Σελίδες
2.12.10
Κόκκινο και μαύρο
Ο καφές στο μπρίκι σφύριξε διακριτικά. Μαύρες ανυπόμονες φυσαλίδες αναδύθηκαν στην επιφάνειά του σαν κολυμβήτριες στο τέρμα της διαδρομής. Ήταν έτοιμος. Με αργές κινήσεις σέρβιρε τον μισό στην ξεθωριασμένη κόκκινη κούπα της. Μύρισε το απαλό άρωμα του καφέ και η ζεστή του ανάσα της χάιδεψε τρυφερά το μάγουλο. Χρόνια τώρα ο καφές, πιστός της φίλος, και η ίδια κόκκινη κούπα τη συνόδευαν στα μοναχικά της απογεύματα.
Λάτρευε το κόκκινο χρώμα. Παλιότερα η μισή ζωή της, η πρωινή, ήταν γεμάτη από κόκκινα αντικείμενα. Η κόκκινη τσάντα μόνιμα κρεμασμένη από τον ώμο της τράβαγε τα βλέμματα από μακριά, καθώς εκείνη πλησίαζε. Μια πιο κοντινή ματιά φανέρωνε τα κόκκινα βαμμένα χείλη και τα κόκκινα νύχια. Κόκκινα πορτοφόλια, παπούτσια, ατζέντες, μπρελόκ, στυλό συμπλήρωναν την κόκκινη ζωή της.
Τα βράδια, τα κόκκινα υπάρχοντά της κρύβονταν. Λες και τα φόβιζε το σκοτάδι, μαζεύονταν βιαστικά στη ντουλάπα και στα συρτάρια και έδιναν τη θέση τους στα μαύρα. Αυτά γίνονταν ένα με το σκοτάδι. Ήταν φτιαγμένα να ζουν μαζί του.
Δεν μπορούσε να πει με σιγουριά με ποιον εαυτό της περνούσε καλύτερα, με τον κόκκινο ή τον μαύρο. Ο κόκκινος ήταν εντυπωσιακός. Οι άντρες χάζευαν στο πέρασμά της. Μερικοί ντροπαλοί σχεδόν κοκκίνιζαν από ένοχες σκέψεις. Οι πιο τολμηροί της πρόσφεραν ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Άπλωνε τα κόκκινα αντικείμενά της τριγύρω όπου καθόταν και ο χώρος ζωντάνευε. Η πρωινή συννεφιά υποχωρούσε ντροπιασμένη, καθώς εκείνη, αληθινός κόκκινος ήλιος, φώτιζε τις χειμωνιάτικες μέρες.
Από παλιά έπινε τον καφέ της σε κόκκινη κούπα. Είχε αλλάξει πολλές με τον καιρό. Μόνο την τελευταία την είχε κάμποσα χρόνια τώρα.
Ο μαύρος της εαυτός ήταν αλλιώτικος. Αποσυρόταν σε μια σκοτεινή γωνιά του δωματίου και παρατηρούσε εξεταστικά τους ανθρώπους. Εκείνοι περνούσαν από δίπλα της και κοντοστέκονταν μαγνητισμένοι. Σαν σκιές τριγύρω της περνούσαν οι σκέψεις και τα όνειρά της. Καθένας μπορούσε να τα δει, όπως παρακολουθούν τα παιδιά τους υπαίθριους καραγκιοζοπαίχτες. Οι περισσότεροι έφευγαν πριν το τέλος της παράστασης. Κάτι λίγοι που έμεναν, χειροκροτούσαν τυπικά και έφευγαν βιαστικοί.
Στην κόρη της δεν άρεσαν τα μαύρα ρούχα. «Μη φοράς θυμωμένα χρώματα», έλεγε συχνά στη μαύρη της μητέρα. Την κόκκινη την κολάκευε με γυναικεία γαλιφιά. «Είσαι πραγματική κούκλα», της έλεγε με φιλιά.
Με τα χρόνια οι δύο της εαυτοί άρχισαν να μπερδεύονται. Ο κόκκινος σιγά-σιγά πήρε να μαυρίζει, ώσπου κατέληξε σε ένα θαμπό μπορντό χρώμα που κανένας δεν πρόσεχε πια. Ο μαύρος εαυτός ερήμωσε. Οι σκιές έγιναν ακριβοθώρητες και στο τέλος χάθηκαν εντελώς. Κάποια βράδια, έκανε λίγο πως κοκκινίζει, αλλά αυτό ήταν εντελώς φευγαλέο. Κανένας δεν προλάβαινε να το δει. Το καταλάβαινε μόνο εκείνη.
Δεν ήταν πια ούτε κόκκινη ούτε μαύρη. Ένα γκρίζο χρώμα είχε γεμίσει τις μέρες της. Δεν έφευγε όσο κι αν εκείνη προσπαθούσε. Αγόραζε κόκκινα αντικείμενα, αλλά αυτά γρήγορα ξεθώριαζαν. Αγόραζε μαύρα, αλλά δεν τα έβλεπε πια μέσα στο σκοτάδι. Έτσι, συμβιβάστηκε με τα γκρίζα. Δεν λένε, εξάλλου, ότι το γκρι ταιριάζει με όλα; Όφειλε να ταιριάξει και με εκείνη.
Η τελευταία κόκκινη κούπα είχε ξεθωριάσει. Ο ζεστός καφές μύριζε ακόμα όμορφα και κοντά του ένιωθε ασφάλεια. Ένιωθε ζωντανή. Όπως ξεπηδούσαν οι μαύρες φυσαλίδες του στην επιφάνεια της κόκκινης κούπας, της φαινόταν πως έβλεπε τους δυο παλιούς της εαυτούς να παίζουν στην ταινία της ζωής της. Και της άρεσε να τη βλέπει ξανά και ξανά...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
3 σχόλια:
" Εσύ, το μαύρο και το άσπρο.
Μα, μην ξεχνάς τα χρώματα..."
Aχ πόσο δεν θέλω να καταλήγουν οι ζωές μας γκρίζες...
την καλημέρα μου και καλό μήνα
rouge
αυτό το χρώμα σου χαρίζω..
Δημοσίευση σχολίου