Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οι ζωές των άλλων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οι ζωές των άλλων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

18.7.12

Οι φωνές του συγγραφέα


             
                Μόνο οι ασήμαντοι δημιουργοί είναι αληθινά γοητευτικοί· οι πραγματικά προικισμένοι υπάρχουν μόνο στο έργο τους και δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον σαν άτομα. Οι κακοί ποιητές είναι ακαταμάχητα ελκυστικοί· ζουν την ποίηση που δεν τολμούν να γράψουν. Οι καλοί ποιητές γράφουν την ποίηση που δεν τολμούν να πραγματοποιήσουν.

                Αυτές τις ηχηρές δηλώσεις απευθύνει ο αισθητιστής λόρδος Χένρι στον Ντόριαν Γκρέι και μάλλον είναι ο ίδιος ο Όσκαρ Ουάιλντ που μιλάει με τα χείλη του λόρδου. Την απορία που εκφράζει ο νεαρός Ντόριαν θα τη μοιράζονταν αρκετοί από τους βιβλιοφάγους αναγνώστες. Είναι οι συγγραφείς και οι ποιητές το ίδιο συναρπαστικοί με τα βιβλία τους; Κουβαλάνε πίσω τους ζωές πολυτάραχες με πάθη, ανατροπές και ένταση ή διάγουν βίους επίπεδους και ακίνητους, δονούμενους μόνο από τις ζωές των χαρακτήρων τους;

                Ο Ζοζέ Σαραμάγκου έλεγε ότι δάσκαλοί του στη ζωή ήταν οι οι ήρωές του· αυτές οι δεκάδες ανδρών και γυναικών από χαρτί και μελάνι που έμοιαζαν να υπακούνε στις επιθυμίες του συγγραφέα, σαν μαριονέτες που κρέμονται από νήματα και κινούνται με τα χέρια του. Τα νήματα είναι χαλαρά και οι χαρακτήρες έχουν την ψευδαίσθηση της ελευθερίας. Στην πραγματικότητα όμως είναι παγιδευμένοι στο χέρι του συγγραφέα· απλώς δεν το γνωρίζουν.

                Ίσως αυτό που διακρίνει τον προικισμένο από τον ασήμαντο δημιουργό είναι μια ιδιαίτερη ικανότητα του πρώτου να αποκρυσταλλώνει εικόνες και γεγονότα με τρόπο ταυτόχρονα αναλυτικό και συνθετικό· να ανακυκλώνει συναισθήματα και εμπειρίες, επιβάλλοντάς τα στους χαρακτήρες του και υποβάλλοντάς τα στον αναγνώστη. Ο συγγραφέας ανασυνθέτει τους πραγματικούς καθημερινούς ανθρώπους μετατρέποντάς τους σε λογοτεχνικούς ήρωες. Με τον τρόπο αυτό απομνημονεύει ο ίδιος τις μορφές τους και τους εξασφαλίζει μια μεγαλύτερη διάρκεια, κάποιες φορές αιωνιότητα. «Πουτάνα, Μποβαρύ. Εγώ θα’ χω φύγει κι εσύ θα ζεις ακόμα», φέρεται να έχει πει ο Γκιστάβ Φλομπέρ.

                Μοιραία, οι πρωτόλειοι χαρακτήρες ενός συγγραφέα συχνά γεννιούνται μέσα από τα βιώματα της πρώτης παιδικής και εφηβικής ηλικίας και συνήθως είναι ο τρόπος που τα αφομοιώνει η παιδική ψυχή και όχι τόσο η μοναδικότητα των ίδιων των γεγονότων, που ντύνει τις πρώτες αυτές αφηγήσεις με το άρωμα, τη στόφα του μελλοντικού λογοτέχνη. Η ομιλία του Ζοζέ Σαραμάγκου στην απονομή του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1998 άρχιζε ως εξής:


                "Ο σοφότερος άνθρωπος που συνάντησα στη ζωή μου δεν ήξερε ούτε να γράφει ούτε να διαβάζει. Στις τέσσερις τα ξημερώματα, όταν η υπόσχεση μιας καινούριας μέρας πλανιόταν επάνω από τα γαλλικά χώματα, σηκωνόταν από τη σανίδα του και έφευγε για τα βοσκοτόπια παίρνοντας μαζί του μισή ντουζίνα γουρούνια, που με τη γονιμότητά τους ζούσαν εκείνον και τη γυναίκα του. Οι γονείς της μητέρας μου ζούσαν με στερήσεις, πουλώντας τα νεογέννητα γουρουνάκια μόλις αυτά απογαλακτίζονταν στους γείτονές μας στο χωριό Ατσινάγα της επαρχίας Ριμπατέζου. Τα ονόματά τους ήταν Χερόνιμο Μεϊρίνιου και Ζοζέφα Καϊξίνια και ήταν και οι δύο αναλφάβητοι. Τον χειμώνα, όταν το κρύο της νύχτας δυνάμωνε τόσο ώστε να παγώνει το νερό στις κανάτες μέσα στο σπίτι, πήγαιναν στο χοιροστάσιο, έπιαναν τα πιο ασθενικά γουρουνάκια και τα έπαιρναν μαζί τους στο κρεβάτι. Κάτω από τις τραχιές κουβέρτες, η ανθρώπινη ζεστασιά έσωζε τα μικρά ζώα από την παγωνιά και τον σίγουρο θάνατο. Παρόλο που και οι δυο τους ήταν καλοί άνθρωποι, δεν ήταν η συμπόνια που τους έκανε να φέρονται με αυτό τον τρόπο: αυτό που τους απασχολούσε, χωρίς συναισθηματισμό ή ρητορείες, ήταν να προστατεύσουν το καθημερινό τους ψωμί, όπως είναι φυσικό για ανθρώπους που, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα προς το ζειν, δεν έχουν μάθει να σκέφτονται περισσότερο από το απαραίτητο. Πολλές φορές βοηθούσα τον παππού Χερόνιμο στα καθήκοντα του χοιροτρόφου, πολλές φορές έσκαβα τον λαχανόκηπο που ήταν κολλητά στο σπίτι και έκοβα ξύλα για τη φωτιά, πολλές φορές γυρίζοντας ξανά και ξανά τη σιδερένια ρόδα της αντλίας του νερού, έβγαζα νερό από το κοινοτικό πηγάδι και το κουβαλούσα στους ώμους μου. Μερικές φορές, στα κρυφά, αποφεύγοντας τους άνδρες που φύλαγαν τα χωράφια με το καλαμπόκι, πηγαίναμε με τη γιαγιά την αυγή, οπλισμένοι με τσουγκράνες, σακιά και σπάγκο, να μαζέψουμε τα άχυρα που θα χρησίμευαν σαν στρώμα για τα ζώα. Και κάποτε, τις ζεστές καλοκαιρινές νύχτες, ο παππούς μού έλεγε: ‘Ζοζέ, απόψε θα κοιμηθούμε οι δυο μας κάτω από τη συκιά’. Υπήρχαν δύο ακόμα συκιές, αλλά η συγκεκριμένη, σίγουρα επειδή ήταν η μεγαλύτερη, επειδή ήταν η παλιότερη, σχεδόν χωρίς ηλικία, ήταν για όλους στο σπίτι ‘η συκιά’. Αντονομασία λίγο ή πολύ, μια λόγια λέξη που θα συναντούσα και θα μάθαινα πολλά χρόνια αργότερα… Μέσα στην ησυχία της νύχτας, ανάμεσα από τα κλαδιά των δέντρων, ένα αστέρι εμφανιζόταν για να χαθεί αμέσως πίσω από ένα φύλλο, ενώ καθώς γύριζα τη ματιά μου προς άλλη κατεύθυνση, έβλεπα να κυλάει σαν ποτάμι πάνω στον απέραντο ουρανό, η λευκωπή διαφάνεια του Γαλαξία, ο δρόμος για το Σαντιάγο, όπως τον λέγαμε στο χωριό. Με την αναβολή του ύπνου, η νύχτα γέμιζε με ιστορίες και περιστατικά που διηγούνταν ο παππούς και η γιαγιά: θρύλοι, αποκαλύψεις, τρομακτικές ιστορίες, σπάνια περιστατικά, περασμένοι θάνατοι, μάχες με ραβδιά και πέτρες, οι αφηγήσεις των προγόνων μας, ανεξάντλητοι μύθοι και μνήμες που με κρατούσαν άγρυπνο, ενώ ταυτόχρονα με νανούριζαν ελαφρά. Ποτέ δεν έμαθα αν σώπαινε όταν καταλάβαινε ότι είχα αποκοιμηθεί ή αν συνέχιζε να μιλάει, για να μην