Σελίδες

31.1.12

Η τυραννία του γραπτού λόγου


   
       Στα σαρανταπέντε του ο Γιόχαν είχε αποδεχτεί ότι δεν θα γινόταν ποτέ μεγάλος συγγραφέας. Η ζωή του μέχρι τώρα ήταν επίπεδη σαν δίσκος σερβιρίσματος. Οι μεγάλοι συγγραφείς ζούσαν ζωές ταραγμένες, με κουτσουρεμένα παιδικά χρόνια και μισερή νεότητα. Μισότρελοι ή μισομεθυσμένοι,  μπαινόβγαιναν στις ιστορίες τους ως πρωταγωνιστές με αλλαγμένο όνομα ή με το αντίθετο φύλο, ή ως απλοί παρατηρητές, όπως ο Χίτσκοκ στις γωνιές του σελιλόιντ των ταινιών του. Ξόδευαν όλη την ενέργεια μιας ζωής για να μετατρέψουν ένα ερέθισμα σε μερικές σελίδες καλλιγραφικές αράδες που θα έδιναν στον αναγνώστη χρόνο κερδισμένο, παράταση της δικής του, μίας και μοναδικής ζωής. Ένα καλογραμμένο βιβλίο ήταν όπως μια bonus ζωή σε ηλεκτρονικό παιχνίδι. Αυτό είχε γράψει ο Γιόχαν στην εισαγωγή της μελέτης του Η Τυραννία του Γραπτού Λόγου.
   
      Είχε γνωρίσει από κοντά πολλούς συγγραφείς, γνωστούς και άγνωστους, τυραννισμένους από τις ίδιες τους τις λέξεις. Ήξερε τα στέκια τους, τα οσμιζόταν και τα ξετρύπωνε σαν λαγωνικό. Πριν από χρόνια, έτυχε να βρεθεί στο Παρίσι και πήγε να επισκεφθεί την Παναγία των Παρισίων. Απέναντι ακριβώς από τον ναό, βρέθηκε αντιμέτωπος με τις προθήκες ενός παλιού βιβλιοπωλείου που έφερε το βαρύ όνομα Σέξπιρ και ΣΙΑ. Μαγνητισμένος από τη φορτωμένη βιτρίνα, γύρισε χωρίς δεύτερη σκέψη την πλάτη του στη Νοτρ Νταμ και πέρασε χωρίς τύψεις το κατώφλι του βιβλιοπωλείου, σταματώντας απορημένος στη μέση του, όπου υπήρχε ένα μικρό ρηχό πηγάδι γεμάτο με νομίσματα και με μια ταμπελίτσα που έγραφε: «Δώσε ό,τι μπορείς, πάρε ό,τι χρειάζεσαι». Ο ιδιοκτήτης του, που συστήθηκε εγκάρδια ως Τζορτζ Ουίτμαν, ήταν ένας ηλικιωμένος Αμερικανός με λεπτό και μακρύ ευγενικό πρόσωπο και ατίθασα γκρίζα μαλλιά. Θύμιζε ήρωα του Ντίκενς. Είχε αρχίσει τη ζωή του περιπλανώμενος στην Κεντρική Αμερική ως δημοσιογράφος, για να καταλήξει αργότερα στο Παρίσι, όπου είχε αγοράσει ένα παλιό μανάβικο και το είχε μετατρέψει σε βιβλιοπωλείο. Ο Ουίτμαν ήταν από την πρώτη στιγμή ιδιαίτερα φιλικός με τον άγνωστο επισκέπτη, εφαρμόζοντας κατά γράμμα ένα στίχο του Γέιτς (σύμφωνα με τον ίδιο, της Βίβλου κατ’ άλλους) που ήταν αναρτημένος σε μια πινακίδα πάνω από την είσοδο του βιβλιοπωλείου: «Μην είστε αφιλόξενοι στους ξένους, γιατί μπορεί να είναι μεταμφιεσμένοι άγγελοι». Ο Ουίτμαν είχε ξεναγήσει τον Γιόχαν στις θαυμαστές γωνιές του βιβλιοπωλείου: το μικρό γραφείο όπου μαζεύονταν ο Μπάροουζ με τον Γκίνσμπεργκ και την υπόλοιπη παρέα, την ξύλινη σκάλα όπου καθόταν η Αναΐς Νιν και διάβαζε τα γραπτά του Μίλερ, την πολυθρόνα που προτιμούσε ο Έζρα Πάουντ.


