Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία μιας φωτογραφίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία μιας φωτογραφίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

7.2.13

Χειμωνιάτικο καλοκαίρι με τρομπέτα



      Όταν κατεβαίνει ο ήλιος πάνω από τη Βαρκελώνη, στέκεται πάντα πρώτα στη Μπαρτσελονέτα. Ακόμα και μέσα στον χειμώνα, το μέρος αυτό είναι πάντα φωτεινό, ο αέρας του νοτισμένος από την αρμύρα και οι άνθρωποί του παραδομένοι σε μια  ατέλειωτη βόλτα.
      Σε μια τέτοια βόλτα, ένα χειμωνιάτικο πρωινό καθημερινής κι ενώ οι ντόπιοι ήταν στις δουλειές που ακόμα υπήρχαν, περπατούσα χωρίς σκοπό και χωρίς παρέα, αν και η Nikon μου είναι επαρκής παρέα, κατά μήκος της αρθρωτής γέφυρας που ενώνει τα δύο μεγάλα κομμάτια της Μπαρτσελονέτας. Γυαλιά ηλίου και κασκόλ είναι σχήμα οξύμωρο, αλλά προκλητικό∙ ο ήλιος μέσα στον χειμώνα είναι το καλύτερο βελτιωτικό της διάθεσης. Τυχεροί  σε αυτό οι Καταλανοί, όπως κι εμείς, γιατί στα υπόλοιπα είναι μάλλον άτυχοι∙ όπως σίγουρα εμείς.
     Ο άπλετος ήλιος ξεγελούσε και τις μουσικές. Από μακριά ακουγόταν το “Summertime” με τρομπέτα. Κάποιος μπάρμαν θα ετοιμάζει τα τάπας για το βράδυ συντροφευμένος από τους ήχους του Γκέρσουιν, σκέφτηκα. Summertime and the living is easy… Μόνο που ήταν χειμώνας και η ζωή είχε ήδη αρχίσει να δείχνει δύσκολη.
     Σπρώχνοντας κάπως βαριεστημένα τα βήματά μου, είδα τον τρομπετίστα. Ήταν μόνος σαν κι εμένα∙ ίσως χωρίς σκοπό εκείνο το πρωινό, σαν κι εμένα. Μαύρος, ή μάλλον μιγάς, ντυμένος ελαφρά για την εποχή, καθισμένος κατάχαμα πάνω στην προκυμαία, με το σακάκι του παρατημένο πάνω στο παγκάκι. Έστελνε τις νότες του στον ουρανό και στη θάλασσα σαν προσευχή (στο Θεό; στον Γκέρσουιν;) με τα μάτια κλειστά, σε βαθιά συγκέντρωση. Η γνωστή μελωδία, απαλλαγμένη από ακόρντα, γυμνή στην απόλυτη ομορφιά της, πριν βρει το Θεό ή τον Γκέρσουιν, σκούνταγε θελκτικά μερικούς γλάρους που πετοβολούσαν στον κοντινό ουρανό και έναν κορμοράνο που στεκόταν παράμερα πάνω σε μια βάρκα. Τα μάγουλα του τρομπετίστα φούσκωναν και άδειαζαν τις θεϊκές νότες στον αυλό του οργάνου, ενώ τα δάχτυλά του, δεξιοτεχνικά τοποθετημένα πάνω από τις οπές, συγκρατούσαν τις νότες από τυχόν παραστρατήματα. Τόσες ομοιότητες με άλλες μελωδίες έχουν βρει οι ειδικοί σε αυτό το κομμάτι∙ δεν ήθελε και πολύ να λοξοδρομήσει. Η τρομπέτα αστραφτοβολούσε στον ήλιο, ενώ στο τραγούδι τα ψάρια πηδούσαν και τα μπαμπάκια ψήλωναν.
      Έβγαλα τη μηχανή από την τσάντα και σκόπευσα∙ πολλαπλές λήψεις, με ζουμ, μακρινές, προσανατολισμός τοπίου, προσανατολισμός πορτρέτου. Μία φωτογραφία για κάθε νότα∙ να βλέπω τις φωτογραφίες και να μου έρχεται στ’ αυτιά το κομμάτι, όπως ακριβώς το έπαιζε ο μοναχικός μαύρος τρομπετίστας. Όταν ήμουν μικρή, έλεγα ότι θα παντρευτώ έναν μαύρο από την Αφρική. Tώρα που το ξανασκέφτομαι, δεν θα με πείραζε να ήταν κι από τη Βαρκελώνη, αρκεί να έπαιζε τρομπέτα.
      Καθώς η αργόσυρτη θλιμμένη μελωδία του μαύρου τρομπετίστα ξέσκιζε τις ψυχές των γλάρων, του κορμοράνου και τη δική μου, ήρθε και χορωδιακό μέρος. Όχι δεν ήταν ο Λούις με την Έλλα∙ ήταν αντρικές φωνές∙ μιλούσαν ισπανικά∙ φώναζαν ισπανικά. Δεν ήταν τα λόγια του τραγουδιού, τα ισπανικά τα καταλαβαίνω αρκετά καλά. Σενιόρα, φώναζαν∙ κυρία. Κατέβασα τη μηχανή και κοίταξα γύρω μου. Δεν υπήρχε καμιά κυρία∙ τουλάχιστον καμιά άλλη εκτός από μένα. Μα ναι, σε μένα φώναζαν. Εργάτες οδοποιίας που επισκεύαζαν τη γέφυρα∙ είχαν αδειάσει τον δρόμο από τους περαστικούς και ήθελαν να σηκώσουν τη γέφυρα. Τους εμπόδιζα εγώ που στεκόμουν καταμεσής και κατασκόπευα τον μαύρο τρομπετίστα. Παραμέρισα στα γρήγορα, βάζοντας βιαστικά τη μηχανή στην τσάντα. Hush, little baby, don’t you cry. Η γέφυρα μαζεύτηκε, χωρίζοντάς με οριστικά από τον τρομπετίστα. Εξάλλου μόνο για τον Θεό ισχύει ότι αυτούς που ενώνει δεν μπορούν να τους χωρίσουν οι άνθρωποι∙ όχι  και για τις γέφυρες.
          Οι εργάτες συνέχιζαν τη δουλειά τους. Ο τρομπετίστας προχώρησε σε ένα αυτοσχεδιαστικό σόλο. Εγώ συνέχισα τη σόλο βόλτα μου. Οι γλάροι είχαν εξαφανιστεί. Μόνο ο κορμοράνος παρέμεινε ακίνητος πάνω στη βάρκα. One of these mornings you're gonna rise up singing, αnd you'll spread your wings and you'll take to the sky, μου ήρθε να του τραγουδήσω, αλλά ήμουν ήδη αρκετά μακριά.

19.1.13

Η ζωή σε pixels


Μεταξύ φίλων. Βρυξέλλες, 2011.
        Μικρή αντιπαθούσα τις φωτογραφίες∙ ιδίως αυτές που με απεικόνιζαν. Με έβρισκα άσχημη, σχεδόν απωθητική∙ το στόμα μου μεγάλο, τα μαλλιά μου πολύ ίσια και πολύ κοντά, το χαμόγελό μου άχαρο. Έκρυβα τις κορνιζαρισμένες φωτογραφίες μου πίσω από βάζα, αγαλματάκια και κηροπήγια. Κάθε βδομάδα με το ξεσκόνισμα ξανάπαιρναν την περίοπτη θέση τους και πάλι τις κυνηγούσα σαν κατσαρίδες.
      Την ίδια εποχή, μέσα στην απειλητική αίθουσα αναμονής στο ιατρείο ενός ηλικιωμένου Ελληνορουμάνου οδοντίατρου, πολυτελή λευκώματα με εκατοντάδες ασπρόμαυρες φωτογραφίες μεγάλων δημιουργών μου κρατούσαν συντροφιά στην αγωνία του τροχού. Εκεί, βυθισμένη στις αναπαυτικές πολυθρόνες, περίμενα τη σειρά μου σαν μελλοθάνατη, ξεφυλλίζοντας σελίδες μεγάλου μεγέθους με θαυμάσιες φωτογραφίες. Ο γέρος οδοντίατρος πρέπει να ήταν λάτρης ή και ερασιτέχνης φωτογράφος∙ τότε ήμουν πολύ μικρή για να μου δημιουργηθεί η απορία.

       Μετά το σχολείο άρχισα να ασχολούμαι με τη φωτογραφία, στην αρχή με μια πρωτόγονη αλλά έμπιστη ΖΕΝΙΤ, τόσο βαριά όσο και ανθεκτική. Έμαθα για τον φωτοφράκτη, το διάφραγμα, την ταχύτητα, την ευαισθησία. Έστηνα τους φίλους μου σαν μοντέλα μπροστά από παλιές πόρτες, τοίχους με τούβλα, ξεχαρβαλωμένα παράθυρα. Μερικοί «έγραφαν» πάνω στο φωτογραφικό φιλμ∙ άλλοι δυσανασχετούσαν, απορρυθμίζονταν. Αργότερα μου ήρθε η μανία με τις αντανακλάσεις. Προχωρούσα στον δρόμο σαν υπνωτισμένη, παρατηρώντας ό,τι που καθρεφτιζόταν στις βιτρίνες, στους καθρέφτες των αυτοκινήτων, στις λακκούβες με τα νερά της βροχής.  Με τη μηχανή κολλημένη στα μάτια γύριζα αριστερά, δεξιά, πάνω, κάτω, μέχρι να πετύχω την τέλεια λήψη. Ό,τι έγραφε το φιλμ, θα έβγαινε στο χαρτί∙ oύτε Photoshop, ούτε Instagram εκείνη την εποχή∙ no mercy.

       Στο τέλος των φοιτητικών χρόνων πήρα μια Canon SLR και παρακολούθησα μερικές σειρές μαθημάτων φωτογραφίας. Άρχισα να μετατρέπω το WC του πατρικού μου σπιτιού σε σκοτεινό θάλαμο. Κλεινόμουν μέσα με τις ώρες σε απόλυτο σκοτάδι και εξασκόμουν να περνάω το φιλμ μέσα στο καρούλι του δοχείου εμφάνισης. Σε αυτό το στάδιο με βρήκε η έναρξη της υποχρεωτικής υπηρεσίας υπαίθρου και αναγκάστηκα να τα παρατήσω.

      Στο αγροτικό άρχισα να αλλάζω φωτογραφική ματιά. Είχα αποκτήσει πια και ένα δυνατό τηλεφακό καθώς και ένα φακό macro. Στεκόμουν σε ουδέτερα σημεία στις πλατείες των χωριών, στις αποβάθρες των λιμανιών και στις γωνιές της αγοράς. Παρατηρούσα τους ανθρώπους∙ τους γέροντες με τα φαρδιά υφασμάτινα παντελόνια και τα μακρυμάνικα πουκάμισα χειμώνα-καλοκαίρι, που ξάκριζαν από τον δρόμο προς τα καφενεία∙ τους ψαράδες που ξεφόρτωναν τα ψάρια και τα θαλασσινά σχεδόν ζωντανά, με τον αφρό της θάλασσας ακόμα επάνω τους∙ τις νοικοκυρές που ψώνιζαν από τους μανάβηδες. Τραβούσα απανωτά φωτογραφίες. Ο τηλεφακός μου με προφύλασσε από ανεπιθύμητες αντιδράσειςαπό μακριά κι αγαπημένοι. Κάποιες φορές χρησιμοποιούσα τη μέθοδο του «ανθρώπινου δολώματος»: έκανα ότι φωτογράφιζα κάποιον γνωστό και τραβούσα το πρόσωπο που ήθελα.

     Την πιο αναπάντεχη αντίδραση σε φωτογραφία την εισέπραξα πριν από πολλά χρόνια, όχι από άνθρωπο, αλλά από ένα χιμπατζή στον ζωολογικό κήπο του Λονδίνου. Είχα σταθεί ακίνητη μπροστά στο κλουβί του και ρύθμιζα τη μηχανή μου για να τον τραβήξω καθώς έτρωγε τη μπανάνα του. Φαίνεται πώς η προετοιμασία μου πήρε λίγο παραπάνω, γιατί μόλις ήμουν πια έτοιμη να τραβήξω τη φωτογραφία, ο χιμπατζής εκνευρισμένος μου πέταξε τη μπανανόφλουδα κατακέφαλα. Αν υπήρχε επόμενη λήψη, θα με έδειχνε με τη φλούδα πάνω στα μαλλιά. Έγινα το ανέκδοτο της παρέας εκείνη την ημέρα…

Διακρίνεται η μπανάνα, καθώς εγκαταλείπει το χέρι του χιμπατζή,
κατευθυνόμενη προς το κεφάλι μου...


      Την τελευταία δεκαετία η φωτογραφία έχει γίνει πια μια εύκολη υπόθεση. Η ψηφιακή τεχνολογία έχει δώσει απόλυτη ελευθερία στις λήψεις. Τραβάς ό,τι θέλεις, όσες φορές θέλεις, όπως θέλεις. Με μηχανή, με κινητό, με tablet. Μετά το επεξεργάζεσαι, το κόβεις και το ράβεις, το χρωματίζεις, το αποχρωματίζεις, το παλιώνεις ή το κάνεις να φαίνεται σαν σκίτσο. Το ανεβάζεις στο facebook, στο flickr, στο μπλογκ. Το κάνεις φόντο στην επιφάνεια εργασίας, υδατογράφημα σε έγγραφο του Word, εικόνα σε παρουσίαση Powerpoint. Μπορείς επίσης να το βάλεις σε ηλεκτρονική κορνίζα∙ αν το βαρεθείς, δεν χρειάζεται να παραχώσεις την κορνίζα∙ απλώς της αλλάζεις το θέμα.

     Με τα χρόνια έχω κατασταλάξει στο είδος της φωτογραφίας που με συναρπάζει. Είναι αυτές οι φωτογραφίες που αιχμαλωτίζουν στιγμιότυπα∙ κάτι που γίνεται και δεν πρόκειται να ξανασυμβεί με τον ίδιο τρόπο. Συνήθως είναι άνθρωποι∙ βλέμματα, χειρονομίες, κινήσεις, χαμόγελα, εκφράσεις. Όχι τα στημένα χαμόγελα, αυτά που περιμένουν το κλικ του φακού, καλοχτενισμένα,  παγωμένα μέσα στην ίδια τους την αμηχανία∙ τα αυθόρμητα χαμόγελα, αυτά που ξεπετάγονται απροειδοποίητα, με τις γωνιές των ματιών να ρυτιδώνουν από ευφορία και τα δόντια να αποκαλύπτονται αβίαστα, αφήνοντας την ψυχή να εκτονώσει έστω και  στιγμιαία τα βάρη της. Είναι και οι εκφράσεις οι φυσικές, αυτές που ζωγραφίζονται αυτόματα, χωρίς παράγγελμα, χωρίς προσμονή∙ η έκπληξη, η δυσαρέσκεια, η βουλιμία, η νύστα, η συγκίνηση, η θλίψη, η απελπισία. Είναι το ίδιο το συναίσθημα που αποτυπώνεται με pixels και περνάει από τη μνήμη RAM στην αιωνιότητα. Φωτογραφία δεν είναι οι στημένες οικογενειακές λήψεις με θείους, ανίψια, εξαδέλφια σε παράταξη γύρω από το γιορτινό τραπέζι∙ αυτό είναι φωτογραφική καταγραφή της οικογένειας. Φωτογραφία είναι η στιγμή που ο θείος, μπουκωμένος με το κομμάτι της βασιλόπιτας, δαγκώνει το φλουρί και γουρλώνει τα μάτια με ενθουσιασμό.

     Οι φωτογραφίες είναι βλέμματα∙ τα βλέμματα των άλλων επάνω μας. Και είναι ίσως αυτά τα βλέμματα που μας κάνουν να νιώθουμε αμήχανα∙ όχι το πώς στ’ αλήθεια δείχνουμε, αλλά το πώς θέλουμε να μας βλέπουν οι άλλοι. Συνεχίζει να μη μου αρέσει ο εαυτός μου στις φωτογραφίες. Τώρα είναι οι ρυτίδες του γέλιου, οι ρίζες των μαλλιών που μπορεί να θέλουν βάψιμο, το κραγιόν που δεν φαίνεται, η φράντζα που έχει πέσει. Είναι όμως ανεκτίμητες κάποιες φωτογραφίες τραβηγμένες με χιούμορ, με αγάπη, που με έχουν συλλάβει απροειδοποίητα σε στιγμές αυθόρμητες∙ σε ένα δυνατό γέλιο με τις ρυτίδες πιο βαθιές από ποτέ, σε μια στιγμή περισυλλογής με τη φράντζα να πέφτει περισσότερο πάνω στο προβληματισμένο κούτελο, σε μια στιγμή λαιμαργίας με το στόμα γεμάτο και το κραγιόν χωνεμένο.

     Η ζωή φαίνεται  αλλιώς  μέσα από το φακό. Πρόκειται για μια ματιά επιλεκτική, συχνά αδιάκριτη, εξομολογητική, έως και τρυφερή.  Να παρατηρεί κανείς τους ανθρώπους και να συλλαμβάνει τα στιγμιότυπα πάνω στη γέννησή τους. Η φωτογραφία να είναι γεμάτη με πραγματικό χρόνο, να αποτυπώνει σκηνές, γεγονότα, εκφράσεις που δεν θα επαναληφθούν ποτέ με τον ίδιο τρόπο∙ μοναδικές στιγμές όπως μοναδική είναι και η ίδια η ζωή.


Σιγά τον πολυέλαιο. Βρυξέλλες 2011.