αφήσει αναπάντητη την ίδια κάθε φορά ερώτηση ‘Και τι έγινε μετά;’ που του έκανα όταν σταματούσε επίτηδες να διηγείται. Ίσως να επαναλάμβανε τις ιστορίες για δικό του λογαριασμό, για να μην τις ξεχάσει ή για να τις διανθίσει με καινούριες λεπτομέρειες. Στην ηλικία αυτή, όπως όλοι κάνουμε κάποια στιγμή, πίστευα ότι ο παππούς μου ήταν ο παντογνώστης του κόσμου. Όταν με το πρώτο φως με ξυπνούσε το τραγούδι των πουλιών, εκείνος έλειπε, είχε πάει στο χωράφι με τα ζώα του, αφήνοντάς με να κοιμηθώ κι άλλο. Τότε σηκωνόμουν, δίπλωνα τη βαριά κουβέρτα και, ξυπόλητος (στο χωριό περπατούσα ξυπόλητος μέχρι τα δεκατέσσερα), με άχυρα κολλημένα στα μαλλιά, πήγαινα από το φυτεμένο κομμάτι της αυλής στην άλλη μεριά του σπιτιού, που ήταν τα χοιροστάσια. Η γιαγιά μου, πάντα δίπλα στον παππού, έβαζε μπροστά μου ένα μπολ κομμάτια ψωμιού μουσκεμένα σε καφέ και με ρωτούσε αν είχα κοιμηθεί καλά. Αν της έλεγα για κάποιο κακό όνειρο, γεννημένο από τις ιστορίες του παππού, πάντα με καθησύχαζε: ‘Μη δίνεις σημασία, τα όνειρα δεν βγάζουν νόημα’. Εκείνο τον καιρό πίστευα ότι, παρόλο που  η γιαγιά ήταν επίσης πολύ σοφή γυναίκα, δεν έφτανε στο ύψος του παππού, ο οποίος, καθισμένος κάτω από μια  συκιά με τον εγγονό του πλάι, μπορούσε με λίγες λέξεις να θέσει σε κίνηση τον πλανήτη. Μόνο αργότερα, όταν ο παππούς είχε φύγει από τη ζωή κι εγώ ήμουν πια άνδρας, συνειδητοποίησα ότι και η γιαγιά μου πίστευε στα όνειρα. Δεν εξηγείται αλλιώς το γιατί, ένα βράδυ που καθόταν μπροστά στην πόρτα της καλύβας όπου ζούσε πια μόνη, κοιτάζοντας ψηλά τα μικρά και μεγάλα αστέρια, είπε αυτά τα λόγια: ‘Ο κόσμος είναι τόσο όμορφος και είναι τόσο κρίμα που πρέπει να πεθάνω’. Δεν είπε ότι φοβόταν τον θάνατο, αλλά ότι ήταν κρίμα που έπρεπε να πεθάνει, λες και η σκληρή της ζωή, γεμάτη από ασυμβίβαστη δουλειά, αυτές τις τελευταίες στιγμές δεχόταν την ευλογία ενός υπέρτατου τελευταίου αποχαιρετισμού, την παρηγορητική αποκάλυψη της ομορφιάς. Καθόταν στην πόρτα ενός σπιτιού που δεν έμοιαζε με κανένα άλλο στον κόσμο, αφού οι άνθρωποι σε αυτό ζούσαν με τα γουρουνάκια σαν να ήταν παιδιά τους, άνθρωποι που τους στενοχωρούσε ο θάνατος επειδή ο κόσμος ήταν όμορφος· και αυτός ο παππούς Χερόνιμο, χοιροτρόφος και παραμυθάς, σαν ένιωσε τον θάνατο να πλησιάζει, πήγε και αποχαιρέτισε ένα προς ένα τα δέντρα του, αγκαλιάζοντάς τα και κλαίγοντας, επειδή ήξερε ότι δεν θα τα ξαναέβλεπε ποτέ.
                Πολλά χρόνια αργότερα, όταν έγραφα για πρώτη φορά για τον παππού Χερόνιμο και τη γιαγιά Ζοζέφα (δεν έχω πει μέχρι τώρα ότι, σύμφωνα με όσους την είχαν γνωρίσει στα νιάτα της, ήταν μια γυναίκα σπάνιας ομορφιάς), συνειδητοποίησα ότι τους μετέτρεπα από συνηθισμένους ανθρώπους σε λογοτεχνικούς χαρακτήρες: μάλλον αυτός ήταν ένας τρόπος να μην τους ξεχάσω, σχεδιάζοντας ξανά και ξανά τις μορφές τους με το μολύβι που αλλοιώνει τη μνήμη, χρωματίζοντας και φωτίζοντας τη μονοτονία μιας βαρετής και χωρίς προοπτική καθημερινότητας, σαν να δημιουργούσα, πάνω στον ευμετάβλητο χάρτη των αναμνήσεων, την υπερφυσική ουτοπία μιας χώρας, όπου αποφασίζει κανείς να περάσει τη ζωή του".
 […]

