Σελίδες

27.11.11

Συλλέκτης ήχων

(φωτ. Bill Brandt)

(ένα παλιότερο κείμενο, ξανακοιταγμένο)

Είμαι συλλέκτης. Μαζεύω ήχους, ακριβώς όπως άλλοι μαζεύουν γραμματόσημα, νομίσματα ή παλιά βιβλία. Με την ίδια μανία αποθηκεύω τα κομμάτια της συλλογής μου, παλαιότερα σε κασέτες και τώρα σε CD. Με την ίδια λαχτάρα τα ταξινομώ. Με το ίδιο καμάρι τα επιδεικνύω. Κάνω αυτή τη συλλογή από μικρός. Σχεδόν από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Πώς σκέφτηκα να κάνω τη συγκεκριμένη συλλογή; Δεν το θυμάμαι. Ίσως είναι και το ότι σε αυτές τις νεαρές ηλικίες δεν χρειάζεται να το πολυσκεφτεί κανείς για να κάνει κάτι. 
Ο πρώτος ήχος που έβαλα στη συλλογή μου ήταν ο θόρυβος που έκανε η ραπτομηχανή της γιαγιάς,  μια παλιά μαύρη Singer στηριγμένη σε ένα μαρμάρινο τραπεζάκι με μαντεμένια πόδια. Η γιαγιά καθόταν με τις ώρες πάνω από τη μηχανή, με τα πρεσβυωπικά γυαλιά έτοιμα σχεδόν να κυλίσουν από τη μύτη της, και διόρθωνε τα ρούχα μας. Στρίφωνε τα παντελόνια και τις φούστες (ο μπαμπάς και η μαμά δεν ήταν πρώτο ανάστημα) και μπάλωνε τους αγκώνες και τα γόνατα στα δικά μου ρούχα (σαν παιδί κι εγώ, δεν μάζευα ήχους ολημερίς). Γελούσαν ο μπαμπάς κι η μαμά με τη σοβαρότητα που είχα την ώρα της «ηχογράφησης». Πολλά χρόνια αργότερα όμως, όταν η γιαγιά είχε πια αφήσει ορφανή την πιστή της ραπτομηχανή, μου ζητούσαν από καιρό σε καιρό να τους παίξω τη μαγνητοταινία με τον πρώτο αυτό ήχο και τότε κατάλαβα ότι η συλλογή μου είχε την ίδια ή ίσως και μεγαλύτερη αξία με τις άλλες πιο δημοφιλείς συλλογές γραμματοσήμων και νομισμάτων.
Πάντως, ήξερα καλά ότι οι συμμαθητές μου στο σχολείο με κορόιδευαν. Στα διαλείμματα, την ώρα που εκείνοι καθισμένοι κατάχαμα αντάλλασσαν μεταξύ τους εικονίτσες ποδοσφαιριστών και αεροπλάνων, εγώ τριγυρνούσα με το μαγνητοφωνάκι μου και έγραφα τη βαβούρα του διαλείμματος. Παραμόνευα τα κορίτσια στα αποδυτήρια, όχι για να τις δω που γδύνονταν, αλλά για να ηχογραφήσω τα γέλια και τις κουβέντες τους. Μιλούσαν όλες μαζί και ξεκαρδίζονταν εντελώς απροειδοποίητα. Αραιά και πού, το μαγνητοφωνάκι μου έπιανε κανένα αγορίστικο όνομα. Άκουγα τις μαγνητοταινίες ξανά και ξανά, προσπαθώντας με αγωνία να ξεχωρίσω μέσα στην κοριτσίστικη φασαρία και το δικό μου όνομα. Θες η κακή ποιότητα εγγραφής (δεν έφτιαξε ούτε όταν πήρα κασέτες χρωμίου και μετάλλου), θες το ότι δεν ήμουν και κανένας κούκλος, η συλλογή εκείνης της εποχής μπορεί να μου έδωσε άλλες χαρές, ποτέ όμως την πολυπόθητη.
Αργότερα, στο πανεπιστήμιο, οι συμφοιτητές μου με αντιμετώπιζαν ως φαινόμενο υπό παρατήρηση. Φρόντιζαν μάλιστα να είναι όσο το δυνατόν πιο αθόρυβοι όταν βρισκόμουν ανάμεσά τους, με τον φόβο ότι οποιαδήποτε κουβέντα τους μπορούσε να περάσει στη μαγνητοφωνημένη αιωνιότητα. Ακόμα και σήμερα, οι συνάδελφοί μου στο γραφείο, αλλά και η Χριστίνα, πρέπει-μεταξύ μας-να με θεωρούν ιδιόρρυθμο, για να μη με χαρακτηρίσω αλλιώς.
Έχω μαζέψει ως τώρα περίπου δώδεκα χιλιάδες ήχους. Φυλάω τα λάφυρά μου σε μια βιβλιοθήκη. Όλοι οι ήχοι ταξινομημένοι κατά είδος και κατά ημερομηνία ηχογράφησης. Πραγματικός θησαυρός.
Ήχοι από την καθημερινότητα, η βροχή που πέφτει στις πλάκες του πεζοδρομίου και στα παρμπρίζ των αυτοκινήτων, ο ήχος του κρασιού καθώς σερβίρεται στο ποτήρι, το ξεφύλλισμα των κυριακάτικων εφημερίδων, το απορριμματοφόρο που μαζεύει τα σκουπίδια τις πρώτες πρωινές ώρες, ήχοι και μουσικές από τα παιχνίδια της Άλκηστης.
Μερικοί ήχοι έχουν ιστορική σημασία, όπως ο ήχος από τα κλειδιά που κουδούνιζαν  κρεμασμένα στις πόρτες του διαμερίσματός μας,  ολοκαίνουργιου τότε, το βράδυ που έγινε ο μεγάλος σεισμός της Αθήνας. Θυμάμαι, ήμουν ξαπλωμένος και διάβαζα το «Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι». Ήμουν εντελώς απορροφημένος στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου. Στο σημείο όπου ο Ντόριαν μαχαίρωνε το πορτρέτο του, άρχισε το σπίτι να τρέμει και μια υπόκωφη βουή, σαν κροτάλισμα τυμπάνων, κάλυψε τους σπιτικούς θορύβους. Προς στιγμή θαύμασα την πένα του  Όσκαρ Ουάιλντ (τι συγγραφέας! να μπορεί να ταρακουνάει τον αναγνώστη με τόση αμεσότητα!), γρήγορα όμως κατάλαβα ότι δεν με κούναγε ο Όσκαρ, αλλά ο Εγκέλαδος.  Ίσα που πρόλαβα να πατήσω το record στο μαγνητοφωνάκι και να γράψω λίγα δευτερόλεπτα από την ηχητική πλευρά της γης που σείεται, ηχογράφησα όμως σε όλο της το μεγαλείο μια πραγματική συμφωνία για έξι διπλά κλειδιά κρεμασμένα σε πόρτες, που ακολούθησε το συθέμελο ταρακούνημα του καινούργιου μας σπιτιού.
Τα κορναρίσματα στους δρόμους τη χρονιά που η ελληνική ομάδα κέρδισε το πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα μπάσκετ: άλλος ιστορικός ήχος. Εκείνες τις ημέρες, έδινα Πανελλήνιες και αναγκαστικά είχα περιορίσει τόσο τη συλλεκτική όσο και τις υπόλοιπες δραστηριότητές μου. Το επόμενο πρωί έδινα Χημεία. Ένιωθα δεμένος πισθάγκωνα στην καρέκλα του γραφείου μου με αλυσίδες άνθρακα. Τις προηγούμενες νύχτες έβλεπα όνειρα γεμάτα με κετόνες και αλδεΰδες. Τα μαλλιά μου και τα ρούχα μου είχαν ποτίσει από νικοτίνη: ο χημικός που μου έκανε ιδιαίτερα μαθήματα για τις εξετάσεις κάπνιζε απανωτά τσιγάρα και ήταν κι αυτός περισσότερο αγχωμένος απ’ ό,τι συνήθως. Τον θυμάμαι να φυσάει τις λύσεις των δύσκολων προβλημάτων ανάμεσα σε δαχτυλίδια καπνού που διαλύονταν άδοξα στο πρόσωπό μου. Η νίκη της Εθνικής ομάδας μπάσκετ μου είχε δώσει μια ξαφνική και μεγάλη χαρά, αφού μέχρι τότε δεν είχα ποτέ ζήσει άλλη διάκριση της Ελλάδας σε διεθνή διοργάνωση. Θυμάμαι ότι είχα παρατήσει για λίγο το τσαλακωμένο βιβλίο με τις κετόνες και είχα βγει στο μπαλκόνι. Αυτοκίνητα περνούσαν κορνάροντας, μερικές φορές μελωδικά, ενώ από τα παράθυρά τους ανέμιζαν γαλανόλευκες. Τραγούδια ακούγονταν από μακριά. “It is the final countdown”, η επιτυχία της εποχής με το χαρακτηριστικό σάλπισμα.  Στο κατώφλι της ενηλικίωσης τυπικά, αλλά με παιδική σκέψη ακόμα,   δεν ήμουν τότε σε θέση να συνειδητοποιήσω πόσο λίγες, σχεδόν συλλεκτικές, είναι οι στιγμές που νιώθει κανείς υπερήφανος για την Ελλάδα, όμως αργότερα ταξινόμησα την ηχογράφηση αυτή στους σπάνιους ήχους.
Οφείλω να σας αποκαλύψω την πιο αστεία ηχογράφηση της συλλογής μου. Φθινόπωρο στη Θεσσαλονίκη, μέρες του Φεστιβάλ Κινηματογράφου και η Χριστίνα έγκυος στην Άλκηστη. Μέναμε στην Πλατεία Αριστοτέλους, σε πολύ καλό ξενοδοχείο. Η Χριστίνα μπαινόβγαινε στις κινηματογραφικές αίθουσες και ερχόταν στο ξενοδοχείο σχεδόν μόνο για να κοιμηθεί. Εγώ είχα πάρει μαζί μου δουλειά του γραφείου και έκανα μικρά διαλείμματα μόνο για να γράψω κανέναν ήχο. Το δεύτερο βράδυ δεν μου κόλλαγε ύπνος. Πρέπει να ήταν περίπου δύο τα ξημερώματα κι εγώ στριφογύριζα στο κρεβάτι, προσπαθώντας να μην ξυπνήσω τη Χριστίνα. Ξαφνικά, ο τοίχος που ήταν κολλητά στην πλάτη του κρεβατιού άρχισε να δονείται ρυθμικά, σαν κάτι να τον έσπρωχνε από πίσω. Προστέθηκε ένα ρυθμικό κρεσέντο από χτυπήματα ξύλου πάνω σε τσιμέντο. Το μαγνητόφωνό μου είχε ήδη αρχίσει να γράφει. Μετά από την κρουστή αυτή εισαγωγή, ακολούθησε το φωνητικό μέρος, εξίσου ρυθμικό και διεγερτικό. Μια γυναικεία κραυγή, ένα επαναλαμβανόμενο «α-α-α-α-...» με διαφορετικό χρωματισμό σε κάθε εκφορά του: πόνος, αγωνία, ηδονή, θυμός. Μια οργασμική άρια για σοπράνο με συνοδεία κρουστών, ένα ηχητικό διαμάντι. Ηχογραφούσα γελώντας. Τρία λεπτά και σαράντα δευτερόλεπτα. Άξιος ο βαρύτονος, σκέφτηκα. Η Χριστίνα δίπλα μου, παρέμενε βυθισμένη σε όνειρα σινεμασκόπ με πρόσωπο γλυκό και αφρατεμένο από την πλημμύρα των ορμονών.
Οι πιο αγαπημένοι μου ήχοι είναι αυτοί που επιγράφονται ως «ήχοι της φύσης». Ήχοι ηχογραφημένοι κατά τη διάρκεια μακρινών περιπάτων μέσα σε δάση ή πάνω σε λόφους και βουνά. Τριζόνια, τζιτζίκια, μέλισσες, αλλά και το κελάρυσμα ενός ρυακιού, το θρόισμα που κάνουν τα στάχυα μέσα στο κατακαλόκαιρο, το κόασμα των βατράχων μέσα στις καλαμιές.
Η πιο κατάλληλη ώρα για να μαζέψει κανείς  ήχους είναι το βράδυ. Είναι η ώρα που οι ήχοι αποκτούν τη μέγιστη καθαρότητά τους και γίνονται πιο ευδιάκριτοι. Ξεφυτρώνουν και άλλοι ήχοι,  εντελώς ιδιαίτεροι. Ήχοι που λες και κρύβονταν από τη μέρα, περιμένοντας το σούρουπο για να ξεμυτίσουν από την κρυψώνα τους.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το βράδυ. Αρχές καλοκαιριού, με μια ασυνήθιστη ψύχρα για την εποχή. Περασμένες έντεκα.  Έκλεισα τα βιβλία στο γραφείο και ξεκίνησα για το σπίτι. Η γνωστή διαδρομή με το αυτοκίνητο, αρκετά κοντινή για να μην κουράζει, αλλά και αρκετά μακρινή, για να μου επιτρέπει να ακούσω ήχους. Υπάρχει ένα σημείο της διαδρομής που μοιάζει σαν να μην είναι μέσα στην πόλη. Είναι ένα ήσυχο δρομάκι, παράλληλο με την κεντρική οδό. Σε ένα σημείο, δύο πανύψηλα πεύκα εκατέρωθεν στενεύουν τόσο το δρομάκι, ώστε ίσα που χωράει να περάσει ένα μικρό αυτοκίνητο.  Αυτό το σχεδόν εξωτικό σημείο αποτελεί πραγματικό καταφύγιο για σπάνιους ήχους. Εκεί έχω συλλέξει μερικούς από τους πιο αγαπημένους μου ήχους.
Εκείνο το βράδυ, καθώς περνούσα από το σημείο αυτό, άκουσα τη γλυκιά, εύθραυστη λαλιά ενός αηδονιού. Σταμάτησα επιτόπου το αυτοκίνητο. Ο ήχος της μηχανής ακουγόταν προσβλητικά άσχημος πλάι στις τρίλιες του πουλιού. Απόμεινα μαγεμένος να ακούω. Το δημοσιογραφικό μου μαγνητοφωνάκι άκουγε κι αυτό και έγραφε νότες κρυστάλλινες  σε μια μελωδία υπέρτατης έμπνευσης, ικανή να κάνει και τον πιο προικισμένο συνθέτη να σκάσει από ζήλια. Θυμήθηκα εκείνο το έργο του Messiaen με τα πουλιά, συνειδητοποιώντας ξαφνικά πόση δεξιοτεχνία χρειάστηκε για να αποδώσει τις φωνές των πουλιών με μουσικά όργανα, πόσα χρόνια πειραματισμών και πόσες παρτιτούρες πρέπει να είχε σκίσει και ξαναγράψει στην προσπάθειά του να πλησιάσει την αρμονία των μικρών φτερωτών μουσικών.
Καθώς τα σκεφτόμουν όλα αυτά, το αηδόνι συνέχιζε αμέριμνο το ρεσιτάλ του κι εγώ, ο μοναδικός τυχερός ακροατής, είχα ξεχαστεί εντελώς. Σχεδόν δεν θυμόμουν από πού ερχόμουν και προς τα πού πήγαινα. Με επανέφερε απότομα στην πραγματικότητα ο ήχος της μηχανής ενός αυτοκινήτου και ένα γαλάζιο φως που αναβόσβηνε ρυθμικά. Ένα περιπολικό.
     «Καλησπέρα. Πάθατε τίποτα;» με ρωτούσε ένα πρόσωπο νεαρού αστυνομικού από το δικό μου μισάνοιχτο παράθυρο του οδηγού. Ελαφρώς αξύριστο με παλιά σημάδια ακμής στα μάγουλα. Βλέμμα που μαρτυρούσε ενδιαφέρον και καχυποψία σε ίσες αναλογίες.
     «Όχι…», ψέλλισα ξαφνιασμένος, αποσιωπώντας την αλήθεια. Κάτι είχα πάθει: είχα σαστίσει από την απερίγραπτη ομορφιά, από την απαράμιλλη μελωδία. Θυμήθηκα τους συμμαθητές μου και ενέμεινα στην αρχική απάντηση.
     «Μπορώ να έχω το δίπλωμα οδήγησης και την άδεια κυκλοφορίας του αυτοκινήτου σας;»
     «Πώς… Βέβαια… Αμέσως…», απάντησα και άρχισα να ψάχνω στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου.
 Μα πού ήταν; Εκεί πρέπει να τα είχα αφήσει. Ανακάτεψα διάφορα άχρηστα χαρτιά που ήταν παραχωμένα όπως-όπως στο ντουλαπάκι. Δεν είχε άδικο η Χριστίνα που με έλεγε ακατάστατο. Πουθενά τα χαρτιά…. Ούτε το δίπλωμα, ούτε η άδεια…. Από το ύφος του αστυνομικού κατάλαβα ότι μάλλον είχα μπλέξει. Πόσο άσχημα άραγε; Αυτό το συνειδητοποίησα λίγο αργότερα, όταν έφτασα συνοδευόμενος από το περιπολικό στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής για εξακρίβωση στοιχείων.

4 σχόλια:

JK O SΚΡΟΥΤΖΑΚΟS είπε...

Σιγουρα πολυ πρωτοτυπο και ιδιαιτερο.Συλλέκτης ηχων.Τωρα που το σκεπτομαι ειναι φοβερο.Για σκεψου να εχεις τους ηχους απο τηνμηχανη της γιαγιας!!!
Καιρο ειχα να περασω απο εδω.Αφηνω χαιρετισμο για καλη εβδομαδα.

Poet είπε...

Ένα θαυμάσιο διήγημα, Μαρία. Σε μία αντίστοιχη, θα έλεγα, σύλληψη βασίζεται και το δικό μου διήγημα, «Άλλοι μαζεύουν γραμματόσημα» (ενώ εγώ έχω μια συλλογή από ψυχές).

Μαρία Δριμή είπε...

Τόλη μου,
πολύ θα ήθελα να το διαβάσω...

Poet είπε...

Καλημέρα, Μαρία. Θα το βρεις στο ιστολόγιό μου, Η γοητεία των δευτερολέπτων (http://enchantedseconds.blogspot.com./) στην ένδειξη δεξιά, Τα μάτια του πάνθηρα, καθώς στη συλλογή αυτή ανήκει που εκδόθηκε το 1996.