Σελίδες

28.10.12

Επιστρέφοντας στη Λισαβόνα


Tα πρωινά στη Λισαβόνα, όταν ακόμα δεν έχουν σβήσει οι νυχτερινές λάμπες των δρόμων, ο ποιητής έχει ήδη πάρει τη θέση του στο καφέ a Brasileira και παρατηρεί τη ζωή που περνάει, περιμένοντας όλα τα χρόνια τον ίδιο πρωινό καφέ. Φοράει πάντα καπέλο και παπιγιόν∙ με το ένα χέρι χειρονομεί έντονα, ενώ το άλλο αναπαύεται ήρεμο στο ίδιο τραπεζάκι του καφενείου. Ακριβώς μπροστά του οι σκάλες που κατεβάζουν στο μετρό. Στάση Baixa-Chiado.
          Σε λίγο, στους κεντρικούς δρόμους, οι ιδιοκτήτες αρχίζουν να ανοίγουν τα καταστήματά τους. Οι υπάλληλοι  σβήνουν βιαστικά το πρώτο τσιγάρο της ημέρας στην άχνα του πρωινού και μπαίνουν μέσα. Λίγο αργότερα βγαίνουν στα πεζοδρόμια τα χαρτόκουτα από τις συσκευασίες∙ καινούριο εμπόρευμα, καταμέτρηση, ταξινόμηση, τακτοποίηση στα ράφια.
                 Τα παράθυρα των σπιτιών ανοίγουν κι αυτά. Πρώτοι βγαίνουν στα μπαλκόνια οι ηλικιωμένοι ∙ φοράνε ζακέτες σε σκούρα χρώματα∙ μαύρο, γκρι, καφέ. Αργότερα βγαίνουν οι νέοι, μισοντυμένοι, με σώματα χτισμένα, σφριγηλά, ανατριχιασμένα από την πρωινή δροσιά και τον έρωτα. Στη συνέχεια βγαίνουν οι μπουγάδες∙ πολύχρωμες και ευωδιαστές, κρέμονται στα σκοινιά πάνω από τους δρόμους σαν λουλουδάτες αψίδες. Σε κάποια σκοινιά δεν κρέμονται ρούχα, αλλά παπούτσια∙ είναι εκείνοι οι περίεργοι δρόμοι που κουβαλάνε στις γωνιές τους τον αργό, σίγουρο θάνατο.
             Στις γωνιές των κεντρικών συνοικιών έχουν πάρει θέση οι καστανάδες. Η μυρωδιά από τις φουφούδες τρελαίνει τους βιαστικούς περαστικούς σταματάνε σαν υπνωτισμένοι για ένα σακουλάκι με ψημένα κάστανα.
            Η Λεωφόρος Ελευθερίας διατρέχει τη Λισαβόνα με φαρδιά πεζοδρόμια, φυτεμένα με πλατάνια. Τις Κυριακές οι μικροπωλητές απλώνουν τους πάγκους με τους μικρούς θησαυρούς τους, από καρφίτσες μέχρι μικροέπιπλα, όλα με την πατίνα του παρελθόντος, οικεία και γοητευτικά. Πορσελάνινες κούκλες, χειροποίητα κοσμήματα, λάμπες, καρτ-ποστάλ, παλιά βιβλία και περιοδικά χιλιάδες αγγίγματα δικά μας τωρινά, εξερευνητικά, τρυφερά και παλιότερα, ανθρώπων που χάθηκαν, χρηστικά ή αδιάφορα.
           Η  Rua Augusta συγκεντρώνει τους δημιουργούς των δρόμων. Μουσική, θέατρο, χορός, ζωγραφική ένας υπαίθριος πολυχώρος τέχνης απ’ όλο τον κόσμο. Το φλαμένκο δίνει τη θέση του στην ασιατική μουσική, η παντομίμα στον Μότσαρτ. Οι τουρίστες στέκονται με τις κάμερες να κάνουν τη στιγμή τους αιωνιότητα. Όλη την ημέρα, μέχρι αργά το βράδυ, ο δρόμος αυτός μαζεύει τη ζωή της πόλης και την ταΐζει γλυκίσματα φτιαγμένα με αυγά και ζάχαρη, αμυγδαλωτά και τάρτες με καρύδα. Αργότερα, την ώρα του μεσημεριανού φαγητού, η Αλκάνταρα παίρνει για λίγο τη σκυτάλη, με τα εστιατόριά της αραδιασμένα στη μια όχθη του Τάγου∙ λεπιδόπους και μπακαλιάρος μαγειρεμένοι με δεκάδες τρόπους.
         Το τραμ μαζεύει όλη την ημέρα τις διαδρομές των ντόπιων και των τουριστών. Οι κουβέντες τους ζωηρές∙ μεσογειακά επίπεδα έντασης και μια γλώσσα γεμάτη «ου». Το «όχι» τους «νιάου», ίδιο με της γάτας, η στάση «εστασάου». Πολλά βιβλία παραμάσχαλα∙ οι πενήντα αποχρώσεις του γκρίζου δίνουν και παίρνουν. Στις προθήκες των  βιβλιοπωλείων καμαρώνουν άλλες πενήντα αποχρώσεις, διαφορετικές από τις πρώτες∙ έχουμε και λέμε, σύνολο εκατό. Απίθανο πόσες αποχρώσεις μπορεί να έχει ένα χρώμα άχρωμο, όπως το γκρίζο…
          Οι τοίχοι της Λισαβόνας, όπως και της Αθήνας, φωνάζουν∙ άλλοτε οργισμένα με μαύρα ανάστατα γράμματα, άλλοτε με χιούμορ και χρώματα, άλλοτε με εικόνες φτιαγμένες περίτεχνα με χέρι ζωγράφου ή άτσαλα με δυο βιαστικές πινελιές∙ οι τοίχοι, οι δρόμοι, τα πεζοδρόμια ενός λαού που ζει κυνηγημένος από την τρόικα.

