Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ασπρόμαυρες ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ασπρόμαυρες ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

21.4.13

Μόμπιλε


Κάθε πρωί  η Ανθή ξυπνούσε κάτω από ένα μόμπιλε∙ δύο αιωρούμενα ανθρωπάκια, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, που κρέμονταν  με πετονοκλωστή από μια μπλε στεφάνη στολισμένη με αχνοκίτρινα αστέρια. Οι κλωστές είχαν διαφορετικά μήκη, έτσι το αγόρι κρεμόταν λίγο ψηλότερα από το κορίτσι. Τα δύο ανθρωπάκια είχαν τα χέρια τους ανοιχτά σαν να πέταγαν∙ πρόδιδε τούτη η σε διαφορετικό ύψος αιώρηση τη μάταιη επιδίωξη ενός στιγμιαίου εναέριου σμιξίματος, που μόνο από ατύχημα, αν δηλαδή έσπαγε η κλωστή του αγοριού, έμελλε να πραγματοποιηθεί. Η Ανθή  περνούσε πολλά από τα άυπνα βράδια της παρατηρώντας τα ανθρωπάκια του μόμπιλε και σκαρώνοντας με το μυαλό της ιστορίες, ώσπου να καταφέρει να αποκοιμηθεί, συνήθως πάνω στην κορύφωση της ιστορίας.
      Το μόμπιλε ήταν δώρο της θεία της, χαρισμένο σε κάποια εφηβικά γενέθλια πριν από δέκα χρόνια περίπου. Η θεία Ζωή, που μόνο Ζωή ήθελε να την φωνάζουν, ήταν η ζωή προσωποποιημένη. Ήταν μια καλοφτιαγμένη γυναίκα γύρω στα εξήντα, ψηλή και λεπτοφυής, με χαριτωμένες κινήσεις και μελωδική φωνή. Η Ζωή είχε μαγικά χέρια. Ζωγράφιζε, έφτιαχνε μικρά γλυπτά, έπλεκε, από καλάθια μέχρι λεπτές δαντέλες. Είχε κάνει πολλές εκθέσεις στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Οι πίνακες της, κυρίως πορτρέτα, γίνονταν ανάρπαστοι και οι γκαλερίστες την πολιορκούσαν αχόρταγα. Είχε σπουδάσει Καλές Τέχνες στο Παρίσι, όπου γνώρισε και τον άντρα της, έναν επιτυχημένο γάλλο φωτογράφο. Είχαν δουλέψει μαζί κάποια χρόνια στην Ευρώπη, όμως μετά τον γάμο ο Πιερ της είχε ζητήσει να εγκατασταθούν μόνιμα στην Ελλάδα. Τον μάγευε το ελληνικό φως, της έλεγε∙ αναδείκνυε αλλιώς τις φωτογραφίες του.

        Τα πρώτα χρόνια του γάμου τους ήταν βγαλμένα από παραμύθι. Είχαν αγοράσει ένα σπίτι στη Μεθώνη και απομονώνονταν εκεί τις περιόδους που δημιουργούσαν τους πίνακες και τις φωτογραφίες. Το σπίτι αυτό ήταν μικρό, αλλά πολύ όμορφο, σχεδιασμένο με καλλιτεχνική ευαισθησία σε κάθε σημείο του. Η Ανθή και οι γονείς της είχαν φιλοξενηθεί πολλές φορές τα καλοκαίρια.  Πολύ μικρή τότε η Ανθή, παρατηρούσε με ενδιαφέρον τα ερωτικά παιχνίδια του ζευγαριού στη θάλασσα, καθώς οι δυο τους απομακρύνονταν κολυμπώντας κρατημένοι από τα χέρια, μέχρι που γίνονταν δυο μακρινές κουκίδες σε γαλάζιο φόντο∙ γρήγορα οι δυο κουκίδες γίνονταν μία και χάνονταν πια από τα μάτια της Ανθής. Όταν αργότερα έβγαιναν από τη θάλασσα, ήταν  χαμογελαστοί, όμορφοι και ηλιοκαμένοι∙ τόσο διαφορετικοί από τους γονείς της που παρέμεναν την περισσότερη ώρα κάτω από μια ομπρέλα θαλάσσης, ξαπλωμένοι με τα ασπρουλιάρικα πλαδαρά τους σώματα, γκρινιάζοντας και μασουλώντας.
      Το παραμυθένιο ζευγάρι όμως σύντομα βρήκε εμπόδια στην ονειρεμένη κοινή διαδρομή. Ο Πιερ αρρώστησε∙ εκείνο τον καιρό η Ανθή άκουγε συχνά από τους γονείς της τη λέξη καρκίνος. Δεν πέθανε, ούτε φάνηκε τίποτα επάνω του. Οι γονείς της όμως σιγοκουβέντιαζαν συχνά μεταξύ τους ότι η Ζωή κι ο Πιερ δεν θα μπορούσαν να κάνουν παιδιά. Πραγματικά, το ζευγάρι δεν απέκτησε παιδιά, κι αυτό ήταν καλό για την Ανθή, αφού εκείνη τους κάλυπτε με χαρά αυτό το κενό. Ο Πιερ και η Ζωή έπαιρναν μαζί τους τη μικρή Ανθή σε εκδρομές, βόλτες και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις κι εκείνη ρούφαγε άπληστα εικόνες, ήχους  και χρώματα που δεν μπορούσε να βρει στο δικό της μονότονο σπίτι με τους συνηθισμένους γονείς.
     Καθώς μεγάλωνε και καταλάβαινε περισσότερο, η Ανθή έβλεπε ότι ο Πιερ ήταν στενοχωρημένος όλο και πιο συχνά. Είχε σταματήσει να φωτογραφίζει και οι πολυάριθμες μηχανές του έμεναν ξεχασμένες στα ράφια τους, καλυμμένες συνήθως από ένα λεπτό στρώμα σκόνης. Η Ζωή της είχε πει ότι ο Πιερ έπασχε από κατάθλιψη. Τον παρακολουθούσε ψυχίατρος∙ του έδινε φάρμακα. Ο Πιερ έπαιρνε τα φάρμακα, στην αρχή τακτικά, αργότερα λιγότερο τακτικά, ώσπου στο τέλος τα σταμάτησε. Κάποια μέρα όμως μάλλον το μετάνιωσε και τα ξαναπήρε∙ όλα μαζί, τρία κουτιά. Όταν τον βρήκαν, ήταν ήδη πολύ αργά. Ο γιατρός είπε ότι είχε «εισροφήσει γαστρικό περιεχόμενο». Κειτόταν πάνω στο ακριβό ασιατικό χαλί, μπλαβής και παγωμένος, με τα γαλάζια του μάτια μισάνοιχτα, προσηλωμένα στο κενό.
    Η Ζωή είχε αντιδράσει με μια περίεργα αξιοπρεπή θλίψη, βουβή και συγκρατημένη. Μόνο οι πίνακές της άλλαξαν. Τα πρόσωπα έγιναν γέρικα και σκυθρωπά. Τα χρώματα έγιναν αποχρώσεις του γκρίζου. Και η ίδια η Ζωή ήταν για πολύ καιρό σκυθρωπή και άχρωμη. Δεν ανέβαινε συχνά στην Αθήνα. Είχε βάλει κήπο στο σπιτάκι της Μεθώνης και παρηγοριόταν να σκαλίζει τα λουλούδια και τα μυρωδικά χόρτα της.

    Αυτό κράτησε αρκετά χρόνια, ώσπου μια Κυριακή πρωί η Ζωή πήρε την ανιψιά της τηλέφωνο να πάνε για καφέ. Η Ζωή έκανε περισσότερη παρέα με την Ανθή, παρά με τη μητέρα της, κι ας ήταν αδελφές. Το πρωινό εκείνο η Ανθή είχε βρει τη θεία της πιο όμορφη παρά ποτέ∙ κι επιτέλους ξανά με χρώματα. Η Ζωή ήταν ελαφρά μακιγιαρισμένη, φορούσε ένα απλό γαλάζιο πουκάμισο κι ένα κόκκινο μαντίλι στο λαιμό. Παρέμενε λεπτή και καλλίγραμμη παρά την ηλικία της και το εφαρμοστό λινό παντελόνι την κολάκευε ιδιαίτερα. Είχε πει στην Ανθή ότι θα έκανε μια αναδρομική έκθεση των πορτρέτων της σε μια γνωστή γκαλερί.  Αυτός ήταν και ο λόγος που είχε έρθει για λίγες μέρες στην Αθήνα. Η Ανθή είχε περάσει ολόκληρη εκείνη την ημέρα με τη θεία της, απολαμβάνοντας κάθε στιγμή, όπως παλιά. Πόσο θα ήθελε να ήταν να είχε τη Ζωή για μητέρα, αντί της αδελφής της…
Πέρασαν μερικές εβδομάδες. Η Ζωή ήταν πάλι εξαφανισμένη. Προετοιμασίες για την έκθεση, είχε υποθέσει η Ανθή. Τις λίγες φορές που μιλούσαν στο τηλέφωνο ακουγόταν πάλι άκεφη. Κάποια μέρα είπε στην ανιψιά της ότι η έκθεση είχε ματαιωθεί∙ λόγω οικονομικών προβλημάτων η γκαλερί πήγαινε για κλείσιμο. Είχε πάλι κλειστεί στο καταφύγιο της Μεθώνης. Η Ανθή έκανε κάποια ταξίδια-αστραπή τα Σαββατοκύριακα για να επισκεφθεί τη θεία της. Η Ζωή είχε βρει κοντά στο κάστρο ένα θηλυκό γατάκι, τη Φλώρα.  Την είχε περιμαζέψει, την είχε εμβολιάσει και την είχε μαζί της μέσα στο σπίτι. Ασχολιόταν μαζί της πολλές ώρες την ημέρα. Η Φλώρα ήταν κατάμαυρη, με γυαλιστερό τρίχωμα και τα συνηθισμένα χρυσοπράσινα μάτια που δίνει η φύση στις μαύρες γάτες. Ανεβοκατέβαινε στα έπιπλα του σπιτιού, κουλουριαζόταν στα πόδια της Ζωής και την έπαιρνε από πίσω στις δουλειές του κήπου. Όμως η Ζωή της είχε βάλει έναν απαράβατο κανόνα: δεν μπορούσε να βγει εκτός σπιτιού. Το πορτάκι στο κάτω μέρος της αυλόπορτας ήταν διπλοκλειδωμένο. Η Φλώρα τριβόταν συχνά πάνω του, σαν να προσπαθούσε να το ανοίξει και να βγει στον δρόμο. Όμως η Ζωή την μάλωνε και την απομάκρυνε με το πόδι της από το επίμαχο σημείο. Η Ανθή είχε χαρεί βλέποντας ότι η θεία της είχε βρει έναν σκοπό∙ κάτι για να νοιάζεται. Είχε μόνο λίγο ανησυχήσει με τις φωτογραφίες του Πιερ. Η Ζωή είχε βγάλει από τα συρτάρια όλες τις φωτογραφίες του Πιερ, από τις παιδικές του μέχρι αυτές της κοινής τους ζωής, τις είχε βάλει σε κορνίζες διαφόρων μεγεθών και τις είχε σκορπίσει σε κάθε γωνιά του σπιτιού, όπου μπορούσε να σταθεί ή να κρεμαστεί κορνίζα∙ σαν να φιλοξενούσε το σπίτι της Μεθώνης μια αναδρομική έκθεση της ζωής του Πιερ με όλο το διαθέσιμο φωτογραφικό υλικό. Η Ανθή είχε παραξενευτεί, αφού ποτέ η θεία της δεν είχε τόσες φωτογραφίες στο σπίτι, ακόμα κι όταν ζούσε ο Πιερ.

