Η μικρή Αφροδίτη είναι στ’ αλήθεια μικρή, πολύ μικρή, η μικρότερη μέσα στην
αίθουσα, η μόνη με μονοψήφια χρόνια. Όλοι οι άλλοι είναι μεγάλοι, τόσο που μοιάζουν
μεγαλύτεροι κι απ’ τη μαμά της ακόμα. Κι ο ποιητής είναι μεγάλος. Έχει άσπρα
γένια και μαλλιά. Μοιάζει στ’ αλήθεια με ποιητή∙ έτσι είχε φανταστεί η Αφροδίτη τους ποιητές. Στέκεται όρθιος
πάνω σ’ ένα βάθρο και διαβάζει με βαθιά φωνή και καθαρή άρθρωση. Φοράει μαύρο
πουκάμισο κι έχει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο καρφιτσωμένο στο μέρος της καρδιάς.
Τρεις μουσικοί στο βάθος παίζουν κιθάρες.
Οι περισσότεροι μέσα στην αίθουσα γράφουν πολύ ή λίγο. Και διαβάζουν πολύ ή
λίγο. Η Αφροδίτη γράφει και διαβάζει πολύ όλα της τα μαθήματα∙ και παραμύθια, όμως
αυτά μόνο τα διαβάζει, αφού έχουν προλάβει άλλοι και τα έχουν γράψει. Ακολουθεί
συχνά τη μαμά της σε τέτοιες συγκεντρώσεις. Δεν έχει καταλάβει γιατί, αλλά κάθε
φορά οι μεγάλοι τριγύρω τής λένε ότι είναι τυχερή.
Ο ποιητής διαβάζει το βιβλίο του. Στο ημίφως, μόνο το πρόσωπό του φαίνεται
καθαρά, με όλες τις ρυτίδες της έκφρασης τονισμένες,
τις παλιές της ζωής που συναντούν τις καινούριες της ποίησης. Της Αφροδίτης της
αρέσει όπως διαβάζει ο ποιητής. Δεν πολυκαταλαβαίνει τα λόγια, αλλά ακούγονται όμορφα. Σ’ ένα παραμύθι είχε διαβάσει ότι οι ποιητές καρφώνουν πρώτα το μαχαίρι
στην καρδιά τους και μετά, με το ίδιο ματωμένο μαχαίρι, κόβουν φέτες τις λέξεις
και τις μοιράζουν σε ποιήματα.
Όλοι γύρω ακούνε απορροφημένοι σιγοπίνοντας
κρασί, κόκκινο και λευκό, σε κολονάτα ποτήρια. Στο τέλος κάθε ποιήματος
χειροκροτούν ζεστά. Χειροκροτάει και η Αφροδίτη∙ ανάμεσα στα
χειροκροτήματα μασουλάει τα φιστίκια από το μπολάκι που υπάρχει πάνω στο
τραπέζι. Εκείνη δεν πίνει κάτι, όμως τα βλέφαρά της είναι βαριά, παλεύει να τα
κρατήσει ανοιχτά. Βολεύεται στα γόνατα της μαμάς της. Μισοκοιμάται. Με κλειστά
μάτια πια, συνεχίζει να χειροκροτάει μετά από κάθε ποίημα.
Ο ποιητής συνεχίζει να διαβάζει. Η πρώτη κυρία που μίλησε στην αρχή για τον
ποιητή, «μεγάλη ποιήτρια» της είπε η μαμά της, χαρακτήρισε τα ποιήματά του
ποτάμι που κυλάει ασταμάτητα. Η Αφροδίτη βολεύεται καλύτερα πάνω στο κάθισμα,
με το κεφάλι της ακουμπισμένο στο στήθος της μαμάς της και στο πρόσωπό της ένα
αχνό χαμόγελο. Κοιμάται βαθιά, με τα λεπτά της ποδαράκια
διπλωμένα πάνω στο κάθισμα∙ φοράει φούστα, χοντρό
καλσόν και αθλητικά παπούτσια, από αυτά που τα αγοράζεις καινούρια και σε μία
εβδομάδα, η παρέα στο σχολείο με τα πατήματα τα έχει κάνει ίδια με τα παλιά.
Κάπου εδώ η Αφροδίτη χάνει τον ποιητή μέσα στα όνειρά της. Όταν τον ξαναβρίσκει,
τα φώτα έχουν ανάψει. Ο κόσμος έχει σηκωθεί∙ τα πρόσωπα είναι
ξαναμμένα και χαμογελαστά. Ο ποιητής χαμογελάει κι αυτός. Η Αφροδίτη τον
αγαπάει έτσι χαμογελαστό που τον βλέπει∙ θα τον ήθελε
για παππού. Είναι καθισμένος σ’ ένα τραπέζι και υπογράφει τα βιβλία του. Δέχεται
αγκαλιές και φιλιά. Είναι ωραίο να είσαι ποιητής και να σε αγαπούν.
Η μαμά της και οι φίλοι της έχουν σηκωθεί να φύγουν. Κρατάνε στα χέρια τους
το βιβλίο του ποιητή. Η Αφροδίτη θα το ξεφυλλίσει στο δρόμο. Οι φίλοι της μαμάς
την ρωτάνε πάντα την ίδια ερώτηση. «Εσύ, Αφροδίτη, θα γίνεις ποιήτρια όταν
μεγαλώσεις;»
Η Αφροδίτη έχει βαρεθεί να εξηγεί κάθε φορά τα ίδια. Όμως και τώρα απαντά με σοβαρό ύφος. «Όχι, εγώ θα γίνω
γιατρός».