8.1.13

Καφές με χιόνι


          Δείξε μου τον καφέ σου να σου πω ποιος είσαι. Μεγάλη μου αδυναμία ο καφές∙ μαζί με φίλους, με ένα βιβλίο, ακόμα και σκέτος με το μπισκοτάκι του. Μου αρέσει πολύ ο μοναχικός καφές, σε ώρες που όλοι δουλεύουν (σχήμα λόγου το όλοι), όταν τα καφέ είναι ήσυχα, μισοάδεια. Μα περισσότερο απ’ όλα μου αρέσει ο μοναχικός καφές με χιόνι∙ να κάθεσαι κάπου ζεστά, με τον καφέ να αχνίζει μυρωδάτος κάτω από την παγωμένη σου μύτη, και να παρατηρείς τις νιφάδες καθώς αυτοκτονούν ομαδικά, πέφτοντας λιωμένες στο έδαφος.
           Απέναντι από το σχολείο της Άννας υπάρχει ένα μικρό συμπαθητικό καφέ. Συχνά κάθομαι εκεί∙ καφές και βιβλίο, μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι, για να σχολάσω και να πάω να πάρω την Άννα.
           Σήμερα το μεσημέρι, έχοντας εγκαταλείψει το στρες της χθεσινής εφημερίας στον διάδρομο του γυμναστηρίου, μπήκα στο καφέ. Διάλεξα ένα από τα λίγα ελεύθερα τραπέζια στο βάθος της αίθουσας∙ φαίνεται ότι ο καφές με χιόνι αρέσει σε πολλούς. Κάθισα στον μαύρο υφασμάτινο καναπέ, έβγαλα από πάνω μου τον χιονοδρομικό εξοπλισμό και από τον σάκο μου την Άννα Καρένινα. Πάνω στην ώρα διάλεξα να ξαναδιαβάσω τον Τολστόι, σκέφτηκα∙ ο καιρός αυτός πάει με Ρώσους.
           Παράγγειλα καπουτσίνο με σαντιγί και έριξα μια αναγνωριστική ματιά. Υπάρχουν κι άλλοι μαύροι καναπέδες τριγύρω και μαύρες πολυθρόνες με ασπρόμαυρα μαξιλάρια σε μοτίβο ζέβρας. Από τα φωτιστικά κρέμονται χριστουγεννιάτικες μπάλες. Στον μεγάλο τοίχο της αίθουσας μια ασπρόμαυρη ταπετσαρία με το Μανχάταν. Από τα ηχεία, η Barbra Streisand εξομολογείται ότι είναι μια ερωτευμένη γυναίκα∙ ακούγεται το ίδιο ερωτευμένη όπως πριν από τριάντα χρόνια, τότε που πρωτοβγήκε το τραγούδι∙ οι έρωτες στα δισκάκια κρατάνε παντοτινά. 
           Το κοντινό μου τραπέζι είναι άδειο∙ επάνω του τρεις σκακιέρες. Στο δεύτερο τραπέζι, ένας σαραντάρης άνδρας με αθλητικό μπουφάν, χωμένος στην οθόνη ενός λάπτοπ∙ πατάει τα πλήκτρα από ψηλά με το ένα δάχτυλο και πίνει φραπέ. Στο διπλανό τραπέζι, ένας κύριος γύρω στα εβδομήντα διαβάζει αθλητική εφημερίδα∙ ΧΡΗΜΑΣΠΟΡ∙ Δίψα για εκδίκηση, ο κυρίως τίτλος της πρώτης σελίδας∙ Μπείτε τώρα, προτρέπει με μεγάλα γράμματα το οπισθόφυλλο∙ από τόσο μακριά δεν μπορώ να διαβάσω πού πρέπει να μπει ο αναγνώστης της εφημερίδας∙ ο κύριος πίνει ελληνικό καφέ.
            Την προσοχή μου όμως τραβάει η γυναίκα που κάθεται στο μπροστινό τραπέζι, κοντά στο παράθυρο∙ το αγαπημένο μου τραπέζι. Η γυναίκα είναι στην ηλικία μου∙ φοράει πράσινο χοντρό πουλόβερ με ψηλό γιακά∙ δίπλα στην κούπα της το μικροσκοπικό γυάλινο βαζάκι με της κανέλας. Η γυναίκα πίνει καπουτσίνο και γράφει. Αναδεύει πού και πού μια κόλλα χαρτί, ενώ παρατηρεί κι εκείνη γύρω της όπως κι εγώ, από διαφορετική όμως γωνία. Είναι σκεπτική∙ κρατάει με το αριστερό χέρι το πηγούνι της, στηρίζοντας το κεφάλι της, βαρύ από την περισυλλογή∙ με το δεξί χέρι γράφει στο χαρτί. Φαίνεται πολύ απορροφημένη από το γραπτό της. Σκέφτομαι ότι μπορεί να είναι η Ελληνίδα Τζόαν Ρόουλινγκ∙ κάπως έτσι γεννήθηκε ο Χάρι Πότερ, σε ένα καφέ του Εδιμβούργου.
              Βγάζω κι εγώ το μπλοκάκι μου και κρατάω σημειώσεις. Η γυναίκα γράφει το βιβλίο της κι εγώ γράφω για τη γυναίκα. Ο ηλικιωμένος κύριος παίρνει την εφημερίδα του και φεύγει. Ίσως αποφάσισε επιτέλους να μπει εκεί που του λέει η εφημερίδα του. Ο νεότερος άνδρας συνεχίζει να πληκτρολογεί με μανία κατεβάζοντας από ψηλά το ίδιο δάκτυλο. Η γέφυρα του Μανχάταν ξεκινάει από το τραπέζι με τις σκακιέρες, διασχίζει από ψηλά το τραπέζι του άνδρα με το λάπτοπ και το άδειο τραπέζι του κυρίου με την εφημερίδα και καταλήγει στη σκεπτική συγγραφέα που στοχάζεται τους χαρακτήρες του βιβλίου της.
               Από τα ηχεία τώρα ακούγεται το “Johnny B”, αφιερωμένο στους χθεσινούς Γιάννηδες ίσως. Ακούγεται επιπλέον, όχι βέβαια από τα ηχεία, το κουδούνι του σχολείου. Πληρώνω τον καφέ, ντύνομαι βιαστικά και βγαίνω έξω στο χιόνι. Το κρύο με χτυπάει στο μέτωπο. Πριν περάσω απέναντι, ρίχνω μια τελευταία ματιά στη συγγραφέα∙ κρατάει ακόμα το πηγούνι της. Κάτι μου λέει  ότι αυτό που γράφει είναι καλό.
                 


10.10.12

Στην πόλη του ποιητή


       Η Λισαβόνα κουβαλάει στην καρδιά της σαν φυλαχτό τον ποιητή της.
      Τον συναντάς καθώς περπατάς δίπλα στη θάλασσα, αλμυρή από τα δάκρυα των Πορτογάλων, καθισμένο σε κάποιο πεζούλι, να στοχάζεται. Οι σκέψεις του κοπάδι και οι σκέψεις του όλες, αισθήσεις.
      Τον βλέπεις στα στενά σοκάκια της Αλφάμα, να βαδίζει σκυφτός ανάμεσα στα σκοινιά με τα απλωμένα ρούχα, παρακαλώντας τους θεούς να μην τον θυμούνται.
      Τον παρατηρείς ακίνητο σαν άγαλμα, καθισμένο στο καφενείο όλα τα πράγματα περνούν σε μια παρέλαση μέσα του κι όλες οι πόλεις του κόσμου του ψιθυρίζουν.
      Τον αναγνωρίζεις, σκοτεινή σιλουέτα, στον δρόμο της Σίντρα, στο φως του φεγγαριού̓∙ χαμένο στον μελλοντικό δρόμο, χαμένο στην απόσταση που έφτασε. Μεγάλο προνόμιο να κουβαλάς την ψυχή βαλμένη ανάποδα.
       Τον ακούς τις νύχτες στους δωδεκάχορδους λυγμούς των fados που ξεφεύγουν από τις γρίλιες των παραθύρων, στα χαμηλοτάβανα μαγαζιά της Αλφάμα.
       Τον βλέπεις ζωγραφισμένο με σπρέι στα γαλανόλευκα αζουλέζου των σπιτιών, να ταξιδεύει πάντα κρατημένος από το χέρι της Φαντασίας να αγαπά, να μισεί, να μιλάει, να σκέφτεται πάντα μαζί της.
      Είναι η ψυχή του που δίνει ψυχή στους πλακόστρωτους ανήφορους, στα άδεια παγκάκια, στις γάτες που διαβαίνουν βιαστικές για να τρυπώσουν στη γωνιά τους, στα περιστέρια που κουβεντιάζουν στις χαμηλές μάντρες, στο τραμ που περνάει κουδουνίζοντας για να το προσέξουν οι περαστικοί.
      Και είναι η ψυχή του που σε κάνει να ερωτευτείς τούτη την πόλη, η ποίηση που σε περιμένει στις γωνιές της. «Όπως το στάχυ που υποκλίνεται στον άνεμο κι ορθώνεται όταν παύει να φυσάει».

