H καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά, έλεγε η
ξύλινη διακοσμητική επιγραφή πάνω από το ψυγείο και η κυρα-Λένη το πίστευε τόσο
βαθιά, που σε όλη της τη ζωή, μέχρι τώρα στα γεράματα, ένιωθε μισή αρχόντισσα. Κάθε
πρωί, καθώς άνοιγε το ψυγείο για να ετοιμάσει το μοναχικό πρωινό της, η
ταμπελίτσα λες και την έσπρωχνε να ξεκινήσει τη μέρα της. Το σημερινό σπρώξιμο
ήταν πιο δυνατό, κανονική διαταγή. «Να συμμαζέψω λίγο. Μη με περάσουν και για εντελώς
ανοικοκύρευτη», μονολόγησε κλείνοντας το
ψυγείο. Το πρωινό της σήμερα είχε βιολογικό γάλα, σαν κι αυτό που αγόραζε η
νύφη της. Πιο ακριβό, όμως ας το δοκίμαζε κι εκείνη μια φορά, δεν χάλασε ο
κόσμος. Γέμισε το ποτήρι και το ήπιε βιαστικά. Δεν βρήκε διαφορά από τα
συνηθισμένα γάλατα, αλλά πάλι τι να καταλάβαινε εκείνη, γριά γυναίκα… Η ματιά
της ξανάπεσε στην ταμπέλα και σηκώθηκε, κάνοντας την παλιά πολυθρόνα της να
τρίξει συγκαταβατικά. Ήταν σπάνιες πια οι φορές που έμπαινε στο σπίτι κάποιος
επισκέπτης, όμως σήμερα ήταν μια αλλιώτικη μέρα.
Πήρε τη
σκούπα και τράβηξε τις καρέκλες μακριά από το τραπέζι. Το σπίτι βρωμάει, έλεγε κρυφά
και φανερά η νύφη της, φαρμάκι σκέτο οι κουβέντες της, ευτυχώς που ο γιος της
δεν έδινε σημασία. Όταν η Έλενα σχολίαζε το νοικοκυριό της μάνας του, εκείνος
έπαιρνε την εφημερίδα του και έβγαινε στην αυλή. Η Έλενα τον έπαιρνε στο κατόπι
μουρμουρίζοντας, όμως ο Νάσος πάντα συγκαταβατικός: «Έλα, βρε αγάπη μου. Σάμπως
θα κάτσουμε για πολύ; Να κάνουν τα παιδιά μερικά μπάνια, να πάρουν καθαρό
αέρα».
Η Έλενα
ήταν πολύ όμορφη γυναίκα, μετρίου αναστήματος, καστανόξανθη με μελιά μάτια και
χαριτωμένο λικνιστικό βάδισμα. Όταν ο Νάσος την έφερε για πρώτη φορά στο σπίτι,
ο Στράτος είχε απομείνει να την κοιτάζει. «Γέρος άνθρωπος, δεν ντρέπεσαι…» του
είχε πει γελώντας πονηρά η Λένη. Το μεσημέρι, σ’ εκείνο το πρώτο τραπέζι,
σήκωσε συγκινημένος το ποτήρι του να την καλωσορίσει, μια και το πράμα φαινόταν σοβαρό. «Στην υγειά σου και στη
σπάνια ομορφιά σου, μωρή Λένη! Έχεις και
το ίδιο όνομα με την κυρά μου.» Η Έλενα ξαφνικά κοκκίνισε, γούρλωσε τα μάτια
και πνίγηκε από ένα θυμωμένο βήχα που μύριζε μοσχοφίλερο. «Με…. λένε..Έ..λε..να»,
προσπαθούσε να αρθρώσει βήχοντας, «και θα.. χμ..σας παρακαλούσα να μην με
ξαναποκαλέσετε μωρή!»
Όσες
φορές η Λένη θυμόταν αυτό το γεγονός, γελούσε κρυφά. Δύσκολος άνθρωπος η νύφη της, γιατρίνα με
μεγάλη πελατεία στον Πειραιά και ακόμα μεγαλύτερη αγάπη για τα ακριβά και
φανταχτερά πράγματα. Από τότε που παντρεύτηκαν, ο Νάσος είχε αλλάξει καμιά
δεκαριά αυτοκίνητα. Λίγο να πάλιωνε το αμάξι, άρχιζε εκείνη να του τρώγεται.
Έμεναν σε ένα μεγάλο διαμέρισμα με θέα τη θάλασσα. Ο Νάσος ήταν καθηγητής σε
λύκειο και επιπλέον έκανε απογευματινά ιδιαίτερα μαθήματα. Πού να βγουν τόσα
έξοδα; Η Έλενα έβγαζε καλά λεφτά, αλλά συνέχεια «ήθελε», ή-για την ακρίβεια- «δεν
ήταν απαραίτητο, όμως θα ήταν τόσο ωραίο…». Ο Νάσος την αγαπούσε όπως τότε στην
αρχή και ικανοποιούσε αγόγγυστα κάθε της επιθυμία.
Η
κυρα-Λένη είχε φτάσει σκουπίζοντας στο υπνοδωμάτιο και κοίταζε τις φωτογραφίες
πάνω στο παλιό κομό. Μπροστά η φωτογραφία από το γάμο του Νάσου με την Έλενα. Λεβέντης
ο γιος της, ίδιος ο πατέρας της, αλλά και η Έλενα μια καλλονή. Δίπλα η
φωτογραφία των παιδιών, του Κυριάκου και της Δάφνης, καλά παιδιά, πρώτοι
μαθητές στο σχολείο.
Ο
Κυριάκος ήταν ασκούμενος δικηγόρος, ένα παλικάρι ξανθό μέχρι εκεί πάνω. Είχε πάρει
τα μάτια της, ανοιχτοπράσινα σαν το άγουρο σταφύλι. Περηφανευόταν στο χωριό ο
Στράτος για την κυρά του, καμιά δεν είχε τέτοια ομορφιά στη ματιά. Του
κακοφάνηκε λίγο που ο μοναχογιός του δεν είχε πάρει αυτά τα σπάνια μάτια,
αναγάλλιασε όμως όταν γεννήθηκε ο πρασινομάτης εγγονός που
όπως-μάταια-περίμενε, θα έπαιρνε τ’ όνομά του. Κι ας μην το παραδεχόταν η Έλενα
πως τα μάτια ήταν της πεθεράς της, ας έλεγε ότι ήταν του θείου της του
συμβολαιογράφου. Απ’ όποιον κι αν είχε πάρει τα μάτια, ο Κυριάκος έβλεπε με
αυτά το σωστό δρόμο στη ζωή του. Τέλειωσε το πανεπιστήμιο στα τέσσερα χρόνια,
πήγε φαντάρος και τώρα έκανε την άσκησή του σ’ ένα μεγάλο δικηγορικό γραφείο.
Την έπαιρνε τηλέφωνο κάθε βδομάδα να της πει τα νέα του και ν’ ακούσει τα δικά
της. Πολλά τα δικά του νέα, ανύπαρκτα τα δικά της, πάσχιζε όμως κι εκείνη κάθε
φορά κάτι να βρει να του πει, αλλιώς καταλάβαινε ότι ο εγγονός της
στενοχωριόταν.
Και η
Δαφνούλα της, πότε ήταν τόσο μικρή όσο στη φωτογραφία… Την έφαγε η ξένη χώρα.
Δεν θα μπορέσει ποτέ αυτός ο τόπος να
κρατήσει τα καλά παιδιά του. Τέλειωσε το κορίτσι το Πανεπιστήμιο, γιατρίνα κι
αυτή σαν τη μάνα της, αλλά πού να περιμένει εδώ για να ειδικευθεί… Παιδίατρος…
Ούτε σε δέκα χρόνια. Έφυγε για την Αγγλία. Η Λένη την έβλεπε πια μόνο τα
καλοκαίρια. Ερχόταν η Δάφνη με φίλες της και κάθονταν στο χωριό λίγες μέρες και
τότε γέμιζε το σπίτι φωνές, γέλια, αρώματα, νιάτα. Τα πρωινά, μόλις η Λένη
τέλειωνε με τις δουλειές της, τις ξύπναγε, αλλιώς μπορεί να έφτανε μεσημέρι κι
εκείνες να ήταν ακόμα χωμένες στα κρεβάτια τους. «Ξυπνάτε, μωρέ κοπελούδες! Μη
σπαταλάτε τα νιάτα σας. Ο ύπνος είναι χαμένη ζωή!»
