Σελίδες

27.1.13

Η λίρα ήταν κάλπικη


       Η πολυθρόνα μιας αφήγησης πρέπει να είναι ευρύχωρη, να χωράει όλες τις ιστορίες∙ με γερή κατασκευή, να μην τσακίζει από συναισθήματα, και στόφα από φίνο ύφασμα, απαλό στην αφή και ξεκούραστο στο μάτι. Ακριβώς όπως η πολυθρόνα του Δημήτρη Μυράτ στην αρχή της Κάλπικης Λίρας. Το ύφασμά της έχει ένα μοτίβο με λουλούδια σε αποχρώσεις της κλίμακας του γκρι∙ η ασπρόμαυρη φωτογραφία αποσιωπά τις άχρηστες λεπτομέρειες.
      Καθισμένος στο καροτσάκι του μπροστά στο γραφείο, ο Δημήτρης γράφει με ένα καλοξυσμένο Faber Castell No 2 στο σημειωματάριο που άνοιξε μόλις πριν δύο μέρες. Τον τελευταίο καιρό, από τότε που καθηλώθηκε εντελώς στο καροτσάκι, ο Δημήτρης περνάει πολλές ώρες της ημέρας βλέποντας ταινίες. Συχνά δεν τις παρακολουθεί∙ τις αφήνει να υπάρχουν δίπλα του, καθώς εκείνος γράφει τα κείμενα που πρέπει να παραδώσει στην εφημερίδα. Τούτο το κρύο απόγευμα, σκαρφίστηκε ένα πείραμα: έβαλε στον υπολογιστή την ταινία να παίζει, έχοντας ταυτόχρονα ανοιχτή την τηλεόραση με τον ήχο χαμηλωμένο. Το αποτέλεσμα αποδείχτηκε  πιο ενδιαφέρον απ’ ό,τι είχε φανταστεί.

       Στην αρχή της ταινίας, ο αφηγητής εξετάζει με μεγεθυντικό φακό μια κάλπικη λίρα. Από τη σκοπιά του θεατή, ο φακός μεγεθύνει αλλόκοτα το αριστερό του μάτι, το κάνει να φαίνεται τεράστιο και απειλητικό. «Ο κάλπικος παράς δεν χάνεται ποτέ. Η παροιμία είναι σοφή όπως όλες οι παροιμίες», λέει με βαθιά φωνή και καθαρή άρθρωση ο Μυράτ. Ο Δημήτρης γράφει τις φράσεις στο τετράδιο. Τα γράμματά του, άλλοτε στρωτά και καλλιγραφικά, τώρα τρεμουλιάζουν∙ σαν να θέλουν να πέσουν από τις γραμμές. Το χέρι του μουδιάζει ελαφρά. Ο γιατρός έχει συστήσει ανάπαυση. Ο Δημήτρης δεν ακούει τον γιατρό∙ πιστεύει περισσότερο τον Χέμινγουέι. Όταν το γράψιμο γίνει το μεγαλύτερο πάθος και η μεγαλύτερη ηδονή, μονάχα ο θάνατος μπορεί να το σταματήσει. Εξάλλου πόσο καιρό θα μπορεί να γράφει ακόμα; Η εφημερίδα πάει για κλείσιμο∙ εδώ κλείνουν άλλες κι άλλες, πού να σταθεί λογοτεχνική εφημερίδα τέτοιους καιρούς… Ο Δημήτρης δαγκώνει την άκρη του μολυβιού, καθώς σκέπτεται μια φράση. Το βλέμμα του αποσπάται από το χαρτί στην τηλεόραση. Έγχρωμα πλάνα από τη Δαμασκό∙ βομβαρδισμένα κτήρια∙ δυο άντρες τρέχουν κουβαλώντας στους ώμους τους πτώματα παιδιών τυλιγμένα σε πολύχρωμες κουβέρτες. Το χρώμα είναι ενοχλητικό κάποιες φορές.

