Eίμαι μια άσχημη γυναίκα. Η μύτη μου είναι ένα κάθετο, σάρκινο τείχος που κόβει το πρόσωπό μου στα δύο. Ίχνη από σπυράκια μιας άσχημης εφηβείας αυλακώνουν το πρόσωπο μου. Είμαι υπέρβαρη και φοράω συνέχεια φαρδιά και σκούρα ρούχα για να κρύψω το σώμα μου.
Θα μπορούσα βέβαια να πω ότι έχω έναν πλούσιο ψυχικό κόσμο, μία πηγαία καλοσύνη και ένα κοφτερό μυαλό που αντισταθμίζουν την εξωτερική μου εμφάνιση. Θα μπορούσα να το πω, αλλά θα έλεγα ψέματα. Η εξωτερική μου ασχήμια για μένα ήταν πάντα ένα άλλοθι για να αδρανώ και να βυθίζομαι στην αυτολύπησή μου. Ως εκ τούτου, ποτέ δεν μορφώθηκα ιδιαίτερα, ούτε καλλιέργησα την καλή πλευρά του εαυτού μου.
Οι άντρες συνήθως με προτιμούν για φίλη τους. Στην διάρκεια της ζωής μου είχα μερικούς εραστές. Κάποιοι ήταν όμορφοι, κάποιοι άσχημοι. Κανένας από αυτούς δεν με αγάπησε, αφού κι εγώ ποτέ δεν κατάφερα να αγαπήσω τον εαυτό μου.
Κι ύστερα γλίστρησα στον μαγικό κόσμο του διαδικτύου και όλα άλλαξαν στην ζωή μου. Τώρα πια μπορώ. Να αναπτύξω όλα μου τα ταλέντα. Να αποκτήσω μία νέα αστραφτερή προσωπικότητα. Κανείς δεν με κρίνει και δεν με απορρίπτει εκ των προτέρων. Νιώθω δυνατή, όμορφη, ισχυρή γιατί στο διαδίκτυο είμαι η Αμαζόνα του Θανάτου.
Μπορώ πια και παγιδεύω τα θύματα μου στον ασημένιο μου ιστό, έντεχνα καλλιεργώ τις ανασφάλειές τους και εξυμνώ τα προτερήματά τους, τα ταπεινώνω και τα εξυψώνω έτσι ώστε να μπορώ να τα χειρίζομαι, τους γίνομαι απαραίτητη και ύστερα τα εγκαταλείπω άσπλαχνα.
Σε κανέναν ποτέ δεν αποκαλύπτω το πραγματικό μου πρόσωπο. Ούτε μπόρεσε ποτέ κανείς να μου εκμαιεύσει στοιχεία για την ζωή μου. Όταν μου ζητήθηκε να στείλω ηλεκτρονικά φωτογραφία μου το απέφυγα. Κι όμως οι συνομιλητές μου στο διαδίκτυο, μου εξομολογούνται τα πάντα γι αυτούς.
Αυτό βέβαια μου δίνει την δύναμη που χρειάζομαι. Και μερικές φορές το εκμεταλλεύομαι. Για να τους διαλύω. Όπως για παράδειγμα τον «Φωτεινό Άγγελο», έναν συμπαθητικό τριαντάρη ασφαλιστή που μόλις γύριζε από την δουλειά έτρωγε το κατεψυγμένο του δείπνο μπροστά στην τηλεόραση και στην συνέχεια σέρφαρε στο διαδίκτυο μέχρι τα μεσάνυχτα. Αυτός έπαθε κόλλημα. Εξαρτήθηκε πραγματικά από μένα. Μου διηγήθηκε κάθε μικρή λεπτομέρεια της ζωής του. Έμαθα τα πάντα για το οιδιπόδειο του σύμπλεγμα με την χοντρή και υπερπροστατευτική μαμά του. Για τον φόβο του για τις αυταρχικές γυναίκες, για την Ελένη, μία γυναίκα από την δουλειά, με την οποία όμως δεν μπορούσε να κάνει έρωτα, γιατί φοβόταν ότι θα τον ευνούχιζε. Ξυπνούσε κάθε πρωί στις έξι για να μου στείλει το πρώτο μήνυμα με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Μου έστελνε διάφορα μηνύματα κατά την διάρκεια της μέρας και επικοινωνούσαμε πάλι ηλεκτρονικά το βράδυ. Ήταν τρυφερός και γλυκός, αλλά δυστυχώς γι αυτόν πολύ προβλέψιμος.
Με ερωτεύτηκε. Μου πρότεινε να τον παντρευτώ. Όμως μου έτρωγε πολύ χρόνο και επιπλέον με μονοπωλούσε. Ήταν θέμα οικονομίας. Άλλωστε ο στόχος είχε επιτευχθεί. Είχα εισχωρήσει πια απόλυτα μέσα στην ψυχή του και είχα αρχίσει να την ροκανίζω.
Η αποκοπή δεν ήταν εύκολη. Στην απόλυτη σιωπή μου απαντούσε με κλαψουρίσματα και απειλές ότι θα αυτοκτονήσει. Στο τέλος πρέπει να έπαθε ένα είδος νευρικού κλονισμού, γιατί τα επόμενα μηνύματα του ήταν ακατάληπτα, θαρρείς γραμμένα από ένα αγοράκι δέκα ετών. Στο τέλος φυσικά σώπασε.
Άλλοι, ωστόσο, όταν φτάνει η ώρα που αποσύρομαι, γίνονται πραγματικά ζόρικοι και βίαιοι. Αισθάνονται εξαπατημένοι και προδομένοι, με βρίζουν, με απειλούν ότι θα μάθουν την αληθινή μου ταυτότητα, με αποκαλούν σκρόφα, μου περιγράφουν τι θα μου κάνουν αν πέσω στα χέρια τους και φτύνουν ηλεκτρονικά ένα καταιγισμό περιγραφών που ξεπερνάει και την πιο διεστραμμένη φαντασία.
Είναι περίεργο, γοητευτικό και συγχρόνως τρομακτικό το Παιχνίδι μου στο διαδίκτυο. Κατά κανόνα οι περισσότεροι από τους συμπαίκτες μου είναι άτομα ανήσυχα και συνήθως μοναχικά, άσχετα αν ζουν με πολυπληθείς οικογένειες ή όχι. Αφήνοντας με να εισβάλω στην ψυχή τους, μου δίνουν μια πρόσβαση και στο σκοτάδι και στο φως τους. Κι αυτό που με σαγηνεύει πιο πολύ είναι το σκοτάδι τους.
Γιατί το σκοτάδι που υπάρχει σε κάθε έναν από μας είναι γλοιώδες και πηχτό, γιατί κρύβει και έρπει και είναι ένας δρόμος από μόνος του, γιατί μέσα από το σκοτάδι των άλλων, βλέπω το ολόμαυρο σκοτάδι της δικής μου ψυχής. Γιατί μέσα από τις ζωές των άλλων βλέπω τελικά ανάγλυφη την δική μου.
Τα θύματα μου είναι συνήθως αθώα και καλοπροαίρετα, διψασμένα για επαφή και επικοινωνία. Τα εντοπίζω μέσα σε διάφορους χώρους συζήτησης όπως τα chat rooms και τα διάφορα blogs. Τις προάλλες για παράδειγμα μπήκα μέσα σε ένα blog για την ποίηση του μεσοπολέμου, αφού εννοείται συγκέντρωσα αρκετές πληροφορίες για το θέμα μέσα από την μηχανή αναζήτησης. Από την συζήτηση στο blog γνώρισα δύο άντρες, ο ένας είχε το ψευδώνυμο «ιδανικός εραστής ποίησης» και ο άλλος «ουτοπικός αναγνώστης». Και οι δύο μου ζήτησαν την ηλεκτρονική μου διεύθυνση για περισσότερη επαφή και επικοινωνία.
Με την πείρα και την συνεχή τριβή μου με το Παιχνίδι ανακάλυψα ότι όλοι οι άνθρωποι ανεξαιρέτως ψάχνουν το άλλο τους μισό, είτε το έχουν συνειδητοποιήσει είτε όχι. Είναι τόσο ισχυρή αυτή η ανάγκη ταύτισης με τον Άλλο που τους κάνει επιρρεπείς στο παραμύθι μου. Σε μένα βλέπουν ένα πιθανό alter ego τους που κάθεται κι αυτό μόνο μπροστά σε μία οθόνη υπολογιστή, παρεμφερή με την δική τους, με το οποίο έχουν κοινά ενδιαφέροντα και ίσως μπορέσει να γεμίσει επιτέλους το αφόρητο κενό.
Κι έτσι αρχίζει η προσωπική αλληλογραφία με τα ηλεκτρονικά μηνύματα. Στο στάδιο αυτό τολμώ να πω ότι έχω τελειοποιήσει την τακτική μου. Έχω αντιληφτεί ότι κάποιοι συνομιλητές μου για παράδειγμα αισθάνονται περισσότερο άνετα όταν τους αφήνω χαλαρούς. Έτσι ποτέ δεν ρωτώ ηλικία, επάγγελμα, διεύθυνση, τηλέφωνο. Ποτέ δεν ρωτώ αν έχουν δεσμό, αν είναι παντρεμένοι, αν έχουν παιδιά, αν μένουν μόνοι. Aυτό συνήθως τους απελευθερώνει κι επιταχύνει την διαδικασία της παράδοσής τους σε μένα.
Άλλοι πάλι λειτουργούν καλύτερα, όταν τους υποβάλλω ερωτήσεις. Τους αρέσει να διαπερνώ την άμυνά τους. Τους δίνει χαρά το ότι κάποιος ενδιαφέρεται αρκετά, ώστε να τους πολιορκήσει και να προσπαθήσει να τους καταλάβει.
Ύστερα υπάρχει η κατηγορία αυτών που τους αρέσει να μεταμφιέζονται. Τους είναι απαραίτητο να φορούν διάφορες μάσκες και να προσποιούνται ότι είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που πραγματικά είναι. Στην πορεία, κάποιοι από αυτούς, όταν νιώσουν ασφάλεια μαζί μου, αποκαλύπτονται. Κάποιοι πάλι αποχωρούν από το παιχνίδι.
Πέρα όμως από αυτή την κατηγοριοποίηση, έχω ανακαλύψει ότι κάθε ένας ηλεκτρονικός συνομιλητής μου είναι μοναδικός και ιδιαίτερος. Υπάρχουν διάφορες λεπτές αποχρώσεις. Σε μένα έγκειται να βρω τον τρόπο προσέγγισης, ώστε να αποκτήσω πρόσβαση στους κωδικούς του και να μπω ελεύθερα πια στην ψυχή του. Αυτός άλλωστε είναι και ο στόχος του Παιχνιδιού. Το τι θα γίνει μετά δεν με αφορά. Συνήθως αποχωρώ γιατί αυτό μου δημιουργεί λιγότερες επιπλοκές.
Η αλήθεια είναι ότι μέσα από αυτό το Παιχνίδι ανακάλυψα ένα μεγάλο ταλέντο μου. Με αλάθητο ένστικτο γίνομαι αυτό που ο ηλεκτρονικός μου συνομιλητής επιθυμεί. Γίνομαι η προσωπική του αυταπάτη, ο μύθος, το ιδανικό του.
Ο χρόνος που χρειάζεται κάθε άτομο για να μου παραδοθεί είναι σχετικός. Σε κάποιους μπορεί να πάρει μέχρι και δύο χρόνια για να μου ανοιχτούν αληθινά. Πολλοί, ενώ αρχίζουν επιφανειακά και ανώδυνα, θυμώνουν στην συνέχεια και απαιτούν από μένα περισσότερη εγγύτητα και οικειότητα.
Εγώ πάλι χρησιμοποιώ την τακτική των πέπλων. Κάθε φορά δηλαδή αφήνω να πέσει ένα ακόμα πέπλο, αργά και βασανιστικά τους αποκαλύπτω κομμάτια πολύ προσεκτικά μελετημένα, που αυτοί νομίζουν ότι είναι δικά μου, στην πραγματικότητα όμως είναι δικά τους. Εγώ είμαι μόνο ο καθρέφτης τους. Καθρεφτίζω τους πιο κρυφούς τους πόθους, τις μύχιες λαχτάρες, τους πιο τρομακτικούς τους φόβους.
Και βέβαια, πάντα πάνω από το κεφάλι όλων των χρηστών του διαδικτύου με τους οποίους συνομιλώ, υπερίπταται η σκιά του τελικού στόχου. Η Πραγματική Επαφή. Πολλοί είναι αυτοί που την επιδιώκουν. Κάποιοι διαλέγουν να αποσιωπούν τελείως το θέμα. Δεν το θίγουν ποτέ, αλλά το νιώθεις να αχνίζει πίσω από κάθε τους λέξη. Κάποιοι ανυπόμονοι πάλι, το προσπαθούν σχεδόν από την αρχή. Εγώ όμως φροντίζω να δηλώνω κατηγορηματικά τους κανόνες του Παιχνιδιού, ώστε να μην αφήνω καμιά ψευδαίσθηση στους συμπαίκτες μου πάνω στο θέμα. Οποιαδήποτε επαφή σε μια άλλη πραγματικότητα, εκτός από αυτήν του διαδικτύου, είναι παντελώς απαγορευμένη και εντελώς ανέφικτη.
Τρία χρόνια ασχολούμαι τώρα με το Παιχνίδι. Έχω αλλάξει. Νιώθω αυτοπεποίθηση, γιατί εγώ έχω πια τον έλεγχο και την εξουσία. Ως τώρα. Μέχρι προχθές που πήρα το πρώτο μήνυμα στον υπολογιστή μου από τον «Ιππότη του Ερέβους».
«Αγαπητή Αμαζόνα του Θανάτου», μου γράφει, «πήρα την ηλεκτρονική διεύθυνσή σου από έναν φίλο μου και τολμώ να σου γράψω. Είμαι ο Ιππότης του Ερέβους. Ονομάζομαι έτσι γιατί το σκοτάδι είναι ο φυσικός μου χώρος. Η σκοτεινή βελούδινη μήτρα μέσα στην οποία κατοικώ. Άλλωστε είμαι ποιητής και οι ποιητές είναι πλάσματα της νύχτας. Από τα βάθη του σκοταδιού αναδύεται η ποίηση και εκεί καταλήγει. Μπορώ και βλέπω πέρα από τις λείες επιφάνειες, πίσω από τα χρωματιστά γυαλιά. Ξέρω τι κάνεις και γιατί. Ο φίλος μου υπέφερε πολύ από σένα. Όμως εγώ θα ήθελα να μάθω κι άλλα. Για την μυστική χαρά και τον μεγάλο σου Φόβο. Για την όμορφη γυναίκα μέσα σου που θέλει να ξεπροβάλει από το πηγάδι, αλλά που την πνίγεις, γιατί την φοβάσαι. Μου είναι αναγκαίο να μάθω τα πάντα για σένα. Ποια ήταν η πρώτη απόρριψη γύρω από την οποία κάνεις κύκλους σε όλη σου την ζωή. Γιατί κάνεις έρωτα με σβηστό το φως και σκεπάζεσαι με ένα σεντόνι για να μην δουν οι άντρες το σώμα σου. Πώς κλαις τα βράδια στο κρεβάτι σου. Παίρνεις άραγε την στάση του εμβρύου και γίνεσαι ένα κουβαράκι; Σκεπάζεσαι ως επάνω με τα παπλώματα και βυθίζεσαι μέσα στο φουσκωτό περίβλημα της θλίψης; Και η μοναξιά σου από τι είναι πλασμένη; Τι χρώμα έχει και τι σχήμα, πού πηγαίνει τις νύχτες όταν εσύ κοιμάσαι με τα μαλλιά σου να μπερδεύονται στο μαξιλάρι σου; Ποιά είναι αυτή η πείνα που δεν χορταίνει και σε κατατρώει, πού οφείλεται αυτή η αίσθηση του μισού που μάταια αναζητά το ολόκληρο, γιατί νιώθεις λειψή και κατακερματισμένη;»
Διάβαζα και ξαναδιάβαζα το μήνυμα, ενώ ένιωθα ρυάκια με ιδρώτα να κυλούν στο κορμί μου. Παράλληλα είχα το τρομακτικό συναίσθημα ότι κάποιος είχε παρεισφρήσει μέσα στο σώμα μου και έβλεπε σε μία οθόνη την ψυχή μου. Με κατέλαβε ένας απόλυτος φόβος. Ο σκοτεινός Ιππότης είχε έρθει για μένα. Νέμεσις. Η τιμωρία γιατί είχα παραβιάσει το άβατο της ψυχής, γιατί είχα διαπράξει ιεροσυλία. Ο άγγελος με την ρομφαία τώρα ήρθε για να διαπεράσει την δική μου πύλη.
