Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορίες τσέπης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορίες τσέπης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

30.1.13

Σπουδή σε γυμνό μοντέλο

Πίνακας: Εύη Παντελέων


       Από μικρός ο Αντώνης ήταν παράξενο παιδί. Το πρώτο που εντυπωσίαζε επάνω του ήταν τα μάτια του∙ δυο μάτια δυσανάλογα μεγάλα με το υπόλοιπο πρόσωπο και με διαφορετικό χρώμα∙ το ένα καστανό και το άλλο κατάμαυρο, κάρβουνο. Οι παιδίατροι και οι οφθαλμίατροι που τον είχαν εξετάσει είχαν πει ότι επρόκειτο περί «ετεροχρωμίας της ίριδας», μιας κατάστασης κληρονομικής. Όμως σε κανένα σόι, ούτε του Κίμωνα ούτε της Πηνελόπης, δεν υπήρχε κάποιος με τέτοιο κουσούρι στα μάτια. Ο Κίμων Ακάθιστος παρηγορήθηκε κάπως όταν ένας δάσκαλος που ερχόταν τακτικά στο φούρνο του για ψωμί, του είπε ότι κι ο Μέγας Αλέξανδρος είχε διαφορετικά μάτια. Αν ήταν να γίνει τόσο μεγάλος άνδρας ο Αντώνης, δεν πείραζαν τα μάτια.
       Ο Αντώνης έβλεπε πολύ καλά με τα δυο παράταιρα μάτια του. Όμως μεγάλος άνδρας δεν φαινόταν να γίνεται. Ούτε άνδρας, για του λόγου το αληθές. Ήδη από τα χρόνια του γυμνασίου είχε μια φωνή ψιλή και τραγουδιστή, χωρίς την άγρια βραχνάδα των άλλων αγοριών της ηλικίας του. Το σώμα του ήταν λυγερό∙ περπατούσε κινώντας με υπερβολική χάρη τους γλουτούς του. Χειρονομούσε σαν κοπέλα και καθόταν συνεχώς με τα πόδια κλειστά ή σταυροπόδι. Δεν ρευόταν, δεν έξυνε τον καβάλο του, δεν έφτυνε κάτω όπως οι συμμαθητές του. Μόνο το τσιγάρο έμαθε, κι αυτό το κρατούσε με χάρη σπάζοντας τον καρπό, καθώς ξεφυσούσε με τέχνη ολοστρόγγυλα δαχτυλίδια καπνού που ανέβαιναν ακέραια μέχρι το ταβάνι.
      Παρά την ιδιαιτερότητά του, ο Αντώνης ήταν αγαπητός στους συμμαθητές του. Ακόμα και τα λίγα σχόλια για τη θηλυπρεπή εμφάνισή του τα έκαναν μόνο ερήμην του και πάντα με την έγνοια μην εμφανιστεί ξαφνικά και τους ακούσει. Ο Αντώνης συμμετείχε σε όλες τις πλάκες, στις εξόδους και τα πάρτι, ενώ στο Λύκειο ήταν και τα τρία χρόνια μέλος στο δεκαπενταμελές μαθητικό συμβούλιο.
Εκτός από τα παράταιρα μάτια, ο Αντώνης είχε και μαγικά χέρια. Ζωγράφιζε ήδη από τα σχολικά χρόνια σαν φτασμένος εικαστικός, χρησιμοποιώντας διάφορα υλικά: νερομπογιές, μολύβια, λάδια, παστέλ. Έφτιαχνε επίσης χαρακτικά και μικρά γλυπτά. Όλα τα έργα του τα χάριζε στους φίλους του, ενώ αρκετά ήταν κορνιζαρισμένα στους τοίχους του σπιτιού του και της τάξης του. Ο Αντώνης υπέγραφε όλους τους πίνακές του στην κάτω δεξιά γωνία με ένα μικρό ευανάγνωστο «ΑΑ» συνοδευόμενο με το έτος.
      Ο καθένας μπορούσε να διακρίνει το ταλέντο του Αντώνη. Ήταν από αυτά τα ταλέντα που φωνάζουν από μακριά, που φωτίζουν σαν προβολέας τον κάτοχό τους, κάνοντάς τον να ξεχωρίζει από τη μεγάλη μάζα των συνηθισμένων ανθρώπων. Όμως, μόνο τη χρονιά που διορίστηκε στο σχολείο ως καθηγήτρια καλλιτεχνικών η Έρση Φωτίου απέκτησε η ικανότητα του Αντώνη τη σφραγίδα που της έπρεπε.

      Η Έρση Φωτίου ήταν μια ψηλή λεπτοκαμωμένη πενηντάρα. Πρέπει να υπήρξε όμορφη στα νιάτα της, τώρα όμως το πολύ λεπτό, σχεδόν αποστεωμένο πρόσωπό της είχε βαθιές ρυτίδες έκφρασης, λες και κάθε συναίσθημα περνώντας είχε αφήσει το ίχνος του. Η Έρση Φωτίου ήταν γλύπτρια με σημαντικό έργο, αλλά εργαζόταν ως καθηγήτρια καλλιτεχνικών για βιοπορισμό∙ έτσι «δεν χρειαζόταν να κάνει συμβιβασμούς», όπως έλεγε συχνά στις συζητήσεις με τους συναδέλφους της.
       Από την πρώτη μέρα που μπήκε στο τμήμα του Αντώνη, τον ξεχώρισε από τους άλλους μαθητές∙ στην αρχή από την ψηλόλιγνη φιγούρα του που έσκυβε σχεδόν προστατευτικά πάνω από το μπλοκ της ακουαρέλας∙ ύστερα από το σχέδιο που έφτιαχνε εκείνη τη μέρα ο Αντώνης στο μπλοκ, ένα σκίτσο του πατέρα του στον φούρνο, με τα καρβέλια του ψωμιού να αχνίζουν πάνω στη ζωγραφιστή λαμαρίνα∙ η καθηγήτρια σχεδόν τα μύριζε∙ τόσο ζωντανό ήταν το σχέδιο.
       Από νωρίς η Έρση Φωτίου καθοδήγησε τον Αντώνη, προσανατολίζοντάς τον προς τη Σχολή Καλών Τεχνών. Έδωσε εκείνος τις απαραίτητες εξετάσεις, έδωσε κι εκείνη τις απαραίτητες συστάσεις και ο Αντώνης έγινε δεκτός με την πρώτη. Περήφανος ο Κίμων για τον γιο του, του ανέθεσε να ζωγραφίσει μια πινακίδα για τον φούρνο. Ο Αντώνης δεν ενθουσιάστηκε με την πρόταση, αλλά ασχολήθηκε τρία εικοσιτετράωρα με διακοπή μόνο για ύπνο και φαγητό∙ το αποτέλεσμα ήταν θαυμάσιο: σε φόντο ώχρας η «Αρτοποιία Ακάθιστου» με πορφυρούς καλλιγραφικούς χαρακτήρες και από κάτω μια γιγάντια φρατζόλα, με την οποία θα χόρταινε ολόκληρη ποδοσφαιρική ομάδα.
Φοιτητής πια στην Καλών Τεχνών, ο Αντώνης άρχισε να αποκτά όλο και πιο αλλόκοτες παρέες που δεν άρεσαν στον Κίμωνα. Οι φίλοι του ντύνονταν με πολύχρωμα πουκάμισα και φαρδιά υφασμάτινα παντελόνια. Μερικοί φορούσαν και σκουλαρίκι. Όλοι τους κάπνιζαν στριφτά τσιγάρα που μύριζαν περίεργα∙ ο Κίμων ήξερε ότι δεν ήταν εντελώς αθώα. Όμως αυτό που τον ενοχλούσε περισσότερο ήταν ότι η παρέα του Αντώνη ήταν κάπως γυναικωτή. Οι φίλοι του μιλούσαν και χειρονομούσαν σαν υστερικές γυναίκες, με φωνές όλο σπασίματα, ηδυπάθεια και νάζι. Κουβαλούσαν κάτι πελώρια μπλοκ ζωγραφικής, κλείνονταν όλοι μαζί στο δωμάτιο του Αντώνη, ζωγράφιζαν και κάπνιζαν. Γρήγορα ο καπνός ξεμύτιζε κάτω από τη χαραμάδα της πόρτας, ενώ από μέσα ακούγονταν γέλια, στριγγλιές και μουσική.

       Ο Αντώνης ήταν υποδειγματικός φοιτητής. Παρακολουθούσε ανελλιπώς τις παραδόσεις, έκανε όλες τις εργασίες-ακόμα και τις προαιρετικές-και διέπρεπε στα εργαστήρια. Μόνο σ’ ένα εργαστήριο αντιμετώπισε δυσκολία∙ στο γυμνό μοντέλο. Και μάλιστα όχι στο γυναικείο γυμνό∙ αυτό το δούλευε με μεγάλη μαστοριά∙ οι λεπτές γραμμές των μολυβιών του χάραζαν σχεδόν θωπεύοντας το περίγραμμα του γυναικείου σώματος∙ ύστερα έφτιαχνε με πιο χοντρές μολυβιές το εσωτερικό, με σχεδόν φωτογραφική φυσικότητα. Το αξεπέραστο εμπόδιο για τον Αντώνη ήταν το ανδρικό γυμνό. Στη θέα των καλοσχηματισμένων ανδρικών σωμάτων ο Αντώνης ερεθιζόταν∙ ένιωθε μια ανείπωτη ταραχή, τα χέρια του άρχιζαν να τρέμουν, να μυρμηγκιάζουν∙ σε λίγο τον έκοβε κρύος ιδρώτας∙ και μετά, εκεί χαμηλά, ερχόταν ο πόνος με ένα ηδονικό, διεκδικητικό κρεσέντο που τον έκανε να φουντώνει∙ στο τέλος ο πόνος έσπαγε σ’ έναν ορμητικό χείμαρρο σπέρματος που λέρωνε το εσώρουχο και περόνιαζε το παντελόνι του. Την πρώτη φορά που του συνέβη αυτό, το μοντέλο του έκλεισε πονηρά το μάτι. Ήταν ένας ξανθός σγουρομάλλης νεαρός με αρμονικό γυμνασμένο σώμα, που θα ενέπνεε ακόμα και τον Φειδία. Τις επόμενες φορές, ο Αντώνης προσπαθούσε να σκέφτεται κάτι άλλο, για να συγκρατήσει το καταιγιστικό του ένστικτο. Τα μισοκατάφερνε τις περισσότερες φορές. Το μοντέλο πλέον του έκλεινε σταθερά κάποια στιγμή το μάτι, κρυφά απ’ τον καθηγητή που περνούσε από τους πάγκους των φοιτητών επιθεωρώντας την πρόοδο της σπουδής. Ο Αντώνης, ντροπιασμένος, τέλειωνε όπως-όπως κάθε φορά τη σπουδή∙ τα σχόλια του καθηγητή ήταν σχεδόν πάντα επικριτικά∙ χρειαζόταν εξάσκηση στο ανδρικό γυμνό, ώστε να κατακτήσει την αρτιότητα που είχαν οι σπουδές του στο γυναικείο γυμνό.
       Και πραγματικά ο Αντώνης άκουσε τη συμβουλή του καθηγητή. Εξασκήθηκε στο ανδρικό γυμνό∙ όχι στον καμβά, αλλά στο κρεβάτι. Το μοντέλο που του έκλεινε το μάτι λεγόταν Φίλιππος και ήταν είκοσι χρονών. Ένα μεσημέρι, στο σχόλασμα του εργαστηρίου, περίμενε τον Αντώνη, ντυμένος φυσικά∙ του πρότεινε να πάνε για καφέ. Πήγαν σε μια μικρή καφετέρια στην Πατησίων. Ο Αντώνης περνούσε συχνά από εκεί, αλλά δεν είχε μπει ποτέ μέσα. Ο καφές κράτησε πολύ λίγο, εξάλλου ήταν εσπρέσο. Μετά ο Φίλιππος οδήγησε τον Αντώνη στο σπίτι του, ένα μικρό δυάρι στον τρίτο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας στην οδό Τροίας. Άνοιξε την πόρτα γυρνώντας βιαστικά το κλειδί στην κλειδαριά και οι δύο άνδρες μπήκαν μέσα στο σκοτεινό διαμέρισμα που μύριζε κλεισούρα και καπνό σε ίσες αναλογίες. Ο Φίλιππος έριξε ανυπόμονα τον Αντώνη πάνω στο διπλό κρεβάτι του. Αυτό που ακολούθησε στο δυάρι της οδού Τροίας ελάχιστα απείχε από τον Τρωικό Πόλεμο∙ για τρεις ολόκληρες ώρες τα δύο κορμιά πάλευαν χυμένα πάνω στο κρεβάτι. Ο Αντώνης ήταν συγκλονισμένος από αυτό που του συνέβαινε∙ απανωτά κύματα του γνωστού πόνου τον έζωναν με αμείωτη ένταση, καθώς ο Φίλιππος περιδιάβαινε με τη γλώσσα, τα δάχτυλα και το πέος του κάθε χιλιοστό του κορμιού του Αντώνη. Τα χείλη του Φίλιππου σταματούσαν από καιρό σε καιρό στο στόμα του Αντώνη και άφηναν ένα πεταχτό, σχεδόν συμπονετικό φιλί, σφραγίζοντας τα βογγητά που μάταια προσπαθούσε να πνίξει ο Αντώνης. Στο τέλος της ερωτικής μάχης, ο Φίλιππος, αδιαμφισβήτητος κατακτητής, πήρε τον Αντώνη στην αγκαλιά του και βυθίστηκαν και οι δύο σ’ έναν αποκαμωμένο, χορτάτο ύπνο.

        Από εκείνο το απόγευμα, η ζωή του Αντώνη μπήκε σε άλλη τροχιά. Τα πρωινά πήγαινε όπως πάντα στη σχολή του, ενώ τα απογεύματα έβλεπε απαρέγκλιτα τον Φίλιππο. Είχε αποκτήσει πραγματική εξάρτηση από το κορμί του φίλου του. Μπορούσε πια να το ζωγραφίσει απέξω, χωρίς να το βλέπει∙ τόσο καλά ήξερε την κάθε μικρή λεπτομέρειά του. Και βέβαια, έτσι γεμάτος κι ευτυχισμένος που ήταν, ζωγράφιζε πλέον το ίδιο καλά και τα ανδρικά γυμνά. Ο καθηγητής του εργαστηρίου δεν έκανε πια κανένα σχόλιο∙ μόνο το εντυπωσιασμένο βλέμμα του πίσω από τα χοντρά πρεσβυωπικά γυαλιά μαρτυρούσε την επιδοκιμασία του. «Ο Αντώνης Ακάθιστος θα γίνει κάποτε ένας πολύ μεγάλος ζωγράφος», ακουγόταν συχνά να λέει με στόμφο στην τακτική συνέλευση του τμήματος.

15.9.12

Όχι χωρίς λόγο



Όποτε του δινόταν η ευκαιρία, ταξίδευε. Τα ταξίδια ήταν η ζωή του. Κάθε ταξίδι, μια ξεχωριστή ζωή. Ήταν σαν να έβγαζε κάθε φορά πιστοποιητικό γεννήσεως με το τσεκ-ιν στο γκισέ της αεροπορικής εταιρείας, ενώ στην επιστροφή, η αποσκευή που παραλάμβανε από τον κυλιόμενο ιμάντα, λες και περιείχε τη σορό μιας ζωής που είχε μόλις τελειώσει. Δεν μελαγχολούσε, δεν τον κατέθλιβε το πεπερασμένο του ταξιδιωτικού χρόνου. Αντίθετα, του φαινόταν ότι ο χρόνος διαστέλλεται μέσα σε κάθε ταξίδι και παραμένει στο μυαλό του αναλλοίωτα επιμηκυσμένος, σε πείσμα του αντίπαλου χρόνου της καθημερινότητας.
      Συνήθως ταξίδευε χωρίς σκοπό. Για το ίδιο το ταξίδι. Για την ίδια την ομορφιά του «χωρίς σκοπό». Αυτό το ταξίδι όμως ήταν λίγο διαφορετικό. Αθήνα-Μόναχο, Μόναχο-Βαρκελώνη, έγραφαν οι κάρτες επιβίβασης που παρέλαβε από το γκισέ της Λουφτχάνσα. Έλληνας ο υπάλληλος, του ευχήθηκε καλό ταξίδι. Περιττή ευχή. Όλα τα ταξίδια καλά είναι.
      Είχε ξαναπάει πολλές φορές στη Βαρκελώνη. Τόσες ώστε να τη θεωρεί πολύ γνώριμη. Είχε αγαπημένα στέκια για φαγητό, δικές του διαδρομές για βόλτα. Κάθε φορά, ξεφυλλίζοντας τον ταξιδιωτικό του οδηγό, έψαχνε για συγκεκριμένα μέρη. Δεν είχε όμως ποτέ μέχρι τώρα αναζητήσει κάποιο συγκεκριμένο άνθρωπο, γνωστό ή άγνωστο. Αυτή ήταν η πρώτη φορά.
      Την είχε πρωτοδεί τέσσερις μήνες πριν, το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, στην πλατεία. Τριγυρνούσε μόνος. Εκείνη ήταν παρέα με δυο φίλες της. Τις παρατηρούσε αρκετή ώρα. Τρεις νεαρές γυναίκες, ανάμεσα εικοσιπέντε και τριάντα, πανύψηλες και εντυπωσιακές. Ούτε ξανθές, ούτε μελαχρινές. Κάτι απροσδιόριστο, αλλά όμορφο. Ήταν ντυμένες πολύ μοντέρνα, με κοντά σορτς και ψηλές μπότες πάνω από το γόνατο. Στέκονταν όπως τα μοντέλα στα τηλεοπτικά σόου, με τα καλλίγραμμα πόδια τους λυγισμένα σε κολακευτικές στάσεις, ενώ με τα μακριά δάκτυλα των χεριών τους σχημάτιζαν χειρονομίες. σα να διαφωνούσαν.
     Την ξεχώρισε αμέσως από τις άλλες δύο. Τον μαγνήτισε η παρουσία της, η έκφρασή της. Τον ξένισε λίγο το γυμνό της κεφάλι. Κεφάλι νεοσύλλεκτου, χωρίς ίχνος τρίχας. Τι τρέλα κι αυτή, να ξυρίζουν οι γυναίκες τα μαλλιά τους… Και οι άλλες έτσι ήταν, αλλά τουλάχιστον φορούσαν αϊ-βασιλιάτικους σκούφους. Γυναίκες. Το αλάτι της ζωής του. Μόνο που εδώ και πολύ καιρό έτρωγε τη ζωή του ανάλατη, έτσι για να μασουλάει κάτι. Ή μάλλον τον έτρωγε εκείνη σιγά-σιγά, απολαμβάνοντας, μέχρι να τον καταπιεί εντελώς.
      Απόμεινε να την κοιτάζει μαγεμένος. Η ψύχρα της γιορτινής νύχτας θα ταίριαζε στις ζωές άλλων συνομηλίκων του που κάθονταν μπροστά στο τζάκι τους, βολεμένοι ανάμεσα σε αγαπημένα πρόσωπα. Η δική του ζωή γινόταν ακόμα πιο παγωμένη τις κρύες νύχτες. Απόψε όμως είχε γίνει απροσδόκητα ζεστή. Τα μάγουλά του ήταν φλογισμένα. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Άραγε σπάνε οι καρδιές των ανθρώπων; Το είχε ακούσει να γίνεται σε λαϊκά τραγούδια, όμως τα τραγούδια λένε τόσα ψέματα…
     Συνέχισε να την κοιτάζει για αρκετή ώρα. Του έδωσε την εντύπωση ότι τον κοίταζε κι εκείνη. Δεν έκανε όμως ούτε μια κίνηση να αφήσει τις φίλες της και να τον πλησιάσει. Η ώρα ήταν πια προχωρημένη και οι περαστικοί ελάχιστοι. Τα οικογενειακά τραπέζια στα σπίτια των Βασίληδων θα είχαν σίγουρα φτάσει στο γλυκό. Βασιλόπιτα, κουραμπιέδες, μελομακάρονα. Είχε κι εκείνος μια γλυκιά γεύση στο στόμα, παρόλο που δεν τον είχε καλέσει κανένας Βασίλης σε δείπνο. Πήρε αργά το δρόμο για το σπίτι του, ρίχνοντας πού και πού ματιές πίσω του σαν να τον παρακολουθούσαν.
 Από εκείνο το πρώτο βράδυ της καινούριας χρονιάς, η ζωή του άλλαξε πρόγραμμα. Άρχισε να συχνάζει περισσότερο στην πλατεία. Με κάθε αφορμή τα βήματά του τον πήγαιναν σ’ εκείνο το ίδιο μέρος που είχε συναντήσει τις πρωτοχρονιάτικες κοπέλες. Ήταν όλες τους πάντα εκεί, άλλοτε μόνες τους, άλλοτε μαζί με άλλους. Όταν βρισκόταν μαζί με τη δική του κάποιος άνδρας, η ψυχή του σφιγγόταν. Παρατηρούσε τις εκφράσεις της, τις χειρονομίες της. Κάθε φορά η ίδια αγωνία. Όχι, δεν πρέπει να έτρεχε κάτι με κανέναν από αυτούς που μπαινόβγαιναν στο κατάστημα. Είχε πάντα αυτή την ευγενική, χαμογελαστή έκφραση που δεν άφηνε περιθώρια για περισσότερα.
     Οι δουλειές πρέπει να πήγαιναν καλά. Ο κόσμος που έμπαινε, έβγαινε κρατώντας συνήθως μία ή περισσότερες σακούλες. Χαιρόταν για κείνη. Είναι δύσκολοι οι καιροί. Δεν είναι εύκολο να έχει κανείς σταθερή δουλειά. Εκείνη όμως έδειχνε ευχαριστημένη. Πάντοτε ντυμένη εντυπωσιακά, με ξεχωριστούς συνδυασμούς χρωμάτων και ασορτί κοσμήματα. Ψεύτικα, άλλα όμορφα. Ήταν υπέροχη.

  Αυτό κράτησε μερικούς μήνες. Τέλειωσαν και οι εκπτώσεις. Μέχρι εκείνη την καταραμένη Δευτέρα του Απρίλη, τη μέρα που την έχασε.
     Πέρασε πρωί-πρωί, όπως κάθε μέρα από το κατάστημα. Ήταν κλειστό. Ή μάλλον, όχι κλειστό. Άδειο. Η φωτεινή επιγραφή του ξηλωμένη. Η βιτρίνα άδεια. Μερικά χαρτόκουτα αραδιασμένα εδώ κι εκεί. Η πόρτα ανοιχτή. Σκόνη, πολλή σκόνη. Δυο άντρες μάζευαν μερικά τελευταία κομμάτια από τους πάγκους και τα ράφια. Σαν κεραυνοβολημένος ρώτησε τους εργάτες. «Τι να έγινε, φίλε; Οικονομική κρίση. Εσύ δεν πήρες χαμπάρι»; Όχι, δεν είχε καταλάβει τίποτα. Το κατάστημα έδειχνε να δουλεύει καλά.
     Τους ρώτησε για κείνη. Κάπου στην Ισπανία είχαν πάει όλες μαζί. Στη Βαρκελώνη, στον κεντρικό δρόμο με τα καλά καταστήματα, συμπλήρωσαν, αφού συζήτησαν κάτι μεταξύ τους χαμογελώντας. Όχι, τηλέφωνο δεν είχαν να του δώσουν. Ο ένας τους πρέπει να τον λυπήθηκε βλέποντας το χαμένο του ύφος και τον χτύπησε φιλικά στον ώμο. «Γυναίκες, ρε φίλε. Τι περιμένεις; Άστατες, ακόμα κι όταν τα οικονομικά είναι καλά». Ο άλλος έπνιξε ένα γέλιο και συνέχισε να μαζεύει.
     Έφυγε όπως-όπως. Περπατούσε σαν χαμένος μέχρι το μεσημέρι. Ένιωθε άδειος. Έρημος. Πήρε μια εφημερίδα και κάθισε σε ένα καφέ. Τα γράμματα χόρευαν μπροστά στα μάτια του. Έπαιρναν χρώματα και άλλαζαν σχήματα. Άρχισαν να μοιάζουν με τις ψηφίδες και τα χρωματιστά πλακάκια του Γκαουντί. Ήξερε τη Βαρκελώνη απέξω κι ανακατωτά. Τη λάτρευε σαν πόλη όσο λάτρευε κι εκείνη σαν γυναίκα. Μήπως ήταν γραφτό από τη μοίρα να τις ξαναβρεί και τις δύο μαζί;
     Το αποφάσισε γρήγορα. Το ίδιο γρήγορα όσο τον καφέ που παρήγγειλε. Θα πήγαινε στη Βαρκελώνη. Την επομένη κιόλας θα πήγαινε να κλείσει εισιτήρια. Αυτά τα πράγματα δεν είναι να τα αφήνει κανείς. Μάτια που δεν βλέπονται… Τέλος πάντων, δεν έπρεπε να σκέφτεται το χειρότερο.

Το Σάββατο της ίδιας εβδομάδας αναχωρούσε για Βαρκελώνη μέσω Μονάχου. Πολύ νωρίς το πρωί η πτήση. Δεν τον πείραζε. Έτσι κι αλλιώς είχε αρκετά βράδια να κοιμηθεί. Έφτασε στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» με το μετρό, κουβαλώντας μια μικρή αποσκευή. Έκανε τσεκ-ιν στο γκισέ της Λουφτχάνσα. Τον εξυπηρέτησε ο ευγενικός Έλληνας υπάλληλος που προαναφέραμε, λέγοντάς του «καλό ταξίδι» μία και μοναδική φορά, την προαναφερθείσα.
      Πέρασε τον έλεγχο των διαβατηρίων και προχώρησε στα καταστήματα. Έριξε βιαστικές ματιές, αλλά δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Άλλες φορές κάτι αγόραζε. Μια κολόνια, μια γραβάτα, έτσι για το καλό.
      Προχώρησε στον έλεγχο των χειραποσκευών για την επιβίβαση. Του άρεσε που στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» υπήρχε ειδικό μηχάνημα που έλεγχε τις μπότες. Όχι ότι εκείνος φορούσε ποτέ μπότες, για να το χρειαστεί. Όμως του άρεσε που υπήρχε εκεί. Είχε πάντα λίγο άγχος για τον σωματικό έλεγχο με τις ακτίνες. Δεν άφηνε ποτέ τίποτα μεταλλικό επάνω του. Κάθε φορά έβαζε στοίχημα με τον εαυτό του ότι το μηχάνημα θα τον έβρισκε αθώο. Κάθε φορά κέρδιζε το στοίχημα και πανηγύριζε με τον ίδιο ενθουσιασμό. Συνήθως οι υπάλληλοι τον κοιτούσαν περίεργα, αλλά με συμπάθεια. Αυτή τη φορά το μηχάνημα τον βρήκε πάλι αθώο, αλλά δεν είχε όρεξη να πανηγυρίσει.
     Σε λίγα λεπτά άρχισε η επιβίβαση. Συνηθισμένα τα πόδια του, τον μετέφεραν μέσα από τη μακριά κατηφορική φυσούνα στην είσοδο του αεροσκάφους. Καλωσήλθατε, του χαμογέλασε μια όμορφη αεροσυνοδός. Όχι, δεν έμοιαζε σ’ εκείνη. Καμιά δεν μπορούσε να της μοιάζει.
     Κάθισε στη θέση του κοντά στο παράθυρο και έδεσε τη ζώνη του. Βόλεψε τη μικρή του χειραποσκευή ανάμεσα στα πόδια του. Η όμορφη αεροσυνοδός έδειχνε πώς ανοίγουν τα σωσίβια. Δεν είχε ποτέ μέχρι τώρα ακούσει να χάθηκε κάποιος σε αεροπορικό δυστύχημα, επειδή δεν κατάφερε να ανοίξει το σωσίβιό του. Για να το δείχνουν όμως κάθε φορά, θα υπάρχει λόγος. Πάντα χρειάζεται να υπάρχει ένας λόγος. Είναι καλύτερα από το «έτσι, χωρίς λόγο». Όπως κι αυτός τώρα, σε αυτό το ταξίδι, είχε τον λόγο του. Τον αναστάτωνε αυτός ο λόγος. Τον έκανε να νιώθει ζωντανός, χαρούμενος, ανυπόμονος. Το αεροπλάνο απογειώθηκε και μαζί του και η δική του αγωνία.
    Είχε τα μάτια του κολλημένα στην ενημερωτική οθόνη. Τριάντα χιλιάδες πόδια ύψος, μείον εξήντα βαθμοί Κελσίου θερμοκρασία. Μία ώρα ακόμα μέχρι το Μόναχο. Στο Μόναχο θα είναι ακόμα μοναχός του, σκέφτηκε εύθυμα. Μετά, ένα γρήγορο τράνζιτ και… κατευθείαν στη Βαρκελώνη, μαζί της.
     Καθισμένος και δεμένος πειθαρχικά στη θέση του, αγνάντευε έξω από το παράθυρο. Όταν ταξίδευε με αεροπλάνο, του φαινόταν ότι άφηνε κάτω στη γη όλη του τη ζωή· ότι με το αεροπλάνο ταξίδευε κάποιος άλλος, με μια ζωή που μόλις άρχιζε. Του άρεσε να χαζεύει τους σχηματισμούς από σύννεφα και να φαντάζεται τι παρίσταναν. Σ’ ένα από τα τελευταία του ταξίδια είχε αντικρύσει μια μαγική εικόνα: ένα κυκλικό ουράνιο τόξο, σαν πολύχρωμο δαχτυλίδι, και στο κέντρο του τη σκιά του αεροπλάνου. Νόμιζε ότι ονειρευόταν. Του ήρθε να ξεφωνίσει από ενθουσιασμό και να ξυπνήσει τον διπλανό του που κοιμόταν ανυποψίαστος για το θαύμα που συνέβαινε έξω από το παράθυρο. Η συγκρατημένη του φύση όμως τον συνέτισε και αυτή τη φορά. Ευτυχώς, εδώ που τα λέμε, γιατί όταν αργότερα έψαξε στις εικόνες του Google «σκιά αεροπλάνου με ουράνιο τόξο», κατέβηκαν εκατοντάδες φωτογραφίες παρόμοιες με το δικό του, μοναδικό θαύμα.
    Προτιμούσε να κάθεται στο παράθυρο. Το ζητούσε πάντα στο τσεκ-ιν. Δεν ήταν μόνο ότι μπορούσε να βλέπει έξω. Το κυριότερο ήταν ότι έτσι είχε μονάχα έναν διπλανό. Θα αισθανόταν πολύ άβολα ανάμεσα σε δύο άγνωστους συνεπιβάτες. Σήμερα καθόταν δίπλα σε έναν μεσήλικα Ιταλό που διάβαζε, μεταφρασμένη στα ιταλικά, τη Λέσχη των τιποτένιων του Τζόναθαν Κόου. Καταπληκτικό βιβλίο, όπως εξάλλου και όλα τα υπόλοιπα του συγγραφέα. Ο Κόου ήταν από τους αγαπημένους του σύγχρονους συγγραφείς. Ιδιαίτερα το τελευταίο του βιβλίο με την ιστορία εκείνου του μοναχικού τύπου, τον είχε συγκινήσει πολύ. Θυμήθηκε σχεδόν ανατριχιάζοντας τη σκηνή όπου ο Μαξ αποφασίζει να γίνει πιο κοινωνικός και προσπαθεί με αδεξιότητα πρωτάρη να ανοίξει κουβέντα με τον διπλανό του συνεπιβάτη στο αεροπλάνο. Για πολλή ώρα τού διηγείται τη ζωή του σε περίληψη, παρασυρμένος σε έναν χειμαρρώδη μονόλογο, μέχρι τη στιγμή που μια αεροσυνοδός αντιλαμβάνεται ότι ο συνεπιβάτης και ακροατής του Μαξ είναι από ώρα νεκρός.
     Έριξε μια λοξή ματιά στον Ιταλό δίπλα του. Καλοθρεμμένος και ολοζώντανος, κρατούσε τώρα το βιβλίο με τη χαλαρότητα ενός ευκαιριακού ύπνου, ροχαλίζοντας ελαφρά. Ο ίδιος δεν ήξερε ιταλικά, αλλά και στην αντίθετη περίπτωση, δεν θα του μιλούσε. Ποτέ δεν άνοιγε κουβέντα με τους διπλανούς του. Δεν ήταν καλός συζητητής, ούτε καν με τους γνωστούς, πόσο μάλλον με ξένους. Ένιωθε να δένεται η γλώσσα του και να μην βρίσκει κάτι ενδιαφέρον να πει για να προχωρήσει η συζήτηση. Η θέση κοντά στο παράθυρο, εκτός από τη θέα, του εξασφάλιζε και ότι θα έχει μονάχα έναν διπλανό. Μειώνονταν έτσι στο μισό οι πιθανότητες να χρειαστεί να μιλήσει με έναν άγνωστο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Κουβέντιαζε μόνο με τον εαυτό του. Από μέσα του, εννοείται. Όχι πως και από αυτή την κουβέντα έβγαινε πάντα συμπέρασμα.
    Στη σκέψη του ξαναήρθε εκείνη. Κόντευαν πλέον να προσγειωθούν στο Μόναχο. Έσκυψε στο μικρό σακίδιο και πήρε από μέσα το σημειωματάριό του και ένα στυλό. Πέρασε μερικές γραμμένες σελίδες κι έφτασε στην πρώτη άγραφη. Σημείωσε πάνω δεξιά την ημερομηνία και στην επόμενη σειρά έγραψε με καλλιγραφικό χαρακτήρα:

Κι από τότε είμαι μόνο γιατί εσύ είσαι
κι από τότε είσαι κι είμαι, είμαστε οι δυο μας
και θα είμαι, θα είσαι, θα είμαστε από αγάπη. 

     Ήταν από ένα σονέτο του Πάμπλο Νερούντα που είχε βρει σε μια μέθοδο ισπανικών. Είχε μάθει να το απαγγέλλει στα ισπανικά. Θα της το έλεγε μόλις τη συναντούσε. Αν έβρισκε το κουράγιο, βέβαια… Τράβηξε μια διακεκομμένη γραμμή και συνέχισε από κάτω:


Φιλόξενη, αγαπημένη μου πόλη, η μοίρα με φέρνει πάλι σε σένα. Δεν μπορώ παρά να τηρήσω μια υπόσχεση δοσμένη από καιρό. Από τον καιρό που έφυγε η Γκλεντόρα και έμεινα εγώ.


      Έκλεισε το σημειωματάριο και με διπλωμένα χέρια το έσφιξε στην αγκαλιά του. Η οθόνη τώρα έδειχνε εικοσιοχτώ χιλιάδες πόδια ύψος. Κατέβαιναν. Σε λίγο θα προσγειώνονταν στο Μόναχο.
……………………………………………………………….

ΕΠΙΚΡΙΣΗ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ
Το ανωτέρω ιστορικό παραπέμπει σε περίπτωση αντικειμενοφιλίας (objectum sexuality) με συνύπαρξη αυτισμού και ήπιας ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής. 
(Σημείωση: το γυναικείο όνομα Γκλεντόρα πιθανόν προέρχεται από το ομώνυμο παλιό τραγούδι του Πέρι Κόμο, σχετικά με έναν άνδρα ερωτευμένο με μια κούκλα βιτρίνας).




 
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΜΒΟΛΙΜΟΝ, τεύχος 65-66, Καλοκαίρι-Φθινόπωρο 2012)

30.8.12

Ένας άγγελος στην Πανεπιστημίου

(φωτ. Karsten Hamre)

        
           O Χάρης και ο Πάνος σπάνια πήγαιναν σινεμά. Συνήθως δεν ήταν για καλό λόγο, αλλά για να ξεφύγουν από κάτι που τους βασάνιζε, μόνο τον ένα ή και τους δύο μαζί. Το σκοτάδι της κινηματογραφικής αίθουσας θάμπωνε τις δικές τους ζωές και μίκραινε τα βάσανά τους. Πολλά βασάνιζαν και τους δύο μαζί, με πρώτο και σημαντικότερο αυτό το «οι δύο μαζί». Η σχέση τους βρισκόταν ήδη στον πέμπτο χρόνο και τα τελευταία τρία χρόνια έμεναν μαζί. Ο Χάρης είχε μετακομίσει στο διαμέρισμα του Πάνου για να γλιτώσουν το ένα από τα δύο νοίκια. Κανονικός πόλεμος είχε ξεσπάσει στις δυο οικογένειες μετά από αυτή τη μετακόμιση. Βαριές κουβέντες, λόγια που δεν ξεχνιούνται. Ένα χρόνο είχε κάνει ο Πάνος να μιλήσει στους δικούς του, εννιά μήνες ο Χάρης.
Η ταινία που σύστηναν όλοι οι κριτικοί εκείνη την εβδομάδα ήταν η Λευκή Κορδέλα του Μίκαελ Χάνεκε. Ο Χάρης κι ο Πάνος την είδαν στο Ιντεάλ της Πανεπιστημίου. Προτιμούσαν πάντα την τελευταία παράσταση. Να φεύγουν όταν έχει πια πέσει για τα καλά η νύχτα. Να μπορούν να περπατάνε κοντά ο ένας στον άλλο, να αγγίζονται, χωρίς να τους καρφώνουν πολλά μάτια. Τη νύχτα τα μάτια βλέπουν αλλιώς, συγχωρούν αλλιώς. Η νύχτα είναι ένας κόσμος που η ίδια η νύχτα φωτίζει, είχε κάπου διαβάσει ο Χάρης.
Ο κινηματογράφος ήταν γεμάτος - οι κριτικές πάντα πείθουν. Στην έξοδο, ο Χάρης κόλλησε αναγκαστικά πάνω στον Πάνο και παρά τη βραδινή παγωνιά, ένιωσε να τον συνεπαίρνει μια ξαφνική έξαψη. Βγήκαν στον δρόμο και ξεκίνησαν με τα πόδια για το Σύνταγμα. Περπατούσαν αργά, πρώτες πήγαιναν οι ανάσες τους αχνιστές και πίσω ακολουθούσαν τα απρόθυμα βήματά τους. Μάζεψαν τον δρόμο μέχρι την Ακαδημία συζητώντας για την ταινία. Είχαν αποφασίσει να μη χαλάσουν την αποψινή βραδιά με τα άλλα. Έτσι κι αλλιώς, δεν έβγαινε τίποτα.
Στην Κοραή πέρασαν απέναντι. Λες και τα βήματά τους δεν χώραγαν στο ίδιο πεζοδρόμιο με τα περήφανα κτήρια, τη Βιβλιοθήκη, το Πανεπιστήμιο, την Ακαδημία. Πρόσεξαν και οι δύο τη σιλουέτα που ήταν κολλημένη σα χαλκομανία στην κολόνα της παλιάς πολυκατοικίας. Τάχυναν το βήμα τους, όχι όμως πολύ, κι έτσι καθώς περνούσαν από δίπλα, πρόλαβαν να δουν τι έκανε ο νεαρός άνδρας. Με τον λαιμό σχεδόν κολλημένο στον καθρέφτη της κολόνας, προσπαθούσε να πετύχει τις επιφανειακές φλέβες με μια σύριγγα γεμάτη λευκωπό υγρό. Ο Πάνος άφησε έναν υπόκωφο αναστεναγμό, σαν παρατεταμένη εκπνοή. Ο Χάρης γύρισε το κεφάλι του και ξανακοίταξε τον νεαρό και αμέσως επανέφερε το βλέμμα του στην πορεία μπροστά. «Συγγνώμη». Η λέξη ακούστηκε από το πουθενά, έμοιαζε όμως αληθινή. Χωρίς ερωτηματικό, χωρίς παράκληση στον τόνο της. «Συγγνώμη». Δεύτερη φορά. Έτσι απλά. Οι δυο φίλοι κοντοστάθηκαν. Ο Χάρης έκανε μεταβολή αγνοώντας το «μη, ρε μαλάκα» του Πάνου και πλησίασε τον νεαρό. Αναγκαστικά ακολούθησε κι ο Πάνος.
Ο νεαρός δεν ήταν πάνω από είκοσι. Το πρόσωπό του, σχεδόν εξαφανισμένο πίσω από μακριά μαύρα μαλλιά που πρέπει να είχαν μείνει άλουστα για βδομάδες, ήταν χλωμό και αποστεωμένο. Το βλέμμα του υγρό, σαν να είχε κλάψει. Ήταν αξύριστος και ιδρωμένος, σαν να είχε ξυπνήσει από άσχημο εφιάλτη. «Συγγνώμη, ρε παιδιά». Ο Χάρης κι ο Πάνος έμειναν να τον κοιτάζουν αμήχανα. Μια περίεργη αναγνωριστική σιωπή απλώθηκε ανάμεσά τους. «Θες τσιγάρο, φίλε;» ρώτησε ο Χάρης. Ο νεαρός έγνεψε καταφατικά. Έβαλε πίσω το καπάκι της σύριγγας και τη γλίστρησε στην τσέπη του μπουφάν του. «Ηρωίνη;» ρώτησε ο Χάρης καθώς του άναβε το τσιγάρο. Ο νεαρός έγνεψε πάλι καταφατικά, τραβώντας άπληστα την πρώτη ρουφηξιά από το ανέλπιστο βραδινό δώρο. «Πώς σε λένε;». Αυτή τη φορά ήταν ο Πάνος που ρωτούσε. «Άγγελο», απάντησε ο νεαρός. Ο Πάνος του έριξε άλλη μια εξεταστική ματιά, μη μπορώντας να συγκρατήσει μια υποψία χαμόγελου που χαράχτηκε στα χείλη του. Άλλη εικόνα είχε στο μυαλό του για τους  αγγέλους.
Ο Άγγελος συνέχισε να είναι αφοσιωμένος στο χαρισμένο τσιγάρο. Τα ακροδάχτυλά του ήταν κίτρινα από τη νικοτίνη και τα νύχια του βρώμικα. «Έχεις φάει τίποτα σήμερα;» τον ρώτησε ο Χάρης. Ο Άγγελος σήκωσε αδιάφορα τους ώμους. Δεν με νοιάζει-δεν πεινάω-δεν με νοιάζει που πεινάω, οι τρεις πιθανές εκδοχές, σκέφτηκε ο Χάρης. «Έλα μαζί μας. Θα πηγαίναμε να τσιμπήσουμε κάτι», πρότεινε ο Χάρης, αποφεύγοντας το απορημένο, επιφυλακτικό βλέμμα του Πάνου.
Συνέχισαν να προχωράνε και οι τρεις μαζί προς το Σύνταγμα. Ο Άγγελος κούτσαινε λίγο, σαν να τον πονούσε το αριστερό του πόδι. Είχε πάθει μια μόλυνση πριν από δυο βδομάδες σ’ εκείνη τη λοξή φλέβα του ποδιού κοντά στον αστράγαλο. Σκέτο πύο έβγαινε και το πόδι είχε τουμπανιάσει. Είχε πάει στο νοσοκομείο. Ένας γιατρός που δεν καλομιλούσε τα ελληνικά, του το είχε καθαρίσει με ιώδιο και του το είχε δέσει. Του είχε δώσει μια καρτέλα αντιβιοτικά χάπια - στη ζούλα από το φαρμακείο του νοσοκομείου - μαζί με τρία τσιγάρα και τον είχε στείλει στο καλό. Ο Άγγελος δεν ξανατσίμπησε εκείνη τη φλέβα κι ευτυχώς η μόλυνση υποχώρησε. Όμως στο περπάτημα το πόδι τον ενοχλούσε ακόμα.
Ο Πάνος κοίταξε τα παπούτσια του Άγγελου. Ως μαύρα αρβυλάκια πρέπει να είχαν κάνει τα πρώτα τους βήματα, όμως τώρα ήταν καλυμμένα από ένα παχύ στρώμα ξεραμένης σκόνης και ήταν τρύπια σε κάμποσες μεριές. Το τζιν παντελόνι του ήταν κι αυτό βρώμικο και τρυπημένο σε πολλά σημεία και αυτές οι τρύπες έδειχναν γνήσιες, βασανισμένες κι όχι ακριβοπληρωμένα κοψίματα από ψαλίδι μεγάλου μόδιστρου. Φορούσε ένα στρατιωτικό μπουφάν χωρίς κουκούλα και είχε στο λαιμό του περασμένο ένα μαύρο κασκόλ, που τον έκανε να φαίνεται ακόμα πιο χλωμός.
Οι δυο φίλοι και ο Άγγελος έστριψαν σε έναν κάθετο δρόμο και βγήκαν στη Σταδίου. Ο Κολοκοτρώνης πάνω στο άλογό του θα είχε γίνει κατεψυγμένος, αν δεν ήταν άγαλμα, σχολίασε ο Χάρης και ο Άγγελος χαμογέλασε. Τους ζήτησε άλλο ένα τσιγάρο. Ο Χάρης έβγαλε το πακέτο του και του το έδωσε ολόκληρο. Καιρό τώρα έλεγε να κόψει το κάπνισμα, ο Πάνος συνεχώς διαμαρτυρόταν ότι του βρόμαγε. Τα μάτια του Άγγελου φάνηκαν να βγαίνουν για λίγο από τις βαθουλωμένες κόγχες τους και να κοιτάζουν τον Χάρη σχεδόν με ευγνωμοσύνη.
Μπήκαν σ’ ένα φαστφουντάδικο. Οι υπόλοιποι πελάτες τους κοίταζαν με περιέργεια. Συνηθισμένοι, έτσι κι αλλιώς, οι δυο τους. Πάντα τραβούσαν αδιάκριτα βλέμματα. Πάντα κοντά τους  δεν υπήρχαν παρά αποστάσεις. Ο Χάρης κάθισε με τον Άγγελο σ’ ένα τραπέζι και ο Πάνος πήγε να φέρει φαγητό. Γύρισε γρήγορα - εξ ορισμού έτρωγε κανείς γρήγορα στα φαστφουντάδικα - με ένα μεγάλο δίσκο που είχε πάνω του τρία χάμπουργκερ, τηγανητές πατάτες και τρία μεγάλα ποτήρια μπύρα. Ο Άγγελος είχε σαστίσει.
«Γιατί όμως, ρε παιδιά;» ρώτησε με μπουκωμένο στόμα.
«Έτσι, βρε Άγγελε, χωρίς λόγο. Ή, μάλλον, πάρτο ότι είναι για την ψυχή της μάνας μου», πρόλαβε να απαντήσει ο Χάρης.
«Πέθανε η μάνα σου; Τώρα κοντά;»
«Ναι», απάντησε ο Χάρης. «Δεν βαριέσαι, έτσι κι αλλιώς δεν την έβλεπα πολύ εδώ και χρόνια».
«Πάντως, ρε φίλε, δεν νομίζω ότι η μάνα σου θα χαιρόταν πολύ αν σ’ έβλεπε μαζί μου», είπε ο Άγγελος κι ετοιμάστηκε να φάει καμιά δεκαριά πατάτες μαζί, καρφωμένες όπως-όπως στο πλαστικό πιρούνι.
Οι γονείς του Άγγελου ζούσαν στην επαρχία. Ένα συνηθισμένο πρωινό, τον πρώτο καιρό που κατάλαβαν ότι ο Άγγελος είχε μπλέξει με ναρκωτικά, ο πατέρας του τον είχε βγάλει σχεδόν με κλωτσιές από το σπίτι και του είχε κλείσει κατάμουτρα την πόρτα. Η μάνα του μυξόκλαιγε από μέσα και καθώς ο Άγγελος απομακρυνόταν, την είδε να τον κοιτάζει από το παράθυρο της κουζίνας. Βρήκε δανεικά, έφυγε για την Αθήνα, νοίκιασε μαζί με άλλους τρεις ένα υπόγειο πίσω από το Γκάζι και τον πρώτο καιρό «τσούλαγε το πράμα στους πρωτάρηδες». Δυο φορές τον είχαν πιάσει οι μπάτσοι, ευτυχώς καθαρό και χωρίς «πράμα» επάνω του, και είχε περάσει από μία νύχτα κάθε φορά στο κρατητήριο. Μετά, ο σπιτονοικοκύρης τους πέταξε έξω από την υπόγα και ο Άγγελος με τους δύο από τους τρεις φίλους του πήγαν να μείνουν σε μια μισοτελειωμένη παρατημένη οικοδομή στον Βοτανικό. Ο τέταρτος της παρέας δεν πρόλαβε να δει το καινούριο σπίτι. Τη μέρα που οι άλλοι έψαχναν πού να μείνουν, είχε βρεθεί νεκρός στις δημόσιες τουαλέτες, καρφωμένος πάνω σε μια σύριγγα με σκάρτη δόση.
Ο Άγγελος έλεγε την ιστορία του, σταματώντας κάθε τόσο για να πιει μια μεγάλη γουλιά από τη μπίρα του. Καθώς τα μάγουλά του φούσκωναν από το ξανθοκίτρινο ποτό που έρρεε στο στόμα του, ο Πάνος κι ο Χάρης μπορούσαν να φανταστούν πώς θα έμοιαζε, αν ήταν ένα συνηθισμένο αγόρι της ηλικίας του, που έτρωγε κάθε μέρα φαγητό, κοιμόταν σε καθαρά στρωσίδια και πήγαινε τα βράδια για ποτό με τους φίλους του ή για φαγητό με την κοπέλα του. Στο άπλετο, σχεδόν ενοχλητικό φως της πολύβουης αίθουσας, ο Χάρης παρατήρησε μερικές άσπρες τρίχες στους κροτάφους του Άγγελου. Οι άσπρες τρίχες ήταν η δική του αγωνία. Κι ας του έλεγε ο Πάνος πως όταν γκριζάρει, θα μοιάζει με τον Κλούνι. Κοιταζόταν καθημερινά στον καθρέφτη με τρόμο. Ευτυχώς, μέχρι τώρα έβλεπε έναν καλοδιατηρημένο σαραντάρη, με σφιχτό γυμνασμένο κορμί. Το πρόσωπό του ήταν λαμπερό και αρυτίδιαστο, αποτέλεσμα της συστηματικής χρήσης ενυδατικών προϊόντων. Με ειδική μηχανή διατηρούσε γένια «τριών ημερών» και πρόσφατα είχε βάλει σκουλαρίκι - δώρο του Πάνου - στο αριστερό αυτί.
«Θέλεις τίποτα άλλο, Άγγελε;» τον ρώτησε ο Πάνος.
Τα μάτια του Άγγελου λαμπύρισαν σαν του παιδιού που του τάζουν καινούριο παιχνίδι, αλλά προς στιγμή δίστασε.
«Έλα, πες το», τον παρότρυνε ο Χάρης.
«Ρε φίλε, ξέρεις τι έχω πεθυμήσει; Ένα παγωτό χωνάκι με σοκολάτα και κρέμα… Να από αυτά!» έδειξε με το χέρι του ένα κοριτσάκι σε κοντινό τραπέζι που έτρωγε ένα χωνάκι με παγωτό. Η μητέρα του παιδιού έδειξε να ενοχλείται και τους κοίταξε άγρια.
Αυτή τη φορά σηκώθηκε ο Χάρης να φέρει την παραγγελία. Πήρε και για τους τρεις τους από ένα παγωτό.
«Άγγελε, προσπάθησες ποτέ να ξεκόψεις;» τον ρώτησε ο Πάνος.
«Στην αρχή με το χασίσι, όχι. Την καταέβρισκα να είμαι φτιαγμένος. Αρχοντιά, φίλε! Δεν σου καίγεται καρφί για τίποτα… Μετά άρχισα την άσπρη. Δεν έβρισκα πάντακι αυτή που έβρισκα, δεν φτούραγε. Μια φορά, ένας σκατένιος μου έδωσε μπλεγμένο, σκάρτο πράμα. Κόντεψα να πεθάνω. Σηκωτό με πήγαν στο νοσοκομείο. Μου έκαναν διάφορα μαντζούνια, συνήλθα, τους την έκανα… Σιγά μην καθόμουν να με δώσουν στους κοινωνικούς λειτουργούς τους…»
Ο Πάνος κοίταξε το ρολόι του. Κόντευε μία. Είχε αρχίσει να νυστάζει. Μάλλον όμως περισσότερο, είχε αρχίσει να τον στενοχωρεί η παράταση αυτής της συνάντησης. Είχαν τελειώσει και οι τρεις το παγωτό τους. Ο Άγγελος είχε το στόμα του ελαφρά πασαλειμμένο με σοκολάτα. Φαινόταν ευχαριστημένος, σχεδόν γαλήνιος. Ο Πάνος αναρωτήθηκε αν θα φαίνεται ακριβώς έτσι, όταν θα έχει πάρει τη δόση του. Έκανε νόημα με το βλέμμα στον Χάρη να σηκωθούν. Ο Άγγελος σηκώθηκε κι αυτός.
Βγήκαν από το φαστφουντάδικο. Η νύχτα, ή μάλλον η αρχή της μέρας, είχε παγώσει για τα καλά. Ο Άγγελος έσφιξε το μαύρο κασκόλ στον λαιμό του και έβγαλε ν’ ανάψει τσιγάρο. Θα έχει τελειώσει όλο το πακέτο πριν εμείς προλάβουμε να φτάσουμε στο σπίτι, έκαναν και οι δυο την ίδια σκέψη. Κοντοστάθηκαν επάνω στην πλατεία Συντάγματος. Ο Άγγελος στεκόταν αμήχανος απέναντί τους.
«Ρε παιδιά, τι να πω… Ευχαριστώ πολύ… Ν’ αγιάσει η ψυχή της μάνας σου, ρε φίλε… Δεν μου έχει ξαναγίνει αυτό… Όμως, ρε μάγκες, να σας ρωτήσω κάτι; Αν θέλετε, μου απαντάτε… Είστε... μαζί… εννοώ… είστε… σε… φάση;…»
Ο Χάρης κι ο Πάνος γέλασαν πιο πολύ με το ύφος του Άγγελου, παρά με τη χιλιοακουσμένη ερώτηση. Αντί για απάντηση, ο Χάρης χάιδεψε απαλά τα φρεσκολουσμένα μαλλιά του Πάνου. Ο Άγγελος χαμογέλασε κι αυτός.
«Είναι μαγκιά να έχεις κάποιον δίπλα σου… Μεγάλη μαγκιά…», είπε.
Έκανε μεταβολή και άρχισε να απομακρύνεται κουτσαίνοντας. Η καύτρα του τσιγάρου του έμοιαζε με πυγολαμπίδα που τον ακολουθεί. Οι δυο φίλοι είχαν μείνει αφηρημένοι να τον παρατηρούν, μέχρι που έστριψε στην αρχή της Σταδίου. Μετά, σαν να ξύπνησαν απότομα, άρχισαν να βαδίζουν βιαστικά, σχεδόν τρέχοντας, προς τη στάση του μετρό. Ήταν ζήτημα αν θα προλάβαιναν το τελευταίο δρομολόγιο. Κατέβηκαν τα σκαλιά και σταμάτησαν στα εκδοτήρια των εισιτηρίων. Ήταν κλειστά. Καθώς γύριζαν να φύγουν, η ματιά του Χάρη έπεσε πάνω σε μια από τις φωτεινές οθόνες. Δεξιά ο καιρός. Οκτώ βαθμοί Κελσίου, συννεφιά. Αριστερά το εορτολόγιο. Σήμερα γιορτάζουν: Δεν υπάρχει γνωστή γιορτή. Κι όμως το εορτολόγιο για πρώτη φορά είχε κάνει λάθος. Μπορούσαν και οι δυο να το βεβαιώσουν. Κάποιος είχε γιορτάσει σήμερα. Και μάλιστα, μετά από πολύ καιρό.

