Σελίδες

7.2.13

Χειμωνιάτικο καλοκαίρι με τρομπέτα



      Όταν κατεβαίνει ο ήλιος πάνω από τη Βαρκελώνη, στέκεται πάντα πρώτα στη Μπαρτσελονέτα. Ακόμα και μέσα στον χειμώνα, το μέρος αυτό είναι πάντα φωτεινό, ο αέρας του νοτισμένος από την αρμύρα και οι άνθρωποί του παραδομένοι σε μια  ατέλειωτη βόλτα.
      Σε μια τέτοια βόλτα, ένα χειμωνιάτικο πρωινό καθημερινής κι ενώ οι ντόπιοι ήταν στις δουλειές που ακόμα υπήρχαν, περπατούσα χωρίς σκοπό και χωρίς παρέα, αν και η Nikon μου είναι επαρκής παρέα, κατά μήκος της αρθρωτής γέφυρας που ενώνει τα δύο μεγάλα κομμάτια της Μπαρτσελονέτας. Γυαλιά ηλίου και κασκόλ είναι σχήμα οξύμωρο, αλλά προκλητικό∙ ο ήλιος μέσα στον χειμώνα είναι το καλύτερο βελτιωτικό της διάθεσης. Τυχεροί  σε αυτό οι Καταλανοί, όπως κι εμείς, γιατί στα υπόλοιπα είναι μάλλον άτυχοι∙ όπως σίγουρα εμείς.
     Ο άπλετος ήλιος ξεγελούσε και τις μουσικές. Από μακριά ακουγόταν το “Summertime” με τρομπέτα. Κάποιος μπάρμαν θα ετοιμάζει τα τάπας για το βράδυ συντροφευμένος από τους ήχους του Γκέρσουιν, σκέφτηκα. Summertime and the living is easy… Μόνο που ήταν χειμώνας και η ζωή είχε ήδη αρχίσει να δείχνει δύσκολη.
     Σπρώχνοντας κάπως βαριεστημένα τα βήματά μου, είδα τον τρομπετίστα. Ήταν μόνος σαν κι εμένα∙ ίσως χωρίς σκοπό εκείνο το πρωινό, σαν κι εμένα. Μαύρος, ή μάλλον μιγάς, ντυμένος ελαφρά για την εποχή, καθισμένος κατάχαμα πάνω στην προκυμαία, με το σακάκι του παρατημένο πάνω στο παγκάκι. Έστελνε τις νότες του στον ουρανό και στη θάλασσα σαν προσευχή (στο Θεό; στον Γκέρσουιν;) με τα μάτια κλειστά, σε βαθιά συγκέντρωση. Η γνωστή μελωδία, απαλλαγμένη από ακόρντα, γυμνή στην απόλυτη ομορφιά της, πριν βρει το Θεό ή τον Γκέρσουιν, σκούνταγε θελκτικά μερικούς γλάρους που πετοβολούσαν στον κοντινό ουρανό και έναν κορμοράνο που στεκόταν παράμερα πάνω σε μια βάρκα. Τα μάγουλα του τρομπετίστα φούσκωναν και άδειαζαν τις θεϊκές νότες στον αυλό του οργάνου, ενώ τα δάχτυλά του, δεξιοτεχνικά τοποθετημένα πάνω από τις οπές, συγκρατούσαν τις νότες από τυχόν παραστρατήματα. Τόσες ομοιότητες με άλλες μελωδίες έχουν βρει οι ειδικοί σε αυτό το κομμάτι∙ δεν ήθελε και πολύ να λοξοδρομήσει. Η τρομπέτα αστραφτοβολούσε στον ήλιο, ενώ στο τραγούδι τα ψάρια πηδούσαν και τα μπαμπάκια ψήλωναν.
      Έβγαλα τη μηχανή από την τσάντα και σκόπευσα∙ πολλαπλές λήψεις, με ζουμ, μακρινές, προσανατολισμός τοπίου, προσανατολισμός πορτρέτου. Μία φωτογραφία για κάθε νότα∙ να βλέπω τις φωτογραφίες και να μου έρχεται στ’ αυτιά το κομμάτι, όπως ακριβώς το έπαιζε ο μοναχικός μαύρος τρομπετίστας. Όταν ήμουν μικρή, έλεγα ότι θα παντρευτώ έναν μαύρο από την Αφρική. Tώρα που το ξανασκέφτομαι, δεν θα με πείραζε να ήταν κι από τη Βαρκελώνη, αρκεί να έπαιζε τρομπέτα.
      Καθώς η αργόσυρτη θλιμμένη μελωδία του μαύρου τρομπετίστα ξέσκιζε τις ψυχές των γλάρων, του κορμοράνου και τη δική μου, ήρθε και χορωδιακό μέρος. Όχι δεν ήταν ο Λούις με την Έλλα∙ ήταν αντρικές φωνές∙ μιλούσαν ισπανικά∙ φώναζαν ισπανικά. Δεν ήταν τα λόγια του τραγουδιού, τα ισπανικά τα καταλαβαίνω αρκετά καλά. Σενιόρα, φώναζαν∙ κυρία. Κατέβασα τη μηχανή και κοίταξα γύρω μου. Δεν υπήρχε καμιά κυρία∙ τουλάχιστον καμιά άλλη εκτός από μένα. Μα ναι, σε μένα φώναζαν. Εργάτες οδοποιίας που επισκεύαζαν τη γέφυρα∙ είχαν αδειάσει τον δρόμο από τους περαστικούς και ήθελαν να σηκώσουν τη γέφυρα. Τους εμπόδιζα εγώ που στεκόμουν καταμεσής και κατασκόπευα τον μαύρο τρομπετίστα. Παραμέρισα στα γρήγορα, βάζοντας βιαστικά τη μηχανή στην τσάντα. Hush, little baby, don’t you cry. Η γέφυρα μαζεύτηκε, χωρίζοντάς με οριστικά από τον τρομπετίστα. Εξάλλου μόνο για τον Θεό ισχύει ότι αυτούς που ενώνει δεν μπορούν να τους χωρίσουν οι άνθρωποι∙ όχι  και για τις γέφυρες.
          Οι εργάτες συνέχιζαν τη δουλειά τους. Ο τρομπετίστας προχώρησε σε ένα αυτοσχεδιαστικό σόλο. Εγώ συνέχισα τη σόλο βόλτα μου. Οι γλάροι είχαν εξαφανιστεί. Μόνο ο κορμοράνος παρέμεινε ακίνητος πάνω στη βάρκα. One of these mornings you're gonna rise up singing, αnd you'll spread your wings and you'll take to the sky, μου ήρθε να του τραγουδήσω, αλλά ήμουν ήδη αρκετά μακριά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: