Σελίδες

30.1.13

Σπουδή σε γυμνό μοντέλο

Πίνακας: Εύη Παντελέων


       Από μικρός ο Αντώνης ήταν παράξενο παιδί. Το πρώτο που εντυπωσίαζε επάνω του ήταν τα μάτια του∙ δυο μάτια δυσανάλογα μεγάλα με το υπόλοιπο πρόσωπο και με διαφορετικό χρώμα∙ το ένα καστανό και το άλλο κατάμαυρο, κάρβουνο. Οι παιδίατροι και οι οφθαλμίατροι που τον είχαν εξετάσει είχαν πει ότι επρόκειτο περί «ετεροχρωμίας της ίριδας», μιας κατάστασης κληρονομικής. Όμως σε κανένα σόι, ούτε του Κίμωνα ούτε της Πηνελόπης, δεν υπήρχε κάποιος με τέτοιο κουσούρι στα μάτια. Ο Κίμων Ακάθιστος παρηγορήθηκε κάπως όταν ένας δάσκαλος που ερχόταν τακτικά στο φούρνο του για ψωμί, του είπε ότι κι ο Μέγας Αλέξανδρος είχε διαφορετικά μάτια. Αν ήταν να γίνει τόσο μεγάλος άνδρας ο Αντώνης, δεν πείραζαν τα μάτια.
       Ο Αντώνης έβλεπε πολύ καλά με τα δυο παράταιρα μάτια του. Όμως μεγάλος άνδρας δεν φαινόταν να γίνεται. Ούτε άνδρας, για του λόγου το αληθές. Ήδη από τα χρόνια του γυμνασίου είχε μια φωνή ψιλή και τραγουδιστή, χωρίς την άγρια βραχνάδα των άλλων αγοριών της ηλικίας του. Το σώμα του ήταν λυγερό∙ περπατούσε κινώντας με υπερβολική χάρη τους γλουτούς του. Χειρονομούσε σαν κοπέλα και καθόταν συνεχώς με τα πόδια κλειστά ή σταυροπόδι. Δεν ρευόταν, δεν έξυνε τον καβάλο του, δεν έφτυνε κάτω όπως οι συμμαθητές του. Μόνο το τσιγάρο έμαθε, κι αυτό το κρατούσε με χάρη σπάζοντας τον καρπό, καθώς ξεφυσούσε με τέχνη ολοστρόγγυλα δαχτυλίδια καπνού που ανέβαιναν ακέραια μέχρι το ταβάνι.
      Παρά την ιδιαιτερότητά του, ο Αντώνης ήταν αγαπητός στους συμμαθητές του. Ακόμα και τα λίγα σχόλια για τη θηλυπρεπή εμφάνισή του τα έκαναν μόνο ερήμην του και πάντα με την έγνοια μην εμφανιστεί ξαφνικά και τους ακούσει. Ο Αντώνης συμμετείχε σε όλες τις πλάκες, στις εξόδους και τα πάρτι, ενώ στο Λύκειο ήταν και τα τρία χρόνια μέλος στο δεκαπενταμελές μαθητικό συμβούλιο.
Εκτός από τα παράταιρα μάτια, ο Αντώνης είχε και μαγικά χέρια. Ζωγράφιζε ήδη από τα σχολικά χρόνια σαν φτασμένος εικαστικός, χρησιμοποιώντας διάφορα υλικά: νερομπογιές, μολύβια, λάδια, παστέλ. Έφτιαχνε επίσης χαρακτικά και μικρά γλυπτά. Όλα τα έργα του τα χάριζε στους φίλους του, ενώ αρκετά ήταν κορνιζαρισμένα στους τοίχους του σπιτιού του και της τάξης του. Ο Αντώνης υπέγραφε όλους τους πίνακές του στην κάτω δεξιά γωνία με ένα μικρό ευανάγνωστο «ΑΑ» συνοδευόμενο με το έτος.
      Ο καθένας μπορούσε να διακρίνει το ταλέντο του Αντώνη. Ήταν από αυτά τα ταλέντα που φωνάζουν από μακριά, που φωτίζουν σαν προβολέας τον κάτοχό τους, κάνοντάς τον να ξεχωρίζει από τη μεγάλη μάζα των συνηθισμένων ανθρώπων. Όμως, μόνο τη χρονιά που διορίστηκε στο σχολείο ως καθηγήτρια καλλιτεχνικών η Έρση Φωτίου απέκτησε η ικανότητα του Αντώνη τη σφραγίδα που της έπρεπε.

      Η Έρση Φωτίου ήταν μια ψηλή λεπτοκαμωμένη πενηντάρα. Πρέπει να υπήρξε όμορφη στα νιάτα της, τώρα όμως το πολύ λεπτό, σχεδόν αποστεωμένο πρόσωπό της είχε βαθιές ρυτίδες έκφρασης, λες και κάθε συναίσθημα περνώντας είχε αφήσει το ίχνος του. Η Έρση Φωτίου ήταν γλύπτρια με σημαντικό έργο, αλλά εργαζόταν ως καθηγήτρια καλλιτεχνικών για βιοπορισμό∙ έτσι «δεν χρειαζόταν να κάνει συμβιβασμούς», όπως έλεγε συχνά στις συζητήσεις με τους συναδέλφους της.
       Από την πρώτη μέρα που μπήκε στο τμήμα του Αντώνη, τον ξεχώρισε από τους άλλους μαθητές∙ στην αρχή από την ψηλόλιγνη φιγούρα του που έσκυβε σχεδόν προστατευτικά πάνω από το μπλοκ της ακουαρέλας∙ ύστερα από το σχέδιο που έφτιαχνε εκείνη τη μέρα ο Αντώνης στο μπλοκ, ένα σκίτσο του πατέρα του στον φούρνο, με τα καρβέλια του ψωμιού να αχνίζουν πάνω στη ζωγραφιστή λαμαρίνα∙ η καθηγήτρια σχεδόν τα μύριζε∙ τόσο ζωντανό ήταν το σχέδιο.
       Από νωρίς η Έρση Φωτίου καθοδήγησε τον Αντώνη, προσανατολίζοντάς τον προς τη Σχολή Καλών Τεχνών. Έδωσε εκείνος τις απαραίτητες εξετάσεις, έδωσε κι εκείνη τις απαραίτητες συστάσεις και ο Αντώνης έγινε δεκτός με την πρώτη. Περήφανος ο Κίμων για τον γιο του, του ανέθεσε να ζωγραφίσει μια πινακίδα για τον φούρνο. Ο Αντώνης δεν ενθουσιάστηκε με την πρόταση, αλλά ασχολήθηκε τρία εικοσιτετράωρα με διακοπή μόνο για ύπνο και φαγητό∙ το αποτέλεσμα ήταν θαυμάσιο: σε φόντο ώχρας η «Αρτοποιία Ακάθιστου» με πορφυρούς καλλιγραφικούς χαρακτήρες και από κάτω μια γιγάντια φρατζόλα, με την οποία θα χόρταινε ολόκληρη ποδοσφαιρική ομάδα.
Φοιτητής πια στην Καλών Τεχνών, ο Αντώνης άρχισε να αποκτά όλο και πιο αλλόκοτες παρέες που δεν άρεσαν στον Κίμωνα. Οι φίλοι του ντύνονταν με πολύχρωμα πουκάμισα και φαρδιά υφασμάτινα παντελόνια. Μερικοί φορούσαν και σκουλαρίκι. Όλοι τους κάπνιζαν στριφτά τσιγάρα που μύριζαν περίεργα∙ ο Κίμων ήξερε ότι δεν ήταν εντελώς αθώα. Όμως αυτό που τον ενοχλούσε περισσότερο ήταν ότι η παρέα του Αντώνη ήταν κάπως γυναικωτή. Οι φίλοι του μιλούσαν και χειρονομούσαν σαν υστερικές γυναίκες, με φωνές όλο σπασίματα, ηδυπάθεια και νάζι. Κουβαλούσαν κάτι πελώρια μπλοκ ζωγραφικής, κλείνονταν όλοι μαζί στο δωμάτιο του Αντώνη, ζωγράφιζαν και κάπνιζαν. Γρήγορα ο καπνός ξεμύτιζε κάτω από τη χαραμάδα της πόρτας, ενώ από μέσα ακούγονταν γέλια, στριγγλιές και μουσική.

       Ο Αντώνης ήταν υποδειγματικός φοιτητής. Παρακολουθούσε ανελλιπώς τις παραδόσεις, έκανε όλες τις εργασίες-ακόμα και τις προαιρετικές-και διέπρεπε στα εργαστήρια. Μόνο σ’ ένα εργαστήριο αντιμετώπισε δυσκολία∙ στο γυμνό μοντέλο. Και μάλιστα όχι στο γυναικείο γυμνό∙ αυτό το δούλευε με μεγάλη μαστοριά∙ οι λεπτές γραμμές των μολυβιών του χάραζαν σχεδόν θωπεύοντας το περίγραμμα του γυναικείου σώματος∙ ύστερα έφτιαχνε με πιο χοντρές μολυβιές το εσωτερικό, με σχεδόν φωτογραφική φυσικότητα. Το αξεπέραστο εμπόδιο για τον Αντώνη ήταν το ανδρικό γυμνό. Στη θέα των καλοσχηματισμένων ανδρικών σωμάτων ο Αντώνης ερεθιζόταν∙ ένιωθε μια ανείπωτη ταραχή, τα χέρια του άρχιζαν να τρέμουν, να μυρμηγκιάζουν∙ σε λίγο τον έκοβε κρύος ιδρώτας∙ και μετά, εκεί χαμηλά, ερχόταν ο πόνος με ένα ηδονικό, διεκδικητικό κρεσέντο που τον έκανε να φουντώνει∙ στο τέλος ο πόνος έσπαγε σ’ έναν ορμητικό χείμαρρο σπέρματος που λέρωνε το εσώρουχο και περόνιαζε το παντελόνι του. Την πρώτη φορά που του συνέβη αυτό, το μοντέλο του έκλεισε πονηρά το μάτι. Ήταν ένας ξανθός σγουρομάλλης νεαρός με αρμονικό γυμνασμένο σώμα, που θα ενέπνεε ακόμα και τον Φειδία. Τις επόμενες φορές, ο Αντώνης προσπαθούσε να σκέφτεται κάτι άλλο, για να συγκρατήσει το καταιγιστικό του ένστικτο. Τα μισοκατάφερνε τις περισσότερες φορές. Το μοντέλο πλέον του έκλεινε σταθερά κάποια στιγμή το μάτι, κρυφά απ’ τον καθηγητή που περνούσε από τους πάγκους των φοιτητών επιθεωρώντας την πρόοδο της σπουδής. Ο Αντώνης, ντροπιασμένος, τέλειωνε όπως-όπως κάθε φορά τη σπουδή∙ τα σχόλια του καθηγητή ήταν σχεδόν πάντα επικριτικά∙ χρειαζόταν εξάσκηση στο ανδρικό γυμνό, ώστε να κατακτήσει την αρτιότητα που είχαν οι σπουδές του στο γυναικείο γυμνό.
       Και πραγματικά ο Αντώνης άκουσε τη συμβουλή του καθηγητή. Εξασκήθηκε στο ανδρικό γυμνό∙ όχι στον καμβά, αλλά στο κρεβάτι. Το μοντέλο που του έκλεινε το μάτι λεγόταν Φίλιππος και ήταν είκοσι χρονών. Ένα μεσημέρι, στο σχόλασμα του εργαστηρίου, περίμενε τον Αντώνη, ντυμένος φυσικά∙ του πρότεινε να πάνε για καφέ. Πήγαν σε μια μικρή καφετέρια στην Πατησίων. Ο Αντώνης περνούσε συχνά από εκεί, αλλά δεν είχε μπει ποτέ μέσα. Ο καφές κράτησε πολύ λίγο, εξάλλου ήταν εσπρέσο. Μετά ο Φίλιππος οδήγησε τον Αντώνη στο σπίτι του, ένα μικρό δυάρι στον τρίτο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας στην οδό Τροίας. Άνοιξε την πόρτα γυρνώντας βιαστικά το κλειδί στην κλειδαριά και οι δύο άνδρες μπήκαν μέσα στο σκοτεινό διαμέρισμα που μύριζε κλεισούρα και καπνό σε ίσες αναλογίες. Ο Φίλιππος έριξε ανυπόμονα τον Αντώνη πάνω στο διπλό κρεβάτι του. Αυτό που ακολούθησε στο δυάρι της οδού Τροίας ελάχιστα απείχε από τον Τρωικό Πόλεμο∙ για τρεις ολόκληρες ώρες τα δύο κορμιά πάλευαν χυμένα πάνω στο κρεβάτι. Ο Αντώνης ήταν συγκλονισμένος από αυτό που του συνέβαινε∙ απανωτά κύματα του γνωστού πόνου τον έζωναν με αμείωτη ένταση, καθώς ο Φίλιππος περιδιάβαινε με τη γλώσσα, τα δάχτυλα και το πέος του κάθε χιλιοστό του κορμιού του Αντώνη. Τα χείλη του Φίλιππου σταματούσαν από καιρό σε καιρό στο στόμα του Αντώνη και άφηναν ένα πεταχτό, σχεδόν συμπονετικό φιλί, σφραγίζοντας τα βογγητά που μάταια προσπαθούσε να πνίξει ο Αντώνης. Στο τέλος της ερωτικής μάχης, ο Φίλιππος, αδιαμφισβήτητος κατακτητής, πήρε τον Αντώνη στην αγκαλιά του και βυθίστηκαν και οι δύο σ’ έναν αποκαμωμένο, χορτάτο ύπνο.

        Από εκείνο το απόγευμα, η ζωή του Αντώνη μπήκε σε άλλη τροχιά. Τα πρωινά πήγαινε όπως πάντα στη σχολή του, ενώ τα απογεύματα έβλεπε απαρέγκλιτα τον Φίλιππο. Είχε αποκτήσει πραγματική εξάρτηση από το κορμί του φίλου του. Μπορούσε πια να το ζωγραφίσει απέξω, χωρίς να το βλέπει∙ τόσο καλά ήξερε την κάθε μικρή λεπτομέρειά του. Και βέβαια, έτσι γεμάτος κι ευτυχισμένος που ήταν, ζωγράφιζε πλέον το ίδιο καλά και τα ανδρικά γυμνά. Ο καθηγητής του εργαστηρίου δεν έκανε πια κανένα σχόλιο∙ μόνο το εντυπωσιασμένο βλέμμα του πίσω από τα χοντρά πρεσβυωπικά γυαλιά μαρτυρούσε την επιδοκιμασία του. «Ο Αντώνης Ακάθιστος θα γίνει κάποτε ένας πολύ μεγάλος ζωγράφος», ακουγόταν συχνά να λέει με στόμφο στην τακτική συνέλευση του τμήματος.

27.1.13

Η λίρα ήταν κάλπικη


       Η πολυθρόνα μιας αφήγησης πρέπει να είναι ευρύχωρη, να χωράει όλες τις ιστορίες∙ με γερή κατασκευή, να μην τσακίζει από συναισθήματα, και στόφα από φίνο ύφασμα, απαλό στην αφή και ξεκούραστο στο μάτι. Ακριβώς όπως η πολυθρόνα του Δημήτρη Μυράτ στην αρχή της Κάλπικης Λίρας. Το ύφασμά της έχει ένα μοτίβο με λουλούδια σε αποχρώσεις της κλίμακας του γκρι∙ η ασπρόμαυρη φωτογραφία αποσιωπά τις άχρηστες λεπτομέρειες.
      Καθισμένος στο καροτσάκι του μπροστά στο γραφείο, ο Δημήτρης γράφει με ένα καλοξυσμένο Faber Castell No 2 στο σημειωματάριο που άνοιξε μόλις πριν δύο μέρες. Τον τελευταίο καιρό, από τότε που καθηλώθηκε εντελώς στο καροτσάκι, ο Δημήτρης περνάει πολλές ώρες της ημέρας βλέποντας ταινίες. Συχνά δεν τις παρακολουθεί∙ τις αφήνει να υπάρχουν δίπλα του, καθώς εκείνος γράφει τα κείμενα που πρέπει να παραδώσει στην εφημερίδα. Τούτο το κρύο απόγευμα, σκαρφίστηκε ένα πείραμα: έβαλε στον υπολογιστή την ταινία να παίζει, έχοντας ταυτόχρονα ανοιχτή την τηλεόραση με τον ήχο χαμηλωμένο. Το αποτέλεσμα αποδείχτηκε  πιο ενδιαφέρον απ’ ό,τι είχε φανταστεί.

       Στην αρχή της ταινίας, ο αφηγητής εξετάζει με μεγεθυντικό φακό μια κάλπικη λίρα. Από τη σκοπιά του θεατή, ο φακός μεγεθύνει αλλόκοτα το αριστερό του μάτι, το κάνει να φαίνεται τεράστιο και απειλητικό. «Ο κάλπικος παράς δεν χάνεται ποτέ. Η παροιμία είναι σοφή όπως όλες οι παροιμίες», λέει με βαθιά φωνή και καθαρή άρθρωση ο Μυράτ. Ο Δημήτρης γράφει τις φράσεις στο τετράδιο. Τα γράμματά του, άλλοτε στρωτά και καλλιγραφικά, τώρα τρεμουλιάζουν∙ σαν να θέλουν να πέσουν από τις γραμμές. Το χέρι του μουδιάζει ελαφρά. Ο γιατρός έχει συστήσει ανάπαυση. Ο Δημήτρης δεν ακούει τον γιατρό∙ πιστεύει περισσότερο τον Χέμινγουέι. Όταν το γράψιμο γίνει το μεγαλύτερο πάθος και η μεγαλύτερη ηδονή, μονάχα ο θάνατος μπορεί να το σταματήσει. Εξάλλου πόσο καιρό θα μπορεί να γράφει ακόμα; Η εφημερίδα πάει για κλείσιμο∙ εδώ κλείνουν άλλες κι άλλες, πού να σταθεί λογοτεχνική εφημερίδα τέτοιους καιρούς… Ο Δημήτρης δαγκώνει την άκρη του μολυβιού, καθώς σκέπτεται μια φράση. Το βλέμμα του αποσπάται από το χαρτί στην τηλεόραση. Έγχρωμα πλάνα από τη Δαμασκό∙ βομβαρδισμένα κτήρια∙ δυο άντρες τρέχουν κουβαλώντας στους ώμους τους πτώματα παιδιών τυλιγμένα σε πολύχρωμες κουβέρτες. Το χρώμα είναι ενοχλητικό κάποιες φορές.

       Συχνά ο Δημήτρης νιώθει ένοχος∙ για το σπίτι του, για τα βιβλία του, για το γραφείο του, αντίκα αγορασμένη ακριβά από το Μοναστηράκι, για την ημέρα του που ξημερώνει σε σπίτι με τζάκι, μεγάλο μπαλκόνι και ιδιόκτητο πάρκινγκ. Από τότε που αρρώστησε όμως, οι ενοχές του μετριάστηκαν∙ τώρα τον απασχολεί περισσότερο ο χρόνος∙ αν θα προλάβει. Η ταινία δείχνει ένα πλάνο της Ακρόπολης πάνω στο λόφο της και από κάτω μια άλλη Αθήνα, με λίγα χαμηλά σπίτια, δέντρα και χώμα. Το χώμα είναι το πιο αξιοπερίεργο. Ο Δημήτρης περιμένει να δει τη γνώριμη φιγούρα του Ανάργυρου, του ήρωα της πρώτης ιστορίας, που από χαράκτης έγινε παραχαράκτης. Βγαίνει από το εργένικο δωμάτιό του στην αυλή. Η σπιτονοικοκυρά του τον χαιρετάει εγκάρδια και τον ρωτάει πώς κοιμήθηκε. Ο Ανάργυρος ροχαλίζει. Οι καλοί άνθρωποι ροχαλίζουν όταν έχουν ήσυχη συνείδηση, λέει ο αφηγητής Μυράτ. Δίπλα, η τηλεόραση δείχνει πλάνα από τη Βουλή. Ο Βενιζέλος ωρύεται πάνω στο έδρανό του∙ έτσι βουβή, η έκρηξή του μοιάζει να έχει βγει από δευτεροκλασάτη ταινία τρόμου. Το βλέμμα του έχει κάτι το απόκοσμο. Ο Δημήτρης αναρωτιέται αν ο Βενιζέλος ροχαλίζει στον ύπνο του.


     Η κάμερα του Γιώργου Τζαβέλλα μεταφέρεται στο πολυθόρυβο κέντρο της αγοράς, όπου ο Ανάργυρος έχει το μαγαζάκι του. Ο Δημήτρης σημειώνει στο τετράδιό του τη φράση «πολυθόρυβο κέντρο της αγοράς» και βάζει δίπλα δύο θαυμαστικά. Η τηλεόραση δείχνει πλάνα από ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο στα βόρεια προάστια, όπου είχε μόλις σημειωθεί έκρηξη βόμβας. Ο Δημήτρης δεν βγαίνει πια για ψώνια. Παραγγέλνει τα πάντα μέσω ίντερνετ. Έτσι εξοικονομεί  χρόνο για γράψιμο. Τουλάχιστον με αυτή τη δικαιολογία παρηγοριέται.

       Ο Ανάργυρος έχει  ήδη στήσει το παράνομο εργαστήριό του. Φτιάχνει λίρες. Λίγο χρυσάφι απέξω και οποιοδήποτε μέταλλο από μέσα. Έχει μπλέξει και με μια χυμώδη καλλονή, την Ίλια Λιβυκού στα νιάτα της. Η συνείδησή του δεν είναι πια ελαφριά. Όμως, όταν έχεις λεφτά, μπορείς ν’ αφήσεις τη συνείδησή σου να κοιμάται μόνη κι εσύ να κοιμάσαι με τις ωραιότερες γυναίκες.
Η αγαπημένη φιγούρα του Δημήτρη: ο τυφλός ζητιάνος, που κάτω από τα περίλυπα και πένθιμα μαύρα του ματογυάλια, έκρυβε μια περίφημη όραση. «Αόομματος… Κόσμο ακούω και κόσμο δεν βλέπω …», ο Μίμης Φωτόπουλος διαλαλεί, κρυφοκοιτάζοντας πάνω από τα μαύρα γυαλιά τον άλλο επαγγελματία του πεζοδρομίου, την εκδιδόμενη της περιοχής, που του χαλάει την πιάτσα. Ο Δημήτρης μειδιά. Η τηλεόραση δείχνει διαφημίσεις για θερμαντικά σώματα, όμως ο Δημήτρης βλέπει με το νου του πλάνα από το κέντρο της Αθήνας, από αυτά που προβάλλονται καθημερινά. Πλάνα με ανθρώπινα κορμιά χυμένα στα πεζοδρόμια, σκεπασμένα με χαρτόνια, νέοι με βασιλεμένο βλέμμα και ωχρά πρόσωπα που αγωνιούν για τη δόση, πόρνες από κάθε μεριά της γης που στέκουν μετά βίας όρθιες στις σκοτεινές γωνιές του κέντρου. Από μια μεριά, ο Δημήτρης αισθάνεται τυχερός που δεν πολυκυκλοφορεί στο κέντρο. Ο ζητιάνος καταλήγει στο δωμάτιο της εκδιδόμενης Μαρίας, όπου απολαμβάνει τις υπηρεσίες της. Το όνειρο της Μαρίας είναι να αποκτήσει κάποτε πολλά λεφτά, για να μπορεί να κοιμάται μόνη.

       Ο Δημήτρης κυλάει το καροτσάκι του μέχρι το καθιστικό. Σταματάει σε ένα χαμηλό τραπεζάκι που έχει επάνω του έναν ασημένιο δίσκο με ποτήρια και ένα φρεσκοανοιγμένο μπουκάλι Dewar’s. Γεμίζει ένα ποτήρι και ξαναγυρίζει στο γραφείο.  Έχει αρχίσει η ιστορία με τη Φανίτσα, την κόρη του ασπριτζή της γειτονιάς. Ο σπιτονοικοκύρης τους, η αθηναϊκή εκδοχή του Εμπενέζερ Σκρουτζ,  κυνηγάει τη φτωχή οικογένεια για τα νοίκια και η Φανίτσα τον βλέπει με τρόμο. Ο ασπριτζής είχε ασπρίσει όλους τους μαγαζάτορες της γειτονιάς∙ μόνο ο σπιτονοικοκύρης του, ο Μαυρίδης, έμενε μαύρος κι άραχνος. Για κακή τύχη της οικογένειας, ο ασπριτζής πεθαίνει και η Φανίτσα με τη μητέρα της βρίσκονται σε ακόμα πιο τραγική κατάσταση. Η Φανίτσα αναγκάζεται να πουλάει στον δρόμο λουλούδια που έχει μαζέψει από νεκροταφεία.  Άλλες φορές, ο Δημήτρης έβρισκε αυτή την ιστορία αστεία στην τραγικότητά της.
Γελούσε με τη σούπα από κρέας που έφερνε η γειτόνισσα στην άρρωστη μητέρα της Φανίτσας, γελούσε με τη χαρά που κάνουν μαμά και κόρη όταν η Φανίτσα βρίσκει στον δρόμο την κάλπικη λίρα. Τώρα όμως δεν του έρχεται να γελάσει. Προχθές του είπε η κόρη του ότι στο σχολείο τους ένα παιδάκι ζαλίστηκε την ώρα του μαθήματος∙ οι γονείς του είναι άνεργοι και το πρωινό στο σπίτι έχει καταργηθεί από καιρό. Στη συνοικία τους λειτουργεί εδώ και μερικούς μήνες κοινωνικό εστιατόριο με φθηνές μερίδες φαγητού για άπορους και άνεργους. Στην τηλεόραση τα πράγματα είναι πιο χορταστικά. Έχει αρχίσει το σόου με τους επίδοξους σεφ που ανακατεύουν σαφράν με ροδάκινο για να γίνει πιο πορτοκαλί η σάλτσα που θα περιχύσει το ελάφι. Ο Δημήτρης κάνει ζάπινγκ∙ τούρκικο σήριαλ. Ομολογουμένως η φωτογραφία είναι αξιοπρεπής∙ οι μορφές ευγενικές.

        Η αγαπημένη του ιστορία, αυτή με τον Παύλο και την Αλίκη και το πορτρέτο «Σ’ αγαπώ», έχει αρχίσει. Ο Δημήτρης κλείνει την τηλεόραση. Από νέος είχε μεγάλο έρωτα για τη Λαμπέτη. Δεν χόρταινε τις ταινίες της, το μόνιμα σκοτεινό βλέμμα της, το πικρό χαμόγελο, τη βαθιά φωνή με τη σπασμένη συγκίνηση. Ο Παύλος και η Αλίκη βρίσκουν την κάλπικη λίρα μεταξύ των κομματιών της βασιλόπιτας και όλοι θεωρούν το γεγονός τυχερό για το νιόπαντρο ζευγάρι. Ο Χορν και η Λαμπέτη, ωραίοι σαν θεότητες του έρωτα. «Προχτές το βράδυ που κλεφτήκαμε, δεν σκέφτηκα πως πρέπει και να τρώμε», λέει ο Παύλος τη μαγική φράση∙ ο Δημήτρης ανυπομονεί κάθε φορά να ακούσει αυτή τη φράση από τα χείλη του Χορν. Η απόλυτη ευτυχία είναι αυτή που σε κάνει να ξεχνάς να φας. Ο Δημήτρης είχε χρόνια να ξεχάσει την ώρα του φαγητού∙ και τις λίγες φορές που είχε συμβεί αυτό, δεν ήταν από ευτυχία.

     
       Η Αλίκη φυλάει την κάλπικη λίρα μέσα σ’ ένα κουμπαρά. Η λίρα της αγάπης δεν πρέπει να ξοδευτεί. Όπως δεν πρέπει να ξοδευτεί το «σ’ αγαπώ»∙ να μείνει ολοζώντανο, αναλλοίωτο. Ο Παύλος διαλέγει να το ζωγραφίσει πάνω στον καμβά∙ ένα πορτρέτο, χίλια σ’ αγαπώ∙ στην αρχή ηχηρά, παλλόμενα, σχεδόν ματωμένα∙ αργότερα υποχρεωτικά, κλαμένα, μάλλον μετανιωμένα. Η σχέση του ζευγαριού τρεκλίζει πάνω στις οικονομικές δυσκολίες. Εξήντα χρόνια ταινία και πολλές σκηνές είναι σαν να γυρίστηκαν σήμερα. Καλό για την ταινία, κακό για το σήμερα. Ο Παύλος αναγκάζεται να κάνει συμβιβασμούς∙ δέχεται να ζωγραφίσει τον τοίχο της ταβέρνας του μπαρμπα-Γιάννη∙  ο ταβερνιάρης τού έχει παραγγείλει ένα μεγάλο φεγγάρι, κίτρινο σαν κεφαλοτύρι, πάνω από τα τραπέζια του μαγαζιού. Αυτό το φεγγάρι γίνεται η σελήνη του μέλιτος για το ζευγάρι, σχολιάζει ο αφηγητής και δίκιο έχει, αφού το ζευγάρι μπορεί να τρώει τζάμπα για ένα μήνα στο ταβερνάκι.
     
     Τελικά η Αλίκη, πτοημένη από τη δύσκολη πραγματικότητα, εγκαταλείπει τον Παύλο. Παντρεύεται έναν ευκατάστατο παιδικό της φίλο και η ζωή της παίρνει τους παλιούς της ρυθμούς. Στην άκρη του μυαλού της όμως πάντα υπάρχει ο Παύλος, που εν τω μεταξύ έχει γίνει ένας διάσημος ζωγράφος. Σε μια έκθεση ζωγραφικής του, η Αλίκη με τον σύζυγό της επιχειρούν να αγοράσουν το «Σ’ αγαπώ». Ο Παύλος αρνιέται αυστηρά. «Δεν πουλιέται, κύριε. Μπορεί να πουλήθηκε κάποτε το μοντέλο, αλλά αυτό όχι». Αυτό ανήκει στον ζωγράφο. Ο Δημήτρης λατρεύει τον Χορν σε αυτή τη σκηνή. Είναι η αιφνιδιαστική εμφάνισή του στο πλάνο, το μαύρο ζιβάγκο που του προσδίδει μια αδιάλλακτη αυστηρότητα, η αίσθηση του αδιαπραγμάτευτου συναισθήματος. Τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή είναι δωρεάν. Ακόμα κι αν πληρώσεις, δεν μπορείς να τα αποκτήσεις.
   
       Αρκετά χρόνια μετά, ο Παύλος συναντά την Αλίκη ένα πρωινό, στην Ηρώδου του Αττικού, καθώς κατηφορίζει για μια βόλτα στο Ζάππειο. Στο πλάνο διακρίνεται ο τροχονόμος με την άσπρη κάσκα του. Ο Δημήτρης αναλογίζεται πού θα έκρυβε σήμερα ο Τζαβέλλας την κλούβα με τους αστυνομικούς που υπάρχει συνήθως εκεί, για να μην του χαλάσει το γύρισμα. Ο Παύλος λέει στην Αλίκη για τη ζωή του και τη ρωτάει για τη δική της. Της λέει και για τη λίρα που ήταν κάλπικη. «Μια μεγάλη αγάπη που ξεκίνησε από μια κάλπικη λίρα. Κάλπικη δεν είναι μόνο η λίρα σε αυτή την ιστορία. Κάλπικο είναι γενικά το χρήμα», σχολιάζει ο αφηγητής πριν πέσει η λέξη «Τέλος».
     
      Ο Δημήτρης πατάει το pause και μένει να κοιτάζει αφηρημένα τη μοιραία, αναπόφευκτη λέξη στην παγωμένη οθόνη του υπολογιστή. Το ουίσκι στο ποτήρι του έχει τελειώσει κι αυτό.



19.1.13

Η ζωή σε pixels


Μεταξύ φίλων. Βρυξέλλες, 2011.
        Μικρή αντιπαθούσα τις φωτογραφίες∙ ιδίως αυτές που με απεικόνιζαν. Με έβρισκα άσχημη, σχεδόν απωθητική∙ το στόμα μου μεγάλο, τα μαλλιά μου πολύ ίσια και πολύ κοντά, το χαμόγελό μου άχαρο. Έκρυβα τις κορνιζαρισμένες φωτογραφίες μου πίσω από βάζα, αγαλματάκια και κηροπήγια. Κάθε βδομάδα με το ξεσκόνισμα ξανάπαιρναν την περίοπτη θέση τους και πάλι τις κυνηγούσα σαν κατσαρίδες.
      Την ίδια εποχή, μέσα στην απειλητική αίθουσα αναμονής στο ιατρείο ενός ηλικιωμένου Ελληνορουμάνου οδοντίατρου, πολυτελή λευκώματα με εκατοντάδες ασπρόμαυρες φωτογραφίες μεγάλων δημιουργών μου κρατούσαν συντροφιά στην αγωνία του τροχού. Εκεί, βυθισμένη στις αναπαυτικές πολυθρόνες, περίμενα τη σειρά μου σαν μελλοθάνατη, ξεφυλλίζοντας σελίδες μεγάλου μεγέθους με θαυμάσιες φωτογραφίες. Ο γέρος οδοντίατρος πρέπει να ήταν λάτρης ή και ερασιτέχνης φωτογράφος∙ τότε ήμουν πολύ μικρή για να μου δημιουργηθεί η απορία.

       Μετά το σχολείο άρχισα να ασχολούμαι με τη φωτογραφία, στην αρχή με μια πρωτόγονη αλλά έμπιστη ΖΕΝΙΤ, τόσο βαριά όσο και ανθεκτική. Έμαθα για τον φωτοφράκτη, το διάφραγμα, την ταχύτητα, την ευαισθησία. Έστηνα τους φίλους μου σαν μοντέλα μπροστά από παλιές πόρτες, τοίχους με τούβλα, ξεχαρβαλωμένα παράθυρα. Μερικοί «έγραφαν» πάνω στο φωτογραφικό φιλμ∙ άλλοι δυσανασχετούσαν, απορρυθμίζονταν. Αργότερα μου ήρθε η μανία με τις αντανακλάσεις. Προχωρούσα στον δρόμο σαν υπνωτισμένη, παρατηρώντας ό,τι που καθρεφτιζόταν στις βιτρίνες, στους καθρέφτες των αυτοκινήτων, στις λακκούβες με τα νερά της βροχής.  Με τη μηχανή κολλημένη στα μάτια γύριζα αριστερά, δεξιά, πάνω, κάτω, μέχρι να πετύχω την τέλεια λήψη. Ό,τι έγραφε το φιλμ, θα έβγαινε στο χαρτί∙ oύτε Photoshop, ούτε Instagram εκείνη την εποχή∙ no mercy.

       Στο τέλος των φοιτητικών χρόνων πήρα μια Canon SLR και παρακολούθησα μερικές σειρές μαθημάτων φωτογραφίας. Άρχισα να μετατρέπω το WC του πατρικού μου σπιτιού σε σκοτεινό θάλαμο. Κλεινόμουν μέσα με τις ώρες σε απόλυτο σκοτάδι και εξασκόμουν να περνάω το φιλμ μέσα στο καρούλι του δοχείου εμφάνισης. Σε αυτό το στάδιο με βρήκε η έναρξη της υποχρεωτικής υπηρεσίας υπαίθρου και αναγκάστηκα να τα παρατήσω.

      Στο αγροτικό άρχισα να αλλάζω φωτογραφική ματιά. Είχα αποκτήσει πια και ένα δυνατό τηλεφακό καθώς και ένα φακό macro. Στεκόμουν σε ουδέτερα σημεία στις πλατείες των χωριών, στις αποβάθρες των λιμανιών και στις γωνιές της αγοράς. Παρατηρούσα τους ανθρώπους∙ τους γέροντες με τα φαρδιά υφασμάτινα παντελόνια και τα μακρυμάνικα πουκάμισα χειμώνα-καλοκαίρι, που ξάκριζαν από τον δρόμο προς τα καφενεία∙ τους ψαράδες που ξεφόρτωναν τα ψάρια και τα θαλασσινά σχεδόν ζωντανά, με τον αφρό της θάλασσας ακόμα επάνω τους∙ τις νοικοκυρές που ψώνιζαν από τους μανάβηδες. Τραβούσα απανωτά φωτογραφίες. Ο τηλεφακός μου με προφύλασσε από ανεπιθύμητες αντιδράσειςαπό μακριά κι αγαπημένοι. Κάποιες φορές χρησιμοποιούσα τη μέθοδο του «ανθρώπινου δολώματος»: έκανα ότι φωτογράφιζα κάποιον γνωστό και τραβούσα το πρόσωπο που ήθελα.

     Την πιο αναπάντεχη αντίδραση σε φωτογραφία την εισέπραξα πριν από πολλά χρόνια, όχι από άνθρωπο, αλλά από ένα χιμπατζή στον ζωολογικό κήπο του Λονδίνου. Είχα σταθεί ακίνητη μπροστά στο κλουβί του και ρύθμιζα τη μηχανή μου για να τον τραβήξω καθώς έτρωγε τη μπανάνα του. Φαίνεται πώς η προετοιμασία μου πήρε λίγο παραπάνω, γιατί μόλις ήμουν πια έτοιμη να τραβήξω τη φωτογραφία, ο χιμπατζής εκνευρισμένος μου πέταξε τη μπανανόφλουδα κατακέφαλα. Αν υπήρχε επόμενη λήψη, θα με έδειχνε με τη φλούδα πάνω στα μαλλιά. Έγινα το ανέκδοτο της παρέας εκείνη την ημέρα…

Διακρίνεται η μπανάνα, καθώς εγκαταλείπει το χέρι του χιμπατζή,
κατευθυνόμενη προς το κεφάλι μου...


      Την τελευταία δεκαετία η φωτογραφία έχει γίνει πια μια εύκολη υπόθεση. Η ψηφιακή τεχνολογία έχει δώσει απόλυτη ελευθερία στις λήψεις. Τραβάς ό,τι θέλεις, όσες φορές θέλεις, όπως θέλεις. Με μηχανή, με κινητό, με tablet. Μετά το επεξεργάζεσαι, το κόβεις και το ράβεις, το χρωματίζεις, το αποχρωματίζεις, το παλιώνεις ή το κάνεις να φαίνεται σαν σκίτσο. Το ανεβάζεις στο facebook, στο flickr, στο μπλογκ. Το κάνεις φόντο στην επιφάνεια εργασίας, υδατογράφημα σε έγγραφο του Word, εικόνα σε παρουσίαση Powerpoint. Μπορείς επίσης να το βάλεις σε ηλεκτρονική κορνίζα∙ αν το βαρεθείς, δεν χρειάζεται να παραχώσεις την κορνίζα∙ απλώς της αλλάζεις το θέμα.

     Με τα χρόνια έχω κατασταλάξει στο είδος της φωτογραφίας που με συναρπάζει. Είναι αυτές οι φωτογραφίες που αιχμαλωτίζουν στιγμιότυπα∙ κάτι που γίνεται και δεν πρόκειται να ξανασυμβεί με τον ίδιο τρόπο. Συνήθως είναι άνθρωποι∙ βλέμματα, χειρονομίες, κινήσεις, χαμόγελα, εκφράσεις. Όχι τα στημένα χαμόγελα, αυτά που περιμένουν το κλικ του φακού, καλοχτενισμένα,  παγωμένα μέσα στην ίδια τους την αμηχανία∙ τα αυθόρμητα χαμόγελα, αυτά που ξεπετάγονται απροειδοποίητα, με τις γωνιές των ματιών να ρυτιδώνουν από ευφορία και τα δόντια να αποκαλύπτονται αβίαστα, αφήνοντας την ψυχή να εκτονώσει έστω και  στιγμιαία τα βάρη της. Είναι και οι εκφράσεις οι φυσικές, αυτές που ζωγραφίζονται αυτόματα, χωρίς παράγγελμα, χωρίς προσμονή∙ η έκπληξη, η δυσαρέσκεια, η βουλιμία, η νύστα, η συγκίνηση, η θλίψη, η απελπισία. Είναι το ίδιο το συναίσθημα που αποτυπώνεται με pixels και περνάει από τη μνήμη RAM στην αιωνιότητα. Φωτογραφία δεν είναι οι στημένες οικογενειακές λήψεις με θείους, ανίψια, εξαδέλφια σε παράταξη γύρω από το γιορτινό τραπέζι∙ αυτό είναι φωτογραφική καταγραφή της οικογένειας. Φωτογραφία είναι η στιγμή που ο θείος, μπουκωμένος με το κομμάτι της βασιλόπιτας, δαγκώνει το φλουρί και γουρλώνει τα μάτια με ενθουσιασμό.

     Οι φωτογραφίες είναι βλέμματα∙ τα βλέμματα των άλλων επάνω μας. Και είναι ίσως αυτά τα βλέμματα που μας κάνουν να νιώθουμε αμήχανα∙ όχι το πώς στ’ αλήθεια δείχνουμε, αλλά το πώς θέλουμε να μας βλέπουν οι άλλοι. Συνεχίζει να μη μου αρέσει ο εαυτός μου στις φωτογραφίες. Τώρα είναι οι ρυτίδες του γέλιου, οι ρίζες των μαλλιών που μπορεί να θέλουν βάψιμο, το κραγιόν που δεν φαίνεται, η φράντζα που έχει πέσει. Είναι όμως ανεκτίμητες κάποιες φωτογραφίες τραβηγμένες με χιούμορ, με αγάπη, που με έχουν συλλάβει απροειδοποίητα σε στιγμές αυθόρμητες∙ σε ένα δυνατό γέλιο με τις ρυτίδες πιο βαθιές από ποτέ, σε μια στιγμή περισυλλογής με τη φράντζα να πέφτει περισσότερο πάνω στο προβληματισμένο κούτελο, σε μια στιγμή λαιμαργίας με το στόμα γεμάτο και το κραγιόν χωνεμένο.

     Η ζωή φαίνεται  αλλιώς  μέσα από το φακό. Πρόκειται για μια ματιά επιλεκτική, συχνά αδιάκριτη, εξομολογητική, έως και τρυφερή.  Να παρατηρεί κανείς τους ανθρώπους και να συλλαμβάνει τα στιγμιότυπα πάνω στη γέννησή τους. Η φωτογραφία να είναι γεμάτη με πραγματικό χρόνο, να αποτυπώνει σκηνές, γεγονότα, εκφράσεις που δεν θα επαναληφθούν ποτέ με τον ίδιο τρόπο∙ μοναδικές στιγμές όπως μοναδική είναι και η ίδια η ζωή.


Σιγά τον πολυέλαιο. Βρυξέλλες 2011.