       Συχνά ο Δημήτρης νιώθει ένοχος∙ για το σπίτι του, για τα βιβλία του, για το γραφείο του, αντίκα αγορασμένη ακριβά από το Μοναστηράκι, για την ημέρα του που ξημερώνει σε σπίτι με τζάκι, μεγάλο μπαλκόνι και ιδιόκτητο πάρκινγκ. Από τότε που αρρώστησε όμως, οι ενοχές του μετριάστηκαν∙ τώρα τον απασχολεί περισσότερο ο χρόνος∙ αν θα προλάβει. Η ταινία δείχνει ένα πλάνο της Ακρόπολης πάνω στο λόφο της και από κάτω μια άλλη Αθήνα, με λίγα χαμηλά σπίτια, δέντρα και χώμα. Το χώμα είναι το πιο αξιοπερίεργο. Ο Δημήτρης περιμένει να δει τη γνώριμη φιγούρα του Ανάργυρου, του ήρωα της πρώτης ιστορίας, που από χαράκτης έγινε παραχαράκτης. Βγαίνει από το εργένικο δωμάτιό του στην αυλή. Η σπιτονοικοκυρά του τον χαιρετάει εγκάρδια και τον ρωτάει πώς κοιμήθηκε. Ο Ανάργυρος ροχαλίζει. Οι καλοί άνθρωποι ροχαλίζουν όταν έχουν ήσυχη συνείδηση, λέει ο αφηγητής Μυράτ. Δίπλα, η τηλεόραση δείχνει πλάνα από τη Βουλή. Ο Βενιζέλος ωρύεται πάνω στο έδρανό του∙ έτσι βουβή, η έκρηξή του μοιάζει να έχει βγει από δευτεροκλασάτη ταινία τρόμου. Το βλέμμα του έχει κάτι το απόκοσμο. Ο Δημήτρης αναρωτιέται αν ο Βενιζέλος ροχαλίζει στον ύπνο του.


     Η κάμερα του Γιώργου Τζαβέλλα μεταφέρεται στο πολυθόρυβο κέντρο της αγοράς, όπου ο Ανάργυρος έχει το μαγαζάκι του. Ο Δημήτρης σημειώνει στο τετράδιό του τη φράση «πολυθόρυβο κέντρο της αγοράς» και βάζει δίπλα δύο θαυμαστικά. Η τηλεόραση δείχνει πλάνα από ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο στα βόρεια προάστια, όπου είχε μόλις σημειωθεί έκρηξη βόμβας. Ο Δημήτρης δεν βγαίνει πια για ψώνια. Παραγγέλνει τα πάντα μέσω ίντερνετ. Έτσι εξοικονομεί  χρόνο για γράψιμο. Τουλάχιστον με αυτή τη δικαιολογία παρηγοριέται.

       Ο Ανάργυρος έχει  ήδη στήσει το παράνομο εργαστήριό του. Φτιάχνει λίρες. Λίγο χρυσάφι απέξω και οποιοδήποτε μέταλλο από μέσα. Έχει μπλέξει και με μια χυμώδη καλλονή, την Ίλια Λιβυκού στα νιάτα της. Η συνείδησή του δεν είναι πια ελαφριά. Όμως, όταν έχεις λεφτά, μπορείς ν’ αφήσεις τη συνείδησή σου να κοιμάται μόνη κι εσύ να κοιμάσαι με τις ωραιότερες γυναίκες.
Η αγαπημένη φιγούρα του Δημήτρη: ο τυφλός ζητιάνος, που κάτω από τα περίλυπα και πένθιμα μαύρα του ματογυάλια, έκρυβε μια περίφημη όραση. «Αόομματος… Κόσμο ακούω και κόσμο δεν βλέπω …», ο Μίμης Φωτόπουλος διαλαλεί, κρυφοκοιτάζοντας πάνω από τα μαύρα γυαλιά τον άλλο επαγγελματία του πεζοδρομίου, την εκδιδόμενη της περιοχής, που του χαλάει την πιάτσα. Ο Δημήτρης μειδιά. Η τηλεόραση δείχνει διαφημίσεις για θερμαντικά σώματα, όμως ο Δημήτρης βλέπει με το νου του πλάνα από το κέντρο της Αθήνας, από αυτά που προβάλλονται καθημερινά. Πλάνα με ανθρώπινα κορμιά χυμένα στα πεζοδρόμια, σκεπασμένα με χαρτόνια, νέοι με βασιλεμένο βλέμμα και ωχρά πρόσωπα που αγωνιούν για τη δόση, πόρνες από κάθε μεριά της γης που στέκουν μετά βίας όρθιες στις σκοτεινές γωνιές του κέντρου. Από μια μεριά, ο Δημήτρης αισθάνεται τυχερός που δεν πολυκυκλοφορεί στο κέντρο. Ο ζητιάνος καταλήγει στο δωμάτιο της εκδιδόμενης Μαρίας, όπου απολαμβάνει τις υπηρεσίες της. Το όνειρο της Μαρίας είναι να αποκτήσει κάποτε πολλά λεφτά, για να μπορεί να κοιμάται μόνη.

