Σελίδες

30.11.10

Νυχτερινό

   ...Παλιά τραγούδια μακρινά, χαμένα από καιρό,
   μες σε στιγμές αγγελικές ή μέσα στ' όνειρό μου,
   τώρα που, εντός μου, τίποτα δε μένει πια γερό,
   το βράδυ που σας θυμηθώ μοιάζει με βράδυ τρόμου...
  
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
   "Ερινύες"

"...Στις συγκεντρώσεις μας αυτές, στη Σερεμέτη, ερχόταν ταχτικά κι η μητέρα μου και πολλές άλλες κυρίες. Κάτι που δεν μπορώ να λησμονήσω είναι τα δάκρυα που έχυσα, και τους αβάσταχτους λυγμούς που με τάραξαν σύγκορμα, όταν έν' απόγευμα άκουσα τη μικρότερη αδελφή του Κακλαμάνου να παίζει στο πιάνο μια "Νυχτωδία" του Σοπέν, που είναι, κυρίως, ένα σπαραχτικό πένθιμο εμβατήριο! Βγήκα τρέχοντας απ' την κάμαρα, και κρυμμένος στο διάδρομο, πνίγηκα κυριολεκτικά στα κλάματα! Και το κομμάτι αυτό-που είναι το υπ. αριθ. 15, σε φα μινόρε, από τις Nocturnes-ακόμα και τώρα μου δίνει το ίδιο ρίγος και την ίδια θανάσιμη απόγνωση που μου' δωσε τότε που το πρωτάκουσα, παιδί. Και το περιστατικό αυτό μου θυμίζει κι άλλα προηγούμενα περιστατικά, που το άκουσμα ορισμένων μουσικών συνθέσεων-κάποτε κι ελαφρότερων, αλλά πάντα γλυκών και θλιβερών- μ' έκανε να κλαίω απαρηγόρητα, σα μωρό παιδί, δίχως να μπορώ να πω γιατί, κάθε φορά που τύχαινε να παιχτούν μπροστά μου. Τα κομμάτια αυτά, που τα έχω σημειωμένα και τα παίζω σε ώρες μοναξιάς και περισυλλογής, μου ανοίγουν, θαρρείς, κόσμους περασμένους, κόσμους ομορφιάς και νοσταλγίας, χαμένους για πάντα ή προσωρινά, που η ανάμνησή τους με σπαράζει: άμα τ' ακούω, νιώθω πως είμαι ένας εξόριστος στη γη, και πως η πραγματική πατρίδα μου είναι κάπου αλλού, σε κάποιους άλλους ουρανούς, που ίσως κάποτε και να ξαναγυρίσω..."

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ: "Η ζωή μου - Απόπειρα συνοπτικής αυτοβιογραφίας"
Εκδόσεις Κέδρος 2009