Η Δάφνη
νοιαζόταν πολύ για τη γιαγιά της. Όποτε ερχόταν στο χωριό, κρατούσε για κείνη μια
στοίβα βιβλία. Της Λένης της άρεσε να διαβάζει, μυθιστορήματα, συνταγές μαγειρικής,
περιοδικά, εφημερίδες, την Αγία Γραφή, ο,τιδήποτε έπεφτε στα χέρια της. Δεν
είχε πάει γυμνάσιο, δύσκολα εκείνα τα χρόνια για τα κορίτσια. Όταν ήταν εννιά
χρονών, ο πατέρας της τη σταμάτησε από το σχολείο και την έβαλε στα κτήματα, τουλάχιστον
όμως είχε προλάβει να μάθει γραφή κι ανάγνωση. Το διάβασμα της άρεσε πιο πολύ
και από την τηλεόραση. Την τηλεόραση την κράταγε ανοιχτή για παρέα, δεν την
παρακολουθούσε, ήταν όμως σα να είχε άνθρωπο στο σπίτι. Από τότε που συγχωρέθηκε
ο Στράτος, σπάνιες ήταν οι μέρες που κάποιος διάβαινε το κατώφλι της. Η
γειτόνισσά της η Πολυξένη είχε φύγει κι αυτή, πάει καιρός, μόνο τα παιδιά της-να’
ναι καλά-πέρναγαν τακτικά απέξω και τη ρωτούσαν αν χρειαζόταν κάτι. Μέχρι εκεί
όμως. Σπάνια έμπαιναν μέσα. Παλικάρια κι αυτά, όλη μέρα στις δουλειές τους, τι
να’ χουν να πουν με μια γριά…
Ο Νάσος
ερχόταν όσο πιο συχνά μπορούσε, θα’ πεφτε ο ουρανός να την πλακώσει, αν είχε
παράπονο από το παιδί της. Μια φορά στις δεκαπέντε, ό,τι καιρό κι αν
έκανε, έπαιρνε τον κατήφορο με τ’ αμάξι κι
ερχόταν να δει τη μάνα του, και κάθε φορά με τα χέρια γεμάτα. «Τι να τα κάνω,
βρε Νάσο μου, τόσα πράματα; Μια ψυχή είμαι, πόσο να φάω;» Έβλεπε στα μάτια του
γιου της την έννοια. Ο Νάσος τρωγόταν που την έβλεπε μόνη της. Για έναν καιρό
της είχε κουβαλήσει μια «κοπέλα να την προσέχει». Είχε καταφτάσει ένα πρωί η
Νόνα, μια πενηντάρα, ξανθιά και ψηλή σα λελέκι. Διαρκώς γέλαγε
κι έλεγε «ντα, …ντα». Γρυ ελληνικά δεν μίλαγε. Κάθισε μαζί της τρεις
μέρες. Από το πρωί μέχρι το βράδυ βαφόταν κι αρωματιζόταν στον καθρέφτη και
ύστερα μίλαγε στο κινητό. Κι εκεί «ντα» και «ντα», αλλά και άλλες
κουβέντες που η κυρα-Λένη δεν
καταλάβαινε. Και χαχανητά, πω, πω αυτά τα χαχανητά… Κολάστηκε και την
ξαπόστειλε. Μάλωσαν με το γιο της. Ο Νάσος επέμενε ότι έπρεπε κάποιος να την
προσέχει, δεν μπορούσε να καταλάβει ότι η κυρα-Λένη ήθελε την ησυχία της, το
σπίτι της, τη σειρά της. Τον τελευταίο καιρό του είχε έρθει άλλη ιδέα, να τη
βάλει-λέει-για το χειμώνα σε μια «μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων». Γηροκομείο,
δηλαδή, αλλά με άλλα λόγια. Κόντεψαν να σφαχτούν στο τηλέφωνο την τελευταία
φορά. «Καλύτερα να πεθάνω, να πάω να βρω τον πατέρα σου!» του είχε πει η Λένη