       Ο Δημήτρης κυλάει το καροτσάκι του μέχρι το καθιστικό. Σταματάει σε ένα χαμηλό τραπεζάκι που έχει επάνω του έναν ασημένιο δίσκο με ποτήρια και ένα φρεσκοανοιγμένο μπουκάλι Dewar’s. Γεμίζει ένα ποτήρι και ξαναγυρίζει στο γραφείο.  Έχει αρχίσει η ιστορία με τη Φανίτσα, την κόρη του ασπριτζή της γειτονιάς. Ο σπιτονοικοκύρης τους, η αθηναϊκή εκδοχή του Εμπενέζερ Σκρουτζ,  κυνηγάει τη φτωχή οικογένεια για τα νοίκια και η Φανίτσα τον βλέπει με τρόμο. Ο ασπριτζής είχε ασπρίσει όλους τους μαγαζάτορες της γειτονιάς∙ μόνο ο σπιτονοικοκύρης του, ο Μαυρίδης, έμενε μαύρος κι άραχνος. Για κακή τύχη της οικογένειας, ο ασπριτζής πεθαίνει και η Φανίτσα με τη μητέρα της βρίσκονται σε ακόμα πιο τραγική κατάσταση. Η Φανίτσα αναγκάζεται να πουλάει στον δρόμο λουλούδια που έχει μαζέψει από νεκροταφεία.  Άλλες φορές, ο Δημήτρης έβρισκε αυτή την ιστορία αστεία στην τραγικότητά της.
Γελούσε με τη σούπα από κρέας που έφερνε η γειτόνισσα στην άρρωστη μητέρα της Φανίτσας, γελούσε με τη χαρά που κάνουν μαμά και κόρη όταν η Φανίτσα βρίσκει στον δρόμο την κάλπικη λίρα. Τώρα όμως δεν του έρχεται να γελάσει. Προχθές του είπε η κόρη του ότι στο σχολείο τους ένα παιδάκι ζαλίστηκε την ώρα του μαθήματος∙ οι γονείς του είναι άνεργοι και το πρωινό στο σπίτι έχει καταργηθεί από καιρό. Στη συνοικία τους λειτουργεί εδώ και μερικούς μήνες κοινωνικό εστιατόριο με φθηνές μερίδες φαγητού για άπορους και άνεργους. Στην τηλεόραση τα πράγματα είναι πιο χορταστικά. Έχει αρχίσει το σόου με τους επίδοξους σεφ που ανακατεύουν σαφράν με ροδάκινο για να γίνει πιο πορτοκαλί η σάλτσα που θα περιχύσει το ελάφι. Ο Δημήτρης κάνει ζάπινγκ∙ τούρκικο σήριαλ. Ομολογουμένως η φωτογραφία είναι αξιοπρεπής∙ οι μορφές ευγενικές.

        Η αγαπημένη του ιστορία, αυτή με τον Παύλο και την Αλίκη και το πορτρέτο «Σ’ αγαπώ», έχει αρχίσει. Ο Δημήτρης κλείνει την τηλεόραση. Από νέος είχε μεγάλο έρωτα για τη Λαμπέτη. Δεν χόρταινε τις ταινίες της, το μόνιμα σκοτεινό βλέμμα της, το πικρό χαμόγελο, τη βαθιά φωνή με τη σπασμένη συγκίνηση. Ο Παύλος και η Αλίκη βρίσκουν την κάλπικη λίρα μεταξύ των κομματιών της βασιλόπιτας και όλοι θεωρούν το γεγονός τυχερό για το νιόπαντρο ζευγάρι. Ο Χορν και η Λαμπέτη, ωραίοι σαν θεότητες του έρωτα. «Προχτές το βράδυ που κλεφτήκαμε, δεν σκέφτηκα πως πρέπει και να τρώμε», λέει ο Παύλος τη μαγική φράση∙ ο Δημήτρης ανυπομονεί κάθε φορά να ακούσει αυτή τη φράση από τα χείλη του Χορν. Η απόλυτη ευτυχία είναι αυτή που σε κάνει να ξεχνάς να φας. Ο Δημήτρης είχε χρόνια να ξεχάσει την ώρα του φαγητού∙ και τις λίγες φορές που είχε συμβεί αυτό, δεν ήταν από ευτυχία.