28.11.10

Μαργαρίτα Καραπάνου: Η σκιά


     Όπως κάθε Πέμπτη, ήμουν στου θείου Χαρίλαου για να παίξουμε με το μακρύ κόκκινο τρένο που του’ χε χαρίσει η θεία Πάτρα για τα γενέθλιά του.
     Ξαπλωθήκαμε χάμω στο σαλόνι, βάλαμε γύρω από τις ράγες δέντρα, σχολεία και σταθμούς, και το σαλόνι έγινε ο κόσμος.
    Ο θείος Χαρίλαος δεν είχε όρεξη να παίξει. Όλο έπιανε το λαιμό του και ξέσφιγγε τη γραβάτα του.
   «Ξέρεις να φτιάχνεις κόμπους;» με ρώτησε.
   «Η Miss Benbridge μου’ χε μάθει κάτι ωραίους», του είπα.
    Έφερε ένα χοντρό σχοινί απ’ την κουζίνα και κάναμε πολλούς κόμπους, για να μάθουμε καλά. Μετά πήγαμε στο δωμάτιό του, κρεμάσαμε το σχοινί πάνω στο ταβάνι κι ο θείος Χαρίλαος το πέρασε γύρω απ’ το λαιμό του. Ήθελα κι εγώ να παίξω.
   «Άλλη φορά», μου είπε, «σήμερα είναι η σειρά μου. Αν με βοηθήσεις να παίξουμε καλά, την άλλη Πέμπτη, σ’ το υπόσχομαι, θα’ ναι η σειρά σου».
   Δοκιμάσαμε πολλές φορές, αλλά μια το σχοινί ήταν μακρύ και μια κοντό, ο θείος Χαρίλαος άρχισε να κλαίει.
   «Ούτε αυτό δεν μπορώ να κάνω», μου είπε και κάθισε χάμω κλαίγοντας, το πρόσωπο μες στα χέρια του.
   Κάθισα χάμω κι εγώ, με πήρε στην αγκαλιά του και μου ζήτησε να του πω ένα παραμύθι.
   «Θα σου πω για τον Άνθρωπο-Πουλί», του είπα. «Ο Άνθρωπος-Πουλί ζούσε σ’ ένα ψηλό βουνό κι αγαπούσε τη Γυναίκα-Ψάρι. Αλλά δεν μπορούσανε ποτέ να συναντηθούνε, γιατί ούτε αυτός έμπαινε μέσα στο νερό ούτε κι αυτή πετούσε. Γι’ αυτό και το Πουλί πάντα πετούσε πάνω από τη θάλασσα και το Ψάρι ακολουθούσε μες στα κύματα, ώσπου το Πουλί το σκέπασε κι έγινε η Σκιά του. Πριν κανείς μας δεν είχε Σκιά, περπατούσαμε σκέτοι και κρυώναμε. Από τότε όμως, γεννήθηκε η Σκιά και τώρα όλοι έχουμε μια για να μας κρατάει παρέα».
   Ο θείος Χαρίλαος άρχισε να κλαίει πιο δυνατά.
   «Εγώ ούτε σκιά δεν έχω. Εγώ δεν έχω τίποτα, είμαι ο μόνος που δεν έχω. Να, κοίτα, δεν έχω!» Έκλαιγε, το δάχτυλο τεντωμένο πάνω στον άσπρο τοίχο, που ήταν άσπρος.
    Είχε σκοτεινιάσει, ανάψαμε το φως.
    «Κασσάνδρα, έλα να ξαναδοκιμάσουμε».
    Ανέβηκε πάνω στο σκαμνί, πέρασε το σχοινί γύρω απ’ το λαιμό του, κι εγώ τράβηξα ξανά απότομα το σκαμνί κάτω απ’ τα πόδια του.
   Αυτή τη φορά ο θείος Χαρίλαος άρχισε να πετάει μες στο δωμάτιο, κουνώντας και τα χέρια του για να πάρει φόρα.
   Τότε είδα τη σκιά του που πετούσε πάνω στον τοίχο και του’ κανε παρέα.
   «Θείε Χαρίλαε, κοίτα, κοίτα!»
    Αλλά τα μάτια του είχανε γίνει άσπρα και σκέφτηκα πως ποτέ δεν είχα δει τόσο ωραία σκιά, χόρευε πάνω στον τοίχο, κι ο θείος Χαρίλαος, τα χέρια τεντωμένα, προσπαθούσε να την πιάσει.

19.11.10

Ο Ένας και ο Άλλος

(Marion Molier)

     Χωρίς εισιτήριο μπήκε στο τραμ ο Ένας, αγκαλιάζοντας σχεδόν στοργικά το υπάκουο ακορντεόν του. Αδρά ξανθογάλανα χαρακτηριστικά, μέση ηλικία, χιλιοφορεμένο τζιν με ξεφτισμένα από τον καιρό μπατζάκια. Η ευέλικτη γκρίζα φυσούνα του οργάνου, με το πορφυρό της πανωφόρι και τα ασπρόμαυρα δόντια, παιάνιζε το γνωστό ρώσικο τραγούδι για το χιονόδεντρο. Σε άλλους καιρούς το ίδιο τραγουδάκι έκανε πολλά πόδια να χτυπάνε ρυθμικά το έδαφος με αγωνιστική διάθεση. Σήμερα ακούγεται μόνο από πλανόδιους μουσικούς, καθώς και από φτηνές ομιλούσες κούκλες που βρίσκει κανείς σε πανηγύρια.
     Ο Ένας διέσχισε τη μεγάλη φυσούνα του τραμ και πέρασε στο επόμενο βαγόνι, αλλάζοντας σκοπό. Η μικρή φυσούνα του ακορντεόν ανοιγόκλεινε τώρα πιο γρήγορα, πλημμυρίζοντας το τραμ με κύματα από το Δούναβη.
     Όταν μπήκε στο τραμ ο Ένας, ο Άλλος ήταν ήδη μέσα. Στεκόταν με την πλάτη στηριγμένη σε μια από τις εξόδους, κόντρα στις διεθνείς οδηγίες της ύπαρξης. Ψηλός, αθλητικός, τριαντάρης, κι αυτός με τζιν, φθαρμένο από γνωστό σχεδιαστή μόδας. Αυτό που λέμε «επιμελώς ατημέλητος». Φορούσε ακουστικά μεγέθους εντόμου και άκουγε μουσική από μια μικροσκοπική συσκευή, στηριγμένη προσεκτικά στη ζώνη του. Ήταν τόσο αφοσιωμένος σε αυτή την ιδιωτική ακρόαση, που φαινόταν να περιφρονεί τους απέξω ήχους με τρόπο σχεδόν αλαζονικό.
     Ο Ένας συνέχισε να προχωράει από βαγόνι σε βαγόνι παραπατώντας ελαφρά, ίσως από τα κύματα του τραμ, ίσως από εκείνα του ποταμού. Φιλόμουσοι και φιλεύσπλαχνοι επιβάτες αντάμειψαν τη Δουνάβια μελωδία με μάλλον ανάξια κέρματα. Ευχαριστώ, ευχαριστώ, σκόρπιζε ο Ένας.
     Ο Άλλος παρέμεινε με την πλάτη στηριγμένη στην πόρτα, συνεχίζοντας την ακρόαση της δικής του μουσικής. Το κεφάλι του κουνιόταν ρυθμικά, ακολουθώντας ένα τέμπο που μόνο να υποθέσει μπορούσε κανείς. Έμοιαζε να γνέφει με κάθε κύμα άρνηση και κατάφαση εκ περιτροπής,  συμμετέχοντας ακούσια, αλλά εντελώς μοιραία, στη μελωδική παράκληση του Ενός.

13.11.10

Η πόλη στην κορυφή


Νεκρόπολη ορθωμένη
στην κορυφή της πόλης των ζωντανών
Ό,τι πεθαίνει, εξυψώνεται
ό,τι γεννιέται, ταξιδεύει

Λευκός καπνός από ζωντανά φουγάρα
αναρριχάται στο λόφο
και ακροβατεί
στις ακμές των πεθαμένων λίθων
Δυο κάριες φτερουγίζουν ενοχλημένες

Ένας γέρος
καθισμένος στο μνήμα της κόρης του
με σκυλάκι σαλονιού στα γόνατά του
και μικρό ξύλο στο ένα χέρι
τινάζει την κολλημένη λάσπη
από τα παπούτσια του
Οι νεκροί με τους νεκρούς
και οι ζωντανοί
με τους νεκρούς κι αυτοί

Το λεωφορείο κάνει στάση
έξω από την εκκλησία
Ο φοιτητής τρέχει να το προλάβει
Ο οδηγός τον βλέπει και δεν ξεκινά
Παγωμένος ο ήλιος
κιτρινίζει τα σύννεφα στον ορίζοντα.

Γλασκώβη 10.11.2010

4.11.10

Περιμένοντας το πλοίο


Μετά από ολόκληρο αιώνα προσμονής
ανακοινώθηκε
μέσω ηχείων περιβάλλουσας εμβέλειας
η άφιξη του μεσημεριανού πλοίου.
Η μικροσκοπική άσπρη παρουσία του
έκανε την εμφάνισή της
σαν ελεγχόμενη ελπίδα
στην τομή των δύο γαλάζιων.