       Εκείνη η γνωριμία του με τον Ουίτμαν του είχε δώσει την έμπνευση να γράψει την πρώτη μεγάλη του μελέτη για την Τυραννία του Γραπτού Λόγου. Τέσσερα ολόκληρα χρόνια ο Γιόχαν κυνηγούσε τα χνώτα των ζωντανών συγγραφέων. Πήγαινε σε όλες τις παρουσιάσεις βιβλίων και κρατούσε σημειώσεις, πώς έγραφε καθένας, ποιο ήταν το αρχικό ερέθισμα για το βιβλίο, πόσο και πώς έμπαινε ο ίδιος ο συγγραφέας στην πλοκή της ιστορίας του. Στο μυαλό του είχε ταξινομήσει τους συγγραφείς σε παραδοσιακούς, παλιομοδίτες που έγραφαν σε χοντρά σπιράλ τετράδια με καλοξυσμένα μολύβια ή λεπτά πενάκια ή σε παλιές γραφομηχανές με πλήκτρα μισοσβησμένα από τα πολλά χτυπήματα, και σε μοντέρνους τεχνοκράτες που φύλαγαν τις ιστορίες τους σε αρχεία Word ή PDF, επιμελώς ταξινομημένα σε κίτρινους ηλεκτρονικούς φακέλους ή σε εικονικούς δερμάτινους χαρτοφύλακες, αποθηκευμένα στον ταχύτατο κι ελαφρύ φορητό υπολογιστή τους. Ανεξάρτητα όμως με το πώς έγραφε ο καθένας τους, όλοι τους ήταν το ίδιο άπληστοι με τις λευκές σελίδες (χάρτινες ή ηλεκτρονικές). Ένιωθαν ότι το άδειο μπλοκ ή η λευκή οθόνη του υπολογιστή τους ζητούσαν απεγνωσμένα να τους στάξουν-με το μελάνι ή με το ποντίκι-λίγη ζωή και κάμποση δράση, να σπάσουν τη λευκή μονοτονία βάζοντας τους ήρωές τους να συγκρουστούν. Και όσο έγραφαν το βιβλίο τους, ήταν σαν να ζούσαν δύο ζωές: μία θορυβώδη καθημερινή και μια δεύτερη αθόρυβη, με αόρατα πρόσωπα και μυστικά γεγονότα, που κάποτε, σε χρόνο ανύποπτο, θα έβγαιναν στην επιφάνεια, μαγεύοντας τους φανατικούς τους αναγνώστες.
   
       Όσο καιρό έγραφε τη μελέτη του, ο Γιόχαν ένιωθε να τον τυραννάνε και τον ίδιο οι λέξεις που επρόκειτο να βγουν στο χαρτί. Ήταν κάτι σαν τοκετός που παρατεινόταν. Αγωνιούσε για τους ήρωες των βιβλίων και αδιαφορούσε εντελώς για τον ύπνο, το φαγητό, το σεξ, ακόμα και για τους πόνους που ταλαιπωρούσαν το αγύμναστο, νωθρό κορμί του στο τέλος κάθε μέρας μετά από το πολύωρο γράψιμο. Ο Χένρι Μίλερ είχε πει ότι το τελευταίο που απασχολεί τον συγγραφέα είναι να νιώθει άνετα την ώρα που γράφει, λες και η άβολη στάση δρα ως βοήθεια ή ερέθισμα. Ο Γιόχαν είχε αρχίσει να τον πιστεύει.
   
      Μάζεψε πολύ υλικό αυτά τα τέσσερα χρόνια, ψηλαφώντας σχεδόν ηδονικά τα πορτρέτα των συγγραφέων και φτάνοντας στις ιδιαίτερες κρυφές πτυχές τους: πώς έβρισκαν τα ονόματα για τους ήρωές τους (από τους τηλεφωνικούς καταλόγους, τις κοινωνικές στήλες των εφημερίδων ή τα κουδούνια των γειτονικών πολυκατοικιών), πώς οργάνωναν την ιστορία τους (τυχαία ή βάσει σχεδίου, νοερά ή πάνω σε στρατηγικό χάρτη), πώς αποφάσιζαν τον θάνατο, την αγάπη ή το μίσος, την οικονομική καταστροφή ή την ψυχική κατάρρευση ενός χαρακτήρα και πότε καταλάβαιναν ότι το βιβλίο είχε φτάσει στο τέλος του.
   