     
       Η Αλίκη φυλάει την κάλπικη λίρα μέσα σ’ ένα κουμπαρά. Η λίρα της αγάπης δεν πρέπει να ξοδευτεί. Όπως δεν πρέπει να ξοδευτεί το «σ’ αγαπώ»∙ να μείνει ολοζώντανο, αναλλοίωτο. Ο Παύλος διαλέγει να το ζωγραφίσει πάνω στον καμβά∙ ένα πορτρέτο, χίλια σ’ αγαπώ∙ στην αρχή ηχηρά, παλλόμενα, σχεδόν ματωμένα∙ αργότερα υποχρεωτικά, κλαμένα, μάλλον μετανιωμένα. Η σχέση του ζευγαριού τρεκλίζει πάνω στις οικονομικές δυσκολίες. Εξήντα χρόνια ταινία και πολλές σκηνές είναι σαν να γυρίστηκαν σήμερα. Καλό για την ταινία, κακό για το σήμερα. Ο Παύλος αναγκάζεται να κάνει συμβιβασμούς∙ δέχεται να ζωγραφίσει τον τοίχο της ταβέρνας του μπαρμπα-Γιάννη∙  ο ταβερνιάρης τού έχει παραγγείλει ένα μεγάλο φεγγάρι, κίτρινο σαν κεφαλοτύρι, πάνω από τα τραπέζια του μαγαζιού. Αυτό το φεγγάρι γίνεται η σελήνη του μέλιτος για το ζευγάρι, σχολιάζει ο αφηγητής και δίκιο έχει, αφού το ζευγάρι μπορεί να τρώει τζάμπα για ένα μήνα στο ταβερνάκι.
     
     Τελικά η Αλίκη, πτοημένη από τη δύσκολη πραγματικότητα, εγκαταλείπει τον Παύλο. Παντρεύεται έναν ευκατάστατο παιδικό της φίλο και η ζωή της παίρνει τους παλιούς της ρυθμούς. Στην άκρη του μυαλού της όμως πάντα υπάρχει ο Παύλος, που εν τω μεταξύ έχει γίνει ένας διάσημος ζωγράφος. Σε μια έκθεση ζωγραφικής του, η Αλίκη με τον σύζυγό της επιχειρούν να αγοράσουν το «Σ’ αγαπώ». Ο Παύλος αρνιέται αυστηρά. «Δεν πουλιέται, κύριε. Μπορεί να πουλήθηκε κάποτε το μοντέλο, αλλά αυτό όχι». Αυτό ανήκει στον ζωγράφο. Ο Δημήτρης λατρεύει τον Χορν σε αυτή τη σκηνή. Είναι η αιφνιδιαστική εμφάνισή του στο πλάνο, το μαύρο ζιβάγκο που του προσδίδει μια αδιάλλακτη αυστηρότητα, η αίσθηση του αδιαπραγμάτευτου συναισθήματος. Τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή είναι δωρεάν. Ακόμα κι αν πληρώσεις, δεν μπορείς να τα αποκτήσεις.
   
       Αρκετά χρόνια μετά, ο Παύλος συναντά την Αλίκη ένα πρωινό, στην Ηρώδου του Αττικού, καθώς κατηφορίζει για μια βόλτα στο Ζάππειο. Στο πλάνο διακρίνεται ο τροχονόμος με την άσπρη κάσκα του. Ο Δημήτρης αναλογίζεται πού θα έκρυβε σήμερα ο Τζαβέλλας την κλούβα με τους αστυνομικούς που υπάρχει συνήθως εκεί, για να μην του χαλάσει το γύρισμα. Ο Παύλος λέει στην Αλίκη για τη ζωή του και τη ρωτάει για τη δική της. Της λέει και για τη λίρα που ήταν κάλπικη. «Μια μεγάλη αγάπη που ξεκίνησε από μια κάλπικη λίρα. Κάλπικη δεν είναι μόνο η λίρα σε αυτή την ιστορία. Κάλπικο είναι γενικά το χρήμα», σχολιάζει ο αφηγητής πριν πέσει η λέξη «Τέλος».
     
      Ο Δημήτρης πατάει το pause και μένει να κοιτάζει αφηρημένα τη μοιραία, αναπόφευκτη λέξη στην παγωμένη οθόνη του υπολογιστή. Το ουίσκι στο ποτήρι του έχει τελειώσει κι αυτό.



Δεν υπάρχουν σχόλια: