Σελίδες

7.4.13

Μια χούφτα ρύζι


   
Την ημέρα που ο Λαέρτης Δαμασκηνός έφτασε στο νησί, η θάλασσα ήταν αφρισμένη και ο ουρανός μαύρος και υγρός, έτοιμος να επιτεθεί με σταγόνες σε ό,τι βρισκόταν από κάτω του. Το μικρό πλοίο τραμπαλίστηκε αρκετά πάνω στα ασυγχρόνιστα κύματα, μέχρι που έπιασε στο στενό λιμανάκι. Σε όλη τη διαδρομή, ο Λαέρτης παρατηρούσε ένα μισοζαλισμένο χελιδόνι, κουρνιασμένο στην πρύμνη, ακίνητο σαν πεθαμένο. Το πουλί δεν μετακινήθηκε ούτε κι όταν το πλοίο αγκυροβόλησε.
Ο Δαμασκηνός στάθηκε στην κορυφή της λευκής στριφογυριστής σκάλας του καταστρώματος. Ένιωθε τόσο ζαλισμένος, που του φάνηκε για μια στιγμή πως η σκάλα έμοιαζε με λευκό τριαντάφυλλο∙ ψηλάφησε και ανέσυρε ένα κουτί από τη δεξιά τσέπη του σακακιού του. Ήταν ένα σπιρτόκουτο από αυτά που κυκλοφορούσαν παλιά. Η μπροστινή όψη του έδειχνε μια σαρακατσάνα με τη στολή της, ενώ η πίσω είχε τη συνηθισμένη επιγραφή «ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΟΝΟΠΩΛΙΟ». Το σπιρτόκουτο ήταν γεμάτο με κόκκους ρυζιού.
Ο Δαμασκηνός έριξε μια ματιά στο ρολόι του. Περασμένο μεσημέρι, σχεδόν απόγευμα, κι όμως ήταν σαν βράδυ. Κάθισε στο μοναδικό καφενείο του λιμανιού. Ένα μισονυσταγμένο γκαρσόνι ήρθε να του πάρει παραγγελία. Η πείνα ήταν το κυρίαρχο αίσθημα του αυτή τη στιγμή. Σκέφτηκε να ζητήσει τον κατάλογο, αμέσως όμως και η ίδια του η σκέψη του φάνηκε αστεία. Παράγγειλε τοστ κι ένα ποτήρι παγωμένο γάλα. Το γκαρσόνι έγνεψε καταφατικά, ίσως και λίγο κοροϊδευτικά.
Ο Δαμασκηνός ρούφηξε με πραγματική λαιμαργία το παγωμένο γάλα, που απλώθηκε σαν βάλσαμο στις ταλαιπωρημένες από την πείνα και τη ναυτία πτυχές του στομάχου του. Ένιωθε ήδη καλύτερα. Έκοψε το τοστ σε μικρά κομμάτια κι άρχισε να τρώει αργά, με το βλέμμα προσηλωμένο στις κλωστές του λιωμένου τυριού που απλώνονταν στο πιάτο και με το μυαλό βυθισμένο σε απανωτές σκέψεις. Έβγαλε πάλι από την τσέπη του το σπιρτόκουτο και το άφησε πάνω στο τραπέζι. Η σαρακατσάνα, απτόητη από το κουραστικό ταξίδι, τον κοίταζε με το γνωστό επικριτικό ύφος, ίδιο κι απαράλλαχτο εδώ και είκοσι περίπου χρόνια.