Ύστερα από λίγη ώρα, προσπάθησα να επιβληθώ στον εαυτό μου και να σβήσω το μήνυμα, αλλά τα δάχτυλα μου δεν με υπάκουγαν. Στο τέλος το άφησα να βρίσκεται στα Εισερχόμενα, όμως κάθε λίγο και λιγάκι πήγαινα, το άνοιγα με το ποντίκι και το ξαναδιάβαζα. Δεν απάντησα σε κανένα από τα υπόλοιπα μηνύματα της μέρας. Σηκωνόμουν, έφευγα από τον υπολογιστή, τσιμπολογούσα, έκανα βόλτες στο δωμάτιο και μετά ξαναγύριζα και διάβαζα και πάλι το μήνυμα.
Ξαφνικά, ένιωσα να πέφτω σε ένα κενό που με ρουφούσε. Κάποια στιγμή γύρω στα ξημερώματα κοιμήθηκα πάνω στον υπολογιστή. Το πρωί έκανα έναν δυνατό καφέ, έσβησα το μήνυμα και ασχολήθηκα με την αλληλογραφία μου.
Το μεσημέρι όταν γύρισα από την δουλειά και άναψα τον υπολογιστή, διάβασα το δεύτερο του μήνυμα. «Όταν ήμουν δέκα πέντε χρόνων», έγραφε ο Ιππότης του Ερέβους, «κοιμήθηκα ένα βράδυ στο σπίτι της ξαδέλφης μου. Θυμάμαι πως γεύτηκα την πληθωρική της σάρκα και τι ανείπωτη ικανοποίηση μου έδωσε αυτό. Η αίσθηση να χάνεσαι μέσα σε έναν καινούργιο κόσμο. Εκείνο το βράδυ ανακάλυψα το κέντρο του Σύμπαντος, την πρωταρχική του ουσία. Το κορμί μιας γυναίκας. Θέλω να ανακαλύψω σε σένα εκείνο το κοριτσάκι που κρύβεται πίσω από την κουρτίνα. Θέλω όμως να γνωρίσω και την γυναίκα που θα αναδυθεί από το κουκούλι του κορμιού σου, όταν σε αγγίξω. Θέλω να ψιθυρίσω το όνομά σου στο πιο τρυφερό βελούδο σου, να σε νιώσω να πάλλεσαι, να σου ψιθυρίσω τις πιο κρυφές μου λέξεις εκεί, στο μύχιο βυθό σου. Γιατί νιώθεις τόση μοναξιά;».
Αυτό το μήνυμα κύλησε πάνω στην σάρκα μου και το σώμα μου ολόκληρο το απορρόφησε. Ο «ιππότης του Ερέβους» είχε αγγίξει την αλήθεια μου. Έξω από μένα και χωρίς εμένα, το κορμί μου του δόθηκε απόλυτα. Ένιωσα ηττημένη.
Επί μία εβδομάδα περίμενα το επόμενο μήνυμα του. Κάθε μέρα άνοιγα τον υπολογιστή με φόβο και λαχτάρα μόνο και μόνο για να νιώσω στην συνέχεια θυμό και απογοήτευση. Ξάφνου το να πάρω ένα ακόμα μήνυμα από τον μυστηριώδη ιππότη μου έγινε επιτακτική ανάγκη. Έστειλα μηνύματα στους Παίκτες μου ότι θα λείψω για λίγο καιρό. Δεν μπορούσα πια να παίξω το Παιχνίδι. Κάτι είχε τρυπώσει μέσα από την δική μου πανοπλία και με έκανε ξαφνικά τρωτή. Ήταν ζήτημα χρόνου για τους Παίκτες μου να το καταλάβουν και να με κατασπαράξουν. Το Παιχνίδι απαιτεί να είσαι νηφάλιος. Το Παιχνίδι απαιτεί να είσαι άτρωτος.
Κι εγώ κάθε βράδυ αυτής της εβδομάδας έκλαιγα.
«Γιατί νιώθεις τόση μοναξιά;»
Όλη η ισορροπία μου ανατράπηκε. Κατρακυλώ στην άβυσσο.
«Ποια ήταν η πρώτη απόρριψη γύρω από την οποία κάνεις κύκλους σε όλη την ζωή σου;» Η μητέρα μου. Τόσο κομψή και όμορφη. Διέσχισε την παιδική μου ηλικία πατώντας στα νύχια των μικρών καλοσχηματισμένων της ποδιών. Το έντονο κόκκινο κραγιόν στο στόμα της, ο ανάλαφρος τρόπος της να χάνεται, η πόρτα που έκλεισε πίσω της εκείνο το βράδυ όταν μας εγκατέλειψε και έφυγε. Και ύστερα τα χρόνια με τον πατέρα. Άδεια, μουντά χρόνια με σούπα κονσέρβα για δείπνο.Στα δέκα οκτώ μου έφυγα από το σπίτι. Ο πατέρας μου ξαναπαντρεύτηκε. Η μητέρα μου είναι πια μόνη. Κάνει γιόγκα και ταξιδεύει συχνά. Βλεπόμαστε μία φορά την εβδομάδα. Μου μαγειρεύει πάντα ψητό ψάρι με λαχανικά. Είναι μακρινή και άπιαστη σαν νιφάδα του χιονιού.
Διάφορες σκέψεις και αναμνήσεις κατέκλυζαν συνέχεια το μυαλό μου, θαρρείς και κάποιος είχε επιτρέψει έναν καταρράκτη συναισθημάτων να ξεχυθεί μέσα μου. Η περίεργη εβδομάδα έφτασε στο τέλος της. Δεν ήρθε άλλο μήνυμα. Αυτό ήταν, σκέφτηκα. Θα ανασυγκροτηθώ και θα συνεχίσω. Στο κάτω κάτω υπάρχουν και οι Παίκτες που με περιμένουν. Δεν μπορώ να τους απογοητεύσω. Ήδη τα πρώτα θυμωμένα μηνύματα είχαν αρχίσει να καταφτάνουν. Η βαθιά εξάρτηση των Παικτών από εμένα, τους έκανε να επαναστατούν έστω και για αυτή την μικρή διακοπή επικοινωνίας.
Και τότε, το βράδυ που καθόμουν μπροστά στον υπολογιστή, ξαφνικά το είδα να αστράφτει μπροστά μου. Το καινούργιο μήνυμα του Ιππότη μου. Νιώθω μια άγρια χαρά μέσα μου, το κεφάλι μου γυρίζει, διαβάζω:
«Αμαζόνα μου, γεια σου. Σε περιμένω. Στον κήπο με τα κρίνα και τα νούφαρα. Θα σε ξεντύσω. Όχι από τα ρούχα σου. Αλλά σιγά σιγά θα σου αφαιρέσω όλο τον πόνο και θα σου αφήσω μόνο την λαχτάρα. Θα περπατάς γυμνή μόνο με την λαχτάρα να με δεις. Κι εγώ θα έρθω κοντά σου. Και θα σε φροντίσω όπως δεν σε φρόντισαν ως τώρα. Και θα σου πω. Αυτά που κανείς δεν τόλμησε ως τώρα. Θα σε αναλάβω και θα σε προστατέψω και θα σου δοθώ και θα είσαι δική μου και ασφαλής και αγαπημένη. Και θα σε δεχτώ. Όπως είσαι. Και γι αυτό που η αγάπη μου θα σε κάνει. Είσαι πολύ παιδί και πολύ γυναίκα και πολύ δική μου. Γράψε μου. Περιμένω μήνυμά σου».
Κλαίω. Ούτε από λύπη, ούτε από χαρά. Είναι ένα κλάμα κάθαρση, κάποιος ξεκλείδωσε ένα υπόγειο μέσα μου, το υπόγειο πλημμύρισε με νερό και το νερό παρασέρνει μαζί του τα παλιά έπιπλα, τα βιβλία, τα ημερολόγια, τα αναμνηστικά, τον παλιό μπουφέ, το αλαβάστρινο πουλί, τις φαρδιές τσέπες από τα παλτά των εραστών, τα σπασμένα κρυστάλλινα αυγά του Πάσχα, βραδιάζει, έξω βρέχει. Ύστερα ξημερώνει πάλι, δεν πάω στην δουλειά, δεν τρώω, κλαίω. Πού ήταν κρυμμένη όλη αυτή η λύπη, πότε πάγωσε ο πόνος, στρώματα στρώματα αφαιρούνται και από κάτω ξεπροβάλλει κάτι καινούργιο, εύθραυστο, αστραφτερό.
«Φοβάμαι» του γράφω. «Έχεις την δυνατότητα να με διαλύσεις, να με αποσυναρμολογήσεις. Ποιος είσαι; Ποιος είναι ο φίλος που σου έδωσε την ηλεκτρονική μου διεύθυνση; Τι θέλεις πραγματικά από μένα;».
«Πρέπει να διαλυθείς», μου απαντάει αμέσως, θαρρείς και περίμενε το μήνυμά μου. «Για να γίνεις ολόκληρη, πρέπει να σπάσεις σε μικρά κομμάτια. Από σένα θέλω μόνο το αυτονόητο. Να μου δώσεις την εξουσία. Πάνω σου. Να με αγαπήσεις. Παράφορα. Να με μισήσεις. Χωρίς όρια. Θέλω την απόλυτη πρόσβαση στην ψυχή σου. Να με εμπιστευτείς. Χωρίς να ξέρεις, χωρίς να με δεις, χωρίς να με αγγίξεις. Έτσι με τα μάτια δεμένα με μαύρο μαντήλι να δοθείς σε αυτό το άγνωστο, να διακινδυνεύσεις τα πάντα, να βουτήξεις στο κενό χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Ναι, σου είναι δύσκολο γιατί δεν με γνωρίζεις. Πόσο όμως θα με γνώριζες ουσιαστικά αν ήμουν ένας συνάδελφός σου στην δουλειά; Αν κάθε πρωί με καλημέριζες και κάθε μεσημέρι με αποχαιρετούσες, χωρίς ποτέ να διαταράξουμε την επιφάνεια της καθημερινότητας; Αν πού και που ανταλλάσσαμε ανέκδοτα ή απόψεις για την πολιτική ζωή της χώρας; Αν ανήκαμε στο ίδιο κόμμα, στην ίδια ομάδα, στον ίδιο σύλλογο γονέων ή συγχωριανών; Ή αν πού και πού πίναμε σε ημιυπόγεια μπαρ ένα ποτό το βράδυ; Πόσο ξέρεις έτσι κι αλλιώς τους άντρες που σε περιβάλλουν καθημερινά; Στην διάρκεια μιας ανθρώπινης ζωής πόσο πραγματικά κοντά ερχόμαστε με τους άλλους, αυτούς που περιστρέφονται γύρω από τον προσωπικό μας πυρήνα; Θέλω να μου δοθείς ολοκληρωτικά. Όταν μπω μέσα σου, δεν θα υπάρχουν σύνορα, μόνο συγχώνευση».
Αλλάζω. Νιώθω να ρευστοποιούμαι, κομμάτια ζωντανά μετακινούνται μέσα μου, μεταμορφώνομαι άθελά μου σε κάτι που ποτέ μου δεν υπήρξα. Μια άλλη γυναίκα, πιο μαλακή, πιο μικροσκοπική και ευάλωτη ξεπροβάλλει κρυστάλλινη και καθαρή σαν μίσχος λουλουδιού και ξαφνικά το περιβάλλον, η ζωή μου, τα μισοσπασμένα φλιτζάνια καφέ στην κουζίνα μου, τα γκρι καλύμματα του καναπέ, γίνονται όλα μεταξωτά, ασημένια, γυαλιστερά, πολύχρωμα, τα σχήματα μεταβάλλονται, γίνονται πιο εύκαμπτα, πιο αέρινα και για πρώτη φορά στην ζωή μου νιώθω χαρά, μια ανόθευτη, καθαρή χαρά που φυσάει την πραγματικότητα μου και την μετατρέπει σε ένα κόκκινο μπαλόνι κι εγώ η ίδια γίνομαι ένα αερόστατο που πετάει κάτω όλα του τα βάρη και υψώνεται ελεύθερο ψηλά.
Του γράφω. Πολλές φορές στην διάρκεια της μέρας και της νύχτας. Στέλνω μηνύματα, άλλοτε κλαίω και άλλοτε γελώ. Με περιμένει. Είναι πάντα εκεί και με ακούει, είναι πάντα παρών στο μυθιστόρημα της ζωής μου. Με ρωτάει, θέλει να μάθει τα πάντα, του στέλνω φωτογραφία μου. Είμαι σίγουρη ότι θα αποχωρήσει μόλις δει πόσο άσχημη είμαι..
Αυτός όμως μου γράφει:" Σ΄ ευχαριστώ. Τώρα ξέρω. Έτσι είχα φανταστεί τα μάτια σου. Τώρα πια μπορώ να σε φιλήσω".
Αλλάζω ηλεκτρονική διεύθυνση. Καταργώ την παλιά. Οι παίκτες με χάνουν οριστικά. Τώρα πια ανταλλάσσω μηνύματα μόνο με τον ιππότη μου. Ποτέ δεν μου λέει το αληθινό του όνομα.
Και τότε παραβαίνω τον κανόνα. Σαν να μην ήταν αυτονόητο ότι είναι ανέφικτο. Ζητώ το Απαγορευμένο. Να τον γνωρίσω από κοντά. Του ζητώ να μου πει το όνομά του, το επάγγελμά του, ρωτώ και ρωτώ και ρωτώ όλα τα πραγματικά στοιχεία της ζωής του, επιδιώκω να συναντηθούμε. Τα παίζω πια όλα για όλα. Κάνει δέκα οκτώ ώρες για να μου απαντήσει. Μετρώ κάθε λεπτό. Τελικά μου στέλνει ένα μήνυμα. Το διαβάζω και κλαίω. Μου γράφει:
Θα έρθω σπίτι σου την επόμενη Δευτέρα, στις εννέα η ώρα το βράδυ. Σε μια εβδομάδα από τώρα. Το όνομά μου είναι Μανώλης Χατζηιωάννου, είμαι τριάντα επτά χρόνων και επιμελητής κειμένων σε εκδοτικό οίκο. Είμαι ο αδελφός του «Φωτεινού Αγγέλου»ή αλλιώς Νίκου Χατζηιωάννου, με τον οποίο αλληλογραφούσες ηλεκτρονικά για ένα διάστημα. Διάβασα πολύ προσεκτικά όλα τα μηνύματα που ο αδελφός μου είχε σώσει από την αλληλογραφία μαζί σου. Πρέπει να σου πω κάποια πράγματα γι αυτόν που δεν γνωρίζεις. Και πρώτα πρώτα ο Νίκος δεν είναι ασφαλιστής. Στην πραγματικότητα δεν είναι σε θέση να δουλέψει, γιατί ακολουθεί βαριά φαρμακευτική αγωγή. Ζει με μένα και την μητέρα μου. Πάντα ήταν ένα άτομο με πολύ ευαίσθητο ψυχισμό. Όταν δεν μπόρεσε να περάσει και για δεύτερη φορά στο Πανεπιστήμιο, έπαθε τον πρώτο του νευρικό κλονισμό. Από τότε περνάει κάποια διαστήματα που νιώθει καλύτερα και κάποια διαστήματα που βυθίζεται στο απόλυτο σκοτάδι. Τελευταία και με κάτι καινούργια χάπια που του δίνει ο ψυχίατρός του, κατορθώνει να ελέγχει κάπως τις κακές του φάσεις και να μην χάνεται τόσο πολύ. Όταν τον γνώρισες διένυε για πρώτη φορά μια καλή φάση στην ζωή του. Η ηλεκτρονική σας αλληλογραφία του έδωσε φτερά. Για πρώτη φορά ύστερα από πολλά χρόνια ένιωσε φυσιολογικός. Μας μιλούσε συνέχεια για σένα, όλη την μέρα του την περνούσε μπροστά στον υπολογιστή. Εσύ τότε ξαφνικά και απροειδοποίητα διέκοψες την επαφή σας. Ο Νίκος συνέχισε απεγνωσμένα όπως ίσως θυμάσαι να σε ψάχνει, να σου στέλνει ατέλειωτα μηνύματα, να μην πιστεύει ότι τον εγκατέλειψες. Αυτή η ξαφνική σου σιωπή ύστερα από όλο αυτό το διάστημα εξομολογήσεων από την πλευρά του θα ήταν καταλυτική για οποιοδήποτε άνθρωπο, πόσο μάλλον για τον αδελφό μου. Κύλησε πάλι στην άσχημη φάση του, όμως πολύ πιο βίαια αυτήν την φορά. Τον παρακολουθούσαμε πολύ στενά, μια μέρα όμως που η μητέρα μου κατέβηκε για λίγο στον φούρνο για να πάρει ψωμί, αυτός επιχείρησε να αυτοκτονήσει. Αυτή την στιγμή που μιλάμε, ο αδελφός μου νοσηλεύεται σε μία ιδιωτική ψυχιατρική κλινική. Κάποιες φορές μας αναγνωρίζει και άλλες πάλι όχι. Θέλω όμως πια κι εγώ να σε συναντήσω. Νομίζω ότι ήρθε η στιγμή να αντικρύσουμε την αλήθεια μας. Δεν θέλω να ξαναμιλήσουμε μέσα στην εβδομάδα. Ας προετοιμαστούμε και οι δύο για την συνάντησή μας. Στείλε μου την διεύθυνσή σου και το επίθετό σου. Καλή αντάμωση.
Του έστειλα την διεύθυνσή του σπιτιού μου. Και το τηλέφωνό μου και το επίθετό μου. Και το τηλέφωνο και την διεύθυνσή της δουλειάς μου. Τώρα πια είμαι εκτεθειμένη. Απόλυτα. Οι μέρες κυλούν αργά και βασανιστικά, οι ώρες πέφτουν βαριές μέσα στο ποτάμι του χρόνου, δεν μπορώ να φάω τίποτε, τα ρούχα μου άρχισαν να μου πέφτουν, πηγαίνω και αγοράζω ένα μαύρο στενό φόρεμα, μαύρα δαντελωτά εσώρουχα και ένα κατακόκκινο κραγιόν. Δεν ανοίγω καθόλου τον υπολογιστή. Όταν γυρνώ από την δουλειά, τακτοποιώ λίγο τα πράγματά μου και βγαίνω έξω. Περπατώ. Τον σκέφτομαι συνέχεια. Κοιτάζω την μοναδική φωτογραφία που μου έχει στείλει ηλεκτρονικά. Φοράει μαύρο δερμάτινο μπουφάν και τζιν παντελόνι. Είναι ψηλός και σωματώδης. Το πρόσωπό του όμως δεν διακρίνεται καλά. Είναι γεμάτο σκιές και το βλέμμα στα μάτια του φαίνεται παγωμένο μέσα στον χρόνο.
Το σώμα νιώθει χαρά, λαχτάρα, πόθο, το σώμα φωνάζει δυνατά με διάπλατα όλα του τα στόματα, σπαρταράει και απεγνωσμένα ζητάει με όλα του τα χέρια, με όλα του τα δάχτυλα, με όλους του τους πόρους, το δέρμα, τα μάτια, κάθε σπιθαμή του κορμιού μου πάλλεται, τον θέλει. Ένα καινούργιο σώμα, απαιτητικό, φλογισμένο, έξαλλο, έχει αντικαταστήσει το δικό μου και διεκδικεί αυτό που θέλει. Περιμένω.
Τα βράδια κοιμάμαι ελάχιστα. Τα όνειρά μου στάζουν αίμα, ένα μαύρο σκοτάδι κολλάει πάνω μου σαν νυχτερίδα.
Δευτέρα πρωί δεν πηγαίνω στην δουλειά. Περνώ την μέρα μου ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Το απόγευμα κάνω μπάνιο, λούζω τα μαλλιά μου. Περνώ ώρες με τα μαλλιά μου ξέπλεκα μπροστά στον καθρέφτη. Ύστερα στέκομαι γυμνή. Φορώ τα μαύρα εσώρουχα, το μαύρο στενό φουστάνι.
Μια γυναίκα με μαύρο φουστάνι στέκεται μπροστά σε έναν καθρέφτη. Είναι μία γυναίκα που περιμένει. Τίποτε συγκλονιστικό και κοσμοϊστορικό. Μία ακόμα γυναίκα σε μία γωνιά του πλανήτη που περιμένει τον αγαπημένο της. Περιμένει κάτι που θα αλλάξει την ζωή της. Παρατηρώ την γυναίκα. Δεν είναι άσχημη, ούτε όμορφη. Είναι μόνο μια γυναίκα που περιμένει. Και αυτή η αναμονή την φωτίζει, την αλλάζει βαθιά.
Κι ύστερα το κουδούνι χτυπάει. Ανοίγω την πόρτα. Τον βλέπω μπροστά μου. Ψηλό, δυνατό. Φοράει μαύρο μπουφάν και μαύρο δερμάτινο παντελόνι. Μπαίνει μέσα. Μου δίνει ένα σκαμπίλι στο πρόσωπο. Νιώθω την γεύση του αίματος στο στόμα. Κάνω να τρέξω προς την εξώπορτα όμως ο άγνωστος αγαπημένος την έχει ήδη κλειδώσει κι έχει πετάξει κάπου το κλειδί.
Με πλησιάζει. Από την τσέπη του βγάζει ένα σκοινί. Με καθίζει με το ζόρι σε μία καρέκλα και δένει τα χέρια μου πίσω στην πλάτη. Δεν ουρλιάζω, δεν παλεύω. Όλα ξεκαθαρίζουν μέσα μου, γίνονται μία ήρεμη βεβαιότητα. Κοιτώ το πρόσωπό του μπροστά μου. Τα μάτια του είναι μικρά και λαμπερά. Μου θυμίζουν μάτια λύκου. Δεν περιμένω πια. Η αναμονή έληξε. Βλέπω την λεπίδα ενός μαχαιριού να αστράφτει στο χέρι του. Με βιαστικές κινήσεις ανοίγει το συρτάρι κάτω από τον καθρέφτη μου και ρίχνει στο πάτωμα το περιεχόμενό του. Βρίσκει ένα κόκκινο κραγιόν. Πρώτα με χαστουκίζει και μετά με το κραγιόν μου βάφει κόκκινο το πρόσωπο και τα γυμνά μου μπράτσα. Βλέπω αίμα παντού.
Το στόμα μου είναι πρησμένο και ματωμένο.
«Γιατί Μανώλη;» ρωτάω και τον κοιτώ κατάματα. Γελάει και το γέλιο του μου θυμίζει σαπισμένη κόλαση. Ξεχειλίζει σαν λάβα μούχλας από ένα ηφαίστειο μέσα του.
«Δεν υπάρχει Μανώλης», μου λέει, «μόνο εγώ, επίτρεψέ μου να συστηθώ, Νίκος Χατζηαντωνίου, δύο σε ένα, Φωτεινός Άγγελος και Ιππότης του Ερέβους μαζί. Ναι, μην με κοιτάς έτσι, είμαι το ίδιο πρόσωπο, αυτό που συνέτριψες και αυτό που θα σε συντρίψει, θεία δίκη, τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο. Όμως εγώ θα είμαι το τελευταίο σου θύμα, δεν θα σου ξαναδοθεί η ευκαιρία να σακατέψεις άλλους ανθρώπους, κατάλαβες μικρή μου;»
«Δηλαδή όλον αυτό τον καιρό ήσουν το ίδιο άτομο; Πώς μπόρεσες και με ξεγέλασες τόσο πολύ;» φώναξα με μια φωνή θρυμματισμένη και θαμπή που δεν αναγνώρισα, αλλά πρέπει να ήταν δική μου. «Με παγίδεψες, νίκησες όλες μου τις αντιστάσεις, νόμισα ότι επιτέλους δεν ήμουν πια μόνη, ότι βρήκα αυτό που έψαχνα πάντα»… Σταμάτησα απότομα γιατί ξαφνικά συνειδητοποίησα τι του έλεγα.
«Ακριβώς», μου είπε αυτός γελώντας σαρδόνια. «Ότι δηλαδή έκανες εσύ σε μένα. Και σε πολλούς ακόμα ανθρώπους, είμαι σίγουρη». Για πρώτη φορά με κοίταξε με συμπάθεια ανάμικτη με οίκτο. «Ήθελες έναν Ιππότη του Ερέβους κι εγώ σου τον προσέφερα. Βλέπεις, ο άγγελος μου δεν σου έφτανε γιατί αυτό που πραγματικά επιζητούσες ήταν το σκοτάδι μου. Τώρα λοιπόν ο Ιππότης του σκοταδιού θα σε μυήσει στο σκοτάδι μέσα του. Και θα σε λυτρώσει, γιατί αυτό ενδόμυχα επιθυμείς».
«Πήγαινέ με στο κρεβάτι μου» του ψιθύρισα. Με έλυσε και πολύ απαλά με μετέφερε στο κρεβάτι μου. Ένιωσα τα μαύρα γυαλιστερά σεντόνια να τυλίγονται σαν νύχτα γύρω μας και αφέθηκα στην αγκαλιά του. Με έγδυσε με γρήγορες επιδέξιες κινήσεις και ύστερα πέταξε κάτω όλα του τα ρούχα.
Και τότε για πρώτη φορά έγινα μια θάλασσα από μέλι, ακύμαντη, βαθιά και παραδόθηκα στην γύμνια του αστραφτερού κορμιού του, γιατί ο έρωτας είναι το τέλος και η αρχή, η συνέχεια και ο θάνατος, γιατί μπήκε μέσα μου και όλα αυτά που δεν έζησα κι αυτά που πόθησα κι αυτά που έχασα, όλα έγιναν αυτός και έριξα τις πόρτες και τα τείχη και οι γυναίκες που ήμουν κι αυτές που θα μπορούσα να γίνω έγιναν πάλι αυτός και έτσι για μια μοναδική στιγμή ένιωσα ολόκληρη. Την ίδια ακριβώς στιγμή που αυτός βύθιζε το μαχαίρι στην καρδιά μου.
Δημοσιευμένο στο περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ
3 σχόλια:
καταπληκτικό...
μοναδική επιλογή
μπράβο
Σας ευχαριστώ. Καλή χρονιά!
Δημοσίευση σχολίου