           Τα βράδια στη Λισαβόνα, τα άχρηστα χαρτόκουτα από τις συσκευασίες γίνονται σπίτια. Στήνονται στη σειρά, πάνω στα φαρδιά πεζοδρόμια της Λεωφόρου Ελευθερίας, με φως κλεμμένο από τους μεγάλους οίκους μόδας∙ ολόκληρες γειτονιές απελπισίας, προσπαθούν να κρατήσουν ζεστά τα νηστικά όνειρα των νυχτερινών ενοίκων, απρόσβλητα από τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών. Σώματα κουλουριασμένα μέσα στα κουτιά ή κάτω από υπόστεγα, κουκουλωμένα με κουβέρτες σε χρώματα παλιά, αναμνήσεων.
          Η πόλη σβήνει τα φώτα για να κοιμηθεί∙ σε κρεβάτια, παγκάκια ή χαρτόκουτα, ο ύπνος είναι λύτρωση. Ακόμα και οι τραγουδίστριες του fado στην Αλφάμα διπλώνουν τις μαύρες εσάρπες τους, ξεβάφονται και κινούν για τα σπίτια τους∙ από ψηλά, η Maria Severa τις παρακολουθεί και φυλάει τον δρόμο τους. Ξαγρυπνούν μόνο οι κούκλες στις βιτρίνες, οι γιατροί στα νοσοκομεία και ο ποιητής στο τραπεζάκι του καφενείου. Μόνος τα βράδια∙ οι αμέτρητοι φίλοι που του κράτησαν παρέα όλη την ημέρα, σφίγγοντάς του τα χέρια και βγάζοντας μαζί του φωτογραφίες, μάλλον έχουν ήδη κοιμηθεί. Ο προσεχτικός περαστικός που απέμεινε να νυχτοπερπατάει μπορεί να τον ακούσει, εκεί έξω από τη στάση Baixa-Chiado, να μονολογεί ψιθυριστά με τη φωνή κάποιου ετερώνυμου:

Απόλυτη νύχτα, απόλυτη ανησυχία εκεί έξω.
Ειρήνη σε όλη τη Φύση.
Η Ανθρωπότητα ξεκουράζεται και ξεχνά τις πίκρες της.
Ακριβώς.
Η Ανθρωπότητα ξεχνά τις χαρές και τις πίκρες της.
Συνηθισμένο να λέγεται κάτι τέτοιο.
Η Ανθρωπότητα ξεχνά, ναι, η Ανθρωπότητα ξεχνά,
Αλλά και ξύπνια η Ανθρωπότητα ξεχνά,
Ακριβώς. Αλλά εγώ δεν κοιμάμαι.
 
 
  1. Επιστρέφοντας στη Λισαβόνα: τίτλος ποιήματος του Φερνάντο Πεσόα. http://logoskaitexni.blogspot.gr/2012/07/blog-post_17.html
  2. Maria Severa: η πρώτη τραγουδίστρια του fado. Πέθανε σε νεαρή ηλικία. Στη μνήμη της, όλες οι τραγουδίστριες του fado, κατά τη διάρκεια των παραστάσεών τους, φορούν στους ώμους μια μαύρη εσάρπα. http://en.wikipedia.org/wiki/Maria_Severa-Onofriana
  3. Οι φωτογραφίες μου: http://www.facebook.com/maria.drimi.9?ref=tn_tnmn#!/media/set/?set=a.3472389982307.117552.1647877025&type=1
 

3 σχόλια:

macinef είπε...

To Chiado tou Pessoa

http://matines-cinefilas.blogspot.pt/

macinef είπε...


Γλυπτης Lagoa Henriques

akrat είπε...

ωραιότατη τσάρκα

εύγε εύγε