Και καταλήγει στην ομιλία του ο Σαραμάγκου κάπως έτσι:

"Η φωνή που διάβασε αυτές τις σελίδες δεν είναι παρά η συνήχηση των φωνών των χαρακτήρων μου. Δεν έχω περισσότερη φωνή από τις φωνές που είχαν εκείνοι. Συγχωρήστε με αν αυτό που σε σας φαίνεται λίγο, για μένα είναι το παν".


3.4.11

Ο φόβος των ξένων


   Τέσσερις διαρρήκτες εισέβαλαν σε ένα σπίτι. Κακοποίησαν τον ιδιοκτήτη. Τον χτύπησαν, τον τραυμάτισαν. Παραλίγο να τον σκοτώσουν. Του πήραν όσα χρήματα είχε στο σπίτι.
   Άσχημη ιστορία, όχι όμως ασυνήθιστη. Στο λήμμα house robbery το Google έχει περίπου 15 εκατομμύρια καταχωρήσεις. Πάνω από τις μισές είναι αναφορές περιπτώσεων από όλο τον κόσμο, από το πρόσφατο και απώτερο παρελθόν. Με και χωρίς θύματα.
   Η παραπάνω περίπτωση καταγράφηκε πρόσφατα στην Αθήνα, με θύμα τον Νίκο Κούνδουρο και θύτες τέσσερις αλλοδαπούς. Διάβασα τη συνέντευξή του στο σημερινό ΒΗΜΑ. Με προβλημάτισε πολύ. Σχεδόν μου χάλασε τη μέρα. Κατανοητά είναι η οργή, ο τρόμος, το σοκ του θύματος. Κατανοητή μέχρι κάποιο σημείο και η επιθυμία εκδίκησης.
    Με ανησύχησαν οι σχεδόν ρατσιστικές γενικεύσεις του σκηνοθέτη. Χαρακτηρίζει «εφηβικές μαλακίες» την πρότερη ευαίσθητη και γενναιόδωρη στάση του απέναντι στην είσοδο των ξένων στην Ελλάδα. «Τέσσερα κτήνη, τέσσερις βάρβαροι που βρωμούσαν και φορούσαν μάσκες» τον έκαναν να δει την πραγματικότητα. Τώρα πια φρονεί ότι δεν είναι σωστό «η Ελλάδα να ανοίγει τις πόρτες της σαν την πουτάνα που ανοίγει τα πόδια της». Θεωρεί απαράδεκτη την ύπαρξη 1.400.000 ξένων στην Ελλάδα. Διακρίνει στο δικό του περιστατικό «μια εκδικητικότητα φυλετική, ταξική, κοινωνική, εθνική». Οι κακοποιοί δεν ήθελαν μόνο να τον ληστέψουν. Ήθελαν και να τον σκοτώσουν. Ο ένας από τους δράστες φώναζε σε σπαστά ελληνικά «μην τον κρατάς, πνίξ’τον τον πούστη». Τον ενόχλησε αφάνταστα αυτό το «πούστης». Μπήκαν σ’ ένα σπίτι που «για κείνους ήταν το Λούβρο» και τους έδωσε ό,τι λεφτά είχε. Έπρεπε να τον χτυπήσουν και να αμφισβητήσουν και τον ανδρισμό του;
    Διαρρήξεις σπιτιών γίνονταν από παλιά και θα γίνονται όσο υπάρχουν σπίτια και όσο υπάρχουν άνθρωποι. Η παραβατικότητα είναι σύμφυτη με την ανθρώπινη φύση. Καταπιέζεται περισσότερο ή λιγότερο αποτελεσματικά από τις κοινωνικές συνθήκες, τη μόρφωση, το βιοτικό επίπεδο και τις κρατικές δομές. Όμως με κάθε ευκαιρία κάνει την εμφάνισή της. Δεν είναι αποκλειστικότητα των αλλοδαπών κάθε επικράτειας. Δεν μπαίνουν μόνο αλλοδαποί διαρρήκτες στα σπίτια. Ούτε είναι σίγουρο ότι και οι εν λόγω τέσσερις δράστες ήταν αλλοδαποί. Γιατί θα προτιμούσε ο ένας να μιλήσει σε σπαστά ελληνικά και όχι στη γλώσσα του; Μήπως υπήρχε και κάποιος πατριώτης μας στην παρέα;
    Αυτό το 1.400.000 οικονομικών μεταναστών δεν είναι όλοι «κτήνη» και «βάρβαροι». Υπάρχουν οικογένειες που δουλεύουν τίμια και σκληρά και που έχουν ξαναφτιάξει τις ρημαγμένες ζωές τους δίνοντας στα παιδιά τους μια καλύτερη ευκαιρία από αυτές που οι ίδιοι αξιώθηκαν. Υπάρχουν αλλοδαποί που εκπροσωπούν τη χώρα μας σε αθλητικές, καλλιτεχνικές και επιστημονικές δραστηριότητες καλύτερα απ’ όσο θα μπορούσαμε εμείς οι ίδιοι. Αρκεί να δει κανείς τις ελληνικές ομάδες, τις Κρατικές μας Ορχήστρες, το μπαλέτο της Λυρικής Σκηνής κλπ.
   Υπάρχουν και άλλοι αλλοδαποί που υφίστανται την ελληνική παραβατικότητα, εκείνη του Έλληνα εργοδότη. Δουλεύουν ανασφάλιστοι σε συνθήκες επιεικώς επικίνδυνες. Αν έχουν την ατυχία να υποστούν σοβαρό τραυματισμό κατά την ώρα της εργασίας, το ατύχημα κουκουλώνεται όπως-όπως και τίποτα δεν μπορεί να αποδείξει την ενοχή του εργοδότη. Από τα αρχεία των μονάδων εντατικής θεραπείας θα μπορούσε να σχηματιστεί ολόκληρη κοορτή (cohort) τέτοιων περιπτώσεων.
    Και πάλι είναι δικαιολογημένη η όποια οργή του κ. Κούνδουρου. Όμως περιμένει κανείς ένα φιλτράρισμα στο λόγο ενός πνευματικού ανθρώπου, μια και έχει πάντα μεγαλύτερο αντίκτυπο από το λόγο των άσημων συμπολιτών του. Και αν έχει επιλέξει να μένει σε ένα σπίτι που για κάποιους φαντάζει σαν το Λούβρο, καλά θα είναι να το έχει φυλαγμένο, εν τη απουσία αλλά και εν τη παρουσία, με τους διαθέσιμους τρόπους της σύγχρονης τεχνολογίας…

12.2.11

Αποθήκη Καταλοίπων Ηδονής


Franz Karl Bühler-Ο Εαυτός (1919)

Όταν αποφασίστηκε
 η διά νόμου εξόντωση της άχρηστης ζωής
συγκεντρώθηκαν
στην καφετέρια του Αυτοκράτορα
όλα τα μέλη
της Αποθήκης Καταλοίπων Ηδονής

ο Καρλ με αμπέχονο στρατηγού
ζωγράφιζε μονολογώντας ασταμάτητα
το χρώμα πρέπει να νιώθει όμορφα πάνω στο πινέλο
δίπλα του η Μελίτα με την ουλή στο μέτωπο
ένας δήμιος τη σημάδεψε κάποτε με το σπαθί του

ο Μόζερ δεν είχε μπριγιαντίνη
και έστρωνε τη χωρίστρα του με λαρδί
η Εύα με μια κοκκινίλα στο χέρι
έφτιαχνε χάρτινες κούκλες
ο Φραντς τους επέβλεπε όλους
όπως του είχε ορίσει η Κυβέρνηση

η Αυγούστα είχε δολοφονηθεί τη νύχτα δύο φορές
της έκοψαν τα κεφάλια και όλα
με αφορμή τον φόνο των τραγουδιών

το μαξιλάρι του Μόζερ ήταν παραγεμισμένο
με τρίχες ταριχευμένου αλόγου
και το ψωμί του περιείχε ζυμωμένες οδοντοστοιχίες
Ποιο άγιο παιδί κλαίει
για μια ασεβή μητέρα; Ούτε ένα!

ο Ερνστ έβαζε τετράγωνα και τελείες στη σειρά
ύστερα τα διέγραφε όλα με λεπτές γραμμές
ο Πάουλ διάβαζε τις σκέψεις των άλλων
ήθελε να γίνει βασιλιάς της Γαλλίας
ο Κονσταντίν είχε ένα πηγαίο τραγούδι
και μια κηλίδα που ήταν η ντροπή του

Όλοι στο κατάστρωμα!
Η παλιά κιβωτός είναι δύο χιλιάδων ετών
χρειάζεται ανακαίνιση
ο Γιόζεφ ήθελε να του φορούν χειροπέδες τη νύχτα
κάθε πόρος του δέρματος
είναι ο πρωκτός ενός ανθρώπου

ο Αλόις έπαιζε στο πιάνο πένθιμα εμβατήρια
η Ημέρα της Κρίσεως έρχεται
ο γέρος θεός έχει κι αυτός ολόκληρο χαρέμι
ο Τάουμπερ έγραφε με τη γραφή αναπνέοντος ιχθύος
όταν κρυφακούμε, η λέξη πρέπει με υπακοή
να προφερθεί σωστά στη νοερή εικόνα

η Εύα ζωγράφιζε λουλούδια
και φρόντιζε το καναρίνι της
όποιος αφιερώνει τη ζωή του στους άλλους
αφιερώνει τη ζωή του στο θάνατο

Ανοίχτε το πιάνο! Έρχεται ο Βάγκνερ!

Μετά από δύο ώρες
οι υπάλληλοι αέρισαν το θάλαμο
έβγαλαν από τη δίοδο του καυστήρα
τα πτώματα
και αφαίρεσαν τα χρυσά δόντια
από όσα ήταν σημαδεμένα
ύστερα σημείωσαν στο βιβλίο της καφετέριας
με μικρά καλλιγραφικά γράμματα
«Αιτία θανάτου: Ευθανασία».

    (Το 1920, ο νομικός Καρλ Μπίντινγκ και ο ψυχίατρος Άλφρεντ Χόχε δημοσίευσαν ένα κείμενο με τον τίτλο «Η διά νόμου εξόντωση της άχρηστης ζωής», που αναφερόταν στην διά της ιατρικής οδού λύτρωση ασθενών με ανίατα νοσήματα. Το 1939, ο Χίτλερ, με ένα ολιγόλογο κείμενο που είχε ισχύ εξουσιοδότησης, νομιμοποίησε τη θανάτωση δεκάδων χιλιάδων ασθενών μειωμένης νοημοσύνης και ψυχιατρικών ασθενών που ζούσαν σε νοσηλευτικά ιδρύματα και ψυχιατρικά άσυλα. Η θανάτωση των ανθρώπων αυτών γινόταν συνήθως σε θαλάμους αερίων. Σε κάποιες περιπτώσεις οι θάλαμοι αυτοί ήταν φορητοί και έφεραν την επιγραφή «Καφετέρια του Αυτοκράτορα». Μόνο στο γερμανικό Ράιχ θανατώθηκαν με αυτόν τον τρόπο μέχρι το 1941 περίπου 90.000 άνθρωποι μεταξύ των οποίων και περί τα 6.000 παιδιά.
    Η Συλλογή Prinzhorn περιλαμβάνει περίπου 5.000 εικαστικά έργα ψυχιατρικών ασθενών της περιόδου 1850–1930 και ανήκει στην Πανεπιστημιακή Ψυχιατρική Κλινική της Χαϊδελβέργης. Οι Ναζί κατέστρεψαν ένα μεγάλο μέρος της συλλογής, ενώ είχαν ήδη εκτελέσει με μαζικό τρόπο πολλούς από τους ασθενείς που τα είχαν φιλοτεχνήσει.
   Ένα μικρό τμήμα της Συλλογής Prinzhorn φιλοξενείται αυτόν τον καιρό στο Μουσείο Μπενάκη. Η έκθεση έχει τίτλο "Αιτία θανάτου: Ευθανασία". Αφορμή για αυτή την ανάρτηση αποτέλεσε η επίσκεψη της ενδιαφέρουσας αυτής έκθεσης. Τα λόγια είναι ένα απόσταγμα από τις ζωές των ασθενών-καλλιτεχνών, που περιέχονται στην συνοδευτική καλαίσθητη έκδοση του Μουσείου).

21.1.11

Αγαθή Δημητρούκα: "Πουλάμε τη ζωή, χρεώνουμε τον θάνατο"

    Διάβασα το βιβλίο της Αγαθής Δημητρούκα με μία ανάσα. Όπως ακριβώς συστήνεται στο οπισθόφυλλο: «κείμενο γραμμένο με μία ανάσα, για να διαβαστεί επίσης με μία ανάσα». Μυθιστορηματική αυτοβιογραφία είναι η κατηγορία στην οποία το έχει κατατάξει η ίδια η συγγραφέας ή ο εκδότης. Κατάθεση ψυχής είναι η κατηγορία που θα πρότεινα εγώ. Συχνά συναντώ αυτή την έκφραση. Λίγες φορές όμως την έχω νιώσει τόσο έντονα, όσο διαβάζοντας αυτό το σχετικά ολιγοσέλιδο βιβλίο.
    Είναι η ζωή ενός μικρού κοριτσιού που μεγαλώνει μέσα σε αγροτική οικογένεια σε ένα χωριό της Αιτωλοακαρνανίας, με πατέρα μισοπαράλυτο από πολιομυελίτιδα, αλλά λεβέντη και περήφανο για την «τσούπα» του. Μπροστά εκείνος σαν καράβι/που δεν μπορούσε να προλάβει/καμιά θαλασσοταραχή./Κι εγώ στον τέταρτο χειμώνα/ν’ ακολουθώ μικρή γοργόνα/μ’ έν’ άσπρο λούτρινο παλτό.
    Ένα αθώο παιδί που προσπαθεί να κρατήσει άσπιλο το άσπρο παλτό, σαν την ψυχή του. «Μα τίποτα δεν έμεινε άσπιλο». Όταν κάποια στιγμή ο πατέρας αναγκάζεται να μπει στο νοσοκομείο, η μικρή Αγαθή καταλήγει φιλοξενούμενη σε μια θεία. Η αρχικά ξεχωριστή περιποίηση καταλήγει σε σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού από τον θείο. «Είδα ότι από το σώμα των αντρών κρεμόταν κάτι που έμοιαζε με μακρουλό σκατό. Κι αυτό το σκατό κυλιόταν πάνω μου, στο κορμί μου, κι ένα χέρι με χάιδευε, κι ο άντρας της θείας μου μού έλεγε καθησυχαστικά, σαν να είχα τρομάξει από κάποιον εφιάλτη, να μη φοβάμαι κι ότι ήταν εκείνος εκεί κι ότι μ’ αγαπούσε σαν δικό του παιδί».
    Ο πατέρας αποτελεί κεντρικό πρόσωπο για τη μικρή Αγαθή. Της μαθαίνει τα πρώτα γράμματα. Την εμπιστεύεται όταν αργότερα εκείνη τον συμβουλεύει σε αγροτικά θέματα, με αυτά που έχει μάθει στο σχολείο. Η Αγαθή τον φροντίζει αδιαμαρτύρητα, ξεπερνώντας κάποιες φορές τις κοριτσίστικες αντοχές της. Καταφέρνει να φορτωθεί στην πλάτη της το βαρύ παράλυτο κορμί του και να τον μεταφέρει στο σπίτι. Κι εκείνος, ανακουφισμένος, σιγομουρμουρίζει το Βουνό (Θ’ ανέβω και θα τραγουδήσω). «Τι κι αν το ψηλότερο βουνό που μπορούσε ν’ ανεβεί ήταν απλώς το κρεβάτι του!»
    Η ζωή του κοριτσιού συνεχίζει στους μίζερους ρυθμούς της ελληνικής επαρχίας, ανάμεσα σε αγροτικές εργασίες, όπου ακολουθούσε τη μάνα της «για να της δίνει την εντύπωση της ανθρώπινης συντροφιάς», και στις πρώτες λογοτεχνικές αναζητήσεις. Ο καθηγητής στο γυμνάσιο αφιερώνει ολόκληρη ώρα στις εκθέσεις της. Εκείνη μαζεύει πενηνταράκι-πενηνταράκι το χαρτζιλίκι της και αγοράζει βιβλία: Ρίτσο, Καζαντζάκη, μεταφρασμένο Σαίξπηρ.
    Εκεί κοντά κάνει την εμφάνισή της η άλλη κορυφαία ανδρική φιγούρα της ζωής της: ο ποιητής Νίκος Γκάτσος. Με απίστευτα τολμηρό τρόπο, η έφηβη Αγαθή αρχικά τηλεφωνεί και στη συνέχεια γράφει στον ποιητή. Η επικοινωνία τους σιγά-σιγά πυκνώνει και βλασταίνει σε μια πολυσχιδή σχέση πατέρα-κόρης, άνδρα-γυναίκας, δάσκαλου-μαθήτριας, με τρυφερές καθημερινές σκηνές που περιγράφονται με γλαφυρό και ζωντανό τρόπο από τη συγγραφέα, σαν να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας.
   Ο Γκάτσος, μεγαλόσωμος και αριστοκρατικός, με τα μονότονα σκούρα ρούχα του. Τα πρώτα γεύματα στου Φλόκα μαζί με τον Χατζιδάκι. Η Αγαθή ανακαλύπτει κοντά τους ότι «τα σώματα είναι για να στηρίζονται πάνω τους τα κεφάλια και τα κεφάλια για να φιλοξενούν τα μάτια και να αιχμαλωτίζουν βλέμματα». Τι κι αν «άργησε είκοσι χρόνια» κατά τον ποιητή; Καλύπτεται αυτό το κενό με τις γεμάτες στιγμές που της χαρίζονται κοντά σε ανθρώπους ξεχωριστούς: Μάνος, Ελύτης, Ξαρχάκος, Ζήσιμος Λορεντζάτος, Σταθόπουλος και πολλοί άλλοι. Μουσικοί, τραγουδιστές, ποιητές, ζωγράφοι… Η επαρχιώτισσα κοπέλα ζει κοντά στον ποιητή ένα θαύμα και προσπαθεί να αυτοβελτιωθεί και να διδαχθεί με μάτια, αυτιά και ψυχή ορθάνοιχτα.
    Η Αγαθή Δημητρούκα διηγείται με απολαυστικό τρόπο κάποια πολύ χαρακτηριστικά γεγονότα από την κοινή ζωή της με τον ποιητή. Την εμμονή του με συγκεκριμένες διαδρομές, το επεισόδιο με τον ταξιτζή που εκθείαζε «αυτόν τον Γκάτσο» που «σε πάει από δω, σε πάει από κει, κάθε τραγούδι κι ένας ολόκληρος κόσμος, αλλιώτικος» και που ρωτάει τον ποιητή αν έχει ακούσει κανένα τραγούδι του Γκάτσου!...Τη στιχομυθία του Γκάτσου με τον Μούτση για τους στίχους του τραγουδιού «Κράτα ανοιχτή την πόρτα σου», με τον ποιητή να καταλήγει ξεκαρδισμένος σε ένα ευφυές χυδαιολόγημα που κάνει ρίμα με τα προηγούμενα και τον Μούτση να εξομολογείται σοκαρισμένος στον Χατζιδάκι ότι ο Γκάτσος είναι ο βασανιστής του. Την αδυναμία τόσο του Γκάτσου όσο και του Μάνου για τα γλυκά. Τα αστεία καψόνια του Γκάτσου στον Χατζιδάκι, που τρέλαιναν τον τελευταίο και έκαναν την Αγαθή να ξεκαρδίζεται από τα γέλια. Τις πρώτες της ποιητικές απόπειρες που μελοποιήθηκαν με την παρότρυνση του Γκάτσου.
    Και στο τέλος, το τέλος του ποιητή. Τη φθορά. Τον θάνατο. Τις προσπάθειες της Αγαθής να τον κρατήσει ακμαίο και πνευματικά θαλερό. Να τον βοηθά εκείνη πλέον στα γραψίματά του. Να τελειώνει εκείνη ό,τι εκείνος δεν μπορούσε και άφηνε μισό. Τις τελευταίες εορταστικές συγκεντρώσεις στο σπίτι. Με φαγητό, γλυκά και ποτά και με ανθρώπους αγαπημένους. Έτσι, για να είναι το τέλος γλυκό. Σαν «ερωτική κατάβαση στον Άδη». Εξάλλου ο χρόνος είναι για όλους αδυσώπητος.

Κλέφτικα ο χρόνος φεύγει και γυρίζει
άλλους μας πεθαίνει κι άλλους μας κοιμίζει.

30.11.10

Νυχτερινό

   ...Παλιά τραγούδια μακρινά, χαμένα από καιρό,
   μες σε στιγμές αγγελικές ή μέσα στ' όνειρό μου,
   τώρα που, εντός μου, τίποτα δε μένει πια γερό,
   το βράδυ που σας θυμηθώ μοιάζει με βράδυ τρόμου...
  
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
   "Ερινύες"

"...Στις συγκεντρώσεις μας αυτές, στη Σερεμέτη, ερχόταν ταχτικά κι η μητέρα μου και πολλές άλλες κυρίες. Κάτι που δεν μπορώ να λησμονήσω είναι τα δάκρυα που έχυσα, και τους αβάσταχτους λυγμούς που με τάραξαν σύγκορμα, όταν έν' απόγευμα άκουσα τη μικρότερη αδελφή του Κακλαμάνου να παίζει στο πιάνο μια "Νυχτωδία" του Σοπέν, που είναι, κυρίως, ένα σπαραχτικό πένθιμο εμβατήριο! Βγήκα τρέχοντας απ' την κάμαρα, και κρυμμένος στο διάδρομο, πνίγηκα κυριολεκτικά στα κλάματα! Και το κομμάτι αυτό-που είναι το υπ. αριθ. 15, σε φα μινόρε, από τις Nocturnes-ακόμα και τώρα μου δίνει το ίδιο ρίγος και την ίδια θανάσιμη απόγνωση που μου' δωσε τότε που το πρωτάκουσα, παιδί. Και το περιστατικό αυτό μου θυμίζει κι άλλα προηγούμενα περιστατικά, που το άκουσμα ορισμένων μουσικών συνθέσεων-κάποτε κι ελαφρότερων, αλλά πάντα γλυκών και θλιβερών- μ' έκανε να κλαίω απαρηγόρητα, σα μωρό παιδί, δίχως να μπορώ να πω γιατί, κάθε φορά που τύχαινε να παιχτούν μπροστά μου. Τα κομμάτια αυτά, που τα έχω σημειωμένα και τα παίζω σε ώρες μοναξιάς και περισυλλογής, μου ανοίγουν, θαρρείς, κόσμους περασμένους, κόσμους ομορφιάς και νοσταλγίας, χαμένους για πάντα ή προσωρινά, που η ανάμνησή τους με σπαράζει: άμα τ' ακούω, νιώθω πως είμαι ένας εξόριστος στη γη, και πως η πραγματική πατρίδα μου είναι κάπου αλλού, σε κάποιους άλλους ουρανούς, που ίσως κάποτε και να ξαναγυρίσω..."

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ: "Η ζωή μου - Απόπειρα συνοπτικής αυτοβιογραφίας"
Εκδόσεις Κέδρος 2009