Ο ενδιαφερόμενος αναθάρρησε
και έσκαψε μέσα στο πλήθος
ένα διάδρομο κενού
να τερματίζει στον κάβο που έδεναν τα μελλούμενα
Απομάκρυνε τα βήματά του από την αποβάθρα
κατά την επιθυμία της γυναίκας στο μεγάφωνο
Έτσι κι αλλιώς
πάντα ερήμην του
έπιαναν τα πλεούμενα στο λιμάνι.


Το πλοίο έδεσε σε στέρεο έδαφος
και οι επιβάτες φάνηκαν να κατεβαίνουν
κουβαλώντας τις ζωές τους
σε μεσαίου μεγέθους αποσκευές
Κατέβηκε και η δική της απουσία
για άλλη μία φορά
χρεώνοντάς τον
ασήκωτες αποσκευές με υποσχέσεις
Τις φορτώθηκε χωρίς σκέψη
και πήρε το δρόμο της επιστροφής.


Θριάμβευσε η καλοκαιρινή ζέστη
επί του ψύχους εντός του
καταλείποντας λεπτούς υδρατμούς
στους κανθούς των ματιών του.

1.11.10

Η Ευτυχία και οι ζωές των άλλων

   
    Η Ευτυχία σήμερα είχε τα γενέθλιά της. Γινόταν πενηνταπέντε ετών. Ήταν μια γυναίκα μετρίου αναστήματος, μετρίου βάρους και μέτριας ομορφιάς. Έτσι ήταν από νέα. Μόνο σε ένα πράγμα ήταν «υπέρ του δέοντος», όπως της έλεγαν: στη δουλειά της. Ήταν πραγματική μαστόρισσα. Με περισσή επιδεξιότητα μαστόρευε τις ζωές των άλλων. Διατηρούσε γραφείο συνοικεσίων. Κοινώς, ήταν προξενήτρα.
    Κέντρο προσωπικών διασυνδέσεων «Η Ευτυχία» έγραφε η ταμπέλα πάνω από την είσοδο. Και δεν έλεγε ψέματα. Ήταν, θες, το όνομά της που προδιέθετε θετικά, ήταν η ανάλαφρη και εγκαρδιωτική παρουσία της που χαλάρωνε τα υποψήφια ζευγάρια, το γραφείο δούλευε καλά. Είκοσι χρόνια στην ίδια διεύθυνση, είχε στήσει εκατοντάδες οικογένειες. Η Ευτυχία είχε μια ιδιαίτερη ικανότητα να σκάβει και να βρίσκει στον καθένα τα βαθύτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του με απλή παρατήρηση. Έπιανε στον αέρα μικρές λεπτομέρειες: τον τρόπο που σταύρωνε κάποιος τα χέρια του αμήχανα ή αποφασιστικά, τον γραφικό χαρακτήρα, τον συνδυασμό των χρωμάτων στα ρούχα, το άρωμα. Με τα χρόνια μπορούσε να διακρίνει αν κάποιος προσπαθούσε να προσποιηθεί έναν άλλο εαυτό.
    Έτσι τα ζευγάρια που έφτιαχνε ήταν στην πλειοψηφία τους ταιριαστά και η «διασύνδεση» είχε συνήθως αίσια κατάληξη. Άνοιγε κανονικό δικαστικό φάκελο με φωτογραφίες, γραπτά τεκμήρια και εβδομαδιαία ημερολογιακή καταγραφή περί της προόδου της διασύνδεσης.
    Όταν ολοκληρωνόταν επιτυχώς η υπόθεση, και ως επιτυχία νοείται ο γάμος, η Ευτυχία έπαιρνε μεγάλη χαρά. Τόση περίπου, όση και το ζευγάρι. Πήγαινε στους γάμους των ζευγαριών της. Τους έπαιρνε και δώρο, συνήθως ένα «καλό ασημικό». Χόρευε στα γλέντια και κάποια στιγμή έσερνε και το χορό, κρατώντας δίπλα της τη νύφη και τον γαμπρό. Εξάλλου, εκείνοι της το ζητούσαν.
    Κάθε χρόνο, ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου, γινόταν πάρτι στο γραφείο. Έρχονταν ζευγάρια, παλιά και καινούρια, με κόκκινα μπαλόνια και σοκολατάκια σε σχήμα καρδιάς. Κοκκίνιζε το γραφείο και γλύκαιναν οι καρδιές με τη σοκολάτα.
    Εκτός από την ευτυχία που έπαιρνε από τη δουλειά της, η Ευτυχία έβγαζε και καλά λεφτά. Έμενε πια σε ένα άνετο οροφοδιαμέρισμα στα βόρεια προάστια και είχε ένα καινούριο αυτοκίνητο πολλών κυβικών. Της περίσσευαν χρήματα. Τόσα ώστε να μπορεί να δανείζει σε κάποια από τα νέα ζευγάρια που είχαν ανάγκη. Τις περισσότερες φορές της τα επέστρεφαν στο ακέραιο. Μερικές πάλι, όχι. Δεν τους κρατούσε κακία. Έβγαζε περισσότερα από όσα της χρειάζονταν.
    Σήμερα έκλεισε το γραφείο πιο νωρίς απ’ ό,τι συνήθως. Πάντα έτσι έκανε στα γενέθλιά της. Ασφάλισε τις μπαλκονόπορτες και έσπρωξε την καρέκλα του γραφείου στη θέση της. Έριξε μια βιαστική ματιά στο ταμπλό με τις γαμήλιες φωτογραφίες των παλιών πελατών της που κρεμόταν στον τοίχο πίσω από το γραφείο και χαμογέλασε στα ευτυχισμένα ζευγάρια. Έβαλε το συναγερμό σε λειτουργία και βγήκε από το γραφείο κλειδώνοντας την πόρτα.
    Το σπίτι της ήταν κοντά. Μετά τη δουλειά, της άρεσε να περπατάει τη διαδρομή. Της φαινόταν ξέγνοιαστος και δροσερός ο αέρας που ανάσαινε στην επιστροφή. Σήμερα σταμάτησε στο καλό ζαχαροπλαστείο της περιοχής. Ζήτησε τέσσερις πάστες σοκολατίνες. Λάτρευε τη σοκολάτα.
    «Να τις τυλίξω για δώρο;» ρώτησε η κοπέλα στο ταμείο.
    «Ναι», απάντησε αδιάφορα η Ευτυχία.
    Πήρε το μικρό κουτί με την κόκκινη κορδέλα και ανηφόρισε το στενό που οδηγούσε στο σπίτι της.
    Μπήκε στο διαμέρισμά της και άφησε ανέμελα τη ζακέτα και την τσάντα της στον δερμάτινο καναπέ του καθιστικού. Προχώρησε στην κρεβατοκάμαρα, έβγαλε από το κομοδίνο της ένα μακρόστενο μεταλλικό κουτάκι και το άνοιξε. Μέσα ήταν ένα λεπτό ροζ κεράκι γενεθλίων. Άνοιξε βιαστικά το κουτί με τις πάστες και σέρβιρε τη μεγαλύτερη σε ένα πορσελάνινο πιάτο. Έμπηξε το κεράκι στο κέντρο της γυαλιστερής επιφάνειας, σηκώνοντας ένα στρογγυλό σοκολατένιο κύμα γύρω του. Πήρε έναν αναπτήρα και άναψε το κεράκι. Η λαμπερή αντανάκλαση φώτισε τη γυαλιστερή σοκολάτα. Με ένα ενθουσιώδες «φου» η Ευτυχία έσβησε το κεράκι.
    «Χρόνια μου πολλά», ευχήθηκε η Ευτυχία στον εαυτό της. «Και ευτυχισμένα», συμπλήρωσε.
    Έβαλε στο στόμα της μια γεμάτη κουταλιά από τη λαχταριστή πάστα. Λοιπόν, η σπουδαιότερη ανακάλυψη του ανθρώπου είναι η σοκολάτα. Με διαφορά, μάλιστα…