Όποτε του δινόταν η ευκαιρία, ταξίδευε. Τα ταξίδια ήταν η ζωή του. Κάθε ταξίδι, μια ξεχωριστή ζωή. Ήταν σαν να έβγαζε κάθε φορά πιστοποιητικό γεννήσεως με το τσεκ-ιν στο γκισέ της αεροπορικής εταιρείας, ενώ στην επιστροφή, η αποσκευή που παραλάμβανε από τον κυλιόμενο ιμάντα, λες και περιείχε τη σορό μιας ζωής που είχε μόλις τελειώσει. Δεν μελαγχολούσε, δεν τον κατέθλιβε το πεπερασμένο του ταξιδιωτικού χρόνου. Αντίθετα, του φαινόταν ότι ο χρόνος διαστέλλεται μέσα σε κάθε ταξίδι και παραμένει στο μυαλό του αναλλοίωτα επιμηκυσμένος, σε πείσμα του αντίπαλου χρόνου της καθημερινότητας.
Συνήθως ταξίδευε χωρίς σκοπό. Για το ίδιο το ταξίδι. Για την ίδια την ομορφιά του «χωρίς σκοπό». Αυτό το ταξίδι όμως ήταν λίγο διαφορετικό. Αθήνα-Μόναχο, Μόναχο-Βαρκελώνη, έγραφαν οι κάρτες επιβίβασης που παρέλαβε από το γκισέ της Λουφτχάνσα. Έλληνας ο υπάλληλος, του ευχήθηκε καλό ταξίδι. Περιττή ευχή. Όλα τα ταξίδια καλά είναι.
Είχε ξαναπάει πολλές φορές στη Βαρκελώνη. Τόσες ώστε να τη θεωρεί πολύ γνώριμη. Είχε αγαπημένα στέκια για φαγητό, δικές του διαδρομές για βόλτα. Κάθε φορά, ξεφυλλίζοντας τον ταξιδιωτικό του οδηγό, έψαχνε για συγκεκριμένα μέρη. Δεν είχε όμως ποτέ μέχρι τώρα αναζητήσει κάποιο συγκεκριμένο άνθρωπο, γνωστό ή άγνωστο. Αυτή ήταν η πρώτη φορά.
Την είχε πρωτοδεί τέσσερις μήνες πριν, το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, στην πλατεία. Τριγυρνούσε μόνος. Εκείνη ήταν παρέα με δυο φίλες της. Τις παρατηρούσε αρκετή ώρα. Τρεις νεαρές γυναίκες, ανάμεσα εικοσιπέντε και τριάντα, πανύψηλες και εντυπωσιακές. Ούτε ξανθές, ούτε μελαχρινές. Κάτι απροσδιόριστο, αλλά όμορφο. Ήταν ντυμένες πολύ μοντέρνα, με κοντά σορτς και ψηλές μπότες πάνω από το γόνατο. Στέκονταν όπως τα μοντέλα στα τηλεοπτικά σόου, με τα καλλίγραμμα πόδια τους λυγισμένα σε κολακευτικές στάσεις, ενώ με τα μακριά δάκτυλα των χεριών τους σχημάτιζαν χειρονομίες. σα να διαφωνούσαν.
Την ξεχώρισε αμέσως από τις άλλες δύο. Τον μαγνήτισε η παρουσία της, η έκφρασή της. Τον ξένισε λίγο το γυμνό της κεφάλι. Κεφάλι νεοσύλλεκτου, χωρίς ίχνος τρίχας. Τι τρέλα κι αυτή, να ξυρίζουν οι γυναίκες τα μαλλιά τους… Και οι άλλες έτσι ήταν, αλλά τουλάχιστον φορούσαν αϊ-βασιλιάτικους σκούφους. Γυναίκες. Το αλάτι της ζωής του. Μόνο που εδώ και πολύ καιρό έτρωγε τη ζωή του ανάλατη, έτσι για να μασουλάει κάτι. Ή μάλλον τον έτρωγε εκείνη σιγά-σιγά, απολαμβάνοντας, μέχρι να τον καταπιεί εντελώς.
Απόμεινε να την κοιτάζει μαγεμένος. Η ψύχρα της γιορτινής νύχτας θα ταίριαζε στις ζωές άλλων συνομηλίκων του που κάθονταν μπροστά στο τζάκι τους, βολεμένοι ανάμεσα σε αγαπημένα πρόσωπα. Η δική του ζωή γινόταν ακόμα πιο παγωμένη τις κρύες νύχτες. Απόψε όμως είχε γίνει απροσδόκητα ζεστή. Τα μάγουλά του ήταν φλογισμένα. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Άραγε σπάνε οι καρδιές των ανθρώπων; Το είχε ακούσει να γίνεται σε λαϊκά τραγούδια, όμως τα τραγούδια λένε τόσα ψέματα…
Συνέχισε να την κοιτάζει για αρκετή ώρα. Του έδωσε την εντύπωση ότι τον κοίταζε κι εκείνη. Δεν έκανε όμως ούτε μια κίνηση να αφήσει τις φίλες της και να τον πλησιάσει. Η ώρα ήταν πια προχωρημένη και οι περαστικοί ελάχιστοι. Τα οικογενειακά τραπέζια στα σπίτια των Βασίληδων θα είχαν σίγουρα φτάσει στο γλυκό. Βασιλόπιτα, κουραμπιέδες, μελομακάρονα. Είχε κι εκείνος μια γλυκιά γεύση στο στόμα, παρόλο που δεν τον είχε καλέσει κανένας Βασίλης σε δείπνο. Πήρε αργά το δρόμο για το σπίτι του, ρίχνοντας πού και πού ματιές πίσω του σαν να τον παρακολουθούσαν.
Από εκείνο το πρώτο βράδυ της καινούριας χρονιάς, η ζωή του άλλαξε πρόγραμμα. Άρχισε να συχνάζει περισσότερο στην πλατεία. Με κάθε αφορμή τα βήματά του τον πήγαιναν σ’ εκείνο το ίδιο μέρος που είχε συναντήσει τις πρωτοχρονιάτικες κοπέλες. Ήταν όλες τους πάντα εκεί, άλλοτε μόνες τους, άλλοτε μαζί με άλλους. Όταν βρισκόταν μαζί με τη δική του κάποιος άνδρας, η ψυχή του σφιγγόταν. Παρατηρούσε τις εκφράσεις της, τις χειρονομίες της. Κάθε φορά η ίδια αγωνία. Όχι, δεν πρέπει να έτρεχε κάτι με κανέναν από αυτούς που μπαινόβγαιναν στο κατάστημα. Είχε πάντα αυτή την ευγενική, χαμογελαστή έκφραση που δεν άφηνε περιθώρια για περισσότερα.
Οι δουλειές πρέπει να πήγαιναν καλά. Ο κόσμος που έμπαινε, έβγαινε κρατώντας συνήθως μία ή περισσότερες σακούλες. Χαιρόταν για κείνη. Είναι δύσκολοι οι καιροί. Δεν είναι εύκολο να έχει κανείς σταθερή δουλειά. Εκείνη όμως έδειχνε ευχαριστημένη. Πάντοτε ντυμένη εντυπωσιακά, με ξεχωριστούς συνδυασμούς χρωμάτων και ασορτί κοσμήματα. Ψεύτικα, άλλα όμορφα. Ήταν υπέροχη.
Αυτό κράτησε μερικούς μήνες. Τέλειωσαν και οι εκπτώσεις. Μέχρι εκείνη την καταραμένη Δευτέρα του Απρίλη, τη μέρα που την έχασε.
Πέρασε πρωί-πρωί, όπως κάθε μέρα από το κατάστημα. Ήταν κλειστό. Ή μάλλον, όχι κλειστό. Άδειο. Η φωτεινή επιγραφή του ξηλωμένη. Η βιτρίνα άδεια. Μερικά χαρτόκουτα αραδιασμένα εδώ κι εκεί. Η πόρτα ανοιχτή. Σκόνη, πολλή σκόνη. Δυο άντρες μάζευαν μερικά τελευταία κομμάτια από τους πάγκους και τα ράφια. Σαν κεραυνοβολημένος ρώτησε τους εργάτες. «Τι να έγινε, φίλε; Οικονομική κρίση. Εσύ δεν πήρες χαμπάρι»; Όχι, δεν είχε καταλάβει τίποτα. Το κατάστημα έδειχνε να δουλεύει καλά.
Τους ρώτησε για κείνη. Κάπου στην Ισπανία είχαν πάει όλες μαζί. Στη Βαρκελώνη, στον κεντρικό δρόμο με τα καλά καταστήματα, συμπλήρωσαν, αφού συζήτησαν κάτι μεταξύ τους χαμογελώντας. Όχι, τηλέφωνο δεν είχαν να του δώσουν. Ο ένας τους πρέπει να τον λυπήθηκε βλέποντας το χαμένο του ύφος και τον χτύπησε φιλικά στον ώμο. «Γυναίκες, ρε φίλε. Τι περιμένεις; Άστατες, ακόμα κι όταν τα οικονομικά είναι καλά». Ο άλλος έπνιξε ένα γέλιο και συνέχισε να μαζεύει.
Έφυγε όπως-όπως. Περπατούσε σαν χαμένος μέχρι το μεσημέρι. Ένιωθε άδειος. Έρημος. Πήρε μια εφημερίδα και κάθισε σε ένα καφέ. Τα γράμματα χόρευαν μπροστά στα μάτια του. Έπαιρναν χρώματα και άλλαζαν σχήματα. Άρχισαν να μοιάζουν με τις ψηφίδες και τα χρωματιστά πλακάκια του Γκαουντί. Ήξερε τη Βαρκελώνη απέξω κι ανακατωτά. Τη λάτρευε σαν πόλη όσο λάτρευε κι εκείνη σαν γυναίκα. Μήπως ήταν γραφτό από τη μοίρα να τις ξαναβρεί και τις δύο μαζί;
Το αποφάσισε γρήγορα. Το ίδιο γρήγορα όσο τον καφέ που παρήγγειλε. Θα πήγαινε στη Βαρκελώνη. Την επομένη κιόλας θα πήγαινε να κλείσει εισιτήρια. Αυτά τα πράγματα δεν είναι να τα αφήνει κανείς. Μάτια που δεν βλέπονται… Τέλος πάντων, δεν έπρεπε να σκέφτεται το χειρότερο.
Το Σάββατο της ίδιας εβδομάδας αναχωρούσε για Βαρκελώνη μέσω Μονάχου. Πολύ νωρίς το πρωί η πτήση. Δεν τον πείραζε. Έτσι κι αλλιώς είχε αρκετά βράδια να κοιμηθεί. Έφτασε στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» με το μετρό, κουβαλώντας μια μικρή αποσκευή. Έκανε τσεκ-ιν στο γκισέ της Λουφτχάνσα. Τον εξυπηρέτησε ο ευγενικός Έλληνας υπάλληλος που προαναφέραμε, λέγοντάς του «καλό ταξίδι» μία και μοναδική φορά, την προαναφερθείσα.
Πέρασε τον έλεγχο των διαβατηρίων και προχώρησε στα καταστήματα. Έριξε βιαστικές ματιές, αλλά δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Άλλες φορές κάτι αγόραζε. Μια κολόνια, μια γραβάτα, έτσι για το καλό.
Προχώρησε στον έλεγχο των χειραποσκευών για την επιβίβαση. Του άρεσε που στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» υπήρχε ειδικό μηχάνημα που έλεγχε τις μπότες. Όχι ότι εκείνος φορούσε ποτέ μπότες, για να το χρειαστεί. Όμως του άρεσε που υπήρχε εκεί. Είχε πάντα λίγο άγχος για τον σωματικό έλεγχο με τις ακτίνες. Δεν άφηνε ποτέ τίποτα μεταλλικό επάνω του. Κάθε φορά έβαζε στοίχημα με τον εαυτό του ότι το μηχάνημα θα τον έβρισκε αθώο. Κάθε φορά κέρδιζε το στοίχημα και πανηγύριζε με τον ίδιο ενθουσιασμό. Συνήθως οι υπάλληλοι τον κοιτούσαν περίεργα, αλλά με συμπάθεια. Αυτή τη φορά το μηχάνημα τον βρήκε πάλι αθώο, αλλά δεν είχε όρεξη να πανηγυρίσει.
Σε λίγα λεπτά άρχισε η επιβίβαση. Συνηθισμένα τα πόδια του, τον μετέφεραν μέσα από τη μακριά κατηφορική φυσούνα στην είσοδο του αεροσκάφους. Καλωσήλθατε, του χαμογέλασε μια όμορφη αεροσυνοδός. Όχι, δεν έμοιαζε σ’ εκείνη. Καμιά δεν μπορούσε να της μοιάζει.
Κάθισε στη θέση του κοντά στο παράθυρο και έδεσε τη ζώνη του. Βόλεψε τη μικρή του χειραποσκευή ανάμεσα στα πόδια του. Η όμορφη αεροσυνοδός έδειχνε πώς ανοίγουν τα σωσίβια. Δεν είχε ποτέ μέχρι τώρα ακούσει να χάθηκε κάποιος σε αεροπορικό δυστύχημα, επειδή δεν κατάφερε να ανοίξει το σωσίβιό του. Για να το δείχνουν όμως κάθε φορά, θα υπάρχει λόγος. Πάντα χρειάζεται να υπάρχει ένας λόγος. Είναι καλύτερα από το «έτσι, χωρίς λόγο». Όπως κι αυτός τώρα, σε αυτό το ταξίδι, είχε τον λόγο του. Τον αναστάτωνε αυτός ο λόγος. Τον έκανε να νιώθει ζωντανός, χαρούμενος, ανυπόμονος. Το αεροπλάνο απογειώθηκε και μαζί του και η δική του αγωνία.