      Η Τυραννία του Γραπτού Λόγου είχε σχολιαστεί ευμενώς όταν κυκλοφόρησε, ως μελέτη «ιδιαίτερα εμπεριστατωμένη και περιεκτική», που κατάφερνε να φωτίσει με γλαφυρό τρόπο τη σχεδόν σαδομαζοχιστική σχέση του συγγραφέα με τα γραπτά του. Μετά την έκδοσή της, ο Γιόχαν πέρασε μερικούς μήνες αδράνειας, σερφάροντας αφηρημένα στο διαδίκτυο. Στο μυαλό του είχε ήδη αρχίσει να σχηματίζεται η ιδέα για το επόμενο βιβλίο του. Άρχισε να μαζεύει το υλικό του περισσότερο σε ηλεκτρονική μορφή, για πρακτικούς λόγους. Έπιασε ακόμα δειλά-δειλά να γράφει τις πρώτες σελίδες. Όμως από την ημέρα που μπήκε στη ζωή του η Μαργαρίτα, μπήκε και το βιβλίο του σε δρόμο ευθύ και ομαλό. Τι πιο φυσικό, αφού είχε δίπλα του το ίδιο το θέμα του, ολοζώντανο, προσιτό για κουβέντα και παρατήρηση, σαν δώρο σταλμένο από τον θεό του γραπτού λόγου στον ταπεινό και πιστό δούλο του.


ΠΗΓΕΣ:

1.Φίλιπ Γκούρεβιτς: Η τέχνη της γραφής - Εκδόσεις Τόπος (2011).



20.1.12

Το σκούντηγμα



        Ο Αλέξης σας σκούντηξε. Ανταποδώστε το σκούντηγμα.


        Έτσι απλά μπήκε στη ζωή της Θάλειας ο Αλέξης. Με ένα σκούντηγμα, μια χειμωνιάτικη Κυριακή. Η σελίδα της δεν είχε τίποτα άλλο εκείνο το πρωί. Κανένας φίλος  δεν είχε γενέθλια, δεν υπήρχαν μηνύματα, ούτε ειδοποιήσεις, ούτε προσκλήσεις σε εκδηλώσεις. Μόνο το σκούντηγμα του Αλέξη. Η Θάλεια ανταπέδωσε το σκούντηγμα και έμεινε όλη την υπόλοιπη μέρα συνδεδεμένη περιμένοντας. Μπήκε πολλές φορές στο προφίλ του Αλέξη. Ωραίος άντρας, μελαχρινός, γύρω στα τριάντα, μάτια δεν φαίνονταν πίσω από τα μαύρα γυαλιά, το ύψος δεν μπορούσε να το μαντέψει, ο τοίχος και οι πληροφορίες  μόνο για τους φίλους.
Ο Αλέξης την ξανασκούντηξε το απόγευμα, αλλά δεν της έστειλε αίτημα φιλίας παρά μόνο το άλλο πρωί. Η Θάλεια το δέχτηκε και πήγε αμέσως στο προφίλ του. Άντρας, άθεος, γενέθλια στις  5 Φεβρουαρίου, δηλαδή Υδροχόος. Αγαπημένη μουσική ο Ραχμάνινοφ, ο Μπαχ και ο Χατζιδάκις, αγαπημένοι συγγραφείς ο Ντοστογιέφσκι, ο Κάφκα και ο Παπαδιαμάντης. Αγαπημένες ταινίες, όλες του Μπέργκμαν.
Η Θάλεια ενθουσιάστηκε. Να ένας άντρας που θα μπορούσε να μιλήσει για κάτι άλλο εκτός από ποδόσφαιρο και αυτοκίνητα…  Με τον Μίλτο είχε πια κουραστεί. Τρία χρόνια μαζί, εκτός από το κρεβάτι και το φαγητό, δεν μπορούσαν να μοιραστούν τίποτα άλλο. Όχι ότι δεν την αγαπούσε. Τη λάτρευε με τον τρόπο του και της το έλεγε, επίσης με τον τρόπο του. Διαρκώς την πείραζε για όλα εκείνα που της άρεσαν. Της έπαιρνε το βιβλίο από τα χέρια και άρχιζε να απαγγέλλει με στόμφο ποίηση, συνόδευε με φωνή φάλτσου τενόρου τη μουσική της, άλλαζε με το τηλεκοντρόλ το κανάλι την ώρα που εκείνη παρακολουθούσε μια ταινία.
Με το σκούντηγμα του Αλέξη η ζωή της Θάλειας άλλαξε. Έμπαινε πολλές φορές την ημέρα στη σελίδα του και παρακολουθούσε τις αναρτήσεις του. Του έβαζε like με κάθε ευκαιρία. Της άρεσαν αυτά που ανέβαζε, ποιήματα, αποσπάσματα από βιβλία, μουσικές και κομμάτια από ταινίες. Έμοιαζαν τα γούστα τους, διάβαζαν τα ίδια βιβλία, άκουγαν την ίδια μουσική. Δεν προλάβαινε η Θάλεια να σκεφτεί ότι της αρέσει ένα κομμάτι και ο Αλέξης το είχε ήδη ανεβάσει στον τοίχο του.
Η Θάλεια ανυπομονούσε να τον γνωρίσει, αν όχι από κοντά, έστω από το chat. Όμως ο Αλέξης δεν άφηνε σχόλια, δεν έβαζε likes. Μια μέρα που εκείνος ανέβασε μια σκηνή από τις «Αγριες φράουλες» του Μπέργκμαν, την αγαπημένη της ταινία, η Θάλεια δεν άντεξε και του είπε καλησπέρα στο chat. Μια στίξη-χαμόγελο ήταν όλη η απάντησή του. Ο Μπέργκμαν, άλλο ένα κοινό τους σημείο. Θυμόταν μια φορά που είχε ρωτήσει τον Μίλτο αν του άρεσαν οι Άγριες Φράουλες κι εκείνος είχε απαντήσει ότι του αρέσουν, αλλά μόνο με σαντιγί.
Ο Μίλτος πρέπει να ζήλευε τον καινούριο της φίλο. Την έβρισκε κολλημένη στη σελίδα του Αλέξη και σούφρωνε τα χείλη του. Συχνά της πεταγόταν στο chat την ώρα που εκείνη άκουγε κάποιο από τα κομμάτια του Αλέξη.
Όμως οι μέρες περνούσαν και καμία πρόοδος δεν φαινόταν σε αυτή την εικονική φιλία της Θάλειας. Εκείνη αδημονούσε πια να γνωρίσει τον Αλέξη, να τον δει από κοντά. Εκτός από τη φωτογραφία του προφίλ του, δεν είχε βάλει καμία άλλη. Εκείνη αντίθετα ανέβαζε τις πιο ωραίες φωτογραφίες της, περιμένοντας ένα like. Μόνο ο Μίλτος όμως ήταν σταθερός θαυμαστής της. Έβαζε likes σε όλες  και άφηνε ενθουσιώδη σχόλια-«κουκλάρα», «θεά» και άλλα παρόμοια.
Την ημέρα των γενεθλίων της, ο Αλέξης ανέβασε στον τοίχο της το ποίημα του Πεσσόα για τα γενέθλια. Αρκετά απαισιόδοξο, αλλά η Θάλεια ενθουσιάστηκε για άλλη μια φορά. Ήταν ένα από τα πιο αγαπημένα της. Το ήξερε σχεδόν απέξω… Του έστειλε μήνυμα. «Θέλεις να βρεθούμε κάποια μέρα για καφέ;» Δεν είχε ξαναπροτείνει ποτέ πρώτη εκείνη ραντεβού. Άφηνε πάντα τον άλλο να κάνει το πρώτο βήμα. Όμως η ιστορία με τον Αλέξη κόντευε να πάρει την έκταση του «Μεγάλου Ανατολικού» και λιμάνι δεν φαινόταν πουθενά. Ο Αλέξης άργησε να απαντήσει. Δεν απάντησε την ίδια μέρα, ούτε την επόμενη, ούτε τη μεθεπόμενη. Η Θάλεια είχε απελπιστεί, ώσπου, το πρωί της τρίτης μέρας, βρήκε το πολυπόθητο μήνυμα: «Να συναντηθούμε αύριο το απόγευμα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, στη συναυλία Αναγεννησιακής και Μπαρόκ Μουσικής; Θα έχω εγώ τα εισιτήρια».
Η Θάλεια πέταξε από τη χαρά της. Τουλάχιστον στην αρχή, γιατί μετά την κατέλαβε πανικός. Δεν είχε ιδέα από Αναγεννησιακή Μουσική, μα ούτε κι από μπαρόκ. Θα γινόταν ρεζίλι στον Αλέξη…  Άρχισε να κατεβάζει κομμάτια από το youtube.  Άκουγε χωρίς διακοπή. Ξεκίνησε από τον Μπαχ που της φαινόταν πιο οικείος και προχώρησε στον Παλεστρίνα, τον Μοντεβέρντι, τον Σκαρλάτι, φτάνοντας μέχρι τον Περγκολέζι και τον Βιβάλντι. Για ώρες μπερδεύονταν στα αυτιά της  λειτουργίες, μαδριγάλια και καντάτες. Σερφάριζε από το ένα Stabat Mater στο άλλο και τελειωμό δεν είχαν. Αργά το βράδυ έκλεισε τον υπολογιστή. Τη βασάνιζε μια δυνατή ημικρανία. Το μυαλό της ήταν τόσο θολωμένο που δεν θα μπορούσε να απαντήσει ούτε πόσες ήταν οι Τέσσερις Εποχές του Βιβάλντι. Πήρε ένα Ponstan και ξάπλωσε. Ο ύπνος της ήταν ανήσυχος. Την καταδίωκε μια ιπτάμενη βιόλα ντα γκάμπα. Εκείνη έτρεχε φωνάζοντας «Κλαούντιοοο!!...» Πετάχτηκε αλαφιασμένη. Πού ακούστηκε να καλεί τον Μοντεβέρντι για βοήθεια… Η ώρα ήταν μόλις τέσσερις και είκοσι το πρωί.
Το επόμενο απόγευμα έφτασε αγχωμένη στα σκαλιά της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών. Της φαινόταν πως είχε έρθει να δώσει εξετάσεις στην Ιστορία της Μουσικής. Είχε ντυθεί με μεγάλη φροντίδα και είχε προσέξει πολύ το μακιγιάζ της. Σε άλλη περίπτωση - αν ήταν ας πούμε με τον Μίλτο - θα ένιωθε πως έσκιζε. Όμως τώρα ένιωθε χάλια. Είχε ξεχάσει τους μισούς από τους συνθέτες της Αναγέννησης. Μόνο ο Μπαχ καθόταν ατάραχος στη μπαρόκ θέση του μέσα στο μυαλό της. Ανέβηκε τα σκαλιά και μπήκε στην αίθουσα υποδοχής. Κοίταξε γύρω της τον κόσμο που περίμενε για τη συναυλία. Κοινό πολύχρωμο, κάθε ηλικίας. Παρέες νέων αλλά και μεγαλύτερων ανθρώπων συζητούσαν και γελούσαν δυνατά. Μοναχικοί μουσικόφιλοι μελετούσαν το πρόγραμμα της Στέγης, μια γυναίκα σε αναπηρικό καρότσι, μια ομάδα μαθητών σχολείου. Πουθενά ο Αλέξης… Έτρωγε με τα μάτια της κάθε νέο άντρα που του έμοιαζε. Καμία ανταπόκριση…
«Θάλεια!...»
Γύρισε απότομα. Μπροστά της στεκόταν ο… Μίλτος! Φορούσε το καλό του πουκάμισο, εκείνο που του είχε χαρίσει εκείνη στα προηγούμενα γενέθλιά του. Έχασε τον κόσμο κάτω από τα πόδια της… Η Στέγη κουνιόταν ολόκληρη. Οι φίλοι της Αναγεννησιακής Μουσικής πήγαιναν πέρα-δώθε, σαν παρασυρμένοι από νοερό μαδριγάλι.  Ίσως όμως να έφταιγε που έτρεμε εκείνη. Μα βέβαια…  Έτσι εξηγείται ο εξαφανισμένος Καβάφης τις προάλλες…. Είχε φάει όλο το σπίτι ψάχνοντας και τον είχε βρει κάτω από το μαξιλάρι του Μίλτου.  Και το ραδιόφωνο κολλημένο στο Τρίτο Πρόγραμμα μια-δυο φορές τώρα τελευταία. Από πού κι ως πού Musica reservata ο Μίλτος… Με τίποτα όμως δεν είχε πάει το μυαλό της… Η Θάλεια είχε απομείνει άφωνη. Παρατεταμένη παύση, τέσσερα ολόκληρα μέτρα, σε μοτέτο. Δεν ήξερε αν έπρεπε να γελάσει, να κλάψει ή να θυμώσει. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, μια φωνή από το μεγάφωνο ανήγγειλε την έναρξη της συναυλίας.

12.1.12

Αργύρης Χιόνης: Η Απουσία



     Τη λέξη Απουσία την άκουσα, για πρώτη φορά, στο σχολείο. Ο δάσκαλος έπαιρνε απουσίες, ο απουσιολόγος έπαιρνε απουσίες... Γιατί τις παίρνανε, που τις πηγαίνανε και τι τις κάνανε, ποτέ δεν κατάλαβα. Και επειδή, μικρός, ήμουν πολύ φιλάσθενος, παίρνανε συχνά και τις δικές μου απουσίες, χωρίς ωστόσο να νιώσω ποτέ ότι κάτι μου αφαιρούσαν, κάτι μου έλειπε.
Το ίδιο γινότανε και με τον πυρετό μου. Κάθε φορά που αρρώσταινα, μου 'λέγε η μάνα μου: «Έλα, να σου βάλω το θερμόμετρο, να σου πάρω τον πυρετό». Και μου 'βαζε το θερμόμετρο στη μασχάλη, αλλά τον πυρετό δεν μου τον έπαιρνε, γιατί ο πυρετός έμενε εκεί και μ' έψηνε, μέχρι που αποφάσιζε να φύγει από μόνος του και κά­ποιον άλλονε να βρει για να παιδέψει.
Είχα, όπως καταλαβαίνετε, ένα πρόβλημα με τις λέξεις που δεν χρησιμοποιούνταν κυριολεκτικά, που άλλα έλεγαν και άλλα εννοούσαν. Δεν είχα ακόμη μάθει τη μεταφορική χρήση τους· δεν ήμουν ακόμη ποιητής.
     Αυτό συνέβη λίγο αργότερα. Θέλω να πω, άρχισα να γίνομαι ποιητής, όταν, με τη βοήθεια του νονού μου, έμαθα ότι η απουσία είναι πουλί. Ο νονός μου, ένας γλυκός, διαβασμένος και ευφάνταστος άνθρωπος, ζούσε, με τη γυναίκα του, σε μια μεγάλη μονοκατοικία με εξίσου μεγάλο κήπο. Ακριβώς δίπλα (ένας ψηλός μαντρότοιχος ήταν το όριο), βρισκότανε η λαϊκή αυλή όπου εμείς, τέσσερα άτομα, καταλαμβάναμε, με ταπεινό νοίκι, ένα μόνο δωμάτιο χωρίς κανένα βοηθητικό χώρο. Επειδή ο νονός μου, ενώ είχε μεγάλο σπίτι και μεγάλη καρδιά, δεν είχε παιδιά, αποφάσισε να αγαπάει εμένα σαν παιδί του. Μόλις, λοιπόν, γύριζε σπίτι απ' τη δουλειά (βιβλιοπώλης ήτανε), έβγαινε στον κήπο και ξερόβηχε. Αυτό ήταν το σύνθημα μας, ο μυστικός μας κώδικας, που σήμαινε «έφτασα μόλις, έλα!» κι εγώ προσέτρεχα αμέσως, γιατί όσο μ' αγαπούσε εκείνος, άλλο τόσο κι εγώ τον αγαπούσα.
     Η αστική αυτή κατοικία, πλάι στη δική μας μίζερη αυλή, ήταν για μένα ένας κόσμος μαγικός, βγαλμένος κατευθείαν από τα παραμύθια. Και τί δεν υπήρχε εκεί μέσα: δρύινα βερνικωμένα πατώματα, παχιά χαλιά, που κάνανε το βάδισμα αθόρυβο σαν της γάτας, βιβλιοθήκες από τοίχο σε τοίχο, πίνακες ζωγραφικοί με υπέροχα τοπία από κάποιους άλλους κόσμους, εβένινοι μπουφέ­δες με απαστράπτοντα ασημικά μες στις βιτρί­νες τους, τραπέζια και καρέκλες με κεντητά λινά καλύμματα, ένα περίεργο σκεύος, μεγάλο σαν εικονοστάσι, που το λέγαν σαμοβάρι κι έβγαζε, από ένα μικρό βρυσάκι, τσάι αρωματικό, κούπες τσαγιού από διάφανη κινέζικη πορσελάνη, μια τεράστια, σαν μικρός ελέφαντας, μαντεμένια σόμπα, επιχρισμένη με πράσινο σμάλτο, ένα ραδιόφωνο, καπλαντισμένο με καρυδιά, απ' όπου έρρεε, σχεδόν αδιάκοπα, μια μουσική που τήνε λέγαν κλασική, και παντού, από το μπάνιο ως το πιο μικρό δωμάτιο, το άρωμα λεβάντας απ' την κο­λόνια του νονού μου.
