Στην πλατεία με πήγαινε παλιά ο παππούς.
Του ζητούσα να με συστήσει στα παιδάκια.
Τα περιστέρια ήταν όλα ύπουλα και παχουλά.
Ράμφιζαν τα χέρια και το πρόσωπο.
"Η Οδός Αριστοτέλους"-Χλόη Κουτσουμπέλη
Όλα τα μικρά παιδιά πρέπει να έχουν μια πλατεία για να παίζουν. Πρέπει επίσης να έχουν άλλα παιδιά, για να τους κάνουν φίλους και να παίζουν μαζί τους στην πλατεία. Αν έχουν και παππού ή γιαγιά, μπορούν να πηγαίνουν στην πλατεία κάθε μέρα. Αυτά όλα τα έχουν αποφασίσει από παλιά οι μεγάλοι για το καλό των παιδιών.
Μάλλον ήμουν πολύ τυχερό παιδί, αφού είχα δύο πλατείες για παιχνίδι. Η πρώτη είχε στην είσοδό της το άγαλμα ενός ιερέα. Μάλιστα, δεν ήταν απλός ιερέας, αλλά Μητροπολίτης. Τον είχαν σκοτώσει οι Τούρκοι στη Μικρασιατική Καταστροφή. Το άγαλμα είχε τον περισσότερο καιρό ένα πράσινο χρώμα, λίγο πιο ανοιχτό από τα φυτά της πλατείας. Κατά καιρούς το καθάριζαν και γινόταν μεταλλικό, αλλά γρήγορα πάλι ξαναπρασίνιζε. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ πράσινο άγαλμα (ο Βαρώτσος δεν είχε ακόμα φτιάξει τον Δρομέα του). Είχε κι άλλα αγάλματα η πλατεία αυτή. Πιο συμπαθητικός από όλους τους αθανάτους - σαν καλός παππούς - μου φαινόταν ο Στέλιος Σπεράντζας. Είχαμε και τα ποιήματά του στο αναγνωστικό μας, ήταν - πώς να το κάνουμε - άλλη η σχέση μας.
Η άλλη πλατεία δεν είχε αγάλματα. Είχε όμως λιμνούλες - τσιμεντένιες δεξαμενές στην πραγματικότητα - με πάπιες και κύκνους. Τα νερά δεν ήταν πολύ καθαρά∙ κολυμπούσαν μέσα τους μισοφαγωμένα κουλούρια, χαρτάκια από καραμέλες ή μικρά παιχνίδια∙ οι πάπιες όμως έδειχναν ευχαριστημένες.
Εκτός από τις δύο πλατείες, η παιδική μου τύχη μού είχε επιπλέον εξασφαλίσει και μια καλή γιαγιά, διαθέσιμη να με πηγαίνει κάθε απόγευμα - μαζί με τον αδελφό μου - σε μία από τις δύο ή και στις δύο πλατείες. Η σημερινή μεγάλη λεωφόρος ήταν τότε κι αυτή ακόμα μικρή, τόσο ώστε να μπορούν εύκολα να τη διασχίσουν μια γιαγιά με τα εγγονάκια της. Μόλις περνάγαμε απέναντι, στον γειτονικό μας δήμο, ο Μητροπολίτης μας έγνεφε με την ποιμαντορική του ράβδο το καλωσόρισμα.
Παρά την ευνοϊκή συγκυρία με τη γιαγιά και τις δύο πλατείες, το απογευματινό παιχνίδι μου δεν ήταν δεδομένο. Τα παιδάκια που έπαιζαν στις πλατείες ήταν άγνωστα∙ και πώς να πλησιάσεις έναν άγνωστο… Ο αδελφός μου είχε λυμένα αυτά τα παιδικά υπαρξιακά θέματα. Αυτοσυστηνόταν και έμπαινε στο παιχνίδι. Καμιά φορά τον ακολουθούσα κι εγώ. Συνήθως όμως, για καλό και για κακό, έφερνα φίλους μου από το σπίτι, για να μην είμαι μόνη μου.
Οι καλύτεροί μου φίλοι σ’ εκείνες τις βόλτες της πλατείας ήταν τα Κλασσικά Εικονογραφημένα∙ ο ιππότης σερ Κένεθ (από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο) ήταν ο πιο τακτικός μου συνοδός∙ ίσως επειδή ήταν ήρωας στο πρώτο τεύχος που κυκλοφόρησε, ίσως εκείνη η πρώτη του κουβέντα μέσα στο συννεφάκι ομιλίας - «Στην έρημο δεν βρίσκει κανείς φίλο» - να τον έκανε να μου φαίνεται πιο έμπιστος. Όμως και οι άλλοι που ακολούθησαν, ο Γιάννης Αγιάννης με την εφιαλτική σκιά του, τον Ιαβέρη (από τότε αντιπάθησα τις φαβορίτες στους άνδρες), ο Όλιβερ Τουίστ, ο Ρομπέν των Δασών, όλοι μου κρατούσαν καλή παρέα στη μία ή την άλλη πλατεία. Τους κουβαλούσα μέσα σε μια πλαστική σακούλα, σαν θησαυρό, ρίχνοντας στο δρόμο κρυφές ματιές στα χρωματιστά εξώφυλλα μέσα από το άνοιγμα της σακούλας. Αυτοί ήταν πιστοί φίλοι∙ πάντα διαθέσιμοι, χωρίς παρακάλια, χωρίς συστάσεις.