φουρκισμένη. Ήξερε ότι ο γιος της θα επέμενε κι άλλο, θα της το έλεγε από
κοντά. Είχε τον τρόπο του να περνάει το δικό του, μ’ αυτόν κατάφερνε και την
Έλενα, ένα τρόπο ήρεμο, επίμονο και διεισδυτικό. Από τη μάνα του εξάλλου τον
είχε κληρονομήσει, έτσι ήταν και η Λένη στα νιάτα
της, υπομονετική και επίμονη. Δεν γύριζε κουβέντα, αλλά θα έκανε τελικά αυτό
που ήθελε εκείνη, κι ας της βρόνταγε τη γροθιά στο τραπέζι ο Στράτος, στο τέλος
εκείνος ήταν που θα υποχωρούσε. Διαφωνούσαν σε πολλά με τον άντρα της, ή μάλλον
όχι απλώς σε πολλά, σε όλα. Μαύρο έλεγε εκείνος, άσπρο αυτή, μέχρι το τέλος.
Δεν είχαν όμως μαλώσει ποτέ στα σοβαρά.
Τουλάχιστον
όχι σαν τους καβγάδες του γιου της με τη νύφη της, που τους άκουγε όλη η
γειτονιά. Πόσο ντρεπόταν τους γείτονες, όταν η Έλενα άρχιζε να τσιρίζει… Ήθελε
ν’ ανοίξει η γη να την καταπιεί. Τι στο καλό της έφταιγε αυτής της κοπέλας; Μονίμως με τα μούτρα κατεβασμένα στο πάτωμα,
πάντα δυσαρεστημένη. Όλα τα είχανε με
τον άντρα της, το σπίτι τους, το λάδι τους… Γιατί γκρίνιαζε από το πρωί μέχρι
το βράδυ; Ευτυχώς, ο Νάσος δεν έδειχνε να πτοείται. Έπαιρνε την εφημερίδα του
να διαβάσει ή έμπαινε στο αυτοκίνητο και
πήγαινε βόλτα στην αγορά. Δεκαπέντε μέρες έρχονταν το καλοκαίρι για διακοπές,
τριάντα φορές θα μάλωναν. Φοβήθηκαν όμως και λιγόστεψαν τους καβγάδες, τουλάχιστον
στα φανερά, όταν στα μέσα του δημοτικού η Δάφνη άρχισε να υπνοβατεί. Ρώτησαν
τότε ψυχολόγους και αυτοί τους είπαν ότι το παιδί στενοχωριέται πολύ και
φοβάται, γι’ αυτό υπνοβατεί. Ευτυχώς που μεγαλώνοντας, έγιανε το κορίτσι. Τώρα
δεν ξυπνάει που να χαλάει ο κόσμος…
Η
κυρα-Λένη αποτέλειωσε το συμμάζεμα και άφησε τη σκούπα ξανά στη γωνιά της. «Δεν
βαριέσαι, καλό είναι. Δεν θα’ ρθουν και για προξενιό», μονολόγησε. Μπήκε στο
μπάνιο και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τα μάτια της σήμερα έμοιαζαν θολά, σαν του
μπαγιάτικου ψαριού. Έβγαλε το μαντίλι της και το δίπλωσε πάνω στο πλυντήριο.
Πήρε μια ξεδοντιασμένη χτένα και έστρωσε λίγο τα κατάλευκα μαλλιά της. Γύρισε
πίσω στο δωμάτιο που είχε για καθιστικό.
Ο
φθινοπωρινός ήλιος έμπαινε από τις γρίλιες κάνοντας την πολυθρόνα της να μοιάζει με γέρικη
ζέβρα. Πάνω στις ακτίνες του, τα
σωματίδια της σκόνης είχαν στήσει για άλλη μια φορά έναν αργό, μονότονο χορό. Κάθε
μέρα η Λένη χάζευε αυτό τον χορό. Της φαινόταν πως τούτη η σκόνη ήταν ό,τι είχε
απομείνει από τους ανθρώπους του σπιτιού.
Μάλιστα, κάποιες φορές, τους έβλεπε και τους άκουγε μέσα στις
σκονισμένες ηλιαχτίδες: ο Στράτος να γκρινιάζει για τον καιρό και για τους
πόνους στα κόκκαλά του, η Δάφνη να αρωματίζεται
για να βγει βόλτα στην παραλία, ο Νάσος να διορθώνει τα γραπτά των
μαθητών του καπνίζοντας ασταμάτητα, το ραδιόφωνο να παίζει τη λειτουργία της
Κυριακής, η Έλενα να τραγουδάει με τον Κυριάκο μωρό στην αγκαλιά της, η Πολυξένη με το πλεκτό της να αραδιάζει όλα
τα νέα του χωριού. Και πολλοί άλλοι, φίλοι και συγγενείς, να τρώνε μαζεμένοι
γύρω από το μεγάλο τραπέζι. Όλων τους τα
χνάρια υπήρχαν μέσα σε αυτό το χορευτικό νέφος. Τώρα πια μόνο με χνάρια
γέμιζε η μέρα της. Με χνάρια και με την Παναγία. Την είχε πάντα συντροφιά, σε
όλη της τη ζωή. Συχνά-πυκνά, όταν την έπαιρνε το παράπονο, της μιλούσε κρυφά.
Εκείνη την άκουγε προσεκτικά και στο τέλος τη βύθιζε σ’ ένα γλυκό, λυτρωτικό
ύπνο πάνω στην πολυθρόνα της, ίσα ν’ αδειάσει το μυαλό της από τη στενοχώρια.
Η Λένη
ίσιωσε την εικόνα της Παναγίας που κρεμόταν στον τοίχο, πάνω από το τραπέζι. Έπιασε την πολυθρόνα από τα μπράτσα και την
έσυρε αγκομαχώντας στη μέση της αυλής. Μπήκε στην κουζίνα και άνοιξε το
ντουλάπι κάτω από το νεροχύτη με τα λογής-λογής μπουκάλια. Πήρε ένα μικρό πλαστικό
μπουκάλι από την πρώτη σειρά. Είχε ακόμα
επάνω του την τιμή. Ψαχούλεψε μέσα στην τσέπη της ποδιάς της το κουτί με τα
σπίρτα, σα να ήθελε να βεβαιωθεί ότι ήταν εκεί. Κάθισε στην πολυθρόνα της και
έκανε την προσευχή της. «Σ’ ευχαριστώ, Παναγία μου», ψιθύρισε συγκινημένη.
Άνοιξε το μπουκάλι και μούσκεψε τα μαλλιά της, τα ρούχα της και τα παπούτσια
της. Η διαπεραστική μυρωδιά της βενζίνης και μια αναπάντεχα μεγάλη λάμψη από το
αναμμένο σπίρτο ήταν τα τελευταία πράγματα που ένιωσε.
Όταν
έφτασαν οι γείτονες, το σώμα της ήταν ήδη καρβουνιασμένο. Κανείς δεν μπορούσε
να πει με σιγουριά αν η φλόγα είχε καταφέρει να φτάσει μέχρι την ψυχή της και
να τη ζεστάνει, όμως ένα άκαμπτο μαύρο χαμόγελο, αποτυπωμένο πάνω σε αυτό που
κάποτε ήταν το πρόσωπό της, μαρτυρούσε πως η ζωή της πρέπει τώρα στο τέλος να έγινε
πιο φωτεινή, έστω και για λίγο.
5 σχόλια:
Πολύ ωραίο το διηγημά σας!
όντως ωραίο
Υπέροχη γραφή, συγχαρητήρια!
Σ' ευχαριστούμε Μαρία.
προκάτ αντιπαθητική η Έλενα... άσχετα που θα τραβούσε κι αυτή τα ζόρια της... αλλά η γριά είχε δίκιο που δε γευόταν διαφορά στο γάλα, δεν έφταιγε το γήρας...
Δημοσίευση σχολίου