8.1.13

Καφές με χιόνι


          Δείξε μου τον καφέ σου να σου πω ποιος είσαι. Μεγάλη μου αδυναμία ο καφές∙ μαζί με φίλους, με ένα βιβλίο, ακόμα και σκέτος με το μπισκοτάκι του. Μου αρέσει πολύ ο μοναχικός καφές, σε ώρες που όλοι δουλεύουν (σχήμα λόγου το όλοι), όταν τα καφέ είναι ήσυχα, μισοάδεια. Μα περισσότερο απ’ όλα μου αρέσει ο μοναχικός καφές με χιόνι∙ να κάθεσαι κάπου ζεστά, με τον καφέ να αχνίζει μυρωδάτος κάτω από την παγωμένη σου μύτη, και να παρατηρείς τις νιφάδες καθώς αυτοκτονούν ομαδικά, πέφτοντας λιωμένες στο έδαφος.
           Απέναντι από το σχολείο της Άννας υπάρχει ένα μικρό συμπαθητικό καφέ. Συχνά κάθομαι εκεί∙ καφές και βιβλίο, μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι, για να σχολάσω και να πάω να πάρω την Άννα.
           Σήμερα το μεσημέρι, έχοντας εγκαταλείψει το στρες της χθεσινής εφημερίας στον διάδρομο του γυμναστηρίου, μπήκα στο καφέ. Διάλεξα ένα από τα λίγα ελεύθερα τραπέζια στο βάθος της αίθουσας∙ φαίνεται ότι ο καφές με χιόνι αρέσει σε πολλούς. Κάθισα στον μαύρο υφασμάτινο καναπέ, έβγαλα από πάνω μου τον χιονοδρομικό εξοπλισμό και από τον σάκο μου την Άννα Καρένινα. Πάνω στην ώρα διάλεξα να ξαναδιαβάσω τον Τολστόι, σκέφτηκα∙ ο καιρός αυτός πάει με Ρώσους.
           Παράγγειλα καπουτσίνο με σαντιγί και έριξα μια αναγνωριστική ματιά. Υπάρχουν κι άλλοι μαύροι καναπέδες τριγύρω και μαύρες πολυθρόνες με ασπρόμαυρα μαξιλάρια σε μοτίβο ζέβρας. Από τα φωτιστικά κρέμονται χριστουγεννιάτικες μπάλες. Στον μεγάλο τοίχο της αίθουσας μια ασπρόμαυρη ταπετσαρία με το Μανχάταν. Από τα ηχεία, η Barbra Streisand εξομολογείται ότι είναι μια ερωτευμένη γυναίκα∙ ακούγεται το ίδιο ερωτευμένη όπως πριν από τριάντα χρόνια, τότε που πρωτοβγήκε το τραγούδι∙ οι έρωτες στα δισκάκια κρατάνε παντοτινά. 
           Το κοντινό μου τραπέζι είναι άδειο∙ επάνω του τρεις σκακιέρες. Στο δεύτερο τραπέζι, ένας σαραντάρης άνδρας με αθλητικό μπουφάν, χωμένος στην οθόνη ενός λάπτοπ∙ πατάει τα πλήκτρα από ψηλά με το ένα δάχτυλο και πίνει φραπέ. Στο διπλανό τραπέζι, ένας κύριος γύρω στα εβδομήντα διαβάζει αθλητική εφημερίδα∙ ΧΡΗΜΑΣΠΟΡ∙ Δίψα για εκδίκηση, ο κυρίως τίτλος της πρώτης σελίδας∙ Μπείτε τώρα, προτρέπει με μεγάλα γράμματα το οπισθόφυλλο∙ από τόσο μακριά δεν μπορώ να διαβάσω πού πρέπει να μπει ο αναγνώστης της εφημερίδας∙ ο κύριος πίνει ελληνικό καφέ.
            Την προσοχή μου όμως τραβάει η γυναίκα που κάθεται στο μπροστινό τραπέζι, κοντά στο παράθυρο∙ το αγαπημένο μου τραπέζι. Η γυναίκα είναι στην ηλικία μου∙ φοράει πράσινο χοντρό πουλόβερ με ψηλό γιακά∙ δίπλα στην κούπα της το μικροσκοπικό γυάλινο βαζάκι με της κανέλας. Η γυναίκα πίνει καπουτσίνο και γράφει. Αναδεύει πού και πού μια κόλλα χαρτί, ενώ παρατηρεί κι εκείνη γύρω της όπως κι εγώ, από διαφορετική όμως γωνία. Είναι σκεπτική∙ κρατάει με το αριστερό χέρι το πηγούνι της, στηρίζοντας το κεφάλι της, βαρύ από την περισυλλογή∙ με το δεξί χέρι γράφει στο χαρτί. Φαίνεται πολύ απορροφημένη από το γραπτό της. Σκέφτομαι ότι μπορεί να είναι η Ελληνίδα Τζόαν Ρόουλινγκ∙ κάπως έτσι γεννήθηκε ο Χάρι Πότερ, σε ένα καφέ του Εδιμβούργου.
              Βγάζω κι εγώ το μπλοκάκι μου και κρατάω σημειώσεις. Η γυναίκα γράφει το βιβλίο της κι εγώ γράφω για τη γυναίκα. Ο ηλικιωμένος κύριος παίρνει την εφημερίδα του και φεύγει. Ίσως αποφάσισε επιτέλους να μπει εκεί που του λέει η εφημερίδα του. Ο νεότερος άνδρας συνεχίζει να πληκτρολογεί με μανία κατεβάζοντας από ψηλά το ίδιο δάκτυλο. Η γέφυρα του Μανχάταν ξεκινάει από το τραπέζι με τις σκακιέρες, διασχίζει από ψηλά το τραπέζι του άνδρα με το λάπτοπ και το άδειο τραπέζι του κυρίου με την εφημερίδα και καταλήγει στη σκεπτική συγγραφέα που στοχάζεται τους χαρακτήρες του βιβλίου της.
               Από τα ηχεία τώρα ακούγεται το “Johnny B”, αφιερωμένο στους χθεσινούς Γιάννηδες ίσως. Ακούγεται επιπλέον, όχι βέβαια από τα ηχεία, το κουδούνι του σχολείου. Πληρώνω τον καφέ, ντύνομαι βιαστικά και βγαίνω έξω στο χιόνι. Το κρύο με χτυπάει στο μέτωπο. Πριν περάσω απέναντι, ρίχνω μια τελευταία ματιά στη συγγραφέα∙ κρατάει ακόμα το πηγούνι της. Κάτι μου λέει  ότι αυτό που γράφει είναι καλό.
                 


6.1.13

Συγγραφείς που γράφουν με δυσκολία




      Οι μεγάλοι συγγραφείς γράφουν με δυσκολία, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται. Και γράφουν με περισσότερη δυσκολία τα απλά πράγματα, αυτά που ο συνηθισμένος κόσμος βάζει στο χαρτί χωρίς δεύτερη σκέψη. Ένα σημείωμα για το καθαριστήριο, μια λίστα με ψώνια, μια υπενθύμιση στη σύζυγο.
     Κάποτε ο E. L. Doktorow χρειάστηκε να γράψει ένα σημείωμα για να δικαιολογήσει μια απουσία της κόρης του στο σχολείο. Η Καρολάιν, η κόρη του, πήγαινε στο δημοτικό, δεύτερη ή τρίτη τάξη. Ο συγγραφέας έτρωγε το πρωινό του στην κουζίνα, όταν εμφανίστηκε η Καρολάιν, με το αδιάβροχό της,  κρατώντας το καλαθάκι της με το μεσημεριανό, έτοιμη να φύγει για το σχολείο. Ζήτησε από τον πατέρα της να της γράψει το σημείωμα για τον δάσκαλο∙ σε λίγα λεπτά θα ερχόταν το σχολικό να την πάρει. Του είχε έτοιμο, μάλιστα, μολύβι και μπλοκ∙ τόσο προνοητική ήταν, από παιδί.
     Ο συγγραφέας έγραψε στο χαρτί την ημερομηνία και άρχισε Αγαπητέ κύριε Τάδε, η κόρη μου Καρολάιν…. Μετά σκέφτηκε «Όχι αυτό δεν είναι καλό, εννοείται ότι είναι η κόρη μου Καρολάιν». Έσκισε το χαρτί και ξανάρχισε σε καινούρια σελίδα. Χθες το παιδί μου… Όχι. Ούτε αυτό ήταν εντάξει∙ έμοιαζε με κατάθεση.
     Ο Doktorow συνέχισε να γράφει και να σκίζει, μέχρι που ακούστηκε η κόρνα του σχολικού. Το κοριτσάκι βρισκόταν σε κατάσταση πανικού. Πάνω στο τραπέζι είχε μαζευτεί μια στοίβα από τσαλακωμένα χαρτιά. Η σύζυγος του Doktorow σχεδόν τράβαγε τα μαλλιά της. «Δεν το πιστεύω αυτό. Δεν το πιστεύω!», μονολογούσε. Πήρε αποφασιστικά το μολύβι και το μπλοκ, έγραψε δυο αράδες και έδωσε το σημείωμα στην Καρολάιν.
    Ο Doktorow προσπαθούσε να γράψει το τέλειο δικαιολογητικό σημείωμα. Αυτό το ασήμαντο γεγονός ήταν μια αποκαλυπτική εμπειρία, όπως σχολιάζει ο ίδιος σε συνέντευξή του στο Paris Review. «Το γράψιμο είναι πολύ δύσκολο. Ιδίως οι μικρές φόρμες».