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ένεκεν, τεύχος 24, Απρίλιος-Μάιος-Ιούνιος 2012)

20.1.12

Το σκούντηγμα



        Ο Αλέξης σας σκούντηξε. Ανταποδώστε το σκούντηγμα.


        Έτσι απλά μπήκε στη ζωή της Θάλειας ο Αλέξης. Με ένα σκούντηγμα, μια χειμωνιάτικη Κυριακή. Η σελίδα της δεν είχε τίποτα άλλο εκείνο το πρωί. Κανένας φίλος  δεν είχε γενέθλια, δεν υπήρχαν μηνύματα, ούτε ειδοποιήσεις, ούτε προσκλήσεις σε εκδηλώσεις. Μόνο το σκούντηγμα του Αλέξη. Η Θάλεια ανταπέδωσε το σκούντηγμα και έμεινε όλη την υπόλοιπη μέρα συνδεδεμένη περιμένοντας. Μπήκε πολλές φορές στο προφίλ του Αλέξη. Ωραίος άντρας, μελαχρινός, γύρω στα τριάντα, μάτια δεν φαίνονταν πίσω από τα μαύρα γυαλιά, το ύψος δεν μπορούσε να το μαντέψει, ο τοίχος και οι πληροφορίες  μόνο για τους φίλους.
Ο Αλέξης την ξανασκούντηξε το απόγευμα, αλλά δεν της έστειλε αίτημα φιλίας παρά μόνο το άλλο πρωί. Η Θάλεια το δέχτηκε και πήγε αμέσως στο προφίλ του. Άντρας, άθεος, γενέθλια στις  5 Φεβρουαρίου, δηλαδή Υδροχόος. Αγαπημένη μουσική ο Ραχμάνινοφ, ο Μπαχ και ο Χατζιδάκις, αγαπημένοι συγγραφείς ο Ντοστογιέφσκι, ο Κάφκα και ο Παπαδιαμάντης. Αγαπημένες ταινίες, όλες του Μπέργκμαν.
Η Θάλεια ενθουσιάστηκε. Να ένας άντρας που θα μπορούσε να μιλήσει για κάτι άλλο εκτός από ποδόσφαιρο και αυτοκίνητα…  Με τον Μίλτο είχε πια κουραστεί. Τρία χρόνια μαζί, εκτός από το κρεβάτι και το φαγητό, δεν μπορούσαν να μοιραστούν τίποτα άλλο. Όχι ότι δεν την αγαπούσε. Τη λάτρευε με τον τρόπο του και της το έλεγε, επίσης με τον τρόπο του. Διαρκώς την πείραζε για όλα εκείνα που της άρεσαν. Της έπαιρνε το βιβλίο από τα χέρια και άρχιζε να απαγγέλλει με στόμφο ποίηση, συνόδευε με φωνή φάλτσου τενόρου τη μουσική της, άλλαζε με το τηλεκοντρόλ το κανάλι την ώρα που εκείνη παρακολουθούσε μια ταινία.
Με το σκούντηγμα του Αλέξη η ζωή της Θάλειας άλλαξε. Έμπαινε πολλές φορές την ημέρα στη σελίδα του και παρακολουθούσε τις αναρτήσεις του. Του έβαζε like με κάθε ευκαιρία. Της άρεσαν αυτά που ανέβαζε, ποιήματα, αποσπάσματα από βιβλία, μουσικές και κομμάτια από ταινίες. Έμοιαζαν τα γούστα τους, διάβαζαν τα ίδια βιβλία, άκουγαν την ίδια μουσική. Δεν προλάβαινε η Θάλεια να σκεφτεί ότι της αρέσει ένα κομμάτι και ο Αλέξης το είχε ήδη ανεβάσει στον τοίχο του.
Η Θάλεια ανυπομονούσε να τον γνωρίσει, αν όχι από κοντά, έστω από το chat. Όμως ο Αλέξης δεν άφηνε σχόλια, δεν έβαζε likes. Μια μέρα που εκείνος ανέβασε μια σκηνή από τις «Αγριες φράουλες» του Μπέργκμαν, την αγαπημένη της ταινία, η Θάλεια δεν άντεξε και του είπε καλησπέρα στο chat. Μια στίξη-χαμόγελο ήταν όλη η απάντησή του. Ο Μπέργκμαν, άλλο ένα κοινό τους σημείο. Θυμόταν μια φορά που είχε ρωτήσει τον Μίλτο αν του άρεσαν οι Άγριες Φράουλες κι εκείνος είχε απαντήσει ότι του αρέσουν, αλλά μόνο με σαντιγί.
Ο Μίλτος πρέπει να ζήλευε τον καινούριο της φίλο. Την έβρισκε κολλημένη στη σελίδα του Αλέξη και σούφρωνε τα χείλη του. Συχνά της πεταγόταν στο chat την ώρα που εκείνη άκουγε κάποιο από τα κομμάτια του Αλέξη.
Όμως οι μέρες περνούσαν και καμία πρόοδος δεν φαινόταν σε αυτή την εικονική φιλία της Θάλειας. Εκείνη αδημονούσε πια να γνωρίσει τον Αλέξη, να τον δει από κοντά. Εκτός από τη φωτογραφία του προφίλ του, δεν είχε βάλει καμία άλλη. Εκείνη αντίθετα ανέβαζε τις πιο ωραίες φωτογραφίες της, περιμένοντας ένα like. Μόνο ο Μίλτος όμως ήταν σταθερός θαυμαστής της. Έβαζε likes σε όλες  και άφηνε ενθουσιώδη σχόλια-«κουκλάρα», «θεά» και άλλα παρόμοια.
Την ημέρα των γενεθλίων της, ο Αλέξης ανέβασε στον τοίχο της το ποίημα του Πεσσόα για τα γενέθλια. Αρκετά απαισιόδοξο, αλλά η Θάλεια ενθουσιάστηκε για άλλη μια φορά. Ήταν ένα από τα πιο αγαπημένα της. Το ήξερε σχεδόν απέξω… Του έστειλε μήνυμα. «Θέλεις να βρεθούμε κάποια μέρα για καφέ;» Δεν είχε ξαναπροτείνει ποτέ πρώτη εκείνη ραντεβού. Άφηνε πάντα τον άλλο να κάνει το πρώτο βήμα. Όμως η ιστορία με τον Αλέξη κόντευε να πάρει την έκταση του «Μεγάλου Ανατολικού» και λιμάνι δεν φαινόταν πουθενά. Ο Αλέξης άργησε να απαντήσει. Δεν απάντησε την ίδια μέρα, ούτε την επόμενη, ούτε τη μεθεπόμενη. Η Θάλεια είχε απελπιστεί, ώσπου, το πρωί της τρίτης μέρας, βρήκε το πολυπόθητο μήνυμα: «Να συναντηθούμε αύριο το απόγευμα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, στη συναυλία Αναγεννησιακής και Μπαρόκ Μουσικής; Θα έχω εγώ τα εισιτήρια».
Η Θάλεια πέταξε από τη χαρά της. Τουλάχιστον στην αρχή, γιατί μετά την κατέλαβε πανικός. Δεν είχε ιδέα από Αναγεννησιακή Μουσική, μα ούτε κι από μπαρόκ. Θα γινόταν ρεζίλι στον Αλέξη…  Άρχισε να κατεβάζει κομμάτια από το youtube.  Άκουγε χωρίς διακοπή. Ξεκίνησε από τον Μπαχ που της φαινόταν πιο οικείος και προχώρησε στον Παλεστρίνα, τον Μοντεβέρντι, τον Σκαρλάτι, φτάνοντας μέχρι τον Περγκολέζι και τον Βιβάλντι. Για ώρες μπερδεύονταν στα αυτιά της  λειτουργίες, μαδριγάλια και καντάτες. Σερφάριζε από το ένα Stabat Mater στο άλλο και τελειωμό δεν είχαν. Αργά το βράδυ έκλεισε τον υπολογιστή. Τη βασάνιζε μια δυνατή ημικρανία. Το μυαλό της ήταν τόσο θολωμένο που δεν θα μπορούσε να απαντήσει ούτε πόσες ήταν οι Τέσσερις Εποχές του Βιβάλντι. Πήρε ένα Ponstan και ξάπλωσε. Ο ύπνος της ήταν ανήσυχος. Την καταδίωκε μια ιπτάμενη βιόλα ντα γκάμπα. Εκείνη έτρεχε φωνάζοντας «Κλαούντιοοο!!...» Πετάχτηκε αλαφιασμένη. Πού ακούστηκε να καλεί τον Μοντεβέρντι για βοήθεια… Η ώρα ήταν μόλις τέσσερις και είκοσι το πρωί.
Το επόμενο απόγευμα έφτασε αγχωμένη στα σκαλιά της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών. Της φαινόταν πως είχε έρθει να δώσει εξετάσεις στην Ιστορία της Μουσικής. Είχε ντυθεί με μεγάλη φροντίδα και είχε προσέξει πολύ το μακιγιάζ της. Σε άλλη περίπτωση - αν ήταν ας πούμε με τον Μίλτο - θα ένιωθε πως έσκιζε. Όμως τώρα ένιωθε χάλια. Είχε ξεχάσει τους μισούς από τους συνθέτες της Αναγέννησης. Μόνο ο Μπαχ καθόταν ατάραχος στη μπαρόκ θέση του μέσα στο μυαλό της. Ανέβηκε τα σκαλιά και μπήκε στην αίθουσα υποδοχής. Κοίταξε γύρω της τον κόσμο που περίμενε για τη συναυλία. Κοινό πολύχρωμο, κάθε ηλικίας. Παρέες νέων αλλά και μεγαλύτερων ανθρώπων συζητούσαν και γελούσαν δυνατά. Μοναχικοί μουσικόφιλοι μελετούσαν το πρόγραμμα της Στέγης, μια γυναίκα σε αναπηρικό καρότσι, μια ομάδα μαθητών σχολείου. Πουθενά ο Αλέξης… Έτρωγε με τα μάτια της κάθε νέο άντρα που του έμοιαζε. Καμία ανταπόκριση…
«Θάλεια!...»
Γύρισε απότομα. Μπροστά της στεκόταν ο… Μίλτος! Φορούσε το καλό του πουκάμισο, εκείνο που του είχε χαρίσει εκείνη στα προηγούμενα γενέθλιά του. Έχασε τον κόσμο κάτω από τα πόδια της… Η Στέγη κουνιόταν ολόκληρη. Οι φίλοι της Αναγεννησιακής Μουσικής πήγαιναν πέρα-δώθε, σαν παρασυρμένοι από νοερό μαδριγάλι.  Ίσως όμως να έφταιγε που έτρεμε εκείνη. Μα βέβαια…  Έτσι εξηγείται ο εξαφανισμένος Καβάφης τις προάλλες…. Είχε φάει όλο το σπίτι ψάχνοντας και τον είχε βρει κάτω από το μαξιλάρι του Μίλτου.  Και το ραδιόφωνο κολλημένο στο Τρίτο Πρόγραμμα μια-δυο φορές τώρα τελευταία. Από πού κι ως πού Musica reservata ο Μίλτος… Με τίποτα όμως δεν είχε πάει το μυαλό της… Η Θάλεια είχε απομείνει άφωνη. Παρατεταμένη παύση, τέσσερα ολόκληρα μέτρα, σε μοτέτο. Δεν ήξερε αν έπρεπε να γελάσει, να κλάψει ή να θυμώσει. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, μια φωνή από το μεγάφωνο ανήγγειλε την έναρξη της συναυλίας.

19.11.10

Ο Ένας και ο Άλλος

(Marion Molier)

     Χωρίς εισιτήριο μπήκε στο τραμ ο Ένας, αγκαλιάζοντας σχεδόν στοργικά το υπάκουο ακορντεόν του. Αδρά ξανθογάλανα χαρακτηριστικά, μέση ηλικία, χιλιοφορεμένο τζιν με ξεφτισμένα από τον καιρό μπατζάκια. Η ευέλικτη γκρίζα φυσούνα του οργάνου, με το πορφυρό της πανωφόρι και τα ασπρόμαυρα δόντια, παιάνιζε το γνωστό ρώσικο τραγούδι για το χιονόδεντρο. Σε άλλους καιρούς το ίδιο τραγουδάκι έκανε πολλά πόδια να χτυπάνε ρυθμικά το έδαφος με αγωνιστική διάθεση. Σήμερα ακούγεται μόνο από πλανόδιους μουσικούς, καθώς και από φτηνές ομιλούσες κούκλες που βρίσκει κανείς σε πανηγύρια.
     Ο Ένας διέσχισε τη μεγάλη φυσούνα του τραμ και πέρασε στο επόμενο βαγόνι, αλλάζοντας σκοπό. Η μικρή φυσούνα του ακορντεόν ανοιγόκλεινε τώρα πιο γρήγορα, πλημμυρίζοντας το τραμ με κύματα από το Δούναβη.
     Όταν μπήκε στο τραμ ο Ένας, ο Άλλος ήταν ήδη μέσα. Στεκόταν με την πλάτη στηριγμένη σε μια από τις εξόδους, κόντρα στις διεθνείς οδηγίες της ύπαρξης. Ψηλός, αθλητικός, τριαντάρης, κι αυτός με τζιν, φθαρμένο από γνωστό σχεδιαστή μόδας. Αυτό που λέμε «επιμελώς ατημέλητος». Φορούσε ακουστικά μεγέθους εντόμου και άκουγε μουσική από μια μικροσκοπική συσκευή, στηριγμένη προσεκτικά στη ζώνη του. Ήταν τόσο αφοσιωμένος σε αυτή την ιδιωτική ακρόαση, που φαινόταν να περιφρονεί τους απέξω ήχους με τρόπο σχεδόν αλαζονικό.
     Ο Ένας συνέχισε να προχωράει από βαγόνι σε βαγόνι παραπατώντας ελαφρά, ίσως από τα κύματα του τραμ, ίσως από εκείνα του ποταμού. Φιλόμουσοι και φιλεύσπλαχνοι επιβάτες αντάμειψαν τη Δουνάβια μελωδία με μάλλον ανάξια κέρματα. Ευχαριστώ, ευχαριστώ, σκόρπιζε ο Ένας.
     Ο Άλλος παρέμεινε με την πλάτη στηριγμένη στην πόρτα, συνεχίζοντας την ακρόαση της δικής του μουσικής. Το κεφάλι του κουνιόταν ρυθμικά, ακολουθώντας ένα τέμπο που μόνο να υποθέσει μπορούσε κανείς. Έμοιαζε να γνέφει με κάθε κύμα άρνηση και κατάφαση εκ περιτροπής,  συμμετέχοντας ακούσια, αλλά εντελώς μοιραία, στη μελωδική παράκληση του Ενός.

22.8.10

Μεθυσμένα μυρμήγκια

    Τα μυρμήγκια ζήλευαν τη μεγάλη, λαμπερή ζωή των ανθρώπων. Τους παρατηρούσαν κρυμμένα στις γωνιές των επίπλων και στις χαραμάδες των τοίχων. Όταν εκείνοι έδειχναν απασχολημένοι, αυτά έβγαιναν από τις κρυψώνες τους και κρυφοκοίταζαν. Όρθωναν τα κόμπια του κορμιού τους το ένα πάνω στ’ άλλο για να μπορούν να αγναντεύουν όσο πιο ψηλά γινόταν. Τους έβλεπαν να πηγαινοέρχονται βιαστικοί, άλλοτε χαμογελαστοί και άλλοτε κατσούφηδες. Τους άκουγαν να κουβεντιάζουν, να γελάνε, να μαλώνουν. Μάζευαν τα ψίχουλα που έπεφταν από τα τραπέζια τους και σάστιζαν από τις ονειρεμένες γεύσεις της πίτσας, της τούρτας και των μπισκότων. Η ζωή των ανθρώπων πρέπει να ήταν ο παράδεισος για τον οποίο είχαν ακούσει να γίνεται λόγος.
    Συχνά τα μυρμήγκια πλήρωναν ακριβά αυτή τους την αδιακρισία. Οι άνθρωποι πλησίαζαν απειλητικά με κάτι κυλινδρικά όπλα που έκαναν «φσσιιττ» και εκτόξευαν δηλητηριώδη βροχή. Δεν γλίτωνε κανένα τους σε τέτοιες πολεμικές επιχειρήσεις. Άλλες φορές οι φωλιές τους πλημμύριζαν από σαπουνάδες που μύριζαν όμορφα. Τότε τα μυρμήγκια πνίγονταν αρωματισμένα. Ποτέ όμως δεν το έβαζαν κάτω. Συνέχιζαν τη διακριτική τους κατασκοπεία μέσα από τα υπόγεια παρατηρητήριά τους.
    Χθες το βράδυ έζησαν μια καταπληκτική εμπειρία από τον ανθρώπινο κόσμο. Μια παρέα ανθρώπων είχε μαζευτεί στη βεράντα ενός σπιτιού. Έτρωγαν, έπιναν, γελούσαν. Κάποια στιγμή ο οικοδεσπότης εμφανίστηκε με ένα μπουκάλι που περιείχε ένα ροζέ υγρό. Κούνησε λίγο το μπουκάλι και έβγαλε το αλουμινόχαρτο που κάλυπτε το λαιμό του. Ένας δυνατός κρότος ακούστηκε και ένα αντικείμενο, μάλλον ξύλινο, εκτοξεύτηκε από το μπουκάλι, διέγραψε μια ατρακτοειδή τροχιά πάνω από τα κάγκελα του μπαλκονιού και προσγειώθηκε στα μαρμάρινα σκαλιά του σπιτιού. Έκπληκτα τα μυρμήγκια έσπευσαν να το περιεργαστούν.
    Το ξύλινο αντικείμενο ήταν ένας φελλός, σημαδεμένος με ακαταλαβίστικα γράμματα και αριθμούς. Ήταν μουσκεμένος με το ροζέ υγρό. Τα σκαλοπάτια είχαν πασαλειφτεί και γυάλιζαν στο φεγγαρόφωτο. Τα μυρμήγκια πλησίασαν πιο κοντά και άρχισαν να δοκιμάζουν τους ροζέ λεκέδες. Μύριζαν όμορφα και η γεύση τους είχε μια γλυκιά σπιρτάδα. Μαζεύτηκαν καμιά τριανταριά μυρμήγκια και μέσα σε λίγη ώρα είχαν σχεδόν καθαρίσει τους λεκέδες.
    Αισθάνθηκαν ξαφνικά ότι είχαν βαρύνει. Τα πόδια τους λες και ήταν κολλημένα στο σκαλοπάτι. Τα κεφάλια τους στριφογύριζαν ή το σκαλοπάτι στριφογύριζε ή και τα δύο. Ξάπλωσαν ευτυχισμένα πάνω στο σκαλοπάτι που κόλλαγε ελαφρά. Συνέχισαν να ακούνε τις φωνές και τα γέλια των ανθρώπων.
    Το άλλο πρωί η οικοδέσποινα κατέβηκε με σκούπα και λάστιχο να πλύνει τη σκάλα. «Για δες», σκέφτηκε και χαμογέλασε. «Μεθυσμένα μυρμήγκια».

 (H παραπάνω ιστορία βασίζεται σε πραγματικό γεγονός που έλαβε χώρα χθες βράδυ. Ο οίνος ήταν "Εύα" ροζέ από το Κτήμα Εύχαρις. Για του λόγου το αληθές, τη σκάλα έπλυνε ο οικοδεσπότης).