15.5.12

Το σκιάχτρο της αυλής



Το σκιάχτρο στην πίσω αυλή
γνέφει  ήλιους στα πετούμενα 
ντυμένο τα ρούχα του πατέρα
μπλε σακάκι σταυρωτό 
λειψό κουμπί στ’ αριστερό μανίκι
και καταμεσής στο πέτο
ανεξίτηλη λαδιά περασμένων Χριστουγέννων
φαρδί μάλλινο παντελόνι
με τσέπες ξέχειλες από προσμονή
στο κεφάλι φορεμένο στραβά
το καπέλο της μνήμης
ψαθί πλατύγυρο με μαύρο σειρήτι
που σκίαζε τα μάτια του 
σαν βούρκωνε κι ανέμιζε τα βλέφαρα
μόνος μέσα στον κόσμο.

Φοβούνται το σκιάχτρο
του δρόμου τα παιδιά
ξεμακραίνουν το βήμα τους
χωρίς δεύτερη ματιά
ανύποπτα πόσο τα λαχταρά
η αγκαλιά των ρούχων του πατέρα.


25.2.12

Η νεράιδα των κίτρινων λουλουδιών



      Ευτυχώς. Αυτό να λες, για να είσαι πάντα ευτυχισμένη. Της το είχε μάθει η γιαγιά της και η Ρένα το χρησιμοποιούσε σχεδόν σαν γιατρικό. Ευτυχώς. Κι έπαιρνε κουράγιο.
      Ευτυχώς που ήταν γεροί όλοι, η Χριστίνα της, ο Τάκης κι εκείνη. Και οι γονείς της. Ευτυχώς που είχε τη μάνα της να μεγαλώνει το παιδί. Ο Τάκης ταξίδευε τον περισσότερο καιρό με το φορτηγό. Έλειπε μήνες στο εξωτερικό κάθε φορά. Εκείνη δούλευε στην Αθήνα, όμως ευτυχώς  μπορούσε και πήγαινε στο χωριό κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο.
     Ευτυχώς που είχαν το κάτω σπίτι, γιατί το επάνω δεν θα μπορούσαν να το προχωρήσουν. Η Ελλάδα πήγαινε για φούντο. Το έβλεπε παντού. Ευτυχώς όμως εκείνη είχε ακόμα δουλειά. Καθαρίστρια σε συνεργείο καθαρισμού σε ένα μεγάλο νοσοκομείο. Όχι πολλά λεφτά. Τετρακόσια κάθε μήνα και η ασφάλεια. Ο εργοδότης της την είχε δηλώσει ανύπαντρη και χωρίς παιδιά. Αν της άρεσε, της είχε πει στην αρχή της συμφωνίας τους.
       Βρώμικη δουλειά. Όχι τόσο οι άρρωστοι. Περισσότερο οι γιατροί. Δεν την πείραζε ν’ αδειάζει τα χάρτινα κουτιά με τα μολυσματικά. Πιο πολύ από τις ματωμένες γάζες και τις κατουρημένες πάνες των αρρώστων, την αηδίαζαν οι παρατημένες κούπες πάνω στα γραφεία των γιατρών στο τέλος της μέρας. Με κόκκινα χείλη από κραγιόν αποτυπωμένα στα στόμια, με τσίχλες και τσαλακωμένα χαρτομάντιλα να κολυμπάνε στα υπολείμματα του παγωμένου καφέ.  Έπρεπε να τις μαζέψει εκείνη και να τις πλύνει. Έτσι τους είχε συνηθίσει.
      Ευτυχώς, δύο Σαββατοκύριακα το μήνα τα είχε ελεύθερα. Έμπαινε στο ΚΤΕΛ και πήγαινε στο χωριό. Μόλις την αντίκριζε η Χριστίνα, έτρεχε καταπάνω της. Ευτυχώς που είχε αυτή τη μικρή αγκαλιά να την περιμένει. Η κόρη της ήταν καλό παιδί, υπάκουη και άριστη στο σχολείο.
       Αυτόν το μήνα ήταν οι Απόκριες. Ήταν όμως και το άλλο καρναβάλι, το μεγάλο, που κρατούσε μήνες πολλούς και χρόνια. Αυτό με τους μασκαράδες βουλευτές που ξεπούλαγαν τη χώρα. Ο εργοδότης της είχε μειώσει το προσωπικό του συνεργείου. Ευτυχώς η Ρένα παρέμεινε. Μάλιστα, την παίνεσαν για την οικονομία που έκανε στα υλικά. Φθηνά υλικά, τα χειρότερα. Κόβονταν τα χέρια της από τα απορρυπαντικά. Τρύπαγαν τα γάντια. Όμως εκείνη τα μέτραγε, όπως έκανε και στο σπίτι της.
       Στο τηλέφωνο η Χριστίνα της είχε πει ότι είχαν αποκριάτικη γιορτή στο σχολείο. Ήθελε να ντυθεί. Κάτι σε νεράιδα. Οποιοδήποτε είδος νεράιδας, δεν την πείραζε. Έψαξε η Ρένα όλα τα μαγαζιά με αποκριάτικες στολές. Απλησίαστες οι τιμές. Σαράντα και πενήντα ευρώ όλες οι νεράιδες. Καλύτερη τιμή αδύνατον. Τώρα περίμεναν κι εκείνοι να πουλήσουν. Μετά την Καθαρά Δευτέρα, τέλος. Όλες οι νεράιδες και οι ιππότες έμπαιναν σε χαρτοκιβώτια και καταχωνιάζονταν στις αποθήκες μέχρι του χρόνου.
      Ευτυχώς, σε ένα μικρό μαγαζάκι στο κέντρο βρήκε μια νεράιδα μισοτιμής. Ελαττωματική, της είπε ο πωλητής. Τι ελάττωμα, τον ρώτησε. Ξέχασαν να της ράψουν λουλούδια. Νεράιδα των λουλουδιών χωρίς λουλούδια, ποιος να την αγοράσει… Ευτυχώς, τα χέρια της Ρένας έπιαναν. Ένα απόγευμα μετά το νοσοκομείο, πήρε μια δική της παλιά κίτρινη μπλούζα, την έκοψε σε κομμάτια και έραψε τρία μεγάλα λουλούδια, ένα για το καπέλο και δύο για τους ώμους. Η στολή ήταν έτοιμη. Κανονική νεράιδα των λουλουδιών.
      Η Ρένα πήγε η ίδια την κόρη της εκείνη την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς στο σχολείο. Σε όλο τον δρόμο, η Χριστίνα την κρατούσε σφιχτά από το χέρι και περπατούσε με καμάρι, πραγματική νεράιδα. Στο προαύλιο του σχολείου, οι φίλες της ξεφώνισαν ενθουσιασμένες με τη στολή της.
      «Μου την έφερε η μαμά μου από την Αθήνα! Είμαι η Νεράιδα των Κίτρινων Λουλουδιών».
      Η Ρένα  άφησε τη Χριστίνα στη γιορτή και πήρε τον δρόμο για το σπίτι κρυφογελώντας. Ευτυχώς, η μικρή δεν είχε καταλάβει τίποτα. Από όλες τις μπλούζες της μαμάς της,  αυτή την κίτρινη αγαπούσε η Χριστίνα περισσότερο. Δεν την άφηνε να την δώσει πουθενά. Η ίδια η Ρένα την είχε βαρεθεί. Ευτυχώς, είχε επιτέλους βρει τρόπο να την ξεφορτωθεί μια για πάντα.


