Πίνακας: Εύη Παντελέων |
Από μικρός ο Αντώνης ήταν παράξενο παιδί. Το πρώτο που εντυπωσίαζε επάνω του ήταν τα μάτια του∙ δυο μάτια δυσανάλογα μεγάλα με το υπόλοιπο πρόσωπο και με διαφορετικό χρώμα∙ το ένα καστανό και το άλλο κατάμαυρο, κάρβουνο. Οι παιδίατροι και οι οφθαλμίατροι που τον είχαν εξετάσει είχαν πει ότι επρόκειτο περί «ετεροχρωμίας της ίριδας», μιας κατάστασης κληρονομικής. Όμως σε κανένα σόι, ούτε του Κίμωνα ούτε της Πηνελόπης, δεν υπήρχε κάποιος με τέτοιο κουσούρι στα μάτια. Ο Κίμων Ακάθιστος παρηγορήθηκε κάπως όταν ένας δάσκαλος που ερχόταν τακτικά στο φούρνο του για ψωμί, του είπε ότι κι ο Μέγας Αλέξανδρος είχε διαφορετικά μάτια. Αν ήταν να γίνει τόσο μεγάλος άνδρας ο Αντώνης, δεν πείραζαν τα μάτια.
Ο Αντώνης έβλεπε πολύ καλά με τα δυο παράταιρα μάτια του. Όμως μεγάλος άνδρας δεν φαινόταν να γίνεται. Ούτε άνδρας, για του λόγου το αληθές. Ήδη από τα χρόνια του γυμνασίου είχε μια φωνή ψιλή και τραγουδιστή, χωρίς την άγρια βραχνάδα των άλλων αγοριών της ηλικίας του. Το σώμα του ήταν λυγερό∙ περπατούσε κινώντας με υπερβολική χάρη τους γλουτούς του. Χειρονομούσε σαν κοπέλα και καθόταν συνεχώς με τα πόδια κλειστά ή σταυροπόδι. Δεν ρευόταν, δεν έξυνε τον καβάλο του, δεν έφτυνε κάτω όπως οι συμμαθητές του. Μόνο το τσιγάρο έμαθε, κι αυτό το κρατούσε με χάρη σπάζοντας τον καρπό, καθώς ξεφυσούσε με τέχνη ολοστρόγγυλα δαχτυλίδια καπνού που ανέβαιναν ακέραια μέχρι το ταβάνι.
Παρά την ιδιαιτερότητά του, ο Αντώνης ήταν αγαπητός στους συμμαθητές του. Ακόμα και τα λίγα σχόλια για τη θηλυπρεπή εμφάνισή του τα έκαναν μόνο ερήμην του και πάντα με την έγνοια μην εμφανιστεί ξαφνικά και τους ακούσει. Ο Αντώνης συμμετείχε σε όλες τις πλάκες, στις εξόδους και τα πάρτι, ενώ στο Λύκειο ήταν και τα τρία χρόνια μέλος στο δεκαπενταμελές μαθητικό συμβούλιο.
Εκτός από τα παράταιρα μάτια, ο Αντώνης είχε και μαγικά χέρια. Ζωγράφιζε ήδη από τα σχολικά χρόνια σαν φτασμένος εικαστικός, χρησιμοποιώντας διάφορα υλικά: νερομπογιές, μολύβια, λάδια, παστέλ. Έφτιαχνε επίσης χαρακτικά και μικρά γλυπτά. Όλα τα έργα του τα χάριζε στους φίλους του, ενώ αρκετά ήταν κορνιζαρισμένα στους τοίχους του σπιτιού του και της τάξης του. Ο Αντώνης υπέγραφε όλους τους πίνακές του στην κάτω δεξιά γωνία με ένα μικρό ευανάγνωστο «ΑΑ» συνοδευόμενο με το έτος.
Ο καθένας μπορούσε να διακρίνει το ταλέντο του Αντώνη. Ήταν από αυτά τα ταλέντα που φωνάζουν από μακριά, που φωτίζουν σαν προβολέας τον κάτοχό τους, κάνοντάς τον να ξεχωρίζει από τη μεγάλη μάζα των συνηθισμένων ανθρώπων. Όμως, μόνο τη χρονιά που διορίστηκε στο σχολείο ως καθηγήτρια καλλιτεχνικών η Έρση Φωτίου απέκτησε η ικανότητα του Αντώνη τη σφραγίδα που της έπρεπε.
Η Έρση Φωτίου ήταν μια ψηλή λεπτοκαμωμένη πενηντάρα. Πρέπει να υπήρξε όμορφη στα νιάτα της, τώρα όμως το πολύ λεπτό, σχεδόν αποστεωμένο πρόσωπό της είχε βαθιές ρυτίδες έκφρασης, λες και κάθε συναίσθημα περνώντας είχε αφήσει το ίχνος του. Η Έρση Φωτίου ήταν γλύπτρια με σημαντικό έργο, αλλά εργαζόταν ως καθηγήτρια καλλιτεχνικών για βιοπορισμό∙ έτσι «δεν χρειαζόταν να κάνει συμβιβασμούς», όπως έλεγε συχνά στις συζητήσεις με τους συναδέλφους της.
Από την πρώτη μέρα που μπήκε στο τμήμα του Αντώνη, τον ξεχώρισε από τους άλλους μαθητές∙ στην αρχή από την ψηλόλιγνη φιγούρα του που έσκυβε σχεδόν προστατευτικά πάνω από το μπλοκ της ακουαρέλας∙ ύστερα από το σχέδιο που έφτιαχνε εκείνη τη μέρα ο Αντώνης στο μπλοκ, ένα σκίτσο του πατέρα του στον φούρνο, με τα καρβέλια του ψωμιού να αχνίζουν πάνω στη ζωγραφιστή λαμαρίνα∙ η καθηγήτρια σχεδόν τα μύριζε∙ τόσο ζωντανό ήταν το σχέδιο.
Από νωρίς η Έρση Φωτίου καθοδήγησε τον Αντώνη, προσανατολίζοντάς τον προς τη Σχολή Καλών Τεχνών. Έδωσε εκείνος τις απαραίτητες εξετάσεις, έδωσε κι εκείνη τις απαραίτητες συστάσεις και ο Αντώνης έγινε δεκτός με την πρώτη. Περήφανος ο Κίμων για τον γιο του, του ανέθεσε να ζωγραφίσει μια πινακίδα για τον φούρνο. Ο Αντώνης δεν ενθουσιάστηκε με την πρόταση, αλλά ασχολήθηκε τρία εικοσιτετράωρα με διακοπή μόνο για ύπνο και φαγητό∙ το αποτέλεσμα ήταν θαυμάσιο: σε φόντο ώχρας η «Αρτοποιία Ακάθιστου» με πορφυρούς καλλιγραφικούς χαρακτήρες και από κάτω μια γιγάντια φρατζόλα, με την οποία θα χόρταινε ολόκληρη ποδοσφαιρική ομάδα.
Φοιτητής πια στην Καλών Τεχνών, ο Αντώνης άρχισε να αποκτά όλο και πιο αλλόκοτες παρέες που δεν άρεσαν στον Κίμωνα. Οι φίλοι του ντύνονταν με πολύχρωμα πουκάμισα και φαρδιά υφασμάτινα παντελόνια. Μερικοί φορούσαν και σκουλαρίκι. Όλοι τους κάπνιζαν στριφτά τσιγάρα που μύριζαν περίεργα∙ ο Κίμων ήξερε ότι δεν ήταν εντελώς αθώα. Όμως αυτό που τον ενοχλούσε περισσότερο ήταν ότι η παρέα του Αντώνη ήταν κάπως γυναικωτή. Οι φίλοι του μιλούσαν και χειρονομούσαν σαν υστερικές γυναίκες, με φωνές όλο σπασίματα, ηδυπάθεια και νάζι. Κουβαλούσαν κάτι πελώρια μπλοκ ζωγραφικής, κλείνονταν όλοι μαζί στο δωμάτιο του Αντώνη, ζωγράφιζαν και κάπνιζαν. Γρήγορα ο καπνός ξεμύτιζε κάτω από τη χαραμάδα της πόρτας, ενώ από μέσα ακούγονταν γέλια, στριγγλιές και μουσική.
Ο Αντώνης ήταν υποδειγματικός φοιτητής. Παρακολουθούσε ανελλιπώς τις παραδόσεις, έκανε όλες τις εργασίες-ακόμα και τις προαιρετικές-και διέπρεπε στα εργαστήρια. Μόνο σ’ ένα εργαστήριο αντιμετώπισε δυσκολία∙ στο γυμνό μοντέλο. Και μάλιστα όχι στο γυναικείο γυμνό∙ αυτό το δούλευε με μεγάλη μαστοριά∙ οι λεπτές γραμμές των μολυβιών του χάραζαν σχεδόν θωπεύοντας το περίγραμμα του γυναικείου σώματος∙ ύστερα έφτιαχνε με πιο χοντρές μολυβιές το εσωτερικό, με σχεδόν φωτογραφική φυσικότητα. Το αξεπέραστο εμπόδιο για τον Αντώνη ήταν το ανδρικό γυμνό. Στη θέα των καλοσχηματισμένων ανδρικών σωμάτων ο Αντώνης ερεθιζόταν∙ ένιωθε μια ανείπωτη ταραχή, τα χέρια του άρχιζαν να τρέμουν, να μυρμηγκιάζουν∙ σε λίγο τον έκοβε κρύος ιδρώτας∙ και μετά, εκεί χαμηλά, ερχόταν ο πόνος με ένα ηδονικό, διεκδικητικό κρεσέντο που τον έκανε να φουντώνει∙ στο τέλος ο πόνος έσπαγε σ’ έναν ορμητικό χείμαρρο σπέρματος που λέρωνε το εσώρουχο και περόνιαζε το παντελόνι του. Την πρώτη φορά που του συνέβη αυτό, το μοντέλο του έκλεισε πονηρά το μάτι. Ήταν ένας ξανθός σγουρομάλλης νεαρός με αρμονικό γυμνασμένο σώμα, που θα ενέπνεε ακόμα και τον Φειδία. Τις επόμενες φορές, ο Αντώνης προσπαθούσε να σκέφτεται κάτι άλλο, για να συγκρατήσει το καταιγιστικό του ένστικτο. Τα μισοκατάφερνε τις περισσότερες φορές. Το μοντέλο πλέον του έκλεινε σταθερά κάποια στιγμή το μάτι, κρυφά απ’ τον καθηγητή που περνούσε από τους πάγκους των φοιτητών επιθεωρώντας την πρόοδο της σπουδής. Ο Αντώνης, ντροπιασμένος, τέλειωνε όπως-όπως κάθε φορά τη σπουδή∙ τα σχόλια του καθηγητή ήταν σχεδόν πάντα επικριτικά∙ χρειαζόταν εξάσκηση στο ανδρικό γυμνό, ώστε να κατακτήσει την αρτιότητα που είχαν οι σπουδές του στο γυναικείο γυμνό.
Και πραγματικά ο Αντώνης άκουσε τη συμβουλή του καθηγητή. Εξασκήθηκε στο ανδρικό γυμνό∙ όχι στον καμβά, αλλά στο κρεβάτι. Το μοντέλο που του έκλεινε το μάτι λεγόταν Φίλιππος και ήταν είκοσι χρονών. Ένα μεσημέρι, στο σχόλασμα του εργαστηρίου, περίμενε τον Αντώνη, ντυμένος φυσικά∙ του πρότεινε να πάνε για καφέ. Πήγαν σε μια μικρή καφετέρια στην Πατησίων. Ο Αντώνης περνούσε συχνά από εκεί, αλλά δεν είχε μπει ποτέ μέσα. Ο καφές κράτησε πολύ λίγο, εξάλλου ήταν εσπρέσο. Μετά ο Φίλιππος οδήγησε τον Αντώνη στο σπίτι του, ένα μικρό δυάρι στον τρίτο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας στην οδό Τροίας. Άνοιξε την πόρτα γυρνώντας βιαστικά το κλειδί στην κλειδαριά και οι δύο άνδρες μπήκαν μέσα στο σκοτεινό διαμέρισμα που μύριζε κλεισούρα και καπνό σε ίσες αναλογίες. Ο Φίλιππος έριξε ανυπόμονα τον Αντώνη πάνω στο διπλό κρεβάτι του. Αυτό που ακολούθησε στο δυάρι της οδού Τροίας ελάχιστα απείχε από τον Τρωικό Πόλεμο∙ για τρεις ολόκληρες ώρες τα δύο κορμιά πάλευαν χυμένα πάνω στο κρεβάτι. Ο Αντώνης ήταν συγκλονισμένος από αυτό που του συνέβαινε∙ απανωτά κύματα του γνωστού πόνου τον έζωναν με αμείωτη ένταση, καθώς ο Φίλιππος περιδιάβαινε με τη γλώσσα, τα δάχτυλα και το πέος του κάθε χιλιοστό του κορμιού του Αντώνη. Τα χείλη του Φίλιππου σταματούσαν από καιρό σε καιρό στο στόμα του Αντώνη και άφηναν ένα πεταχτό, σχεδόν συμπονετικό φιλί, σφραγίζοντας τα βογγητά που μάταια προσπαθούσε να πνίξει ο Αντώνης. Στο τέλος της ερωτικής μάχης, ο Φίλιππος, αδιαμφισβήτητος κατακτητής, πήρε τον Αντώνη στην αγκαλιά του και βυθίστηκαν και οι δύο σ’ έναν αποκαμωμένο, χορτάτο ύπνο.
Από εκείνο το απόγευμα, η ζωή του Αντώνη μπήκε σε άλλη τροχιά. Τα πρωινά πήγαινε όπως πάντα στη σχολή του, ενώ τα απογεύματα έβλεπε απαρέγκλιτα τον Φίλιππο. Είχε αποκτήσει πραγματική εξάρτηση από το κορμί του φίλου του. Μπορούσε πια να το ζωγραφίσει απέξω, χωρίς να το βλέπει∙ τόσο καλά ήξερε την κάθε μικρή λεπτομέρειά του. Και βέβαια, έτσι γεμάτος κι ευτυχισμένος που ήταν, ζωγράφιζε πλέον το ίδιο καλά και τα ανδρικά γυμνά. Ο καθηγητής του εργαστηρίου δεν έκανε πια κανένα σχόλιο∙ μόνο το εντυπωσιασμένο βλέμμα του πίσω από τα χοντρά πρεσβυωπικά γυαλιά μαρτυρούσε την επιδοκιμασία του. «Ο Αντώνης Ακάθιστος θα γίνει κάποτε ένας πολύ μεγάλος ζωγράφος», ακουγόταν συχνά να λέει με στόμφο στην τακτική συνέλευση του τμήματος.