριου έτους 2011, που δεν φαίνεται να χρωστά καλό πουθενά. Πρώτα η Ιαπωνία με τον καταστροφικό σεισμό και τον πυρηνικό όλεθρο, πριν και μετά και συνεχώς η Ελλάδα με το οικονομικό και κοινωνικό αποτέλειωμα, τώρα η Κύπρος με την πολύνεκρη τραγωδία.
   Είναι πρωί και ήδη κάνει πολλή ζέστη. Ο αέρας φυσάει μανιασμένα προσκαλώντας τους απανταχού εμπρηστές να πιάσουν δουλειά. Ξεκινάω κι εγώ για τη δική μου δουλειά, σ’ έναν κλάδο που απόμεινε μόνο να τρεμοσβήνει αχνά σαν φλόγα μισοτελειωμένου κεριού. Ευτυχώς που τώρα το καλοκαίρι η διαδρομή από την εξοχή είναι πιο εύκολη.
   Σταματάω το αυτοκίνητο δίπλα στον κάδο σκουπιδιών. Χώρια η ανακύκλωση, χώρια τα υπόλοιπα. Οικολογικές καταβολές από τις ευτυχισμένες ημέρες. Πάλι καλά που υπάρχουν ακόμα απορριμματοφόρα, Δήμοι και κάδοι.
   Στη μέση του δρόμου βλέπω κάτι μαυριδερό να κινείται. Ένα μισοπατημένο ποντίκι, σκέφτομαι με αηδία. Κοιτάζω πιο προσεκτικά. Δεν μοιάζει με ποντίκι. Νεογέννητο γατάκι είναι. Ακούω το στριγγό κλαψούρισμά του ανάμεσα στις νότες του René Aubry. Για μια στιγμή στέκομαι αναποφάσιστη. Ο μισός μου εαυτός λέει να το πάρω. Ο άλλος μισός βαριέται τους μπελάδες και σκέφτεται ότι θα αργήσει στο νοσοκομείο.
   Δύο αυτοκίνητα περνάνε με ταχύτητα. Τζιπ και τα δύο. Όχι παίζουμε. Η Ελλάδα μόνο για λίγο καιρό ξαποσταίνει. Είναι γνωστό αυτό διεθνώς, γι΄αυτό και δεν μας πολυεμπιστεύονται. Κοιτάζω με κομμένη την ανάσα πίσω από το δεύτερο τζιπ. Το γατάκι συνεχίζει ατάραχο να διασχίζει τον δρόμο γρυλλίζοντας. Χαμπάρι δεν έχει πάρει ούτε για τις φετινές πυρκαγιές που ήδη άρχισαν, ούτε για τις περικοπές των μισθών, την κρίση στην Ιταλία, τις κομπίνες στο ποδόσφαιρο, τη συναυλία του Roger Waters.
   Ανοίγω βιαστικά τη σακούλα της ανακύκλωσης και βγάζω ένα χάρτινο κουτί από δημητριακά. Οικογενειακή συσκευασία, 625 γραμμάρια. Στη μια πλευρά του κουτιού, η Ελένη Πετρουλάκη υπόσχεται επίπεδη κοιλιά. Βγαίνω από το αυτοκίνητο. Κάνω σήμα στο επόμενο αυτοκίνητο που έρχεται, να σταματήσει. Βουτάω το γατάκι από το δέρμα του αυχένα και το χώνω απαλά μέσα στην οικογενειακή συσκευασία. Νέο μέλος στην οικογένεια. Δεν πρέπει να φτάνει τα 625 γραμμάρια.
   Βάζω όπισθεν και γυρίζω πίσω. Ο Στέλιος παραξενεύεται που με βλέπει. Ρίχνει μια ματιά στο κουτί και συνοφρυώνεται. Ίδια αντίδραση με τον μισό μου εαυτό. «Δεν είναι βιώσιμο», μου λέει. Πράγματι, το γατάκι μοιάζει μισοπεθαμένο. «Έτσι λέμε και για πολλούς από τους αρρώστους που νοσηλεύουμε και που, τελικά, φεύγουν περπατώντας», απαντάω. Ξυπνάω τα κορίτσια. Σηκώνονται αμέσως.
    Με μια μικρή σύριγγα δίνουμε στο γατάκι λίγο γάλα. Είναι ακόμα τυφλό. Από την κοιλιά του κρέμεται κάτι σαν κλωστή, σα μεταξωτό ράμμα Νο 0. Αργότερα έμαθα ότι αυτό είναι απομεινάρι του ομφαλικού κολοβώματος. Οι γάτες κόβουν τους ομφάλιους λώρους με τα δόντια τους. Οι γυναίκες πάλι, όχι. Χρησιμοποιούν όλες τις μοντέρνες τεχνικές της Μαιευτικής. Εκτός, βέβαια, αν υπάρχει διακοπή ρεύματος. Τότε φέγγει λίγο η κινητή τηλεφωνία και βγαίνει το μωρό. Όπως και να’χει, στον κόσμο των ανθρώπων, άλλο είναι να γεννιέσαι άνθρωπος και άλλο γάτα.
   «Πώς θα το πούμε;»
    Είναι αγόρι. Πέφτουν ιδέες στο τραπέζι. «Πρόκλου και Ιλαρίου, Βερονίκης αιμορροούσης» διαβάζω στην εφημερίδα. Πρόκλος, Ιλάριος (Λάρι ίσως;) ή μήπως αργότερα βγει Βερονίκη; Το ξανασκέφτομαι. Το Σάββατο φεύγουμε με τον Στέλιο για Ρώμη.
    «Ρωμαίος», ανακοινώνω κοφτά, με τον αέρα της θετής μητέρας.
    Μπαίνω στο Όπελ και ξεκινάω. Ένα σύννεφο σκόνης με ακολουθεί. Καθώς αυτό διαλύεται, βλέπω τα κορίτσια σκυμμένα πάνω από τον νεοφερμένο Ρωμαίο.