(Η φωτογραφία είναι από τον τοίχο της Χρύσας Φραγκιαδάκη. Από τη στιγμή που την πρωτοείδα, την είχα διαρκώς στο μυαλό μου).

16.12.11

Μια φωτογραφία, ένας θάνατος



Ξεδιάλεξα χθες κάποιες παλιές φωτογραφίες τραβηγμένες σ’ ένα ταξίδι στο Hong Kong πριν από δεκαπέντε χρόνια. Ανέβασα μερικές στο facebook, τις είδαν οι φίλοι, μού έβαλαν likes. Κάποιες άλλες τις κράτησα στην άκρη. Ανάμεσά τους, οι φωτογραφίες μιας ηλικιωμένης γυναίκας. Η γυναίκα αυτή καθόταν κατάχαμα στην αγορά της Kowloon περιτριγυρισμένη από καλάθια με άχρηστα (για τον μέσο άνθρωπο) πράγματα. Στεκόμουν παράμερα με τη μηχανή έτοιμη. Ο εξελιγμένος (για την εποχή εκείνη) τηλεφακός μου μού επέτρεπε να μην προδοθώ. Έτσι κι αλλιώς, η ηλικιωμένη γυναίκα δεν έβλεπε από την πείνα. Έτρωγε ένα τρισάθλιο φαγητό και αφού εξάντλησε το περιεχόμενο του δίσκου, άρχισε να γλείφει τα υπολείμματα με λαιμαργία.
Ξαναβλέποντας μετά από τόσα χρόνια τη σειρά των φωτογραφιών της γυναίκας αυτής (λαίμαργα κι εγώ τράβηξα αρκετά στιγμιότυπα), νιώθω ενοχή, την ίδια που φαντάζομαι πως διακατέχει τους μεγάλους φωτογράφους που μας χαρίζουν τις αριστουργηματικές απεικονίσεις των αποσκελετωμένων παιδιών της Αφρικής ή των ακρωτηριασμένων της Βαγδάτης. Νιώθω επίσης τρόμο μπροστά σε μια επικείμενη ανάλογη προοπτική, κοντινή και τοπικά και χρονικά. Οι ρακοσυλλέκτες είναι πλέον συνηθισμένα συναπαντήματα στην τακτοποιημένη ροή της καθημερινότητάς μας. Δεν τους δείχνουν πια με το δάχτυλο ούτε τα παιδιά, ούτε καν τα μικρότερα από αυτά. Τους διακομίζει το ΕΚΑΒ στα νοσοκομεία και προσπαθούμε να μαζέψουμε ιατρικά, νοσηλευτικά και κοινωνικά ό,τι μαζεύεται από ζωές αποσκελετωμένες, βρώμικες και παραιτημένες. Ιστορίες ανατριχιαστικές, σκοτάδι, παγωνιά, δυσωδία, εγκατάλειψη. Φαντίνες και  Θερναδιέροι με ελληνικά ονόματα, οι Άθλιοι των Αθηνών συναγωνίζονται τους Αθλίους του Παρισιού. Σε κάθε τους βήμα παραμονεύει ο θάνατος, όσο κι αν δεν θέλουν να το πιστεύουν. Γιατί ο θάνατος συμπαθεί τη φτώχεια, την εξαθλίωση κι ας γράφεται ότι μπροστά του όλοι είναι ίσοι, φτωχοί και πλούσιοι.
Ο θάνατος το στρώνει, έλεγε ο Γιάννης Βαρβέρης και είχε δίκιο. Ο θάνατος αγαπά τα γνώριμα μέρη, εκεί όπου υπάρχει κι άλλος θάνατος. Ο νόμος της σειράς στην πιο αποκρουστική και απευκταία εκδοχή του.