    Την ημέρα των εξηκοστών δεύτερων γενεθλίων της Ζωής, ανήμερα την Πρωτομαγιά, η Ανθή προγραμμάτισε άλλο ένα ταξίδι-αστραπή στη Μεθώνη. Δεν είχε μιλήσει με τη θεία της για μέρες. Στο κινητό  η άχρωμη γυναικεία φωνή της εταιρείας κινητής τηλεφωνίας την καθησύχαζε στερεότυπα ότι η κλήση της προωθείται, όμως η προώθηση αυτή ήταν χωρίς αποτέλεσμα για μέρες, τόσο που η Ανθή άρχισε να εκνευρίζεται με τον ψυχρό επαγγελματικό τόνο της φωνής και έκλεινε το τηλέφωνο, πριν καν ακούσει το ρήμα «προωθείται». Το σταθερό τηλέφωνο η θεία της το είχε καταργήσει για οικονομία∙ στην αίτηση διακοπής προς τον ΟΤΕ είχε δηλώσει ότι «της ήταν περιττή αυτή η μικρή σταθερότητα, όταν τίποτα άλλο πια τριγύρω δεν ήταν σταθερό».  Η Ανθή είχε πάρει και τη μητέρα της μαζί∙ έλπιζε μόνο να μην τσακωθούν πάλι οι δύο αδελφές, όπως συνήθιζαν τον τελευταίο καιρό.
Η διαδρομή προς τη Μεσσηνία είχε γίνει παιχνιδάκι με τον καινούριο δρόμο. Η Ανθή ήταν έμπειρη οδηγός∙ απολάμβανε την οδήγηση∙ ένιωθε ελεύθερη και ανάλαφρη όταν έτρεχε σε δρόμους ταχείας κυκλοφορίας. Άκουγε μουσικές που ταίριαζαν στην εποχή, στην ημέρα και στην περίσταση. Αυτή τη φορά αναγκαστικά οι επιλογές της περιορίζονταν  λόγω της μητέρας της, που δυσανασχετούσε σε ακούσματα διαφορετικά από αυτά που έπαιζε ο αγαπημένος της ραδιοφωνικός σταθμός. Τελικά, μάνα και κόρη συμφώνησαν αμοιβαία σε Χατζιδάκι και το ταξίδι κύλισε απροβλημάτιστα, συνοδευμένο από τις ντελικάτες μελωδίες του Μάνου και τις ευρηματικές ρίμες του Γκάτσου. Κάπου εκεί προς το τέλος του «Μεγάλου Ερωτικού», έφτασαν στη Μεθώνη. Σταμάτησαν στο γνωστό ζαχαροπλαστείο του κέντρου. Η Ζωή έπαιρνε από εκεί δίπλες και συνόδευε τον απογευματινό καφέ της. Οι δίπλες ήταν φρέσκιες, τους είπε η ντόπια πωλήτρια∙ πράγματι, τα χρυσοκίτρινα μελένια ρυάκια που τις διέσχιζαν, ρευστά ακόμα αφού το ζυμάρι δεν είχε κρυώσει εντελώς, αποδείκνυαν τα λεγόμενα της πωλήτριας. Πήραν ένα μεγάλο κουτί∙ η πωλήτρια έδεσε μια κόκκινη κορδέλα και τη σγούρυνε με το ψαλίδι∙ η Ανθή είχε καιρό να δει αυτή την κίνηση∙ στα ζαχαροπλαστεία της Αθήνας συνήθως έβαζαν  έτοιμους αυτοκόλλητους φιόγκους με το λογότυπο της επιχείρησης.
     Το σπίτι της Ζωής ήταν αρκετά απόμερο, χαμένο μέσα σε περιβόλια, με θέα στο μικρό νησάκι απέναντι, τη Σαπιέντζα. «Τι βρίσκει και κάνει εδώ στην ερημιά, μόνη της…», είπε με βαριεστημένο ύφος η μητέρα της Ανθής. Το γαλάζιο Χόντα σταμάτησε έξω από την αυλόπορτα της Ζωής. Ο κήπος φαινόταν μισοεγκαταλειμμένος∙ τα αγριόχορτα ήταν ψηλά και ανάμεσά τους, σαν παθιασμένα φιλιά, πρόβαλλαν κατακόκκινες οι παπαρούνες. Μια στριγκιά φωνή ακούστηκε και από ένα δέντρο ξεπρόβαλε η Φλώρα. Η Ζωή απόρησε∙ η γάτα ποτέ δεν κυκλοφορούσε έξω μόνη της. Η Φλώρα νιαούριζε επίμονα, σαν να πεινούσε ή σαν να προσπαθούσε κάτι να πει. Η φύση είχε αδικήσει αυτά τα πανέξυπνα ζώα, που δεν τους έδωσε μιλιά, σκέφτηκε η Ανθή∙ ας τη στερούσε από μερικούς ανθρώπους∙ κέρδος θα είχε.
     Η Ανθή χτύπησε το κουδούνι της θείας της. Συνήθως έμπαινε μόνη της, αφού όμως είχε χτυπήσει μία φορά. Η Ζωή ποτέ δεν έβγαινε να ανοίξει. Ήταν πάντα ξεκλείδωτα∙ όχι όμως τώρα. Η Ζωή έσπρωξε ελαφρά την πόρτα του κήπου όπως έκανε συνήθως, αλλά ήταν κλειστή. Έπιασε το πόμολο και το ανεβοκατέβασε μερικές φορές∙ ήταν κλειδωμένη. Χτύπησε ξανά το κουδούνι∙ αρκετές φορές∙ η Ζωή μάλλον έλειπε. Μπορεί να είχε κατεβεί στο χωριό για ψώνια∙ περίεργο που δεν την είχαν συναντήσει. Οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν με απορία. Η μητέρα της ήθελε επειγόντως να πάει στην τουαλέτα∙ με τον καφέ έξω από την Τρίπολη και το ταρακούνημα της διαδρομής  κόντευε να κατουρηθεί. Έβγαλε από την τσάντα της τα κλειδιά της∙ από παλιά, όταν ζούσε ακόμα ο Πιερ,  η Ζωή της είχε δώσει κλειδιά του σπιτιού. Να νιώθεις αυτό το σπίτι σαν δικό σου, να έρχεσαι όποτε θέλεις,  της είχαν πει και οι δύο μαζί τότε. Άνοιξε την πόρτα του κήπου. Η Φλώρα διπλώθηκε στα πόδια της να περάσει πρώτη. Τι εγωιστικά ζωντανά, σκέφτηκε η Ανθή, αναθεωρώντας τη μομφή που είχε προηγουμένως ρίξει στη φύση. Τελικά, όλα είχαν φτιαχτεί με σοφία, σκέφτηκε ανταλλάσοντας αμοιβαία μια θυμωμένη ματιά με τη Φλώρα. Η γάτα εξαφανίστηκε τρυπώνοντας στο πορτάκι της αποθήκης.
     Η μητέρα της Ανθής ξεκλείδωσε την πόρτα του σπιτιού, ενώ η Ανθή, πιο πίσω, κουβαλούσε τη μικρή βαλίτσα με τα ρούχα τους. Ευτυχώς η μητέρα της δεν είχε πάρει πολλά πράγματα. Μπαίνοντας στο σπίτι τις χτύπησε μια άσχημη μυρωδιά∙ κλεισούρα και κάτι άλλο∙ σαπίλα. Άνοιξαν τη μπαλκονόπορτα του καθιστικού, να μπει καθαρός αέρας∙ η Σαπιέντζα απέναντι φαινόταν σαν ζωγραφιά∙ η ανοιξιάτικη ατμόσφαιρα ήταν πολύ καθαρή. Η μητέρα της έσπευσε στο μπάνιο, ενώ η Ανθή προχώρησε να ανοίξει τα παράθυρα και στο υπόλοιπο σπίτι∙ μπήκε πρώτα στο υπνοδωμάτιο της θείας της. Και τότε πάγωσε στη θέση της. Από το κέντρο του ταβανιού, με μεταλλικό σκοινί περασμένο σε θηλιά από τον λαιμό, κρεμόταν το άψυχο σώμα της Ζωής∙ ισορροπούσε στον αέρα ακίνητο, με τα χέρια μαραμένα, πεσμένα στα πλευρά. Το πρόσωπό της είχε ένα σταχτοπράσινο χρώμα, σαν  αυτό που παίρνουν τα μπρούτζινα αγάλματα, όταν μείνουν πολύ καιρό ασυντήρητα. Φορούσε ένα λευκό ταγιέρ, που είχε χρόνια να βάλει, και τις ψηλοτάκουνες γόβες της, που όμως είχαν γλιστρήσει από τα πόδια της και ήταν πεσμένες ανάποδα στο πάτωμα. Στο μισοσκόταδο του κλειστού δωματίου, η θεία της έμοιαζε με γιγάντιο μόμπιλε∙ έλειπε μόνο η κίνηση, η αιώρηση, η επιθυμία που είχαν τα ανθρωπάκια στο προηγούμενο μόμπιλε που είχε φτιάξει η Ζωή, αυτό που της είχε χαρίσει.
       Η Ανθή ένιωσε ξαφνικά μια έντονη αδυναμία, σαν να κόπηκαν τα πόδια της∙ την έκοψε ένας κρύος, ενοχλητικός ιδρώτας, σαν να περπατούσαν στο σώμα της εκατομμύρια βρεγμένα μυρμήγκια∙ αισθάνθηκε τα μάτια της να θολώνουν. Από το μπάνιο άκουσε το καζανάκι∙ η μητέρα της είχε τελειώσει. Ξαφνικά, η θέα της κρεμασμένης θείας άρχισε να ξεθωριάζει∙ μπερδεύτηκε με άλλες εικόνες∙ η Ανθή έβλεπε στη θέση της τα δικά της αιωρούμενα ανθρωπάκια να κυνηγιούνται στον αέρα με τα χέρια ανοιχτά. Τα πόδια της λύγισαν∙ πρόλαβε να πιαστεί από το κεφαλάρι και να πέσει στο κρεβάτι της Ζωής.  Η πόρτα του μπάνιου άνοιξε τρίζοντας. «Ουφ, ξαλάφρωσα! Κόντεψα να σκάσω τόσες ώρες. Δεν πρόκειται να ξαναπιώ καφέ σε ταξίδι…», πρόλαβε να ακούσει η Ανθή, πριν χάσει εντελώς τις αισθήσεις της.



7.4.13

Μια χούφτα ρύζι


   
Την ημέρα που ο Λαέρτης Δαμασκηνός έφτασε στο νησί, η θάλασσα ήταν αφρισμένη και ο ουρανός μαύρος και υγρός, έτοιμος να επιτεθεί με σταγόνες σε ό,τι βρισκόταν από κάτω του. Το μικρό πλοίο τραμπαλίστηκε αρκετά πάνω στα ασυγχρόνιστα κύματα, μέχρι που έπιασε στο στενό λιμανάκι. Σε όλη τη διαδρομή, ο Λαέρτης παρατηρούσε ένα μισοζαλισμένο χελιδόνι, κουρνιασμένο στην πρύμνη, ακίνητο σαν πεθαμένο. Το πουλί δεν μετακινήθηκε ούτε κι όταν το πλοίο αγκυροβόλησε.
Ο Δαμασκηνός στάθηκε στην κορυφή της λευκής στριφογυριστής σκάλας του καταστρώματος. Ένιωθε τόσο ζαλισμένος, που του φάνηκε για μια στιγμή πως η σκάλα έμοιαζε με λευκό τριαντάφυλλο∙ ψηλάφησε και ανέσυρε ένα κουτί από τη δεξιά τσέπη του σακακιού του. Ήταν ένα σπιρτόκουτο από αυτά που κυκλοφορούσαν παλιά. Η μπροστινή όψη του έδειχνε μια σαρακατσάνα με τη στολή της, ενώ η πίσω είχε τη συνηθισμένη επιγραφή «ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΟΝΟΠΩΛΙΟ». Το σπιρτόκουτο ήταν γεμάτο με κόκκους ρυζιού.
Ο Δαμασκηνός έριξε μια ματιά στο ρολόι του. Περασμένο μεσημέρι, σχεδόν απόγευμα, κι όμως ήταν σαν βράδυ. Κάθισε στο μοναδικό καφενείο του λιμανιού. Ένα μισονυσταγμένο γκαρσόνι ήρθε να του πάρει παραγγελία. Η πείνα ήταν το κυρίαρχο αίσθημα του αυτή τη στιγμή. Σκέφτηκε να ζητήσει τον κατάλογο, αμέσως όμως και η ίδια του η σκέψη του φάνηκε αστεία. Παράγγειλε τοστ κι ένα ποτήρι παγωμένο γάλα. Το γκαρσόνι έγνεψε καταφατικά, ίσως και λίγο κοροϊδευτικά.
Ο Δαμασκηνός ρούφηξε με πραγματική λαιμαργία το παγωμένο γάλα, που απλώθηκε σαν βάλσαμο στις ταλαιπωρημένες από την πείνα και τη ναυτία πτυχές του στομάχου του. Ένιωθε ήδη καλύτερα. Έκοψε το τοστ σε μικρά κομμάτια κι άρχισε να τρώει αργά, με το βλέμμα προσηλωμένο στις κλωστές του λιωμένου τυριού που απλώνονταν στο πιάτο και με το μυαλό βυθισμένο σε απανωτές σκέψεις. Έβγαλε πάλι από την τσέπη του το σπιρτόκουτο και το άφησε πάνω στο τραπέζι. Η σαρακατσάνα, απτόητη από το κουραστικό ταξίδι, τον κοίταζε με το γνωστό επικριτικό ύφος, ίδιο κι απαράλλαχτο εδώ και είκοσι περίπου χρόνια.

Την ημέρα που ο Λαέρτης Δαμασκηνός αγόρασε το σπιρτόκουτο ήταν είκοσι χρόνια νεότερος, είχε μαύρα σγουρά μαλλιά που είχαν αρχίσει λίγο ν’ αραιώνουν στο μέτωπο, κάπνιζε Καρέλια άφιλτρα, άκουγε βινύλια από δεύτερο χέρι αγορασμένα με δραχμές στο Μοναστηράκι και πάλευε να τελειώσει με κάποια μαθήματα που χρώσταγε στην Αρχιτεκτονική.
Ήταν η μέρα του γάμου της Άννας. Σταμάτησε, θυμόταν, σε ένα περίπτερο έξω από την εκκλησία και αγόρασε σπίρτα και τσιγάρα. Από την πρώτη στιγμή πήρε στα χέρια του τα δυο κουτιά, η ματιά του σταμάτησε στη σαρακατσάνα του σπιρτόκουτου. «Τι διάολο, δεν βρήκαν άλλη να βάλουν στο κουτί;» είχε κάνει τη σκέψη, απομακρύνοντας στιγμιαία το μυαλό του από την Άννα, για να επανέλθει όμως αμέσως, με το άναμμα του πρώτου τσιγάρου. Η τελετή αργούσε, μάλλον εκείνος είχε φτάσει νωρίς, και δεν μπορούσε να βρει ησυχία. Είχε καπνίσει απανωτά τα τσιγάρα του πακέτου, αδειάζοντας ταυτόχρονα πάνω από τα μισά σπίρτα της σαρακατσάνας.
Ο κόσμος που κατέφθανε για το μυστήριο τού ήταν άγνωστος. Κι εκείνος δεν ήξερε γιατί είχε ανταποκριθεί στην πρόσκληση∙ η Άννα έλαμπε στο πλευρό του συζύγου της, πιο όμορφη από ποτέ. Όμως-τι ειρωνεία-φορούσε τα σκουλαρίκια που της είχε χαρίσει ο Λαέρτης στο πρώτο τους ραντεβού. Μάλλον αλήθεια έλεγε ότι ήταν τα αγαπημένα της. Όταν τη χαιρέτισε, ήταν ευγενική μαζί του και έδειξε να χαίρεται που τον έβλεπε. Ο Λαέρτης της ευχήθηκε και στάθηκε στην πλευρά των ανδρών, για να παρακολουθήσει το μυστήριο. Ευτυχώς δεν κράτησε πολύ. Ο ιερέας είχε να τελέσει άλλους δύο γάμους, έτσι δεν υπήρχε χρόνος για πολλά. Οι εξαδέλφες της Άννας μοίρασαν ρύζι στους καλεσμένους. Ο Λαέρτης το κρατούσε σφιχτά στην ιδρωμένη του παλάμη, τόσο που η χούφτα του είχε γίνει αληθινή γροθιά. Στον χορό του Ησαΐα, προσπάθησε να ανοίξει δρόμο και να βρεθεί πιο κοντά στο ζευγάρι, αλλά δεν τα κατάφερε. Στο τέλος της τελετής, με το ρύζι ακόμα στο χέρι και τα μάτια θολωμένα από δάκρυα που δεν άφηνε να βγουν, έφυγε από την εκκλησία, χωρίς να χαιρετίσει και χωρίς να πάρει μπομπονιέρα. Πριν μπει στο αυτοκίνητό του, έβγαλε από το σπιρτόκουτο τα λίγα σπίρτα που είχαν απομείνει και άδειασε μέσα του το ρύζι.

Είκοσι χρόνια μετά, το ρύζι στο σπιρτόκουτο είχε διατηρηθεί αναλλοίωτο• αποδείχθηκε τελικά πιο κατάλληλο για φαγητό, παρά για να ριζώνει γάμους, αφού η Άννα χώρισε μετά από μερικά χρόνια. Τον είχε πάρει αρκετές φορές τηλέφωνο, στην αρχή πιο συχνά, αργότερα τα τηλεφωνήματα αραίωσαν. Ο Δαμασκηνός είχε προσπαθήσει να αντισταθεί. Η ζωή του είχε γυρίσει σελίδα, είχε πάρει πια τον δρόμο της και αυτός ο δρόμος δεν περνούσε από το μικρό κυκλαδονήσι όπου έμενε πια μόνιμα η Άννα. Ο Δαμασκηνός ταξίδευε πολύ, συνήθως για μελέτες του γραφείου του. Ήταν παντρεμένος πολλά χρόνια, εντελώς φαλακρός ακόμα περισσότερα, καθιερωμένος αρχιτέκτονας και πατέρας μιας πανέμορφης κόρης. Όλα του είχαν έρθει πρίμα στη ζωή.
Δεν θα σκεφτόταν καθόλου να κάνει αυτό το ταξίδι, αν δεν ήταν αυτό το σπιρτόκουτο, χωμένο αλλά όχι ξεχασμένο, στο βάθος του συρταριού του γραφείου του. Κάθε φορά που άνοιγε να πάρει κάτι, ξεχώριζε το επιτιμητικό βλέμμα της αγέρωχης σαρακατσάνας να πέφτει επάνω του βαρύ, μέσα από συνδετήρες, μολύβια σχεδίασης και χαρτοκόπτες. «Επιτέλους, Λαέρτη, τι θα γίνει με αυτό το ρύζι;»

27.1.13

Η λίρα ήταν κάλπικη


       Η πολυθρόνα μιας αφήγησης πρέπει να είναι ευρύχωρη, να χωράει όλες τις ιστορίες∙ με γερή κατασκευή, να μην τσακίζει από συναισθήματα, και στόφα από φίνο ύφασμα, απαλό στην αφή και ξεκούραστο στο μάτι. Ακριβώς όπως η πολυθρόνα του Δημήτρη Μυράτ στην αρχή της Κάλπικης Λίρας. Το ύφασμά της έχει ένα μοτίβο με λουλούδια σε αποχρώσεις της κλίμακας του γκρι∙ η ασπρόμαυρη φωτογραφία αποσιωπά τις άχρηστες λεπτομέρειες.
      Καθισμένος στο καροτσάκι του μπροστά στο γραφείο, ο Δημήτρης γράφει με ένα καλοξυσμένο Faber Castell No 2 στο σημειωματάριο που άνοιξε μόλις πριν δύο μέρες. Τον τελευταίο καιρό, από τότε που καθηλώθηκε εντελώς στο καροτσάκι, ο Δημήτρης περνάει πολλές ώρες της ημέρας βλέποντας ταινίες. Συχνά δεν τις παρακολουθεί∙ τις αφήνει να υπάρχουν δίπλα του, καθώς εκείνος γράφει τα κείμενα που πρέπει να παραδώσει στην εφημερίδα. Τούτο το κρύο απόγευμα, σκαρφίστηκε ένα πείραμα: έβαλε στον υπολογιστή την ταινία να παίζει, έχοντας ταυτόχρονα ανοιχτή την τηλεόραση με τον ήχο χαμηλωμένο. Το αποτέλεσμα αποδείχτηκε  πιο ενδιαφέρον απ’ ό,τι είχε φανταστεί.

       Στην αρχή της ταινίας, ο αφηγητής εξετάζει με μεγεθυντικό φακό μια κάλπικη λίρα. Από τη σκοπιά του θεατή, ο φακός μεγεθύνει αλλόκοτα το αριστερό του μάτι, το κάνει να φαίνεται τεράστιο και απειλητικό. «Ο κάλπικος παράς δεν χάνεται ποτέ. Η παροιμία είναι σοφή όπως όλες οι παροιμίες», λέει με βαθιά φωνή και καθαρή άρθρωση ο Μυράτ. Ο Δημήτρης γράφει τις φράσεις στο τετράδιο. Τα γράμματά του, άλλοτε στρωτά και καλλιγραφικά, τώρα τρεμουλιάζουν∙ σαν να θέλουν να πέσουν από τις γραμμές. Το χέρι του μουδιάζει ελαφρά. Ο γιατρός έχει συστήσει ανάπαυση. Ο Δημήτρης δεν ακούει τον γιατρό∙ πιστεύει περισσότερο τον Χέμινγουέι. Όταν το γράψιμο γίνει το μεγαλύτερο πάθος και η μεγαλύτερη ηδονή, μονάχα ο θάνατος μπορεί να το σταματήσει. Εξάλλου πόσο καιρό θα μπορεί να γράφει ακόμα; Η εφημερίδα πάει για κλείσιμο∙ εδώ κλείνουν άλλες κι άλλες, πού να σταθεί λογοτεχνική εφημερίδα τέτοιους καιρούς… Ο Δημήτρης δαγκώνει την άκρη του μολυβιού, καθώς σκέπτεται μια φράση. Το βλέμμα του αποσπάται από το χαρτί στην τηλεόραση. Έγχρωμα πλάνα από τη Δαμασκό∙ βομβαρδισμένα κτήρια∙ δυο άντρες τρέχουν κουβαλώντας στους ώμους τους πτώματα παιδιών τυλιγμένα σε πολύχρωμες κουβέρτες. Το χρώμα είναι ενοχλητικό κάποιες φορές.

       Συχνά ο Δημήτρης νιώθει ένοχος∙ για το σπίτι του, για τα βιβλία του, για το γραφείο του, αντίκα αγορασμένη ακριβά από το Μοναστηράκι, για την ημέρα του που ξημερώνει σε σπίτι με τζάκι, μεγάλο μπαλκόνι και ιδιόκτητο πάρκινγκ. Από τότε που αρρώστησε όμως, οι ενοχές του μετριάστηκαν∙ τώρα τον απασχολεί περισσότερο ο χρόνος∙ αν θα προλάβει. Η ταινία δείχνει ένα πλάνο της Ακρόπολης πάνω στο λόφο της και από κάτω μια άλλη Αθήνα, με λίγα χαμηλά σπίτια, δέντρα και χώμα. Το χώμα είναι το πιο αξιοπερίεργο. Ο Δημήτρης περιμένει να δει τη γνώριμη φιγούρα του Ανάργυρου, του ήρωα της πρώτης ιστορίας, που από χαράκτης έγινε παραχαράκτης. Βγαίνει από το εργένικο δωμάτιό του στην αυλή. Η σπιτονοικοκυρά του τον χαιρετάει εγκάρδια και τον ρωτάει πώς κοιμήθηκε. Ο Ανάργυρος ροχαλίζει. Οι καλοί άνθρωποι ροχαλίζουν όταν έχουν ήσυχη συνείδηση, λέει ο αφηγητής Μυράτ. Δίπλα, η τηλεόραση δείχνει πλάνα από τη Βουλή. Ο Βενιζέλος ωρύεται πάνω στο έδρανό του∙ έτσι βουβή, η έκρηξή του μοιάζει να έχει βγει από δευτεροκλασάτη ταινία τρόμου. Το βλέμμα του έχει κάτι το απόκοσμο. Ο Δημήτρης αναρωτιέται αν ο Βενιζέλος ροχαλίζει στον ύπνο του.


     Η κάμερα του Γιώργου Τζαβέλλα μεταφέρεται στο πολυθόρυβο κέντρο της αγοράς, όπου ο Ανάργυρος έχει το μαγαζάκι του. Ο Δημήτρης σημειώνει στο τετράδιό του τη φράση «πολυθόρυβο κέντρο της αγοράς» και βάζει δίπλα δύο θαυμαστικά. Η τηλεόραση δείχνει πλάνα από ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο στα βόρεια προάστια, όπου είχε μόλις σημειωθεί έκρηξη βόμβας. Ο Δημήτρης δεν βγαίνει πια για ψώνια. Παραγγέλνει τα πάντα μέσω ίντερνετ. Έτσι εξοικονομεί  χρόνο για γράψιμο. Τουλάχιστον με αυτή τη δικαιολογία παρηγοριέται.

       Ο Ανάργυρος έχει  ήδη στήσει το παράνομο εργαστήριό του. Φτιάχνει λίρες. Λίγο χρυσάφι απέξω και οποιοδήποτε μέταλλο από μέσα. Έχει μπλέξει και με μια χυμώδη καλλονή, την Ίλια Λιβυκού στα νιάτα της. Η συνείδησή του δεν είναι πια ελαφριά. Όμως, όταν έχεις λεφτά, μπορείς ν’ αφήσεις τη συνείδησή σου να κοιμάται μόνη κι εσύ να κοιμάσαι με τις ωραιότερες γυναίκες.
Η αγαπημένη φιγούρα του Δημήτρη: ο τυφλός ζητιάνος, που κάτω από τα περίλυπα και πένθιμα μαύρα του ματογυάλια, έκρυβε μια περίφημη όραση. «Αόομματος… Κόσμο ακούω και κόσμο δεν βλέπω …», ο Μίμης Φωτόπουλος διαλαλεί, κρυφοκοιτάζοντας πάνω από τα μαύρα γυαλιά τον άλλο επαγγελματία του πεζοδρομίου, την εκδιδόμενη της περιοχής, που του χαλάει την πιάτσα. Ο Δημήτρης μειδιά. Η τηλεόραση δείχνει διαφημίσεις για θερμαντικά σώματα, όμως ο Δημήτρης βλέπει με το νου του πλάνα από το κέντρο της Αθήνας, από αυτά που προβάλλονται καθημερινά. Πλάνα με ανθρώπινα κορμιά χυμένα στα πεζοδρόμια, σκεπασμένα με χαρτόνια, νέοι με βασιλεμένο βλέμμα και ωχρά πρόσωπα που αγωνιούν για τη δόση, πόρνες από κάθε μεριά της γης που στέκουν μετά βίας όρθιες στις σκοτεινές γωνιές του κέντρου. Από μια μεριά, ο Δημήτρης αισθάνεται τυχερός που δεν πολυκυκλοφορεί στο κέντρο. Ο ζητιάνος καταλήγει στο δωμάτιο της εκδιδόμενης Μαρίας, όπου απολαμβάνει τις υπηρεσίες της. Το όνειρο της Μαρίας είναι να αποκτήσει κάποτε πολλά λεφτά, για να μπορεί να κοιμάται μόνη.

       Ο Δημήτρης κυλάει το καροτσάκι του μέχρι το καθιστικό. Σταματάει σε ένα χαμηλό τραπεζάκι που έχει επάνω του έναν ασημένιο δίσκο με ποτήρια και ένα φρεσκοανοιγμένο μπουκάλι Dewar’s. Γεμίζει ένα ποτήρι και ξαναγυρίζει στο γραφείο.  Έχει αρχίσει η ιστορία με τη Φανίτσα, την κόρη του ασπριτζή της γειτονιάς. Ο σπιτονοικοκύρης τους, η αθηναϊκή εκδοχή του Εμπενέζερ Σκρουτζ,  κυνηγάει τη φτωχή οικογένεια για τα νοίκια και η Φανίτσα τον βλέπει με τρόμο. Ο ασπριτζής είχε ασπρίσει όλους τους μαγαζάτορες της γειτονιάς∙ μόνο ο σπιτονοικοκύρης του, ο Μαυρίδης, έμενε μαύρος κι άραχνος. Για κακή τύχη της οικογένειας, ο ασπριτζής πεθαίνει και η Φανίτσα με τη μητέρα της βρίσκονται σε ακόμα πιο τραγική κατάσταση. Η Φανίτσα αναγκάζεται να πουλάει στον δρόμο λουλούδια που έχει μαζέψει από νεκροταφεία.  Άλλες φορές, ο Δημήτρης έβρισκε αυτή την ιστορία αστεία στην τραγικότητά της.
Γελούσε με τη σούπα από κρέας που έφερνε η γειτόνισσα στην άρρωστη μητέρα της Φανίτσας, γελούσε με τη χαρά που κάνουν μαμά και κόρη όταν η Φανίτσα βρίσκει στον δρόμο την κάλπικη λίρα. Τώρα όμως δεν του έρχεται να γελάσει. Προχθές του είπε η κόρη του ότι στο σχολείο τους ένα παιδάκι ζαλίστηκε την ώρα του μαθήματος∙ οι γονείς του είναι άνεργοι και το πρωινό στο σπίτι έχει καταργηθεί από καιρό. Στη συνοικία τους λειτουργεί εδώ και μερικούς μήνες κοινωνικό εστιατόριο με φθηνές μερίδες φαγητού για άπορους και άνεργους. Στην τηλεόραση τα πράγματα είναι πιο χορταστικά. Έχει αρχίσει το σόου με τους επίδοξους σεφ που ανακατεύουν σαφράν με ροδάκινο για να γίνει πιο πορτοκαλί η σάλτσα που θα περιχύσει το ελάφι. Ο Δημήτρης κάνει ζάπινγκ∙ τούρκικο σήριαλ. Ομολογουμένως η φωτογραφία είναι αξιοπρεπής∙ οι μορφές ευγενικές.

        Η αγαπημένη του ιστορία, αυτή με τον Παύλο και την Αλίκη και το πορτρέτο «Σ’ αγαπώ», έχει αρχίσει. Ο Δημήτρης κλείνει την τηλεόραση. Από νέος είχε μεγάλο έρωτα για τη Λαμπέτη. Δεν χόρταινε τις ταινίες της, το μόνιμα σκοτεινό βλέμμα της, το πικρό χαμόγελο, τη βαθιά φωνή με τη σπασμένη συγκίνηση. Ο Παύλος και η Αλίκη βρίσκουν την κάλπικη λίρα μεταξύ των κομματιών της βασιλόπιτας και όλοι θεωρούν το γεγονός τυχερό για το νιόπαντρο ζευγάρι. Ο Χορν και η Λαμπέτη, ωραίοι σαν θεότητες του έρωτα. «Προχτές το βράδυ που κλεφτήκαμε, δεν σκέφτηκα πως πρέπει και να τρώμε», λέει ο Παύλος τη μαγική φράση∙ ο Δημήτρης ανυπομονεί κάθε φορά να ακούσει αυτή τη φράση από τα χείλη του Χορν. Η απόλυτη ευτυχία είναι αυτή που σε κάνει να ξεχνάς να φας. Ο Δημήτρης είχε χρόνια να ξεχάσει την ώρα του φαγητού∙ και τις λίγες φορές που είχε συμβεί αυτό, δεν ήταν από ευτυχία.

     
       Η Αλίκη φυλάει την κάλπικη λίρα μέσα σ’ ένα κουμπαρά. Η λίρα της αγάπης δεν πρέπει να ξοδευτεί. Όπως δεν πρέπει να ξοδευτεί το «σ’ αγαπώ»∙ να μείνει ολοζώντανο, αναλλοίωτο. Ο Παύλος διαλέγει να το ζωγραφίσει πάνω στον καμβά∙ ένα πορτρέτο, χίλια σ’ αγαπώ∙ στην αρχή ηχηρά, παλλόμενα, σχεδόν ματωμένα∙ αργότερα υποχρεωτικά, κλαμένα, μάλλον μετανιωμένα. Η σχέση του ζευγαριού τρεκλίζει πάνω στις οικονομικές δυσκολίες. Εξήντα χρόνια ταινία και πολλές σκηνές είναι σαν να γυρίστηκαν σήμερα. Καλό για την ταινία, κακό για το σήμερα. Ο Παύλος αναγκάζεται να κάνει συμβιβασμούς∙ δέχεται να ζωγραφίσει τον τοίχο της ταβέρνας του μπαρμπα-Γιάννη∙  ο ταβερνιάρης τού έχει παραγγείλει ένα μεγάλο φεγγάρι, κίτρινο σαν κεφαλοτύρι, πάνω από τα τραπέζια του μαγαζιού. Αυτό το φεγγάρι γίνεται η σελήνη του μέλιτος για το ζευγάρι, σχολιάζει ο αφηγητής και δίκιο έχει, αφού το ζευγάρι μπορεί να τρώει τζάμπα για ένα μήνα στο ταβερνάκι.
     
     Τελικά η Αλίκη, πτοημένη από τη δύσκολη πραγματικότητα, εγκαταλείπει τον Παύλο. Παντρεύεται έναν ευκατάστατο παιδικό της φίλο και η ζωή της παίρνει τους παλιούς της ρυθμούς. Στην άκρη του μυαλού της όμως πάντα υπάρχει ο Παύλος, που εν τω μεταξύ έχει γίνει ένας διάσημος ζωγράφος. Σε μια έκθεση ζωγραφικής του, η Αλίκη με τον σύζυγό της επιχειρούν να αγοράσουν το «Σ’ αγαπώ». Ο Παύλος αρνιέται αυστηρά. «Δεν πουλιέται, κύριε. Μπορεί να πουλήθηκε κάποτε το μοντέλο, αλλά αυτό όχι». Αυτό ανήκει στον ζωγράφο. Ο Δημήτρης λατρεύει τον Χορν σε αυτή τη σκηνή. Είναι η αιφνιδιαστική εμφάνισή του στο πλάνο, το μαύρο ζιβάγκο που του προσδίδει μια αδιάλλακτη αυστηρότητα, η αίσθηση του αδιαπραγμάτευτου συναισθήματος. Τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή είναι δωρεάν. Ακόμα κι αν πληρώσεις, δεν μπορείς να τα αποκτήσεις.
   
       Αρκετά χρόνια μετά, ο Παύλος συναντά την Αλίκη ένα πρωινό, στην Ηρώδου του Αττικού, καθώς κατηφορίζει για μια βόλτα στο Ζάππειο. Στο πλάνο διακρίνεται ο τροχονόμος με την άσπρη κάσκα του. Ο Δημήτρης αναλογίζεται πού θα έκρυβε σήμερα ο Τζαβέλλας την κλούβα με τους αστυνομικούς που υπάρχει συνήθως εκεί, για να μην του χαλάσει το γύρισμα. Ο Παύλος λέει στην Αλίκη για τη ζωή του και τη ρωτάει για τη δική της. Της λέει και για τη λίρα που ήταν κάλπικη. «Μια μεγάλη αγάπη που ξεκίνησε από μια κάλπικη λίρα. Κάλπικη δεν είναι μόνο η λίρα σε αυτή την ιστορία. Κάλπικο είναι γενικά το χρήμα», σχολιάζει ο αφηγητής πριν πέσει η λέξη «Τέλος».
     
      Ο Δημήτρης πατάει το pause και μένει να κοιτάζει αφηρημένα τη μοιραία, αναπόφευκτη λέξη στην παγωμένη οθόνη του υπολογιστή. Το ουίσκι στο ποτήρι του έχει τελειώσει κι αυτό.



24.9.12

Χνάρια


H καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά, έλεγε η ξύλινη διακοσμητική επιγραφή πάνω από το ψυγείο και η κυρα-Λένη το πίστευε τόσο βαθιά, που σε όλη της τη ζωή, μέχρι τώρα στα γεράματα, ένιωθε μισή αρχόντισσα. Κάθε πρωί, καθώς άνοιγε το ψυγείο για να ετοιμάσει το μοναχικό πρωινό της, η ταμπελίτσα λες και την έσπρωχνε να ξεκινήσει τη μέρα της. Το σημερινό σπρώξιμο ήταν πιο δυνατό, κανονική διαταγή. «Να συμμαζέψω  λίγο. Μη με περάσουν και για εντελώς ανοικοκύρευτη», μονολόγησε  κλείνοντας το ψυγείο. Το πρωινό της σήμερα είχε βιολογικό γάλα, σαν κι αυτό που αγόραζε η νύφη της. Πιο ακριβό, όμως ας το δοκίμαζε κι εκείνη μια φορά, δεν χάλασε ο κόσμος. Γέμισε το ποτήρι και το ήπιε βιαστικά. Δεν βρήκε διαφορά από τα συνηθισμένα γάλατα, αλλά πάλι τι να καταλάβαινε εκείνη, γριά γυναίκα… Η ματιά της ξανάπεσε στην ταμπέλα και σηκώθηκε, κάνοντας την παλιά πολυθρόνα της να τρίξει συγκαταβατικά. Ήταν σπάνιες πια οι φορές που έμπαινε στο σπίτι κάποιος επισκέπτης, όμως σήμερα ήταν μια αλλιώτικη μέρα.
Πήρε τη σκούπα και τράβηξε τις καρέκλες μακριά από το τραπέζι. Το σπίτι βρωμάει, έλεγε κρυφά και φανερά η νύφη της, φαρμάκι σκέτο οι κουβέντες της, ευτυχώς που ο γιος της δεν έδινε σημασία. Όταν η Έλενα σχολίαζε το νοικοκυριό της μάνας του, εκείνος έπαιρνε την εφημερίδα του και έβγαινε στην αυλή. Η Έλενα τον έπαιρνε στο κατόπι μουρμουρίζοντας, όμως ο Νάσος πάντα συγκαταβατικός: «Έλα, βρε αγάπη μου. Σάμπως θα κάτσουμε για πολύ; Να κάνουν τα παιδιά μερικά μπάνια, να πάρουν καθαρό αέρα».
Η Έλενα ήταν πολύ όμορφη γυναίκα, μετρίου αναστήματος, καστανόξανθη με μελιά μάτια και χαριτωμένο λικνιστικό βάδισμα. Όταν ο Νάσος την έφερε για πρώτη φορά στο σπίτι, ο Στράτος είχε απομείνει να την κοιτάζει. «Γέρος άνθρωπος, δεν ντρέπεσαι…» του είχε πει γελώντας πονηρά η Λένη. Το μεσημέρι, σ’ εκείνο το πρώτο τραπέζι, σήκωσε συγκινημένος το ποτήρι του να την καλωσορίσει, μια και το πράμα  φαινόταν σοβαρό. «Στην υγειά σου και στη σπάνια ομορφιά σου, μωρή Λένη!  Έχεις και το ίδιο όνομα με την κυρά μου.»  Η  Έλενα ξαφνικά κοκκίνισε, γούρλωσε τα μάτια και πνίγηκε από ένα θυμωμένο βήχα που μύριζε μοσχοφίλερο. «Με…. λένε..Έ..λε..να», προσπαθούσε να αρθρώσει βήχοντας, «και θα.. χμ..σας παρακαλούσα να μην με ξαναποκαλέσετε μωρή
Όσες φορές η Λένη θυμόταν αυτό το γεγονός, γελούσε κρυφά.  Δύσκολος άνθρωπος η νύφη της, γιατρίνα με μεγάλη πελατεία στον Πειραιά και ακόμα μεγαλύτερη αγάπη για τα ακριβά και φανταχτερά πράγματα. Από τότε που παντρεύτηκαν, ο Νάσος είχε αλλάξει καμιά δεκαριά αυτοκίνητα. Λίγο να πάλιωνε το αμάξι, άρχιζε εκείνη να του τρώγεται. Έμεναν σε ένα μεγάλο διαμέρισμα με θέα τη θάλασσα. Ο Νάσος ήταν καθηγητής σε λύκειο και επιπλέον έκανε απογευματινά ιδιαίτερα μαθήματα. Πού να βγουν τόσα έξοδα; Η Έλενα έβγαζε καλά λεφτά, αλλά συνέχεια «ήθελε», ή-για την ακρίβεια- «δεν ήταν απαραίτητο, όμως θα ήταν τόσο ωραίο…». Ο Νάσος την αγαπούσε όπως τότε στην αρχή και ικανοποιούσε αγόγγυστα κάθε της επιθυμία.
Η κυρα-Λένη είχε φτάσει σκουπίζοντας στο υπνοδωμάτιο και κοίταζε τις φωτογραφίες πάνω στο παλιό κομό. Μπροστά η φωτογραφία από το γάμο του Νάσου με την Έλενα. Λεβέντης ο γιος της, ίδιος ο πατέρας της, αλλά και η Έλενα μια καλλονή. Δίπλα η φωτογραφία των παιδιών, του Κυριάκου και της Δάφνης, καλά παιδιά, πρώτοι μαθητές στο σχολείο.
Ο Κυριάκος ήταν ασκούμενος δικηγόρος, ένα παλικάρι ξανθό μέχρι εκεί πάνω. Είχε πάρει τα μάτια της, ανοιχτοπράσινα σαν το άγουρο σταφύλι. Περηφανευόταν στο χωριό ο Στράτος για την κυρά του, καμιά δεν είχε τέτοια ομορφιά στη ματιά. Του κακοφάνηκε λίγο που ο μοναχογιός του δεν είχε πάρει αυτά τα σπάνια μάτια, αναγάλλιασε όμως όταν γεννήθηκε ο πρασινομάτης εγγονός που όπως-μάταια-περίμενε, θα έπαιρνε τ’ όνομά του. Κι ας μην το παραδεχόταν η Έλενα πως τα μάτια ήταν της πεθεράς της, ας έλεγε ότι ήταν του θείου της του συμβολαιογράφου. Απ’ όποιον κι αν είχε πάρει τα μάτια, ο Κυριάκος έβλεπε με αυτά το σωστό δρόμο στη ζωή του. Τέλειωσε το πανεπιστήμιο στα τέσσερα χρόνια, πήγε φαντάρος και τώρα έκανε την άσκησή του σ’ ένα μεγάλο δικηγορικό γραφείο. Την έπαιρνε τηλέφωνο κάθε βδομάδα να της πει τα νέα του και ν’ ακούσει τα δικά της. Πολλά τα δικά του νέα, ανύπαρκτα τα δικά της, πάσχιζε όμως κι εκείνη κάθε φορά κάτι να βρει να του πει, αλλιώς καταλάβαινε ότι ο εγγονός της στενοχωριόταν.
Και η Δαφνούλα της, πότε ήταν τόσο μικρή όσο στη φωτογραφία… Την έφαγε η ξένη χώρα. Δεν θα μπορέσει  ποτέ αυτός ο τόπος να κρατήσει τα καλά παιδιά του. Τέλειωσε το κορίτσι το Πανεπιστήμιο, γιατρίνα κι αυτή σαν τη μάνα της, αλλά πού να περιμένει εδώ για να ειδικευθεί… Παιδίατρος… Ούτε σε δέκα χρόνια. Έφυγε για την Αγγλία. Η Λένη την έβλεπε πια μόνο τα καλοκαίρια. Ερχόταν η Δάφνη με φίλες της και κάθονταν στο χωριό λίγες μέρες και τότε γέμιζε το σπίτι φωνές, γέλια, αρώματα, νιάτα. Τα πρωινά, μόλις η Λένη τέλειωνε με τις δουλειές της, τις ξύπναγε, αλλιώς μπορεί να έφτανε μεσημέρι κι εκείνες να ήταν ακόμα χωμένες στα κρεβάτια τους. «Ξυπνάτε, μωρέ κοπελούδες! Μη σπαταλάτε τα νιάτα σας. Ο ύπνος είναι χαμένη ζωή!»
Η Δάφνη νοιαζόταν πολύ για τη γιαγιά της. Όποτε ερχόταν στο χωριό, κρατούσε για κείνη μια στοίβα βιβλία. Της Λένης της άρεσε να διαβάζει, μυθιστορήματα, συνταγές μαγειρικής, περιοδικά, εφημερίδες, την Αγία Γραφή, ο,τιδήποτε έπεφτε στα χέρια της. Δεν είχε πάει γυμνάσιο, δύσκολα εκείνα τα χρόνια για τα κορίτσια. Όταν ήταν εννιά χρονών, ο πατέρας της τη σταμάτησε από το σχολείο και την έβαλε στα κτήματα, τουλάχιστον όμως είχε προλάβει να μάθει γραφή κι ανάγνωση. Το διάβασμα της άρεσε πιο πολύ και από την τηλεόραση. Την τηλεόραση την κράταγε ανοιχτή για παρέα, δεν την παρακολουθούσε, ήταν όμως σα να είχε άνθρωπο στο σπίτι. Από τότε που συγχωρέθηκε ο Στράτος, σπάνιες ήταν οι μέρες που κάποιος διάβαινε το κατώφλι της. Η γειτόνισσά της η Πολυξένη είχε φύγει κι αυτή, πάει καιρός, μόνο τα παιδιά της-να’ ναι καλά-πέρναγαν τακτικά απέξω και τη ρωτούσαν αν χρειαζόταν κάτι. Μέχρι εκεί όμως. Σπάνια έμπαιναν μέσα. Παλικάρια κι αυτά, όλη μέρα στις δουλειές τους, τι να’ χουν  να πουν με μια γριά…
Ο Νάσος ερχόταν όσο πιο συχνά μπορούσε, θα’ πεφτε ο ουρανός να την πλακώσει, αν είχε παράπονο από το παιδί της. Μια φορά στις δεκαπέντε, ό,τι καιρό κι αν έκανε,  έπαιρνε τον κατήφορο με τ’ αμάξι κι ερχόταν να δει τη μάνα του, και κάθε φορά με τα χέρια γεμάτα. «Τι να τα κάνω, βρε Νάσο μου, τόσα πράματα; Μια ψυχή είμαι, πόσο να φάω;» Έβλεπε στα μάτια του γιου της την έννοια. Ο Νάσος τρωγόταν που την έβλεπε μόνη της. Για έναν καιρό της είχε κουβαλήσει μια «κοπέλα να την προσέχει». Είχε καταφτάσει ένα πρωί η Νόνα, μια πενηντάρα, ξανθιά και ψηλή σα λελέκι. Διαρκώς  γέλαγε  κι έλεγε «ντα, …ντα». Γρυ ελληνικά δεν μίλαγε. Κάθισε μαζί της τρεις μέρες. Από το πρωί μέχρι το βράδυ βαφόταν κι αρωματιζόταν στον καθρέφτη και ύστερα μίλαγε στο κινητό. Κι εκεί «ντα» και «ντα», αλλά και άλλες κουβέντες  που η κυρα-Λένη δεν καταλάβαινε. Και χαχανητά, πω, πω αυτά τα χαχανητά… Κολάστηκε και την ξαπόστειλε. Μάλωσαν με το γιο της. Ο Νάσος επέμενε ότι έπρεπε κάποιος να την προσέχει, δεν μπορούσε να καταλάβει ότι η κυρα-Λένη ήθελε την ησυχία της, το σπίτι της, τη σειρά της. Τον τελευταίο καιρό του είχε έρθει άλλη ιδέα, να τη βάλει-λέει-για το χειμώνα σε μια «μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων». Γηροκομείο, δηλαδή, αλλά με άλλα λόγια. Κόντεψαν να σφαχτούν στο τηλέφωνο την τελευταία φορά. «Καλύτερα να πεθάνω, να πάω να βρω τον πατέρα σου!» του είχε πει η Λένη φουρκισμένη. Ήξερε ότι ο γιος της θα επέμενε κι άλλο, θα της το έλεγε από κοντά. Είχε τον τρόπο του να περνάει το δικό του, μ’ αυτόν κατάφερνε και την Έλενα, ένα τρόπο ήρεμο, επίμονο και διεισδυτικό. Από τη μάνα του εξάλλου τον είχε κληρονομήσει, έτσι ήταν και η Λένη στα νιάτα της, υπομονετική και επίμονη. Δεν γύριζε κουβέντα, αλλά θα έκανε τελικά αυτό που ήθελε εκείνη, κι ας της βρόνταγε τη γροθιά στο τραπέζι ο Στράτος, στο τέλος εκείνος ήταν που θα υποχωρούσε. Διαφωνούσαν σε πολλά με τον άντρα της, ή μάλλον όχι απλώς σε πολλά, σε όλα. Μαύρο έλεγε εκείνος, άσπρο αυτή, μέχρι το τέλος. Δεν είχαν όμως μαλώσει ποτέ στα σοβαρά.
Τουλάχιστον όχι σαν τους καβγάδες του γιου της με τη νύφη της, που τους άκουγε όλη η γειτονιά. Πόσο ντρεπόταν τους γείτονες, όταν η Έλενα άρχιζε να τσιρίζει… Ήθελε ν’ ανοίξει η γη να την καταπιεί. Τι στο καλό της έφταιγε αυτής της κοπέλας;  Μονίμως με τα μούτρα κατεβασμένα στο πάτωμα, πάντα δυσαρεστημένη.  Όλα τα είχανε με τον άντρα της, το σπίτι τους, το λάδι τους… Γιατί γκρίνιαζε από το πρωί μέχρι το βράδυ; Ευτυχώς, ο Νάσος δεν έδειχνε να πτοείται. Έπαιρνε την εφημερίδα του να διαβάσει  ή έμπαινε στο αυτοκίνητο και πήγαινε βόλτα στην αγορά. Δεκαπέντε μέρες έρχονταν το καλοκαίρι για διακοπές, τριάντα φορές θα μάλωναν. Φοβήθηκαν όμως και λιγόστεψαν τους καβγάδες, τουλάχιστον στα φανερά, όταν στα μέσα του δημοτικού η Δάφνη άρχισε να υπνοβατεί. Ρώτησαν τότε ψυχολόγους και αυτοί τους είπαν ότι το παιδί στενοχωριέται πολύ και φοβάται, γι’ αυτό υπνοβατεί. Ευτυχώς που μεγαλώνοντας, έγιανε το κορίτσι. Τώρα δεν ξυπνάει που να χαλάει ο κόσμος…
Η κυρα-Λένη αποτέλειωσε το συμμάζεμα και άφησε τη σκούπα ξανά στη γωνιά της. «Δεν βαριέσαι, καλό είναι. Δεν θα’ ρθουν και για προξενιό», μονολόγησε. Μπήκε στο μπάνιο και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τα μάτια της σήμερα έμοιαζαν θολά, σαν του μπαγιάτικου ψαριού. Έβγαλε το μαντίλι της και το δίπλωσε πάνω στο πλυντήριο. Πήρε μια ξεδοντιασμένη χτένα και έστρωσε λίγο τα κατάλευκα μαλλιά της. Γύρισε πίσω στο δωμάτιο που είχε για καθιστικό.
Ο φθινοπωρινός ήλιος έμπαινε από τις γρίλιες κάνοντας την  πολυθρόνα της να μοιάζει με γέρικη ζέβρα.  Πάνω στις ακτίνες του, τα σωματίδια της σκόνης είχαν στήσει για άλλη μια φορά έναν αργό, μονότονο χορό. Κάθε μέρα η Λένη χάζευε αυτό τον χορό. Της φαινόταν πως τούτη η σκόνη ήταν ό,τι είχε απομείνει από τους ανθρώπους του σπιτιού.  Μάλιστα, κάποιες φορές, τους έβλεπε και τους άκουγε μέσα στις σκονισμένες ηλιαχτίδες: ο Στράτος να γκρινιάζει για τον καιρό και για τους πόνους στα κόκκαλά του, η Δάφνη να αρωματίζεται  για να βγει βόλτα στην παραλία, ο Νάσος να διορθώνει τα γραπτά των μαθητών του καπνίζοντας ασταμάτητα, το ραδιόφωνο να παίζει τη λειτουργία της Κυριακής, η Έλενα να τραγουδάει με τον Κυριάκο μωρό στην αγκαλιά της,  η Πολυξένη με το πλεκτό της να αραδιάζει όλα τα νέα του χωριού. Και πολλοί άλλοι, φίλοι και συγγενείς, να τρώνε μαζεμένοι γύρω από το μεγάλο τραπέζι. Όλων τους τα  χνάρια υπήρχαν μέσα σε αυτό το χορευτικό νέφος. Τώρα πια μόνο με χνάρια γέμιζε η μέρα της. Με χνάρια και με την Παναγία. Την είχε πάντα συντροφιά, σε όλη της τη ζωή. Συχνά-πυκνά, όταν την έπαιρνε το παράπονο, της μιλούσε κρυφά. Εκείνη την άκουγε προσεκτικά και στο τέλος τη βύθιζε σ’ ένα γλυκό, λυτρωτικό ύπνο πάνω στην πολυθρόνα της, ίσα ν’ αδειάσει το μυαλό της από τη στενοχώρια.
Η Λένη ίσιωσε την εικόνα της Παναγίας που κρεμόταν στον τοίχο, πάνω από το τραπέζι.  Έπιασε την πολυθρόνα από τα μπράτσα και την έσυρε αγκομαχώντας στη μέση της αυλής. Μπήκε στην κουζίνα και άνοιξε το ντουλάπι κάτω από το νεροχύτη με τα λογής-λογής μπουκάλια. Πήρε ένα μικρό πλαστικό μπουκάλι  από την πρώτη σειρά. Είχε ακόμα επάνω του την τιμή. Ψαχούλεψε μέσα στην τσέπη της ποδιάς της το κουτί με τα σπίρτα, σα να ήθελε να βεβαιωθεί ότι ήταν εκεί. Κάθισε στην πολυθρόνα της και έκανε την προσευχή της. «Σ’ ευχαριστώ, Παναγία μου», ψιθύρισε συγκινημένη. Άνοιξε το μπουκάλι και μούσκεψε τα μαλλιά της, τα ρούχα της και τα παπούτσια της. Η διαπεραστική μυρωδιά της βενζίνης και μια αναπάντεχα μεγάλη λάμψη από το αναμμένο σπίρτο ήταν τα τελευταία πράγματα που ένιωσε.
Όταν έφτασαν οι γείτονες, το σώμα της ήταν ήδη καρβουνιασμένο. Κανείς δεν μπορούσε να πει με σιγουριά αν η φλόγα είχε καταφέρει να φτάσει μέχρι την ψυχή της και να τη ζεστάνει, όμως ένα άκαμπτο μαύρο χαμόγελο, αποτυπωμένο πάνω σε αυτό που κάποτε ήταν το πρόσωπό της, μαρτυρούσε πως η ζωή της πρέπει τώρα στο τέλος να έγινε πιο φωτεινή, έστω και για λίγο.

 (Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, τεύχος 163, Καλοκαίρι 2012)

 

3.6.12

No milk today




Ο Σταύρος Μίχος βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του στο Παγκράτι. Ήταν ένα ανοιξιάτικο πρωινό, 15 Μαΐου. Στο χέρι του κρατούσε ένα άδειο μπουκάλι γάλα∙ αγελαδινό, πλήρες, της γνωστής γαλακτοβιομηχανίας. Η αγελαδίτσα της συσκευασίας είχε το ίδιο φιλικό βλέμμα, σα να επρόκειτο για ένα συνηθισμένο πρωινό του Μαΐου.
Σαν σκηνοθετημένη ειρωνεία, το συμβάν είχε και μουσική υπόκρουση∙ από τα ηχεία του υπολογιστή ακουγόταν μια playlist με εκτελέσεις του No milk today των Herman’s Hermits. Οι άνδρες της αστυνομίας μόρφασαν αδιάφορα, ένας ενημερωμένος ακροατής όμως θα είχε ξεχωρίσει μεταξύ άλλων τους ίδιους τους Herman’s Hermits, τον Vassilikos και τον νεαρό Νορβηγό νικητή της Γιουροβίζιον Alexander Rybak. O ένοικος του διπλανού διαμερίσματος, παρόλο που δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει τους ερμηνευτές, δήλωσε στην κατάθεσή του ότι, πριν από αρκετό καιρό, ο Μίχος άκουγε αυτό το τραγούδι από το πρωί μέχρι το βράδυ.
       
        Ακριβώς ένα χρόνο πριν, Δευτέρα 15 Μαΐου, ο Μίχος ξεκλείδωνε την πόρτα του καταστήματός του, ενός μικρού δισκάδικου στο κέντρο της Αθήνας. Είχε αυτή την επιχείρηση σχεδόν είκοσι χρόνια, στο ίδιο σημείο, σ’ ένα στενό πίσω από την Παλιά Βουλή. Το μαγαζί δεν είχε πολλά κέρδη, είχε όμως σταθερή πελατεία που το συντηρούσε∙ ο Μίχος έβγαζε τα έξοδά του καταστήματος και του έμεναν αρκετά χρήματα για να ζει ικανοποιητικά.
Δεν πέρασαν λίγα λεπτά, δεν είχε καν προφτάσει να φτιάξει τον πρώτο καφέ της ημέρας, όταν το κουδουνάκι της εξώπορτας μαρτύρησε την έλευση του πρώτου πελάτη. Γυναίκα, γύρω στα τριανταπέντε∙ ο Μίχος θα μπορούσε να την πει όμορφη, ο καθένας όμως σίγουρα θα την έλεγε λυπημένη.
Ψάχνω ένα τραγούδι στ’ αγγλικά...λέει κάτι σχετικά με το γάλα, είπε σχεδόν ντροπαλά η γυναίκα. No milk today, σκέφτηκε σχεδόν αυτόματα ο Μίχος και μετακίνησε τον κέρσορα πάνω από το αντίστοιχο αρχείο. Οι Herman’s Hermits άρχισαν να παίζουν τη ρυθμική εισαγωγή του κομματιού. Ναι, είπε η γυναίκα, χωρίς τον ενθουσιασμό που θα περίμενε να διαβάσει ο αναγνώστης.
Όχι, εκείνη δεν το ήξερε το τραγούδι. Έψαχνε ένα δώρο για τον γιατρό που την παρακολουθούσε. Ήξερε πως του άρεσε η ποπ μουσική. Τον είχε ακούσει να μουρμουρίζει αυτό το τραγούδι. Ήταν αιματολόγος, ο γιατρός. Είχε οξεία λευχαιμία, εκείνη. Από την ερχόμενη εβδομάδα θα άρχιζε θεραπείες. Ήταν χωρισμένη, δεν είχε παιδιά.
Ο Μίχος είχε μουδιάσει. Παρατηρούσε τα μάτια της, υγρά, χωμένα βαθιά σ’ ένα χλωμό, οστεώδες πρόσωπο. Τη φανταζόταν με μαλλιά αραιωμένα, εξαφανισμένα από τις θεραπείες. Η κουβέντα όμως συνεχιζόταν αβίαστη. Σε λίγο, άρχισε να της λέει τα δικά του. Χωρισμένος κι αυτός, με δύο μεγάλα παιδιά. Έμεναν με τη μητέρα τους στην Αλεξανδρούπολη. Θα είχαν πάει και πιο μακριά, αν γινόταν. Τους μιλούσε στο τηλέφωνο μέρα παρά μέρα. Έπαιρνε πάντα εκείνος, το βράδυ. Κοιμόταν πιο ήρεμος τα βράδια των τηλεφωνημάτων.
Η Λίζα, έτσι έλεγαν τη γυναίκα, έμεινε μαζί του το ίδιο βράδυ. Και το επόμενο, και το μεθεπόμενο. Μοιράστηκαν το φαγητό, το μπάνιο, το κρεβάτι του. Έφερε μερικά πράγματά της στο σπίτι του, να μην τα κουβαλάει πέρα-δώθε. Δεν της χρειάστηκαν όμως για πολύ. Μπήκε στο νοσοκομείο για την πρώτη θεραπεία. Δηλητήρια τα φάρμακα, εξασθενημένος ο οργανισμός από την αρρώστια∙ έμεινε μέσα σχεδόν ένα μήνα. Ο πυρετός ερχόταν κάθε απόγευμα∙ με ραντεβού∙ και κάθε φορά το εξιτήριο πήγαινε πιο πίσω.
      Στα μέσα Ιουλίου, έφυγε ο πυρετός, σχεδόν μαζί με τον γιατρό που έφυγε σε άδεια. Σκιάθο και Αλόννησο θα πήγαινε ο γιατρός, με την οικογένειά του∙ και το σκάφος του∙ δεν το είπε από την αρχή, γιατί το λογάριαζε κι αυτό μες στην οικογένεια.
       Η Λίζα δεν έκανε διακοπές∙ έκανε μεταμόσχευση μυελού. Ο Μίχος την επισκεπτόταν τακτικά. Η αρχική σχέση τους είχε παγώσει στην πορεία. Όμως συνέχιζαν να μιλάνε σαν δυο πολύ καλοί φίλοι. Ο πρώην σύζυγος της Λίζας ερχόταν κι αυτός να τη δει. Συμπαθητικός  άνθρωπος∙ περίεργο που δεν τα είχαν βρει μέχρι τότε οι δυο τους. Φυσικό που τα βρήκαν στη συνέχεια.
       Η μεταμόσχευση μυελού πέτυχε. Η Λίζα ήταν καλά. Ο γιατρός γύρισε από τις διακοπές, ηλιοκαμένος και ξεκούραστος. Είχε μάθει από τους βοηθούς του τα ευχάριστα νέα. Έτσι κι αλλιώς, ενημερωνόταν καθημερινά με το κινητό για την πορεία της Λίζας. Έμαθε και τα άλλα ευχάριστα, για τον σύζυγό της που ξαναγύρισε κοντά της. Έδειξε ότι χαιρόταν πολύ, με αυτή την υποδειγματική επαγγελματική ευγένεια, ομοιόμορφα επιβεβλημένη από τον διευθυντή του τμήματος.
 
      Ο Μίχος συνέχισε να πηγαίνει κάθε πρωί στο δισκάδικο. Η δουλειά λιγόστευε μέρα τη μέρα. Ο κόσμος δεν αγόραζε πια δίσκους∙ σχεδόν δεν άκουγε μουσική. Μόνο τα πρόσωπα των τραγουδιστών στα εξώφυλλα των CD τον κοιτούσαν χαμογελαστά, σχεδόν με απάθεια. Όλα τα άλλα πρόσωπα του φαίνονταν τρομαγμένα, θλιμμένα∙ όπως του είχε φανεί το πρόσωπο της Λίζας εκείνο το πρωί, στις 15 Μαΐου. Όλοι παρακολουθούσαν ειδήσεις, καρφωμένοι στο ίντερνετ ή στην τηλεόραση. Φόροι, περικοπές μισθών, απλήρωτα μεροκάματα και μισθοί. Οι πολιτικοί συνέχιζαν να υπόσχονται∙ φαινόταν όμως ότι κι εκείνοι πια δεν έλπιζαν. Ο Μίχος το έβλεπε στο βλέμμα τους, ιδιαίτερα στις κατά πρόσωπο συνεντεύξεις.
         Το κέντρο της Αθήνας ερημωμένο, χωρίς ζωή. Στα φαρδιά πεζοδρόμια, οι ντόπιοι άστεγοι. Οι αλλοδαποί χωμένοι στα στενά δρομάκια, σαν κυνηγημένοι. Μάλλον όχι «σαν». Κυνηγημένοι στ’ αλήθεια, από ομάδες εθνικιστών με φουσκωτά μπράτσα, στολισμένα με μαιάνδρους.
     
       Λίγο μετά τα Χριστούγεννα, μια Τετάρτη απόγευμα, του έσπασαν το μαγαζί. Άγνωστοι κουκουλοφόροι, είπε η Αστυνομία. Βρήκε τη βιτρίνα ρημαγμένη, γεμάτη θρυμματισμένα γυαλιά. Του είχαν πάρει χιλιάδες CD∙ όλες τις νέες κυκλοφορίες. Στον τοίχο της εισόδου ήταν γραμμένο με μαύρο σπρέι: «ΔΕΝ ΑΥΤΟΚΤΟΝΟΥΜΕ, ΜΑΣ ΑΥΤΟΚΤΟΝΟΥΝ». Ο Μίχος είχε παραλύσει εντελώς. Στο καθρέφτισμα της βιτρίνας έβλεπε θρυμματισμένη τη ζωή του.
      Ο ασφαλιστής του ήρθε την άλλη μέρα να δει τις ζημιές. Η ασφαλιστική εταιρεία πήγαινε για κλείσιμο. Λεφτά δεν υπήρχαν. Θα του έδιναν μια μικρή προκαταβολή της αποζημίωσης και τα υπόλοιπα αργότερα, όταν θα έστρωναν τα πράγματα.
      Δεν θα έστρωναν τα πράγματα, τουλάχιστον έτσι έλεγαν στις ειδήσεις. Ο Μίχος είχε σταματήσει να βλέπει τηλεόραση. Την άνοιγε μόνο το πρωί∙ παρακολουθούσε τα κινούμενα σχέδια, πίνοντας παγωμένο γάλα. Μετά τηλεφωνούσε στα παιδιά του∙ τώρα πια κάθε πρωί, ανελλιπώς. Μετά στη Λίζα∙ το σήκωνε ο άντρας της∙ κάθε φορά, τον ρωτούσε ευγενικά τι κάνει και μετά του έδινε τη Λίζα. Συμπαθητικός άνθρωπος∙ ευτυχώς που τα είχαν ξαναβρεί. Κι εκείνη ακουγόταν καλά.
   
      Στις 15 Μαΐου έκλεινε ένας χρόνος από την ημέρα που είχαν γνωριστεί. Η Λίζα τον είχε καλέσει το βράδυ στο σπίτι της. Θα μαζεύονταν μερικοί φίλοι για φαγητό. Ο άντρας της του είχε μιλήσει κι εκείνος στο τηλέφωνο, τονίζοντας την πρόσκληση. Εντάξει, είχε πει ο Μίχος μάλλον ανόρεχτα. Την επόμενη στιγμή το είχε ήδη μετανιώσει.
      Σκέφτηκε να της γράψει ένα CD με μουσική. Ευτυχώς, η προσωπική του δισκοθήκη παρέμενε ακέραια, καλά προστατευμένη μέσα στο ειδικό έπιπλο, στο καθιστικό. Θυμήθηκε το τραγούδι που είχε γίνει αφορμή να γνωριστούν. No milk today. Θα της έγραφε μια συλλογή με όλες τις εκτελέσεις του κομματιού. Για πρώτη φορά μετά από καιρό, ένιωσε ενθουσιασμένος με την ιδέα του∙ τόσο πολύ, που αισθάνθηκε ένα μικρό κάψιμο στο στήθος.
     Έσβησε το τσιγάρο στο τασάκι και άρχισε να κατεβάζει από τα ράφια της δισκοθήκης τις διαφορετικές εκτελέσεις του κομματιού. Πρώτοι οι Herman’s Hermits… δεύτερος ο Vassilikos….



12.5.12

Ναϊάδες στα μαύρα


       Οι Ναϊάδες ήταν μυθικές νύμφες των λιμνών, των πηγών και των ποταμών. Ήταν κόρες του Δία και ζούσαν χιλιάδες χρόνια, ανέγγιχτες από τη φθορά του χρόνου, αιώνια νέες και όμορφες…

        Ο συγγραφέας, καθισμένος στο εστιατόριο του «Ξενοδοχείου της Λίμνης», σήκωσε τα μάτια του από τη σελίδα του ταξιδιωτικού οδηγού και σάρωσε με τη ματιά του τον ορίζοντα της λίμνης. Τα νερά ήταν γαλανά σαν της θάλασσας, χωρίς όμως τη δική της αγριάδα. Η στεριά άπλωνε πράσινες γλώσσες γης μέσα στη λίμνη, φτιάχνοντας μια μακριά δαντέλα σε όλο το μήκος της λίμνης.
      Όλα τα παραλίμνια ξενοδοχεία μοιάζουν να έχουν να διηγηθούν αξιοπερίεργες ιστορίες. Ίσως είναι οι ίδιες οι λίμνες που δημιουργούν αυτή την εντύπωση∙ γεμάτες από τέρατα, ξωτικά και θεότητες του γλυκού νερού. Το «Ξενοδοχείο της Λίμνης», σε αλλοτινούς καιρούς πολυσύχναστο και πολυδιαφημισμένο, τώρα σχεδόν έρημο.
     Ούτε οι Ναϊάδες δεν γλιτώνουν από αυτή τη ρημάδα την κρίση, σκέφτηκε ο συγγραφέας και ήπιε μια μεγάλη γουλιά τσίπουρο. Ένιωσε την αψιά γεύση του γλυκάνισου να διασχίζει την απόσταση από τα χείλη στον οισοφάγο, αρωματίζοντας ελαφρά τον ουρανίσκο του.
     Μόνο ένα ακόμα τραπέζι ήταν κατειλημμένο. Πέντε γυναίκες ντυμένες στα μαύρα, δύο μοναχές και τρεις λαϊκές. Οι Ναϊάδες σε μαύρη εκδοχή, ήταν η αρχική σκέψη του συγγραφεά. Εδώ και ώρα τις χάζευε. Οι άκρες των ματιών του, όπως και στους περισσότερους συγγραφείς, ήταν εξασκημένες να παρακολουθούν με διακριτικότητα, κινούμενες ανεξάρτητα από το υπόλοιπο μάτι, που συνέχιζε να εκτελεί ευθέως και φανερά τη λειτουργία της νόμιμης όρασης.
Οι δύο μοναχές φαίνονταν πολύ νέες. Σκεπασμένες εντελώς με τα ράσα και τις μαντίλες τους, άφηναν ακάλυπτα μόνο τα πρόσωπά τους και δύο ζευγάρια κατάλευκα χέρια, που εκείνη τη στιγμή ανακάτευαν στο πιάτο μακαρόνια με κόκκινη σάλτσα,  γεύμα νόστιμο, χορταστικό και αγνό, απαλλαγμένο από το αμάρτημα της γευστικής λαγνείας. Οι άλλες τρεις γυναίκες έμοιαζαν μάνα με κόρες (ή μήπως όλες μαζί ήταν μάνα με κόρες;). Η μεγαλύτερη γυναίκα σέρβιρε τσίπουρο στις δύο νέες. Είχε τα ίδια χρώματα με αυτές και την ίδια ποιότητα μαλλιών (ξανθοκόκκινα και οι τρεις-η μάνα μάλλον τα διατηρούσε πλέον με βαφή). Οι κοπέλες είχαν τα μαλλιά τους μακριά, ριγμένα στους ώμους. Ήταν απλά ντυμένες, χωρίς κοσμήματα ή μακιγιάζ, με μαύρα παντελόνια και μαύρες κοντομάνικες μπλούζες που άφηναν ακάλυπτα τα χέρια και τον λαιμό, να γεύονται ανεμπόδιστα τη λιακάδα της λίμνης.
      Συζητούσαν για συνταγές μαγειρικής. Οι μοναχές άκουγαν με ενδιαφέρον τη μία από τις κοπέλες να απαριθμεί συνταγές για θαλασσινά. Ο συγγραφέας μπορούσε να πιάσει μόνο σκόρπιες λέξεις. Πήρε το αυτί του κάτι για σβήσιμο με κρασί, για ζάχαρη μέσα στη σάλτσα και για φρέσκο άνηθο. Μια και δεν μπορούσε να έχει πλήρη τη συνταγή, έπιασε πάλι το βιβλίο του. Όμως η έννοια του ήταν ακόμα στις γυναίκες. Περίεργη σύνθεση γυναικείας παρέας για μεσημέρι στη λίμνη. Να είχαν έλθει για την αποψινή πανσέληνο; Εντελώς απίθανο∙ ιδιαίτερα για τις μοναχές. Ο συγγραφέας βασανιζόταν από την περιέργειά του. Το είχε αυτό το κουσούρι∙ να φτιάχνει με το μυαλό του μια ιστορία για κάθε άγνωστο που συναντούσε.
      Η απορία του έμελλε να λυθεί το ίδιο εκείνο βράδυ, όταν κατέβηκε πάλι στο εστιατόριο του ξενοδοχείου για το δείπνο. Η πανσέληνος ήταν ολόλαμπρη και ο δρόμος της στιλβωμένος με χρυσό πάνω στη λίμνη. Κάθισε στο ίδιο πανοραμικό του τραπέζι και ακούμπησε το σημειωματάριο και τα μολύβια του δίπλα στο κηροπήγιο του τραπεζιού.  Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και-σαν να είχαν ραντεβού-η μεγαλύτερη από τις μαυροντυμένες Ναϊάδες του μεσημεριού πέρασε αθόρυβα από δίπλα του ψιθυρίζοντας ένα εγκάρδιο και ταυτόχρονα διακριτικό «καλησπέρα» και έπιασε το ίδιο μεσημεριανό τραπέζι, αφήνοντας μπροστά της μια ταμπακιέρα από σκαλιστό ασήμι και το τελευταίο βιβλίο του συγγραφέα, αυτό με την κυρά της λίμνης που εξαφανίστηκε ένα βράδυ και δεν την ξαναείδε ποτέ κανείς.

21.3.12

Η μέρα και η νύχτα της ποίησης


   
      Ο συγγραφέας έξυσε το μολύβι του να γίνει μυτερό. Μια φράση μόνο έμενε∙ η τελευταία. Ήταν κατάκοπος, όπως κάθε φορά που τέλειωνε κάτι μεγάλο. Είχε βολέψει όλους τους ήρωές του. Άλλους στη ζωή, άλλους στον θάνατο. Κρατούσε το κεφάλι του βαρύ με την αριστερή παλάμη. Με το άλλο χέρι βάσταγε το μολύβι όρθιο πάνω στο χαρτί, εκείνο όμως δεν έλεγε να πάρει το μυτερό πόδι του και να γράψει την τελευταία εκείνη φράση.
     Ο συγγραφέας ξαναδιάβασε την τελευταία παράγραφο.

«…..Ο Άλμπερτ έκλεισε την πόρτα και γύρισε το κλειδί δύο φορές στην κλειδαριά. Ο αφηγητής απόμεινε μόνος στην κρύα νύχτα. Κατέβηκε τα σκαλιά της εξώπορτας και βγήκε στον δρόμο….»

      Εκεί είχε κολλήσει. Ήθελε τη μία και μοναδική φράση που θα έκλεινε το βιβλίο. Τέσσερα χρόνια δουλειάς και τώρα τον κρατούσε αιχμάλωτο μια πρόταση. Ήξερε πώς την ήθελε∙ σχετική με το φεγγάρι. Η μικρή εργατούπολη της ιστορίας του ήταν αδικημένη από χρόνο κι από τόπο. Οι ήρωές του ένας-ένας είχαν παρελάσει τις ζωές τους με τα μικρά και μεγάλα γεγονότα που είχε σκαρφιστεί ο συγγραφέας  γι’ αυτούς. Σε ολόκληρο το βιβλίο το φεγγάρι ακολουθούσε τη μικρή πόλη σαν σε εντεταλμένη υπηρεσία∙ τη φώτιζε, την ομόρφαινε, την έκρινε.
      Ο συγγραφέας χτυπούσε νευρικά τα δάχτυλά του στο χαρτί. Take five για το μολύβι∙ αναπαυόταν ξαπλωμένο πάνω στα κλειδιά του Άλμπερτ. Ο συγγραφέας κλωθογύριζε το φεγγάρι στο μυαλό του. Μισό ή ολόκληρο, χλωμό, ασημένιο, θλιμμένο ή χαμογελαστό, ανέγγιχτο, μακρινό∙ ό,τι κι αν σκεφτόταν, του φαινόταν αταίριαστο, λίγο. Εκείνος ήθελε να αφήσει την πόλη στο φεγγάρι της και να απελευθερώσει τον αφηγητή∙ να του επιτρέψει να τρυπώσει σε άλλη ιστορία.
      Είχε να κοιμηθεί τρία βράδια. Συλλογιζόταν τη φράση και ξαγρυπνούσε. Το πρωί τον έβρισκε στην ίδια θέση, με το μολύβι του, που συνεχώς κόνταινε, ξυσμένο στην εντέλεια. Τα μάτια του είχαν γίνει δυο μαύροι κύκλοι με δύο κουρασμένους βολβούς στο κέντρο τους.
     Τα παράτησε για άλλη μία φορά. Δεν του ερχόταν τίποτα. Ξάπλωσε στο κρεβάτι. Προσπάθησε να ξεκουράσει το μυαλό του, που ήταν θολωμένο, σαν ανάπηρο. Πήρε από το κομοδίνο του ένα βιβλίο. Δεν διάβαζε τις αφηγήσεις άλλων συγγραφέων. Διάβαζε μόνο ποιητές. Έβρισκε κάτι σ’ εκείνους, που δεν το είχε αυτός. Οι λέξεις τους έκοβαν σαν νυστέρι, αφού είχαν θωπεύσει προηγουμένως την ψυχή. Ζήλευε τους ποιητές. Οι αναγνώστες τους μάθαιναν απέξω στίχους ή και ολόκληρα ποιήματα. Κανείς ποτέ- ούτε και ο ίδιος εξάλλου- δεν μπορούσε να αποστηθίσει έστω και ένα μέρος από κάποιο δικό του βιβλίο.
     Άνοιξε τον τόμο με τα ποιήματα σε μια τυχαία σελίδα. Έτσι διάβαζε πάντα την ποίηση. Χωρίς αρχή και τέλος∙ γιατί η ποίηση δεν είχε αρχή και τέλος∙ ήταν η ίδια αρχή και τέλος.
Έμεινε να κοιτάει σαν κεραυνοβολημένος το ποίημα. Η άνεση της νύχτας, ο τίτλος του. Ένας στίχος όλο το ποίημα. Μία φράση όλη κι όλη. Και….. ναι.... Βέβαια! Ήταν η δική του φράση. Η φράση που έψαχνε τόσες μέρες. Πέντε λέξεις, ένα ολόκληρο ποίημα. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, σα να είχε τρέξει σε ανηφόρα. Διάβασε και ξαναδιάβασε τη φράση∙ με τα δικά του χείλη∙ ύστερα με τα χείλη του αφηγητή. Αυτή ήταν. Τέλεια. Μοναδική. Ξεχωριστή. Η φράση του ποιητή. Το ποίημα του ποιητή.

Αδειάζουμε τα πάντα στην πανσέληνο.

     Ο συγγραφέας δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από την πλαγιαστή γραμματοσειρά του βιβλίου. Άλλαζε τη σειρά των λέξεων. Η φράση παρέμενε ακέραιη. Τέλεια. Ένιωθε γαλήνιος τώρα. Ο ποιητής του είχε στραγγίξει την αγωνία∙  του είχε πάρει όλη την κούραση. Δεν μπορούσε πια να κρατήσει τα βλέφαρά του ανοιχτά. Κοιμήθηκε με τα ρούχα, κρατώντας στο ένα χέρι το βιβλίο με το λυτρωτικό ποίημα. Η άνεση της νύχτας. Σε λίγο το χέρι του χαλάρωσε και το βιβλίο έπεσε στο πάτωμα. Ο συγγραφέας κοιμόταν βαθιά. Είχε πάρει πια να ξημερώνει∙ 21 Μαρτίου.

Το ποίημα που αναφέρεται είναι η Άνεση της Νύχτας του Νίκου Καρούζου από τη συλλογή Πενθήματα (1969).

13.3.12

Μια θεά σε άσπρο-μαύρο



  1. Πόσες πυγολαμπίδες στη σειρά χρειάζονται για να διατρέξει το όνειρο μία πλήρη τροχιά;
  2. Πόση θλίψη μπορεί να αντέξει ένα ηλιοτρόπιο, ώστε να συνεχίσει να υψώνει το κεφάλι του στον ήλιο;

Ντινγκκκ…. Ντινγκκκ… Οκτώ "ντινγκ" στη σειρά.  Ο ήχος από το επιτοίχιο εκκρεμές παραμέρισε το ποτάμι των σκέψεων του Ανέστη. Δρύινο το κουτί του, ελβετική κατασκευή, οι ώρες με λατινικούς αριθμούς. Ενθύμιο από τους γονείς του, δώρο του γάμου τους από κάποιο μακρινό εξάδελφο ναυτικό. Τούτο το εκκρεμές, αλλόκοτο από τη γέννησή του, σαν και του λόγου του, χτυπούσε τις μισές ώρες. Μιάμιση, δυόμισι, τρεισήμισι. Δεν έπαιρνε επισκευή, κανένας δεν μπορούσε να βρει τι του έφταιγε. Τώρα χτυπούσε οκτώμισι. Αυτό και το παλιό ραδιόφωνο ήταν τα μόνα αντικείμενα που είχε πάρει μαζί του στο ίδρυμα.
Ο Ανέστης έκλεισε το σημειωματάριό του και άφησε στο τραπέζι  το μολύβι του, μαύρο Faber-Castell Νο 2, χιλιοδαγκωμένο στην κορυφή, δαγκωνιά και στίχος. Ο «Ποιητής των Αοράτων», έτσι συστηνόταν ο Ανέστης κι έτσι ήθελε να τον αποκαλούν. Είχε αφήσει τα ορατά στον Παντοδύναμο και είχε ιδιοποιηθεί τα αόρατα. Παντού όμως έλεγε ότι κι ο ίδιος ένας απεσταλμένος ήταν, με εντολή να τα δημιουργήσει. Όλα κι όλα, δεν ήταν ξιπασμένος. Τα χέρια του έτρεμαν λιγότερο τις τελευταίες εβδομάδες. Είχαν φύγει και οι φωνές. Αυτά τα μικρά, χρώματος ώχρας χάπια ήταν θαυματουργά.
Σηκώθηκε από το τραπέζι και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Στο κομοδίνο του φάνταζε καμαρωτό το ραδιόφωνό του, Siemens 1960. Ο Ανέστης γύρισε τον διακόπτη του, μέχρι ν’ ακουστεί ένα απαλό «κλικ». Onff….Οffn. Όλα στη ζωή έχουν off και on. Ποια είναι περισσότερα, αυτά που είναι off και γίνονται on ή όσα είναι on και γίνονται off; Ο Ανέστης δεν είχε ακόμα καταλήξει σε σίγουρο συμπέρασμα. Γύρισε το κουμπί μέχρι που η βελόνα έδειξε τη συχνότητα του αγαπημένου του σταθμού. Τα ακροδάχτυλά του είχαν το ίδιο καφεκίτρινο χρώμα με τα πλήκτρα του ραδιοφώνου. Χιλιάδες τσιγάρα, χιλιάδες on/off… on/off…on/off….
Η συναυλία δεν είχε αρχίσει ακόμα. Η εκφωνήτρια, με βραχνή ναζιάρικη φωνή κι ένα ελαφρό ψεύδισμα στο ρο, εξαντλούσε τα λίγα ραδιοφωνικά λεπτά με στοιχεία από τη ζωή της πιανίστριας. Ο Ανέστης τα ήξερε όλα απέξω κι ανακατωτά. Ήταν η θεά του από τον καιρό που ήταν νέος, πριν ακόμα έρθουν οι φωνές. Δεν είχε δίσκους της, την άκουγε όμως στο ραδιόφωνο και μάζευε από τις εφημερίδες και τα περιοδικά ό,τι δημοσιευόταν για κείνη. Είχε παρακολουθήσει τους τρεις γάμους της, είχε χαρεί με τις γέννες της (μία κόρη από κάθε γάμο), είχε πανικοβληθεί με την αρρώστια της, προσευχόταν νύχτα-μέρα για κείνη (πότε στο Θεό, πότε στον Μπαχ και τον Μπετόβεν). Έγινε επιτέλους καλά, συνέχιζε να γυρίζει τον κόσμο με συναυλίες, μαζί με τους φίλους της. Σπάνια έπαιζε μόνη, ήθελε παρέα πάνω στη σκηνή. Βοηθούσε νεαρούς μουσικούς να ανοίξουν τα φτερά τους, διοργάνωνε μουσικά φεστιβάλ, συμμετείχε ως κριτής σε διαγωνισμούς πιάνου. Ο Ανέστης μάζευε κομματάκι-κομματάκι τη ζωή της. Μετά ήρθαν οι φωνές∙ η δική του ζωή άρχισε να θολώνει και τα κομματάκια σκόρπισαν. Ούτε θυμόταν πια πού ήταν αυτό το παλιό λεύκωμα με τα αποκόμματα.
Πριν από τρεις μήνες είχαν αναγγείλει στις ειδήσεις τη συναυλία της. Στο Μέγαρο Μουσικής, τρεις απανωτές μέρες. Σκέφτηκε να πάει. Παρακάλεσε τους γιατρούς. Με τα πολλά τον άφησαν. Θα τον συνόδευε ένας νοσοκόμος. Ο Ανέστης θα πλήρωνε και τα δύο εισιτήρια. Βρήκε το τηλέφωνο του Μεγάρου∙ πήρε να ρωτήσει. Δεν υπήρχε τίποτα. Όλα τα εισιτήρια είχαν πουληθεί από τις πρώτες κιόλας μέρες. Έτσι κι αλλιώς, δεν κρατούσαν εισιτήρια τηλεφωνικά. Έπρεπε να πάει στα εκδοτήρια ή να τα κλείσει μέσω ίντερνετ με πιστωτική κάρτα. Ο Ανέστης πανικοβλήθηκε. Ένιωσε όπως τον προηγούμενο καιρό∙ φοβήθηκε ότι θα ξαναέρχονταν οι φωνές. Οι συναυλίες θα μεταδίδονταν απευθείας από το ραδιόφωνο, του είχε πει η ευγενική κυρία στο τηλέφωνο. Εσείς θα πάτε; τη ρώτησε ο Ανέστης. Δεν δούλευε σαββατοκύριακα, ήταν η απάντησή της∙ κοφτή, δεν άφηνε περιθώρια. Ο Ανέστης δεν κατάλαβε τι σήμαινε αυτό: θα πήγαινε ή όχι; Δεν συνέχισε όμως την κουβέντα. «Έχω άλλη γραμμή», του είπε η κυρία και το τηλεφώνημα διακόπηκε απότομα.
 Ο Ανέστης μετρούσε τις μέρες και τις μισές ώρες με το εκκρεμές του. Έπινε τα χαπάκια του σχολαστικά, έτρωγε καλά και ξεκουραζόταν∙ κατά γράμμα το πρόγραμμα του γιατρού. Ήθελε να είναι σε φόρμα εκείνο το Σαββατοκύριακο.
Και πραγματικά, ήταν σε τέλεια φόρμα εκείνο το Σάββατο απόγευμα. Είχε τακτοποιήσει το δωμάτιο, είχε κάνει μπάνιο και φορούσε καθαρές πιζάμες. Της είχε γράψει ένα ποίημα το πρωί και το διόρθωνε, αλλάζοντας τις φράσεις ξανά και ξανά, μέχρι το απόγευμα. Επιτέλους, η μεγάλη ώρα είχε φτάσει.
Χειροκρότημα. Η εκφωνήτρια περιέγραφε την είσοδο της πιανίστριας στη σκηνή. Φορούσε μακρύ μαύρο φόρεμα. Τα λευκά μαλλιά της-είπε η εκφωνήτρια-έπεφταν «ελεύθερα» στους ώμους. Ατίθασα σαν κι εκείνη, σκέφτηκε ο Ανέστης με αγάπη∙ λευκά μαλλιά και μαύρο φόρεμα, άσπρο-μαύρο, η θεά των πλήκτρων. Ακούστηκαν τα έγχορδα να κουρδίζουν∙ κούρδιζαν πάντα σε ρε, ο Ανέστης το ήξερε αυτό καλά. Έπιανε με το αυτί του όλα τα διαστήματα της Πυθαγόρειας κλίμακας. Το κούρδισμα σταμάτησε. Σιγή. Η εκφωνήτρια είχε σταματήσει κι αυτή να μιλάει. Τα βιολιά άρχισαν χαμηλόφωνα την εισαγωγή του πρώτου μέρους του κοντσέρτου.
Ο Ανέστης πήρε από το κομοδίνο το χάρτινο φακελάκι με το βραδινό του «ωχροκίτρινο» (έτσι το έλεγε ο γιατρός) χαπάκι. Έβαλε το χάπι στο στόμα του, ξάπλωσε στο μαξιλάρι και έκλεισε τα μάτια. Άκουγε τα χέρια της να μαγεύουν τα πλήκτρα. Άσπρο/μαύρο, άσπρο μαύρο, άσπρο μαύρο…. Η φωνή της σιγοτραγουδούσε: on/offon/off… (μα έχει φωνητικό μέρος το κοντσέρτο; ο Ανέστης είχε σαστίσει) on/offon/offon/off




27.2.12

Το μαύρο κουτί



        Πρώτη φορά  συναντούσε η Αθηνά τέτοιον άνθρωπο από κοντά. Ενεχυροδανειστής, με όλη τη σημασία της λέξης. Μέσα στο κέντρο της Αθήνας, στα Χαυτεία. «Αγοράζω χρυσαφικά-ρολόγια-χρυσά δόντια στις καλύτερες τιμές της αγοράς». Ίδια η επιγραφή στην πόρτα του ενεχυροδανειστηρίου με αυτή που είχε δει η Αθηνά στην εφημερίδα∙ μόνο που η επιγραφή της πόρτας διευκρίνιζε με μαρκαδόρο δίπλα στο «χρυσά δόντια», «δεκτά και με σφραγίσματα».
       Η Αθηνά άγγιξε απαλά το κιτρινισμένο πορσελάνινο κουδούνι. Ανατρίχιασε στη σκέψη ότι έμοιαζε με γεροντικό δόντι, ενεχυριασμένο λόγω έλλειψης χρυσών. Η πόρτα άνοιξε με έναν θαμπό ήχο, αποκαλύπτοντας ένα κακοφωτισμένο δωμάτιο που μύριζε ξινίλα και καπνό τσιγάρου. Ο κύριος Μάριος, έτσι της είχε συστηθεί στο τηλέφωνο - η Αθηνά γελούσε με όσους αυτοσυστήνονταν ως «κύριος» ή «κυρία», ήταν ένας κοντόχοντρος πενηντάρης με αραιά μαλλιά βαμμένα στο χρώμα του έβενου και ένα ροδαλό πρόσωπο μωρού.  Της έτεινε μια παχουλή, ιδρωμένη παλάμη για χειραψία. Η ίδια παλάμη στη συνέχεια την οδήγησε με στοργή επαγγελματικών προδιαγραφών σε μια ταλαιπωρημένη δερμάτινη πολυθρόνα. Ο ίδιος κάθισε στο γραφείο του και πήρε τον μεγεθυντικό φακό.
       Η Αθηνά έβγαλε με τρεμάμενα χέρια από την τσάντα της ένα μικρό μαύρο βελούδινο κουτί∙ το δικό της κουτί της Πανδώρας. Δεν το άνοιγε συχνά, γιατί θυμόταν.  Θυμόταν τον πρώτο καιρό μαζί του∙ τις ατέλειωτες αγκαλιές, τα παιχνίδια στο κρεβάτι∙ τη μυρωδιά του καφέ-φρεσκοκομμένος Λουμίδης-και των Κυριακάτικων εφημερίδων∙ τις νυχτερινές εξόδους στο κέντρο της Αθήνας∙ σινεμά στο Έμπασυ, περπάτημα μέχρι την Ιπποκράτους για κρέπες στις "Μαριονέτες" και ύστερα βόλτα για βιτρίνες μέχρι το Σύνταγμα∙ η Πανεπιστημίου και η Ακαδημίας φωτισμένες, γιορτινές∙ τα αυτοκίνητα να έρχονται ανάποδα και τα φώτα τους να θαμπώνουν τις σιλουέτες των περαστικών∙ η ανάσα του ζεστή στο λαιμό της, τσίχλα με άρωμα κανέλας ανακατεμένη με την πρώτη ανεπανάληπτη ανδρική Αρμάνι. Σε μια τέτοια βόλτα της είχε δώσει το δαχτυλίδι. Αγάπη μου, ήταν το μόνο που της είχε πει∙ δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ποια από τις δύο λέξεις την είχε κάνει να βουρκώσει.
     Ήταν μαζί για δέκα χρόνια. Δεν παντρεύτηκαν, δεν έκαναν παιδιά∙ κανένα από τα δύο «δεν» δεν ήταν αιτία του άλλου. Η Αθηνά έγινε καθηγήτρια φιλόλογος, εκείνος δικηγόρος. Σε ένα μικρό ιδιωτικό σχολείο εκείνη, μεγαλοδικηγόρος εκείνος. Ο κύκλος του διευρύνθηκε. Ανέλαβε μεγάλες υποθέσεις. Πήγαινε στο γραφείο ακόμα και τις Κυριακές. Ανάσαινε ακριβά πούρα και είχε από χρόνια αποχωριστεί την παλιομοδίτικη Αρμάνι. Πρέπει να έβρισκε και την Αθηνά παλιομοδίτικη, αλλά δεν την είχε αποχωριστεί, τουλάχιστον όχι τυπικά. Πήγαινε με τις παρέες του, χωρίς εκείνη,  σε gourmet εστιατόρια στο Κολωνάκι. Παράγγελνε ακριβά πιάτα και συλλεκτικά κρασιά. Η Αθηνά έμενε πίσω με τα βιβλία και τις μουσικές της ή πήγαινε σινεμά με φίλες. Σύντομα χώρισαν.
     Δεν βλέπονταν πια καθόλου, ούτε σαν φίλοι. Δεν είχαν συναντηθεί ούτε τυχαία, έτσι σε κάποιο κατάστημα ή στον δρόμο. Φαίνεται ότι ακόμα και η τύχη είχε απογοητευθεί από τον συνδυασμό τους και δίσταζε να τον ξαναδοκιμάσει σε οποιαδήποτε μορφή.
     Η Αθηνά έδωσε το κουτί στον κύριο Μάριο. Δεν στενοχωριόταν για το ίδιο το δαχτυλίδι. Έτσι κι αλλιώς από χρόνια δεν το φορούσε. Το κρατούσε φυλαγμένο μέσα στο μαύρο του κουτί, βαθιά μέσα στο συρτάρι του κομοδίνου της. Είχε σκοπό να το εξαργυρώσει κάποια στιγμή, ίσως για να πάρει κάτι άλλο που θα της άρεσε. Έτσι όμως αναγκεμένοι που ήταν οι καιροί, μάλλον τελικά θα το έδινε για να φάει. Χρώσταγε νοίκια δύο μηνών και τη δόση του αυτοκινήτου. Το σχολείο φέτος δεν πήγαινε καλά. Θα γίνονταν απολύσεις.
    Τα χέρια της ήταν παγωμένα, σαν ξύλα. Θύμωνε κάθε φορά που της συνέβαινε αυτό∙ πολύ περισσότερο, γιατί το περίμενε να γίνει. Αυτή τη φορά ήταν χειρότερα∙ της φαινόταν ότι είχε μείνει αλειμμένη επάνω τους η υγρή και μαλακή-σαν σφουγγάρι-χειραψία του κυρίου Μάριου. Αηδίασε.
     Ο κύριος Μάριος εξέτασε προσεκτικά το δαχτυλίδι με τον μεγεθυντικό φακό του,  σουφρώνοντας τα φρύδια του. Ψεύτικο. Είναι ψεύτικο. Η ετυμηγορία, ειπωμένη δύο φορές, ήχησε σαν ιατροδικαστικό πόρισμα. Το πρόσωπο του κυρίου Μάριου γυάλιζε στο ημίφως. Από ροδαλό, έμοιαζε τώρα πορσελάνινο, σαν πεθαμένου. Έβαλε ξανά τον φακό στη θήκη του και το δαχτυλίδι στο κουτί του. Η Αθηνά πήρε πίσω το κουτί, μουδιασμένη∙ μια σχέση που συνετρίβη κατά την απογείωση και μέσα στα συντρίμμια της το μαύρο κουτί με την εξήγηση.
     Βγήκε έξω στη στοά. Μπροστά της ένα κατάστημα «1 ευρώ». Ομπρέλες, μαντίλια, στέκες για τα μαλλιά, στυλό, κάλτσες∙ όλα με 1 ευρώ. Στην είσοδο, ένας μελαψός Ασιάτης της χαμογέλασε με μια κατάλευκη οδοντοστοιχία. Η Αθηνά μπήκε μέσα και άρχισε να ξεδιπλώνει ένα προς ένα όλα τα μαντίλια.

27.11.11

Συλλέκτης ήχων

(φωτ. Bill Brandt)

(ένα παλιότερο κείμενο, ξανακοιταγμένο)

Είμαι συλλέκτης. Μαζεύω ήχους, ακριβώς όπως άλλοι μαζεύουν γραμματόσημα, νομίσματα ή παλιά βιβλία. Με την ίδια μανία αποθηκεύω τα κομμάτια της συλλογής μου, παλαιότερα σε κασέτες και τώρα σε CD. Με την ίδια λαχτάρα τα ταξινομώ. Με το ίδιο καμάρι τα επιδεικνύω. Κάνω αυτή τη συλλογή από μικρός. Σχεδόν από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Πώς σκέφτηκα να κάνω τη συγκεκριμένη συλλογή; Δεν το θυμάμαι. Ίσως είναι και το ότι σε αυτές τις νεαρές ηλικίες δεν χρειάζεται να το πολυσκεφτεί κανείς για να κάνει κάτι. 
Ο πρώτος ήχος που έβαλα στη συλλογή μου ήταν ο θόρυβος που έκανε η ραπτομηχανή της γιαγιάς,  μια παλιά μαύρη Singer στηριγμένη σε ένα μαρμάρινο τραπεζάκι με μαντεμένια πόδια. Η γιαγιά καθόταν με τις ώρες πάνω από τη μηχανή, με τα πρεσβυωπικά γυαλιά έτοιμα σχεδόν να κυλίσουν από τη μύτη της, και διόρθωνε τα ρούχα μας. Στρίφωνε τα παντελόνια και τις φούστες (ο μπαμπάς και η μαμά δεν ήταν πρώτο ανάστημα) και μπάλωνε τους αγκώνες και τα γόνατα στα δικά μου ρούχα (σαν παιδί κι εγώ, δεν μάζευα ήχους ολημερίς). Γελούσαν ο μπαμπάς κι η μαμά με τη σοβαρότητα που είχα την ώρα της «ηχογράφησης». Πολλά χρόνια αργότερα όμως, όταν η γιαγιά είχε πια αφήσει ορφανή την πιστή της ραπτομηχανή, μου ζητούσαν από καιρό σε καιρό να τους παίξω τη μαγνητοταινία με τον πρώτο αυτό ήχο και τότε κατάλαβα ότι η συλλογή μου είχε την ίδια ή ίσως και μεγαλύτερη αξία με τις άλλες πιο δημοφιλείς συλλογές γραμματοσήμων και νομισμάτων.
Πάντως, ήξερα καλά ότι οι συμμαθητές μου στο σχολείο με κορόιδευαν. Στα διαλείμματα, την ώρα που εκείνοι καθισμένοι κατάχαμα αντάλλασσαν μεταξύ τους εικονίτσες ποδοσφαιριστών και αεροπλάνων, εγώ τριγυρνούσα με το μαγνητοφωνάκι μου και έγραφα τη βαβούρα του διαλείμματος. Παραμόνευα τα κορίτσια στα αποδυτήρια, όχι για να τις δω που γδύνονταν, αλλά για να ηχογραφήσω τα γέλια και τις κουβέντες τους. Μιλούσαν όλες μαζί και ξεκαρδίζονταν εντελώς απροειδοποίητα. Αραιά και πού, το μαγνητοφωνάκι μου έπιανε κανένα αγορίστικο όνομα. Άκουγα τις μαγνητοταινίες ξανά και ξανά, προσπαθώντας με αγωνία να ξεχωρίσω μέσα στην κοριτσίστικη φασαρία και το δικό μου όνομα. Θες η κακή ποιότητα εγγραφής (δεν έφτιαξε ούτε όταν πήρα κασέτες χρωμίου και μετάλλου), θες το ότι δεν ήμουν και κανένας κούκλος, η συλλογή εκείνης της εποχής μπορεί να μου έδωσε άλλες χαρές, ποτέ όμως την πολυπόθητη.
Αργότερα, στο πανεπιστήμιο, οι συμφοιτητές μου με αντιμετώπιζαν ως φαινόμενο υπό παρατήρηση. Φρόντιζαν μάλιστα να είναι όσο το δυνατόν πιο αθόρυβοι όταν βρισκόμουν ανάμεσά τους, με τον φόβο ότι οποιαδήποτε κουβέντα τους μπορούσε να περάσει στη μαγνητοφωνημένη αιωνιότητα. Ακόμα και σήμερα, οι συνάδελφοί μου στο γραφείο, αλλά και η Χριστίνα, πρέπει-μεταξύ μας-να με θεωρούν ιδιόρρυθμο, για να μη με χαρακτηρίσω αλλιώς.
Έχω μαζέψει ως τώρα περίπου δώδεκα χιλιάδες ήχους. Φυλάω τα λάφυρά μου σε μια βιβλιοθήκη. Όλοι οι ήχοι ταξινομημένοι κατά είδος και κατά ημερομηνία ηχογράφησης. Πραγματικός θησαυρός.
Ήχοι από την καθημερινότητα, η βροχή που πέφτει στις πλάκες του πεζοδρομίου και στα παρμπρίζ των αυτοκινήτων, ο ήχος του κρασιού καθώς σερβίρεται στο ποτήρι, το ξεφύλλισμα των κυριακάτικων εφημερίδων, το απορριμματοφόρο που μαζεύει τα σκουπίδια τις πρώτες πρωινές ώρες, ήχοι και μουσικές από τα παιχνίδια της Άλκηστης.
Μερικοί ήχοι έχουν ιστορική σημασία, όπως ο ήχος από τα κλειδιά που κουδούνιζαν  κρεμασμένα στις πόρτες του διαμερίσματός μας,  ολοκαίνουργιου τότε, το βράδυ που έγινε ο μεγάλος σεισμός της Αθήνας. Θυμάμαι, ήμουν ξαπλωμένος και διάβαζα το «Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι». Ήμουν εντελώς απορροφημένος στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου. Στο σημείο όπου ο Ντόριαν μαχαίρωνε το πορτρέτο του, άρχισε το σπίτι να τρέμει και μια υπόκωφη βουή, σαν κροτάλισμα τυμπάνων, κάλυψε τους σπιτικούς θορύβους. Προς στιγμή θαύμασα την πένα του  Όσκαρ Ουάιλντ (τι συγγραφέας! να μπορεί να ταρακουνάει τον αναγνώστη με τόση αμεσότητα!), γρήγορα όμως κατάλαβα ότι δεν με κούναγε ο Όσκαρ, αλλά ο Εγκέλαδος.  Ίσα που πρόλαβα να πατήσω το record στο μαγνητοφωνάκι και να γράψω λίγα δευτερόλεπτα από την ηχητική πλευρά της γης που σείεται, ηχογράφησα όμως σε όλο της το μεγαλείο μια πραγματική συμφωνία για έξι διπλά κλειδιά κρεμασμένα σε πόρτες, που ακολούθησε το συθέμελο ταρακούνημα του καινούργιου μας σπιτιού.
Τα κορναρίσματα στους δρόμους τη χρονιά που η ελληνική ομάδα κέρδισε το πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα μπάσκετ: άλλος ιστορικός ήχος. Εκείνες τις ημέρες, έδινα Πανελλήνιες και αναγκαστικά είχα περιορίσει τόσο τη συλλεκτική όσο και τις υπόλοιπες δραστηριότητές μου. Το επόμενο πρωί έδινα Χημεία. Ένιωθα δεμένος πισθάγκωνα στην καρέκλα του γραφείου μου με αλυσίδες άνθρακα. Τις προηγούμενες νύχτες έβλεπα όνειρα γεμάτα με κετόνες και αλδεΰδες. Τα μαλλιά μου και τα ρούχα μου είχαν ποτίσει από νικοτίνη: ο χημικός που μου έκανε ιδιαίτερα μαθήματα για τις εξετάσεις κάπνιζε απανωτά τσιγάρα και ήταν κι αυτός περισσότερο αγχωμένος απ’ ό,τι συνήθως. Τον θυμάμαι να φυσάει τις λύσεις των δύσκολων προβλημάτων ανάμεσα σε δαχτυλίδια καπνού που διαλύονταν άδοξα στο πρόσωπό μου. Η νίκη της Εθνικής ομάδας μπάσκετ μου είχε δώσει μια ξαφνική και μεγάλη χαρά, αφού μέχρι τότε δεν είχα ποτέ ζήσει άλλη διάκριση της Ελλάδας σε διεθνή διοργάνωση. Θυμάμαι ότι είχα παρατήσει για λίγο το τσαλακωμένο βιβλίο με τις κετόνες και είχα βγει στο μπαλκόνι. Αυτοκίνητα περνούσαν κορνάροντας, μερικές φορές μελωδικά, ενώ από τα παράθυρά τους ανέμιζαν γαλανόλευκες. Τραγούδια ακούγονταν από μακριά. “It is the final countdown”, η επιτυχία της εποχής με το χαρακτηριστικό σάλπισμα.  Στο κατώφλι της ενηλικίωσης τυπικά, αλλά με παιδική σκέψη ακόμα,   δεν ήμουν τότε σε θέση να συνειδητοποιήσω πόσο λίγες, σχεδόν συλλεκτικές, είναι οι στιγμές που νιώθει κανείς υπερήφανος για την Ελλάδα, όμως αργότερα ταξινόμησα την ηχογράφηση αυτή στους σπάνιους ήχους.
Οφείλω να σας αποκαλύψω την πιο αστεία ηχογράφηση της συλλογής μου. Φθινόπωρο στη Θεσσαλονίκη, μέρες του Φεστιβάλ Κινηματογράφου και η Χριστίνα έγκυος στην Άλκηστη. Μέναμε στην Πλατεία Αριστοτέλους, σε πολύ καλό ξενοδοχείο. Η Χριστίνα μπαινόβγαινε στις κινηματογραφικές αίθουσες και ερχόταν στο ξενοδοχείο σχεδόν μόνο για να κοιμηθεί. Εγώ είχα πάρει μαζί μου δουλειά του γραφείου και έκανα μικρά διαλείμματα μόνο για να γράψω κανέναν ήχο. Το δεύτερο βράδυ δεν μου κόλλαγε ύπνος. Πρέπει να ήταν περίπου δύο τα ξημερώματα κι εγώ στριφογύριζα στο κρεβάτι, προσπαθώντας να μην ξυπνήσω τη Χριστίνα. Ξαφνικά, ο τοίχος που ήταν κολλητά στην πλάτη του κρεβατιού άρχισε να δονείται ρυθμικά, σαν κάτι να τον έσπρωχνε από πίσω. Προστέθηκε ένα ρυθμικό κρεσέντο από χτυπήματα ξύλου πάνω σε τσιμέντο. Το μαγνητόφωνό μου είχε ήδη αρχίσει να γράφει. Μετά από την κρουστή αυτή εισαγωγή, ακολούθησε το φωνητικό μέρος, εξίσου ρυθμικό και διεγερτικό. Μια γυναικεία κραυγή, ένα επαναλαμβανόμενο «α-α-α-α-...» με διαφορετικό χρωματισμό σε κάθε εκφορά του: πόνος, αγωνία, ηδονή, θυμός. Μια οργασμική άρια για σοπράνο με συνοδεία κρουστών, ένα ηχητικό διαμάντι. Ηχογραφούσα γελώντας. Τρία λεπτά και σαράντα δευτερόλεπτα. Άξιος ο βαρύτονος, σκέφτηκα. Η Χριστίνα δίπλα μου, παρέμενε βυθισμένη σε όνειρα σινεμασκόπ με πρόσωπο γλυκό και αφρατεμένο από την πλημμύρα των ορμονών.
Οι πιο αγαπημένοι μου ήχοι είναι αυτοί που επιγράφονται ως «ήχοι της φύσης». Ήχοι ηχογραφημένοι κατά τη διάρκεια μακρινών περιπάτων μέσα σε δάση ή πάνω σε λόφους και βουνά. Τριζόνια, τζιτζίκια, μέλισσες, αλλά και το κελάρυσμα ενός ρυακιού, το θρόισμα που κάνουν τα στάχυα μέσα στο κατακαλόκαιρο, το κόασμα των βατράχων μέσα στις καλαμιές.
Η πιο κατάλληλη ώρα για να μαζέψει κανείς  ήχους είναι το βράδυ. Είναι η ώρα που οι ήχοι αποκτούν τη μέγιστη καθαρότητά τους και γίνονται πιο ευδιάκριτοι. Ξεφυτρώνουν και άλλοι ήχοι,  εντελώς ιδιαίτεροι. Ήχοι που λες και κρύβονταν από τη μέρα, περιμένοντας το σούρουπο για να ξεμυτίσουν από την κρυψώνα τους.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το βράδυ. Αρχές καλοκαιριού, με μια ασυνήθιστη ψύχρα για την εποχή. Περασμένες έντεκα.  Έκλεισα τα βιβλία στο γραφείο και ξεκίνησα για το σπίτι. Η γνωστή διαδρομή με το αυτοκίνητο, αρκετά κοντινή για να μην κουράζει, αλλά και αρκετά μακρινή, για να μου επιτρέπει να ακούσω ήχους. Υπάρχει ένα σημείο της διαδρομής που μοιάζει σαν να μην είναι μέσα στην πόλη. Είναι ένα ήσυχο δρομάκι, παράλληλο με την κεντρική οδό. Σε ένα σημείο, δύο πανύψηλα πεύκα εκατέρωθεν στενεύουν τόσο το δρομάκι, ώστε ίσα που χωράει να περάσει ένα μικρό αυτοκίνητο.  Αυτό το σχεδόν εξωτικό σημείο αποτελεί πραγματικό καταφύγιο για σπάνιους ήχους. Εκεί έχω συλλέξει μερικούς από τους πιο αγαπημένους μου ήχους.
Εκείνο το βράδυ, καθώς περνούσα από το σημείο αυτό, άκουσα τη γλυκιά, εύθραυστη λαλιά ενός αηδονιού. Σταμάτησα επιτόπου το αυτοκίνητο. Ο ήχος της μηχανής ακουγόταν προσβλητικά άσχημος πλάι στις τρίλιες του πουλιού. Απόμεινα μαγεμένος να ακούω. Το δημοσιογραφικό μου μαγνητοφωνάκι άκουγε κι αυτό και έγραφε νότες κρυστάλλινες  σε μια μελωδία υπέρτατης έμπνευσης, ικανή να κάνει και τον πιο προικισμένο συνθέτη να σκάσει από ζήλια. Θυμήθηκα εκείνο το έργο του Messiaen με τα πουλιά, συνειδητοποιώντας ξαφνικά πόση δεξιοτεχνία χρειάστηκε για να αποδώσει τις φωνές των πουλιών με μουσικά όργανα, πόσα χρόνια πειραματισμών και πόσες παρτιτούρες πρέπει να είχε σκίσει και ξαναγράψει στην προσπάθειά του να πλησιάσει την αρμονία των μικρών φτερωτών μουσικών.
Καθώς τα σκεφτόμουν όλα αυτά, το αηδόνι συνέχιζε αμέριμνο το ρεσιτάλ του κι εγώ, ο μοναδικός τυχερός ακροατής, είχα ξεχαστεί εντελώς. Σχεδόν δεν θυμόμουν από πού ερχόμουν και προς τα πού πήγαινα. Με επανέφερε απότομα στην πραγματικότητα ο ήχος της μηχανής ενός αυτοκινήτου και ένα γαλάζιο φως που αναβόσβηνε ρυθμικά. Ένα περιπολικό.
     «Καλησπέρα. Πάθατε τίποτα;» με ρωτούσε ένα πρόσωπο νεαρού αστυνομικού από το δικό μου μισάνοιχτο παράθυρο του οδηγού. Ελαφρώς αξύριστο με παλιά σημάδια ακμής στα μάγουλα. Βλέμμα που μαρτυρούσε ενδιαφέρον και καχυποψία σε ίσες αναλογίες.
     «Όχι…», ψέλλισα ξαφνιασμένος, αποσιωπώντας την αλήθεια. Κάτι είχα πάθει: είχα σαστίσει από την απερίγραπτη ομορφιά, από την απαράμιλλη μελωδία. Θυμήθηκα τους συμμαθητές μου και ενέμεινα στην αρχική απάντηση.
     «Μπορώ να έχω το δίπλωμα οδήγησης και την άδεια κυκλοφορίας του αυτοκινήτου σας;»
     «Πώς… Βέβαια… Αμέσως…», απάντησα και άρχισα να ψάχνω στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου.
 Μα πού ήταν; Εκεί πρέπει να τα είχα αφήσει. Ανακάτεψα διάφορα άχρηστα χαρτιά που ήταν παραχωμένα όπως-όπως στο ντουλαπάκι. Δεν είχε άδικο η Χριστίνα που με έλεγε ακατάστατο. Πουθενά τα χαρτιά…. Ούτε το δίπλωμα, ούτε η άδεια…. Από το ύφος του αστυνομικού κατάλαβα ότι μάλλον είχα μπλέξει. Πόσο άσχημα άραγε; Αυτό το συνειδητοποίησα λίγο αργότερα, όταν έφτασα συνοδευόμενος από το περιπολικό στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής για εξακρίβωση στοιχείων.