Οι μεγάλοι διασκέδαζαν με την καμουφλαρισμένη στην πλαστική σακούλα εσωστρέφειά μου και με προέτρεπαν να πλησιάζω τα παιδάκια με θάρρος, όπως ο αδελφός μου. Όμως αυτό ή το’ χεις ή δεν το’ χεις∙ κι εγώ δεν το είχα. ‘Ένα απόγευμα που ήμουν χωρίς τον Βαγγέλη στο πάρκο με τ’ αγάλματα, νόμιζα ότι το απέκτησα. Πλησίασα μια παρέα από παιδιά που έφτιαχναν σπιτάκια με λάσπη και τούβλα και τους ζήτησα να παίξω μαζί τους. Δεν απόρησα πώς είχαν βρεθεί τα σπασμένα τούβλα στο πάρκο∙ δεν πρόλαβα μάλλον να απορήσω, γιατί το ένα παιδί μού κατάφερε ένα γερό χτύπημα στο κεφάλι με ένα τούβλο. Ευτυχώς αναίμακτη η κάκωση (χαμηλής βαρύτητας, όπως θα διάβαζα πολύ αργότερα στα φοιτητικά μου συγγράμματα), αρκετή όμως για να ματαιώσει κάθε περαιτέρω διάθεση κοινωνικότητας, τουλάχιστον στην πλατεία με τ’ αγάλματα. Γύρισα πίσω στη γιαγιά και στη σακούλα, χωρίς να πω λέξη για το γεγονός. Δεν θυμάμαι αν ήταν μαζί μου ο σερ Κένεθ εκείνη την αποφράδα μέρα, αλλά το σύννεφο «Στην έρημο δεν βρίσκει κανείς φίλο» πηγαινοερχόταν στη σκέψη μου, ανακατεμένο με τα άλλα σύννεφα που σκοτείνιαζαν το χτυπημένο μου κεφάλι.
Ευτυχώς, τα Κλασσικά Εικονογραφημένα έβγαλαν πολλά τεύχη. Στο τέλος, είχαν σχεδόν αποκλειστικά ιστορίες από την Ελληνική Μυθολογία και από την Επανάσταση του 1821∙ δεν μου άρεσαν τόσο πολύ, όσο οι ιστορίες των κλασσικών συγγραφέων. Είχα αρχίσει κι εγώ να μεγαλώνω∙ μπήκαν στην παρέα τα κοριτσίστικα περιοδικά, η Μανίνα, η Κατερίνα, η Πάττυ. Στο σχολείο οι τάξεις ανέβαιναν. Είχαν προστεθεί και εξωσχολικές δραστηριότητες: αγγλικά, γαλλικά, πιάνο. Όλες οι ώρες του απογεύματός μου ήταν καλυμμένες∙ τα γερούνδια, οι διέσεις και το σολφέζ με προστάτευαν επαρκώς από τούβλα και πέτρες. Ο σερ Κένεθ παντρεύτηκε την αγαπημένη του Λαίδη Έντιθ∙ οι πάπιες μεταφέρθηκαν στον Εθνικό Κήπο∙ η λεωφόρος μεγάλωσε και χωρίστηκε στη μέση με μεταλλικό κιγκλίδωμα∙ δημιουργήθηκαν υπόγειες διαβάσεις για τους πεζούς. Η γιαγιά δεν ήταν πια κοντά μας∙ ήταν με τον παππού.
Μόνο ο Μητροπολίτης έμεινε στη θέση του, να χρυσίζει και να πρασινίζει, κρατώντας στιβαρά την ποιμαντορική του ράβδο. Και βέβαια και ο Στέλιος Σπεράντζας πιο πέρα, σαν καλός μπαμπάς. Ποιος ξέρει, άραγε, τι να έγινε το παιδί με το τούβλο∙ αρχιτέκτονας, πολιτικός μηχανικός, εργολάβος οικοδομών… Σίγουρα κάτι τέτοιο, αν κρίνω από τη δική μου δουλειά, που σε μεγάλο μέρος της έχει να κάνει με κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Τίποτα στη ζωή δεν είναι τυχαίο, τελικά.
Σύνδεσμοι:
- Ολόκληρο το ποίημα "Η Οδός Αριστοτέλους" της Χλόης Κουτσουμπέλη, εδώ: http://chloekoutsoumpeli.blogspot.com/2012/03/blog-post.html
- Ένας σύνδεσμος με πολλά (όλα;) τα τεύχη των Κλασσικών Εικονογραφημένων σε pdf: http://www.filecrop.com/%CE%9A%CE%9B%CE%91%CE%A3%CE%A3%CE%99%CE%9A%CE%91%20%CE%95%CE%99%CE%9A%CE%9F%CE%9D%CE%9F%CE%93%CE%A1%CE%91%CE%A6%CE%97%CE%9C%CE%95%CE%9D%CE%91.html
3 σχόλια:
ΟΥΦ ΟΥΦ
κάτι μου θυμίζουν δαύτα ...
Γλαφυρή αναδρομή / αφήγηση ωστόσο άν προσέξει κανείς "Τα περιστέρια καθόλου δεν είναι όλα παχουλά", όπως εάν "αυτό ή το’ χεις ή δεν το’ χεις" τότε κάτι ευτυχώς σού λείπει αρκεί η κατανόηση πως εάν δεν τόχεις να το ψάξεις ακόμη και στην έρημα να τόβρεις.
Eάν μού επιτρέπεις ένα ακόμη 2ο σχόλιο όσον αφορά τα δώρα μεταξύ τών μονομάχων Εκτορα και Αίαντα φαίνεται πώς αυτά δείχνουν ότι πρόκειται για μιά μάχη ψυχολογική θα την λέγαμε σήμερα όπου ο νικητής είναι και ηττημένος εξ ολοκλήρου κι' οι κερδοζημίες
Δημοσίευση σχολίου