19.11.11

Μεγεθύνοντας μια φωτογραφία


(φωτ. Louis Daguerre, 1838)

Μπορούμε και μόνοι μας κατ’ οίκον να μεγεθύνουμε τη μικρή σημασία μιας φωτογραφίας, λέει η Κική Δημουλά. Αυθόρμητα, χωρίς δεύτερη σκέψη, βρέθηκα χθες να βαδίζω το μονοπάτι της ποιήτριας. Διακόσια εικοσιτέσσερα χρόνια από την ημέρα που είχε γεννηθεί ο Λουί Νταγκέρ. Μερικοί άνθρωποι αλλάζουν τον κόσμο, τον κάνουν να γυρίζει πιο γρήγορα. Είναι οι άνθρωποι που μαθαίνουν από τα λάθη τους. Ο Νταγκέρ έσπασε κατά λάθος ένα υδραργυρικό θερμόμετρο. Η επαφή του υδράργυρου με πλάκες χαλκού επιστρωμένες με ιωδιούχο άργυρο που είχαν προηγουμένως εκτεθεί στο φως, είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση των εικόνων που πριν ήταν αόρατες. Ότι δεν βλέπουμε τα πράγματα, δεν είναι επειδή αυτά δεν υπάρχουν.
Η φωτογραφία που με απορρόφησε για αρκετή ώρα δείχνει έναν Παρισινό δρόμο, πίσω στα 1838. Ερημιά, θα παρατηρήσει κάποιος αναγνώστης. Διακρίνεται μόνο ένας περαστικός. Έχει σταματήσει και του γυαλίζει τα παπούτσια του  ένας λούστρος. Περίεργοι καιροί, θα σκεφτεί ο ίδιος αναγνώστης. Ο λούστρος περιμένει πελάτες σε έναν εντελώς έρημο δρόμο. Ο περαστικός βαδίζει ολομόναχος και αποφασίζει να γυαλίσει τα παπούτσια του.
Ψυχαναγκασμός, μια πιθανή εκδοχή. Ο περαστικός μένει σε ένα μικρό τακτοποιημένο διαμέρισμα στο βουλεβάρτο. Τα πουκάμισά του είναι στοιχημένα μέσα στη μικρή ντουλάπα του δωματίου του και τα λίγα ζευγάρια παπούτσια του, γυαλισμένα και αστραφτερά, τοποθετημένα κάτω από το κρεβάτι. Λογιστής, βιβλιοθηκάριος, τραπεζικός υπάλληλος, σίγουρα κάτι τέτοιο.
 Κατάλυση της μοναχικότητας, άλλη πιθανή εκδοχή. Ο άνθρωπος χρειάζεται τον άνθρωπο. Ζωή που δεν μοιράζεται, είναι ζωή κλεμμένη. Αρκεί ένα φευγαλέο μοίρασμα για να μη νιώθει κανείς κλέφτης. Μια καλημέρα από τον γείτονα, ένα χαμόγελο στο ταμείο του καταστήματος. Με σιγουριά, όχι όμως εντελώς μη αναστρέψιμη, οι λούστροι σπανίζουν πια, ακόμα και σε πολυσύχναστους δρόμους. Ορθώς πράττοντας, ο περαστικός της φωτογραφίας εναπόθεσε τη μοναξιά του στα έμπειρα χέρια του επαγγελματία και την πήρε πίσω απαστράπτουσα, αληθινό καθρέφτη.
Τρίτη εκδοχή, εντελώς απίθανη. Ο δρόμος είναι πολυσύχναστος, γεμάτος διαβάτες και άμαξες. Γυναίκες με μικρά παιδιά βαδίζουν βιαστικά. Άνδρες σταματούν και χαιρετιούνται εγκάρδια. Μια άμαξα κατεβάζει επιβάτες. Το άλογο φαίνεται εκνευρισμένο, χλιμιντρίζει ανήσυχα. Ένας εφημεριδοπώλης διασχίζει τον δρόμο. Τα γεγονότα του Παρισιού, φρέσκα, ζεστά από το τυπογραφείο. Ο τρελός της γειτονιάς ξεφωνίζει αλαφιασμένος. Από τα παράθυρα των σπιτιών ξεπροβάλλουν απορημένα πρόσωπα.
Ο Λουί Νταγγέρ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τον εαυτό του. Η έκθεση της εικόνας στην πλάκα έπρεπε να είναι παρατεταμένη. Ήταν αδύνατο να συλληφθεί η κίνηση. Οι άνθρωποι έπρεπε να στέκονται για μισή ώρα στην ίδια θέση ακίνητοι, για να αποτυπωθούν στη δαγγεροτυπία. Στα πορτρέτα, τα πρόσωπα έβγαιναν ανέκφραστα, οι ρυτίδες έκφρασης επιπεδώνονταν, η μορφή απογυμνωνόταν από το συναίσθημα. Ιδανική μέθοδος για φωτογραφίες διαβατηρίου, θα σχολίαζε ειρωνικά ο αναγνώστης που υπομονετικά ακολουθεί αυτές τις αράδες.
Αυτή είναι ιστορικά η πρώτη φωτογραφία ζωντανού ανθρώπου. Με μια απλή, καθημερινή πράξη, να γυαλίσει τα παπούτσια του, ο περαστικός κατάφερε, πιθανόν εν αγνοία του, να περάσει στην ιστορία. Υπάρχει και ένα μικρό παιδί στο παράθυρο του τελευταίου ορόφου του μπροστινού σπιτιού. Αριστερά όπως φαίνεται σε μας, δεξιά όπως ήταν στην πραγματικότητα. Στη δαγγεροτυπία το είδωλο έβγαινε ανεστραμμένο. Έστω κι έτσι, ανεστραμμένο, στο αριστερό ή στο δεξιό παράθυρο, το παιδί είναι εκεί. Είναι σημαντικό να υπάρχει ένα παιδί και να παρατηρεί. Έστω και ανεστραμμένα.
Κατ’ οίκον μεγεθύνοντας τη σημασία της φωτογραφίας, μου φάνηκε διαβολική σύμπτωση η παρακάτω φράση που διάβασα στις σημερινές εφημερίδες. Την είχε γράψει ο νυν υπηρεσιακός πρωθυπουργός, τότε φέρελπις απόφοιτος του Κολλεγίου, στο ετήσιο λεύκωμα αποφοίτησης. The only absolute: RELATIVITY.

11.9.11

O Πέτρος και ο ήλιος

      Πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη. Γαλήνια η παραλία, χωρίς βαρβάρους. Απόγευμα, ηλιοβασίλεμα. Η ώρα που βγαίνουν οι σιλουέτες ανθρώπων και συναισθημάτων. Ένα μικρό αγόρι μπαίνει στην ήρεμη θάλασσα και προχωρά. Με το κινητό παγώνω τον χρόνο σε αυτή τη μοναδική στιγμή.


Πάει καιρός που έπιασε      ο Πέτρος να σχεδιάζει
κόλπο τρελό απίθανο        θα έπιανε τον ήλιο
τραβώντας απ’ τον ουρανό      ολόχρυσο τον δίσκο
στον τοίχο θα τον κρέμαγε      μες στο δωμάτιό του
δίπλα στο κάδρο των γονιών     που «ήλιε μου» τον φωνάζουν


Δεν τον βολεύει το βουνό     βράχια σκληρά και θάμνοι
το διάβα του θα έκοβαν      εμπόδια στη δουλειά του
ούτε η πόλη η βουερή      με τους πολλούς ανθρώπους
τα κτήρια και οι σκιές    θα έκρυβαν τον ήλιο
Στη θάλασσα θα πήγαινε    βουτώντας στα νερά της
μέρα ζεστή, ακύμαντη      απόγευμα στη δύση
να’ ναι κι ο ήλιος χαμηλά   εύκολα να τον φθάσει

Ήρθε η ώρα η σοβαρή     το σχέδιο να τελειώσει
ακροπατώντας στην ακτή      βρήκε το μονοπάτι
που έβγαζε καταμεσής       στης θάλασσας τα βάθη
ανοίχτηκε, προχώρησε     καλύφθηκε η μιλιά του
είδε του ήλιου το χρυσό     γεύτηκε την αρμύρα
κι απλώνοντας το χέρι του    ξερίζωσε τον δίσκο


Τον έφερε, τον άφησε    στα πόδια του πατέρα
«Πέτρο, τι πήγες κι έκανες;     σκοτείνιασε η πλάση»
φώναζε ο πατέρας του      τραβώντας τα μαλλιά του
κι η μάνα του τυφλώθηκε     απ’ την πολλή τη λάμψη
Σάστισε ο Πέτρος, σκιάχτηκε     κι άσπρος σαν το φεγγάρι
τον φόβο έκανε φευγιό     τον ήλιο μαξιλάρι

κι έμειναν πίσω μοναχοί   η μάνα κι ο πατέρας
κοιτάζοντας τον ουρανό    «ήλιε μου» να φωνάζουν.

15.1.11

Αλκυονίδες μέρες


Στο διάβα του καλοκαιριού
αξόδευτη η άμμος
έμεινε
τον ήλιο να στεγνώνει
βότσαλα ολοστρόγγυλα
βήματα καρικώνουν
κι η θάλασσα να λαχταρά
την αγκαλιά ανθρώπου.

3.1.11

Χριστουγεννιάτικα εσώρουχα


Μέρες περνάω έξω από τη βιτρίνα
με το δάκτυλο στη σκανδάλη του κινητού
έτοιμος να τραβήξω τη μία
την ξεχωριστή φωτογραφία.

Άτολμα παραφυλάω
κάτι με σταματά
οι πωλήτριες
όπως στέκονται πίσω από τον πάγκο
ξεδιπλώνοντας λαμέ ελπίδες
με απρόθυμα χέρια
και ρούχα καθημερινά
οι περαστικοί
όπως διαβαίνουν βιαστικά
χωρίς προειδοποίηση
για τον άγνωστο με το κινητό
που κλέβει τη γυαλιστερή βιτρίνα.

Απόψε όμως
έφτασε η στιγμή
παγωμένο, ήσυχο βράδυ
παραμονή Πρωτοχρονιάς
οι κοπέλες στη βιτρίνα
δεν περιμένουν άλλον από εμένα
Εξάλλου
υπόσχεση ήταν από καιρό
από τον καιρό που έφυγε η Glendora
από τον καιρό που έμεινα εγώ.

13.11.10

Η πόλη στην κορυφή


Νεκρόπολη ορθωμένη
στην κορυφή της πόλης των ζωντανών
Ό,τι πεθαίνει, εξυψώνεται
ό,τι γεννιέται, ταξιδεύει

Λευκός καπνός από ζωντανά φουγάρα
αναρριχάται στο λόφο
και ακροβατεί
στις ακμές των πεθαμένων λίθων
Δυο κάριες φτερουγίζουν ενοχλημένες

Ένας γέρος
καθισμένος στο μνήμα της κόρης του
με σκυλάκι σαλονιού στα γόνατά του
και μικρό ξύλο στο ένα χέρι
τινάζει την κολλημένη λάσπη
από τα παπούτσια του
Οι νεκροί με τους νεκρούς
και οι ζωντανοί
με τους νεκρούς κι αυτοί

Το λεωφορείο κάνει στάση
έξω από την εκκλησία
Ο φοιτητής τρέχει να το προλάβει
Ο οδηγός τον βλέπει και δεν ξεκινά
Παγωμένος ο ήλιος
κιτρινίζει τα σύννεφα στον ορίζοντα.

Γλασκώβη 10.11.2010

15.5.10

Τα σαλιγκάρια δεν βγαίνουν ποτέ κουνημένα



Υγρό πρωινό γενικού νοσοκομείου. Το προαύλιο καθρεφτίζει συγγενείς να καπνίζουν κρεμασμένοι από τα μπαλκόνια. Ο αέρας μυρίζει φαγητό και αντισηπτικό.

Ένα σαλιγκάρι γλείφει την ασήμαντη ύπαρξή του σε διαδρομές χωρίς προορισμό. Αδιάφορο στα ουρλιαχτά των ασθενοφόρων και στις βιαστικές ρόδες των φορείων. Οι κεραίες του ταλαντεύονται σε κάθε κίνηση, μετρώντας την επικράτεια των επειγόντων περιστατικών.

Εντοπίζουν ξαφνικά ρόδες τροχήλατου.

Ο ακρωτηριασμένος άνδρας που το οδηγεί, υπολογίζει με σταγόνες τις βροχές που έρχονται. Σβήνει την καύτρα του τσιγάρου του στο άψυχο νερό. Τελευταία φορά, υπόσχεται στον άπιστο εαυτό του.

Το μικρό σαλιγκάρι πέφτει στη ματιά του. Στρογγυλό σπίτι που κλυδωνίζεται άνισα πάνω στο μαλακό σαρκίο. Η στίλβουσα αθωότητά του δεν αγωνιά για αποτελέσματα εξετάσεων ούτε αδημονεί για ενημέρωση από τους γιατρούς.

Το βλέμμα του άνδρα ακολουθεί το σαλιωμένο ίχνος, καθώς το σαλιγκάρι απομακρύνεται. Από συνήθεια φέρνει το χέρι του στην τσέπη του πουκάμισου. Πιάνει μόνο το πακέτο των τσιγάρων. Η φωτογραφική του μηχανή δεν είναι από καιρό εκεί. Κρίμα, σκέφτεται. Τα σαλιγκάρια δεν βγαίνουν ποτέ κουνημένα.