Την ημέρα που ο Λαέρτης Δαμασκηνός αγόρασε το σπιρτόκουτο ήταν είκοσι χρόνια νεότερος, είχε μαύρα σγουρά μαλλιά που είχαν αρχίσει λίγο ν’ αραιώνουν στο μέτωπο, κάπνιζε Καρέλια άφιλτρα, άκουγε βινύλια από δεύτερο χέρι αγορασμένα με δραχμές στο Μοναστηράκι και πάλευε να τελειώσει με κάποια μαθήματα που χρώσταγε στην Αρχιτεκτονική.
Ήταν η μέρα του γάμου της Άννας. Σταμάτησε, θυμόταν, σε ένα περίπτερο έξω από την εκκλησία και αγόρασε σπίρτα και τσιγάρα. Από την πρώτη στιγμή πήρε στα χέρια του τα δυο κουτιά, η ματιά του σταμάτησε στη σαρακατσάνα του σπιρτόκουτου. «Τι διάολο, δεν βρήκαν άλλη να βάλουν στο κουτί;» είχε κάνει τη σκέψη, απομακρύνοντας στιγμιαία το μυαλό του από την Άννα, για να επανέλθει όμως αμέσως, με το άναμμα του πρώτου τσιγάρου. Η τελετή αργούσε, μάλλον εκείνος είχε φτάσει νωρίς, και δεν μπορούσε να βρει ησυχία. Είχε καπνίσει απανωτά τα τσιγάρα του πακέτου, αδειάζοντας ταυτόχρονα πάνω από τα μισά σπίρτα της σαρακατσάνας.
Ο κόσμος που κατέφθανε για το μυστήριο τού ήταν άγνωστος. Κι εκείνος δεν ήξερε γιατί είχε ανταποκριθεί στην πρόσκληση∙ η Άννα έλαμπε στο πλευρό του συζύγου της, πιο όμορφη από ποτέ. Όμως-τι ειρωνεία-φορούσε τα σκουλαρίκια που της είχε χαρίσει ο Λαέρτης στο πρώτο τους ραντεβού. Μάλλον αλήθεια έλεγε ότι ήταν τα αγαπημένα της. Όταν τη χαιρέτισε, ήταν ευγενική μαζί του και έδειξε να χαίρεται που τον έβλεπε. Ο Λαέρτης της ευχήθηκε και στάθηκε στην πλευρά των ανδρών, για να παρακολουθήσει το μυστήριο. Ευτυχώς δεν κράτησε πολύ. Ο ιερέας είχε να τελέσει άλλους δύο γάμους, έτσι δεν υπήρχε χρόνος για πολλά. Οι εξαδέλφες της Άννας μοίρασαν ρύζι στους καλεσμένους. Ο Λαέρτης το κρατούσε σφιχτά στην ιδρωμένη του παλάμη, τόσο που η χούφτα του είχε γίνει αληθινή γροθιά. Στον χορό του Ησαΐα, προσπάθησε να ανοίξει δρόμο και να βρεθεί πιο κοντά στο ζευγάρι, αλλά δεν τα κατάφερε. Στο τέλος της τελετής, με το ρύζι ακόμα στο χέρι και τα μάτια θολωμένα από δάκρυα που δεν άφηνε να βγουν, έφυγε από την εκκλησία, χωρίς να χαιρετίσει και χωρίς να πάρει μπομπονιέρα. Πριν μπει στο αυτοκίνητό του, έβγαλε από το σπιρτόκουτο τα λίγα σπίρτα που είχαν απομείνει και άδειασε μέσα του το ρύζι.

Είκοσι χρόνια μετά, το ρύζι στο σπιρτόκουτο είχε διατηρηθεί αναλλοίωτο• αποδείχθηκε τελικά πιο κατάλληλο για φαγητό, παρά για να ριζώνει γάμους, αφού η Άννα χώρισε μετά από μερικά χρόνια. Τον είχε πάρει αρκετές φορές τηλέφωνο, στην αρχή πιο συχνά, αργότερα τα τηλεφωνήματα αραίωσαν. Ο Δαμασκηνός είχε προσπαθήσει να αντισταθεί. Η ζωή του είχε γυρίσει σελίδα, είχε πάρει πια τον δρόμο της και αυτός ο δρόμος δεν περνούσε από το μικρό κυκλαδονήσι όπου έμενε πια μόνιμα η Άννα. Ο Δαμασκηνός ταξίδευε πολύ, συνήθως για μελέτες του γραφείου του. Ήταν παντρεμένος πολλά χρόνια, εντελώς φαλακρός ακόμα περισσότερα, καθιερωμένος αρχιτέκτονας και πατέρας μιας πανέμορφης κόρης. Όλα του είχαν έρθει πρίμα στη ζωή.
Δεν θα σκεφτόταν καθόλου να κάνει αυτό το ταξίδι, αν δεν ήταν αυτό το σπιρτόκουτο, χωμένο αλλά όχι ξεχασμένο, στο βάθος του συρταριού του γραφείου του. Κάθε φορά που άνοιγε να πάρει κάτι, ξεχώριζε το επιτιμητικό βλέμμα της αγέρωχης σαρακατσάνας να πέφτει επάνω του βαρύ, μέσα από συνδετήρες, μολύβια σχεδίασης και χαρτοκόπτες. «Επιτέλους, Λαέρτη, τι θα γίνει με αυτό το ρύζι;»

2 σχόλια:

Poet είπε...

Να που το ρύζι δεν ριζώνει μόνο, ανατρέπει καμιά φορά τους γάμους. Και τον δικό του. Και είκοσι και σαράντα χρόνια μετά στο μυστήριο που λέγεται έρωτας και λέγεται ζωή. Άνοιξη ακαταμάχητη και το φθινόπωρο, Μαρία.

Margo είπε...

Πολύ όμορφο!
Εκπληκτική και η φωτογραφία που έχεις στον τίτλο. Απόλαυσα την επίσκεψη :)

Καλό βράδυ Μαρία μου