Σελίδες

27.2.12

Το μαύρο κουτί



        Πρώτη φορά  συναντούσε η Αθηνά τέτοιον άνθρωπο από κοντά. Ενεχυροδανειστής, με όλη τη σημασία της λέξης. Μέσα στο κέντρο της Αθήνας, στα Χαυτεία. «Αγοράζω χρυσαφικά-ρολόγια-χρυσά δόντια στις καλύτερες τιμές της αγοράς». Ίδια η επιγραφή στην πόρτα του ενεχυροδανειστηρίου με αυτή που είχε δει η Αθηνά στην εφημερίδα∙ μόνο που η επιγραφή της πόρτας διευκρίνιζε με μαρκαδόρο δίπλα στο «χρυσά δόντια», «δεκτά και με σφραγίσματα».
       Η Αθηνά άγγιξε απαλά το κιτρινισμένο πορσελάνινο κουδούνι. Ανατρίχιασε στη σκέψη ότι έμοιαζε με γεροντικό δόντι, ενεχυριασμένο λόγω έλλειψης χρυσών. Η πόρτα άνοιξε με έναν θαμπό ήχο, αποκαλύπτοντας ένα κακοφωτισμένο δωμάτιο που μύριζε ξινίλα και καπνό τσιγάρου. Ο κύριος Μάριος, έτσι της είχε συστηθεί στο τηλέφωνο - η Αθηνά γελούσε με όσους αυτοσυστήνονταν ως «κύριος» ή «κυρία», ήταν ένας κοντόχοντρος πενηντάρης με αραιά μαλλιά βαμμένα στο χρώμα του έβενου και ένα ροδαλό πρόσωπο μωρού.  Της έτεινε μια παχουλή, ιδρωμένη παλάμη για χειραψία. Η ίδια παλάμη στη συνέχεια την οδήγησε με στοργή επαγγελματικών προδιαγραφών σε μια ταλαιπωρημένη δερμάτινη πολυθρόνα. Ο ίδιος κάθισε στο γραφείο του και πήρε τον μεγεθυντικό φακό.
       Η Αθηνά έβγαλε με τρεμάμενα χέρια από την τσάντα της ένα μικρό μαύρο βελούδινο κουτί∙ το δικό της κουτί της Πανδώρας. Δεν το άνοιγε συχνά, γιατί θυμόταν.  Θυμόταν τον πρώτο καιρό μαζί του∙ τις ατέλειωτες αγκαλιές, τα παιχνίδια στο κρεβάτι∙ τη μυρωδιά του καφέ-φρεσκοκομμένος Λουμίδης-και των Κυριακάτικων εφημερίδων∙ τις νυχτερινές εξόδους στο κέντρο της Αθήνας∙ σινεμά στο Έμπασυ, περπάτημα μέχρι την Ιπποκράτους για κρέπες στις "Μαριονέτες" και ύστερα βόλτα για βιτρίνες μέχρι το Σύνταγμα∙ η Πανεπιστημίου και η Ακαδημίας φωτισμένες, γιορτινές∙ τα αυτοκίνητα να έρχονται ανάποδα και τα φώτα τους να θαμπώνουν τις σιλουέτες των περαστικών∙ η ανάσα του ζεστή στο λαιμό της, τσίχλα με άρωμα κανέλας ανακατεμένη με την πρώτη ανεπανάληπτη ανδρική Αρμάνι. Σε μια τέτοια βόλτα της είχε δώσει το δαχτυλίδι. Αγάπη μου, ήταν το μόνο που της είχε πει∙ δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ποια από τις δύο λέξεις την είχε κάνει να βουρκώσει.
     Ήταν μαζί για δέκα χρόνια. Δεν παντρεύτηκαν, δεν έκαναν παιδιά∙ κανένα από τα δύο «δεν» δεν ήταν αιτία του άλλου. Η Αθηνά έγινε καθηγήτρια φιλόλογος, εκείνος δικηγόρος. Σε ένα μικρό ιδιωτικό σχολείο εκείνη, μεγαλοδικηγόρος εκείνος. Ο κύκλος του διευρύνθηκε. Ανέλαβε μεγάλες υποθέσεις. Πήγαινε στο γραφείο ακόμα και τις Κυριακές. Ανάσαινε ακριβά πούρα και είχε από χρόνια αποχωριστεί την παλιομοδίτικη Αρμάνι. Πρέπει να έβρισκε και την Αθηνά παλιομοδίτικη, αλλά δεν την είχε αποχωριστεί, τουλάχιστον όχι τυπικά. Πήγαινε με τις παρέες του, χωρίς εκείνη,  σε gourmet εστιατόρια στο Κολωνάκι. Παράγγελνε ακριβά πιάτα και συλλεκτικά κρασιά. Η Αθηνά έμενε πίσω με τα βιβλία και τις μουσικές της ή πήγαινε σινεμά με φίλες. Σύντομα χώρισαν.
     Δεν βλέπονταν πια καθόλου, ούτε σαν φίλοι. Δεν είχαν συναντηθεί ούτε τυχαία, έτσι σε κάποιο κατάστημα ή στον δρόμο. Φαίνεται ότι ακόμα και η τύχη είχε απογοητευθεί από τον συνδυασμό τους και δίσταζε να τον ξαναδοκιμάσει σε οποιαδήποτε μορφή.
     Η Αθηνά έδωσε το κουτί στον κύριο Μάριο. Δεν στενοχωριόταν για το ίδιο το δαχτυλίδι. Έτσι κι αλλιώς από χρόνια δεν το φορούσε. Το κρατούσε φυλαγμένο μέσα στο μαύρο του κουτί, βαθιά μέσα στο συρτάρι του κομοδίνου της. Είχε σκοπό να το εξαργυρώσει κάποια στιγμή, ίσως για να πάρει κάτι άλλο που θα της άρεσε. Έτσι όμως αναγκεμένοι που ήταν οι καιροί, μάλλον τελικά θα το έδινε για να φάει. Χρώσταγε νοίκια δύο μηνών και τη δόση του αυτοκινήτου. Το σχολείο φέτος δεν πήγαινε καλά. Θα γίνονταν απολύσεις.
    Τα χέρια της ήταν παγωμένα, σαν ξύλα. Θύμωνε κάθε φορά που της συνέβαινε αυτό∙ πολύ περισσότερο, γιατί το περίμενε να γίνει. Αυτή τη φορά ήταν χειρότερα∙ της φαινόταν ότι είχε μείνει αλειμμένη επάνω τους η υγρή και μαλακή-σαν σφουγγάρι-χειραψία του κυρίου Μάριου. Αηδίασε.
     Ο κύριος Μάριος εξέτασε προσεκτικά το δαχτυλίδι με τον μεγεθυντικό φακό του,  σουφρώνοντας τα φρύδια του. Ψεύτικο. Είναι ψεύτικο. Η ετυμηγορία, ειπωμένη δύο φορές, ήχησε σαν ιατροδικαστικό πόρισμα. Το πρόσωπο του κυρίου Μάριου γυάλιζε στο ημίφως. Από ροδαλό, έμοιαζε τώρα πορσελάνινο, σαν πεθαμένου. Έβαλε ξανά τον φακό στη θήκη του και το δαχτυλίδι στο κουτί του. Η Αθηνά πήρε πίσω το κουτί, μουδιασμένη∙ μια σχέση που συνετρίβη κατά την απογείωση και μέσα στα συντρίμμια της το μαύρο κουτί με την εξήγηση.
     Βγήκε έξω στη στοά. Μπροστά της ένα κατάστημα «1 ευρώ». Ομπρέλες, μαντίλια, στέκες για τα μαλλιά, στυλό, κάλτσες∙ όλα με 1 ευρώ. Στην είσοδο, ένας μελαψός Ασιάτης της χαμογέλασε με μια κατάλευκη οδοντοστοιχία. Η Αθηνά μπήκε μέσα και άρχισε να ξεδιπλώνει ένα προς ένα όλα τα μαντίλια.

25.2.12

Η νεράιδα των κίτρινων λουλουδιών



      Ευτυχώς. Αυτό να λες, για να είσαι πάντα ευτυχισμένη. Της το είχε μάθει η γιαγιά της και η Ρένα το χρησιμοποιούσε σχεδόν σαν γιατρικό. Ευτυχώς. Κι έπαιρνε κουράγιο.
      Ευτυχώς που ήταν γεροί όλοι, η Χριστίνα της, ο Τάκης κι εκείνη. Και οι γονείς της. Ευτυχώς που είχε τη μάνα της να μεγαλώνει το παιδί. Ο Τάκης ταξίδευε τον περισσότερο καιρό με το φορτηγό. Έλειπε μήνες στο εξωτερικό κάθε φορά. Εκείνη δούλευε στην Αθήνα, όμως ευτυχώς  μπορούσε και πήγαινε στο χωριό κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο.
     Ευτυχώς που είχαν το κάτω σπίτι, γιατί το επάνω δεν θα μπορούσαν να το προχωρήσουν. Η Ελλάδα πήγαινε για φούντο. Το έβλεπε παντού. Ευτυχώς όμως εκείνη είχε ακόμα δουλειά. Καθαρίστρια σε συνεργείο καθαρισμού σε ένα μεγάλο νοσοκομείο. Όχι πολλά λεφτά. Τετρακόσια κάθε μήνα και η ασφάλεια. Ο εργοδότης της την είχε δηλώσει ανύπαντρη και χωρίς παιδιά. Αν της άρεσε, της είχε πει στην αρχή της συμφωνίας τους.
       Βρώμικη δουλειά. Όχι τόσο οι άρρωστοι. Περισσότερο οι γιατροί. Δεν την πείραζε ν’ αδειάζει τα χάρτινα κουτιά με τα μολυσματικά. Πιο πολύ από τις ματωμένες γάζες και τις κατουρημένες πάνες των αρρώστων, την αηδίαζαν οι παρατημένες κούπες πάνω στα γραφεία των γιατρών στο τέλος της μέρας. Με κόκκινα χείλη από κραγιόν αποτυπωμένα στα στόμια, με τσίχλες και τσαλακωμένα χαρτομάντιλα να κολυμπάνε στα υπολείμματα του παγωμένου καφέ.  Έπρεπε να τις μαζέψει εκείνη και να τις πλύνει. Έτσι τους είχε συνηθίσει.
      Ευτυχώς, δύο Σαββατοκύριακα το μήνα τα είχε ελεύθερα. Έμπαινε στο ΚΤΕΛ και πήγαινε στο χωριό. Μόλις την αντίκριζε η Χριστίνα, έτρεχε καταπάνω της. Ευτυχώς που είχε αυτή τη μικρή αγκαλιά να την περιμένει. Η κόρη της ήταν καλό παιδί, υπάκουη και άριστη στο σχολείο.
       Αυτόν το μήνα ήταν οι Απόκριες. Ήταν όμως και το άλλο καρναβάλι, το μεγάλο, που κρατούσε μήνες πολλούς και χρόνια. Αυτό με τους μασκαράδες βουλευτές που ξεπούλαγαν τη χώρα. Ο εργοδότης της είχε μειώσει το προσωπικό του συνεργείου. Ευτυχώς η Ρένα παρέμεινε. Μάλιστα, την παίνεσαν για την οικονομία που έκανε στα υλικά. Φθηνά υλικά, τα χειρότερα. Κόβονταν τα χέρια της από τα απορρυπαντικά. Τρύπαγαν τα γάντια. Όμως εκείνη τα μέτραγε, όπως έκανε και στο σπίτι της.
       Στο τηλέφωνο η Χριστίνα της είχε πει ότι είχαν αποκριάτικη γιορτή στο σχολείο. Ήθελε να ντυθεί. Κάτι σε νεράιδα. Οποιοδήποτε είδος νεράιδας, δεν την πείραζε. Έψαξε η Ρένα όλα τα μαγαζιά με αποκριάτικες στολές. Απλησίαστες οι τιμές. Σαράντα και πενήντα ευρώ όλες οι νεράιδες. Καλύτερη τιμή αδύνατον. Τώρα περίμεναν κι εκείνοι να πουλήσουν. Μετά την Καθαρά Δευτέρα, τέλος. Όλες οι νεράιδες και οι ιππότες έμπαιναν σε χαρτοκιβώτια και καταχωνιάζονταν στις αποθήκες μέχρι του χρόνου.
      Ευτυχώς, σε ένα μικρό μαγαζάκι στο κέντρο βρήκε μια νεράιδα μισοτιμής. Ελαττωματική, της είπε ο πωλητής. Τι ελάττωμα, τον ρώτησε. Ξέχασαν να της ράψουν λουλούδια. Νεράιδα των λουλουδιών χωρίς λουλούδια, ποιος να την αγοράσει… Ευτυχώς, τα χέρια της Ρένας έπιαναν. Ένα απόγευμα μετά το νοσοκομείο, πήρε μια δική της παλιά κίτρινη μπλούζα, την έκοψε σε κομμάτια και έραψε τρία μεγάλα λουλούδια, ένα για το καπέλο και δύο για τους ώμους. Η στολή ήταν έτοιμη. Κανονική νεράιδα των λουλουδιών.
      Η Ρένα πήγε η ίδια την κόρη της εκείνη την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς στο σχολείο. Σε όλο τον δρόμο, η Χριστίνα την κρατούσε σφιχτά από το χέρι και περπατούσε με καμάρι, πραγματική νεράιδα. Στο προαύλιο του σχολείου, οι φίλες της ξεφώνισαν ενθουσιασμένες με τη στολή της.
      «Μου την έφερε η μαμά μου από την Αθήνα! Είμαι η Νεράιδα των Κίτρινων Λουλουδιών».
      Η Ρένα  άφησε τη Χριστίνα στη γιορτή και πήρε τον δρόμο για το σπίτι κρυφογελώντας. Ευτυχώς, η μικρή δεν είχε καταλάβει τίποτα. Από όλες τις μπλούζες της μαμάς της,  αυτή την κίτρινη αγαπούσε η Χριστίνα περισσότερο. Δεν την άφηνε να την δώσει πουθενά. Η ίδια η Ρένα την είχε βαρεθεί. Ευτυχώς, είχε επιτέλους βρει τρόπο να την ξεφορτωθεί μια για πάντα.


(Η φωτογραφία είναι από τον τοίχο της Χρύσας Φραγκιαδάκη. Από τη στιγμή που την πρωτοείδα, την είχα διαρκώς στο μυαλό μου).