     Σε μια γωνιά του μεγάλου σαλονιού (υπήρχε και μικρότερο για τις σύντομες ή αδιάφορες επισκέψεις) στεκόταν, πάνω σε βάθρο ξύλινο με τέχνη σκαλισμένο, έν' αδειανό κλουβί τόσο όμορφα φτιαγμένο, που επιθυμούσες να μικρύνεις, σαν καναρίνι ελάχιστος να γίνεις, μόνο και μόνο για να κατοικήσεις μέσα του. Αργότερα, πολύ αρ­γότερα, φωτογραφίες όταν πρωτοείδα του Τάτζ Μαχάλ, κατάλαβα πως ήτανε πιστό συρμάτινο αντίγραφο αυτού του διάσημου τεμένους. Τότε, ωστόσο, το μόνο που παίδευε την παιδική μου σκέψη ήταν γιατί ένα τόσο όμορφο κλουβί έμενε άδειο. Ρώτησα λοιπόν, μια μέρα, τον νονό μου: «Γιατί δεν έχει το κλουβί μέσα πουλί;».
     «Έχει και παραέχει, μόνο που δεν το βλέ­πεις», μου αποκρίθηκε.
     «Και πώς το λένε;» επέμεινα εγώ.
     «Το λένε Απουσία», μου είπε.
     «Και γιατί δεν κελαηδά;»
     «Γιατί η απουσία εκτός από αόρατη είναι και βουβή· φωνή δεν έχει».
     Αν και χαμογελούσε, λέγοντας μου αυτά τα λόγια, τα μάτια του δεν συμμετείχαν στο χαμόγελο· υπήρχε κάτι σκοτεινό μέσα τους, που μ' έκανε να σωπάσω, μολονότι είχα ακόμη πολλές απορίες σχετικά μ' αυτό το περίεργο πουλί.
     Λίγο μετά τη συμπλήρωση των δεκατεσσάρων μου χρόνων και πριν προλάβω να του δείξω τα ποιήματα που είχα αρχίσει να γράφω, ο νονός μου πέθανε. Ήταν ο πρώτος μου νεκρός, κι ήταν η πρώτη φορά που ένιωθα την καρδιά μου σαν συρμάτινο Τάτζ Μαχάλ, κατοικημένη απ' το αόρατο βουβό πουλί, την Απουσία.
     Πέρασαν χρόνια πολλά από τότε, μεγάλωσα, ωρίμασα, σίτεψα· πλήθος πλέον τα σβησμένα κεριά, πλήθος οι αγαπημένοι μου νεκροί... Και μια μέρα, περιπλανώμενος μέσα στον ζωολογικό κήπο της Αμβέρσας, βρέθηκα, κάποια στιγμή, μπροστά σ' ένα τεράστιο, σιδερόφρακτο, άδειο κλουβί με μια πινακίδα στη βάση του, που έγραφε στα γαλλικά και στα φλαμανδικά: ABSENCE -AFWEZIGHEID. Ίσως να ήταν κάποιο βελγικό αστείο ή, πάλι, μπορεί ο επιγραφοποιός να 'θελε να δηλώσει απλώς, με τρόπο βέβαια κάπως παράδοξο, ότι το ζώο, που όφειλε να είν' εκεί, απουσίαζε. Εγώ ωστόσο ταράχτηκα. Είδα, ξαφνικά, να επαληθεύεται αυτό που από καιρό υποπτευόμουν ότι η Απουσία δεν είναι πουλί άλλα θηρίο ανήμερο που, σιωπηλό και άφαντο, τρώει τα σωθικά μας, ώσπου να γίνουμε κενά τεμένη, μαυσωλεία θαμπών αναμνήσεων.

