Σελίδες

11.9.11

O Πέτρος και ο ήλιος

      Πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη. Γαλήνια η παραλία, χωρίς βαρβάρους. Απόγευμα, ηλιοβασίλεμα. Η ώρα που βγαίνουν οι σιλουέτες ανθρώπων και συναισθημάτων. Ένα μικρό αγόρι μπαίνει στην ήρεμη θάλασσα και προχωρά. Με το κινητό παγώνω τον χρόνο σε αυτή τη μοναδική στιγμή.


Πάει καιρός που έπιασε      ο Πέτρος να σχεδιάζει
κόλπο τρελό απίθανο        θα έπιανε τον ήλιο
τραβώντας απ’ τον ουρανό      ολόχρυσο τον δίσκο
στον τοίχο θα τον κρέμαγε      μες στο δωμάτιό του
δίπλα στο κάδρο των γονιών     που «ήλιε μου» τον φωνάζουν


Δεν τον βολεύει το βουνό     βράχια σκληρά και θάμνοι
το διάβα του θα έκοβαν      εμπόδια στη δουλειά του
ούτε η πόλη η βουερή      με τους πολλούς ανθρώπους
τα κτήρια και οι σκιές    θα έκρυβαν τον ήλιο
Στη θάλασσα θα πήγαινε    βουτώντας στα νερά της
μέρα ζεστή, ακύμαντη      απόγευμα στη δύση
να’ ναι κι ο ήλιος χαμηλά   εύκολα να τον φθάσει

Ήρθε η ώρα η σοβαρή     το σχέδιο να τελειώσει
ακροπατώντας στην ακτή      βρήκε το μονοπάτι
που έβγαζε καταμεσής       στης θάλασσας τα βάθη
ανοίχτηκε, προχώρησε     καλύφθηκε η μιλιά του
είδε του ήλιου το χρυσό     γεύτηκε την αρμύρα
κι απλώνοντας το χέρι του    ξερίζωσε τον δίσκο


Τον έφερε, τον άφησε    στα πόδια του πατέρα
«Πέτρο, τι πήγες κι έκανες;     σκοτείνιασε η πλάση»
φώναζε ο πατέρας του      τραβώντας τα μαλλιά του
κι η μάνα του τυφλώθηκε     απ’ την πολλή τη λάμψη
Σάστισε ο Πέτρος, σκιάχτηκε     κι άσπρος σαν το φεγγάρι
τον φόβο έκανε φευγιό     τον ήλιο μαξιλάρι

κι έμειναν πίσω μοναχοί   η μάνα κι ο πατέρας
κοιτάζοντας τον ουρανό    «ήλιε μου» να φωνάζουν.