     Επιμύθιο: Η Απουσία είναι το μοναδικό θηρίο που ο άνθρωπος όχι μονάχα δεν κατάφερε ποτέ να εξημερώσει, αλλ' ούτε να συλλάβει καν. Βέβαια, πάντα ελπίζει ότι θα τα καταφέρει, γι' αυτό και σ' όλους τους ζωολογικούς κήπους υπάρχει έν' αδειανό κλουβί γι' αυτήν.

2.1.12

Μια πληγή από μέρες



      «Βαρέθηκα να διαβάζω την ανθρώπινη δυστυχία», δήλωσε μεγαλόφωνα στον εαυτό του ο Άγγελος Γεωργιάδης ένα Κυριακάτικο πρωινό στα μέσα Γενάρη. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα του κλείνοντας με θόρυβο το βιβλίο που διάβαζε. Ο Άγιος της Μοναξιάς απέμεινε μόνος, παρατημένος στο πράσινο βελούδο, ανήμπορος να υπερασπιστεί τους ήρωές του. Ο Γεωργιάδης αγαπούσε την Ιωάννα Καρυστιάνη. Κάθε φορά που κυκλοφορούσε καινούριο της βιβλίο, παρέμενε μαγεμένος, αιχμάλωτος στις σελίδες της, μέχρι να το τελειώσει. Και βέβαια το ξαναδιάβαζε από καιρό σε καιρό. Όμως σήμερα ήθελε να κάνει κάτι διαφορετικό, ίσως να δει κάποιον. Σκέφτηκε αμέσως τον Γιόχαν Φίσερ. Η επιμονή του νεαρού δασκάλου είχε επιτέλους νικήσει την αδήριτη εσωστρέφεια του Γεωργιάδη.
     Ο Γιόχαν χάρηκε που τον άκουσε στο τηλέφωνο. Μόλις μισή ώρα αργότερα, το μαύρο Όπελ του σταματούσε μπροστά στη μονοκατοικία του Γεωργιάδη. Ο συμβολαιογράφος βγήκε από την αυλόπορτα φορώντας το περίφημο μαύρο εγγλέζικο παλτό του και έχοντας περασμένο θηλιά στο λαιμό του ένα μάλλινο καρό κασκόλ. Επιβιβάστηκε στη θέση του συνοδηγού αφήνοντας μια «καλημέρα» και μια υποψία χαμόγελου. Η εγκάρδια απάντηση του Γιόχαν μαρτυρούσε ότι ήταν πολύ χαρούμενος για τη συνάντηση. Ο Γιόχαν απολάμβανε τις συναντήσεις με τον ηλικιωμένο συμβολαιογράφο, ίσως περισσότερο κι από ένα ερωτικό ραντεβού. Οι συζητήσεις τους τον γοήτευαν, τον άφηναν άλλον άνθρωπο. Εκτός από τον εαυτό του και τον Γεωργιάδη, δεν είχε μέχρι τώρα συναντήσει κανέναν άλλο που να ζούσε πραγματικά τα βιβλία.
      Το αυτοκίνητο ξεκίνησε εντελώς αθόρυβα, με γερμανική αυτοπεποίθηση, για τον προορισμό των δύο ανδρών, ένα εστιατόριο στη Βουλιαγμένη. Παρόλο που ο Γεωργιάδης δεν κολυμπούσε, επεδίωκε να βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, ξορκίζοντας ίσως έτσι υποσυνείδητα τις κακοτυχίες της περασμένης του ζωής.
     Την ώρα εκείνη το εστιατόριο ήταν σχεδόν άδειο. Κάθισαν σε ένα γωνιακό τραπέζι με άπλετη θέα στη θάλασσα, που φαινόταν βαθυπράσινη, ανταριασμένη, έτοιμη να εισβάλει και να πλημμυρίσει την αίθουσα. Μια ξεχαρβαλωμένη ψάθινη καρέκλα, ξεχασμένη καταμεσής στην αμμουδιά, παράδερνε παρασυρμένη από τον αλμυρό αέρα. Ο σερβιτόρος που ήρθε για την παραγγελία, είχε ένα μικρό στρογγυλό κάψιμο-φαινόταν αρκετών ημερών-στη ράχη της αριστερής παλάμης. Δεν πρέπει να πονάει, έκανε σχεδόν αυτοματικά τη σκέψη ο Γεωργιάδης, ανασηκώνοντας ανεπαίσθητα το δεξί του φρύδι. Ο Γιόχαν παρακολουθούσε τη ματιά του Γεωργιάδη, ετοιμάζοντας την «επίθεσή» του.
    - Μπορεί τα βιβλία να γράφουν για πληγές που έχουν επουλωθεί, αλλά αυτό δεν υπάρχει στη ζωή των ανθρώπων. Υπάρχουν ανοιχτά τραύματα, μερικές φορές συρρικνωμένα σαν κεφαλή καρφίτσας, αλλά παραμένουν τραύματα, σχολίασε προκαλώντας τον Γεωργιάδη με ένα ελαφρό μειδίαμα.
    - Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, Τρυφερή είναι η Νύχτα. «Δεν γίνεται να μας ξεφύγουν, ούτε για ένα λεπτό σ’ ένα χρόνο, αλλά και να μας ξεφύγουν, δεν τρέχει τίποτα». Τι λες εσύ ψαρά, δεν πας να δεις τα ψάρια;
     Ο Γιόχαν ανασήκωσε θριαμβευτικά τον αντίχειρα του δεξιού του χεριού και ακολούθησε τον σερβιτόρο μέχρι το ψυγείο του μαγαζιού. Δεν ήταν στ’ αλήθεια ψαράς, ο Γεωργιάδης έπαιζε συχνά με το επώνυμό του, αλλά ήξερε να ξεχωρίζει το φρέσκο ψάρι. Διάλεξε δύο σχεδόν ζωντανά σκαθάρια και επέστρεψε ικανοποιημένος στο τραπέζι. Βρήκε τον Γεωργιάδη απορροφημένο στην ανάγνωση του καταλόγου των κρασιών. Είχε βγάλει το μαύρο παλτό του και είχε απελευθερώσει τον λαιμό του από την κρεμάλα του κασκόλ, σημάδια που μαρτυρούσαν ότι είχε αφήσει τον αυστηρό του εαυτό ελεύθερο στη δίνη των πραγματικών ανθρώπων, κάτι που έκανε πολύ σπάνια.