Είχε τα μάτια του κολλημένα στην ενημερωτική οθόνη. Τριάντα χιλιάδες πόδια ύψος, μείον εξήντα βαθμοί Κελσίου θερμοκρασία. Μία ώρα ακόμα μέχρι το Μόναχο. Στο Μόναχο θα είναι ακόμα μοναχός του, σκέφτηκε εύθυμα. Μετά, ένα γρήγορο τράνζιτ και… κατευθείαν στη Βαρκελώνη, μαζί της.
Καθισμένος και δεμένος πειθαρχικά στη θέση του, αγνάντευε έξω από το παράθυρο. Όταν ταξίδευε με αεροπλάνο, του φαινόταν ότι άφηνε κάτω στη γη όλη του τη ζωή· ότι με το αεροπλάνο ταξίδευε κάποιος άλλος, με μια ζωή που μόλις άρχιζε. Του άρεσε να χαζεύει τους σχηματισμούς από σύννεφα και να φαντάζεται τι παρίσταναν. Σ’ ένα από τα τελευταία του ταξίδια είχε αντικρύσει μια μαγική εικόνα: ένα κυκλικό ουράνιο τόξο, σαν πολύχρωμο δαχτυλίδι, και στο κέντρο του τη σκιά του αεροπλάνου. Νόμιζε ότι ονειρευόταν. Του ήρθε να ξεφωνίσει από ενθουσιασμό και να ξυπνήσει τον διπλανό του που κοιμόταν ανυποψίαστος για το θαύμα που συνέβαινε έξω από το παράθυρο. Η συγκρατημένη του φύση όμως τον συνέτισε και αυτή τη φορά. Ευτυχώς, εδώ που τα λέμε, γιατί όταν αργότερα έψαξε στις εικόνες του Google «σκιά αεροπλάνου με ουράνιο τόξο», κατέβηκαν εκατοντάδες φωτογραφίες παρόμοιες με το δικό του, μοναδικό θαύμα.
Προτιμούσε να κάθεται στο παράθυρο. Το ζητούσε πάντα στο τσεκ-ιν. Δεν ήταν μόνο ότι μπορούσε να βλέπει έξω. Το κυριότερο ήταν ότι έτσι είχε μονάχα έναν διπλανό. Θα αισθανόταν πολύ άβολα ανάμεσα σε δύο άγνωστους συνεπιβάτες. Σήμερα καθόταν δίπλα σε έναν μεσήλικα Ιταλό που διάβαζε, μεταφρασμένη στα ιταλικά, τη Λέσχη των τιποτένιων του Τζόναθαν Κόου. Καταπληκτικό βιβλίο, όπως εξάλλου και όλα τα υπόλοιπα του συγγραφέα. Ο Κόου ήταν από τους αγαπημένους του σύγχρονους συγγραφείς. Ιδιαίτερα το τελευταίο του βιβλίο με την ιστορία εκείνου του μοναχικού τύπου, τον είχε συγκινήσει πολύ. Θυμήθηκε σχεδόν ανατριχιάζοντας τη σκηνή όπου ο Μαξ αποφασίζει να γίνει πιο κοινωνικός και προσπαθεί με αδεξιότητα πρωτάρη να ανοίξει κουβέντα με τον διπλανό του συνεπιβάτη στο αεροπλάνο. Για πολλή ώρα τού διηγείται τη ζωή του σε περίληψη, παρασυρμένος σε έναν χειμαρρώδη μονόλογο, μέχρι τη στιγμή που μια αεροσυνοδός αντιλαμβάνεται ότι ο συνεπιβάτης και ακροατής του Μαξ είναι από ώρα νεκρός.
Έριξε μια λοξή ματιά στον Ιταλό δίπλα του. Καλοθρεμμένος και ολοζώντανος, κρατούσε τώρα το βιβλίο με τη χαλαρότητα ενός ευκαιριακού ύπνου, ροχαλίζοντας ελαφρά. Ο ίδιος δεν ήξερε ιταλικά, αλλά και στην αντίθετη περίπτωση, δεν θα του μιλούσε. Ποτέ δεν άνοιγε κουβέντα με τους διπλανούς του. Δεν ήταν καλός συζητητής, ούτε καν με τους γνωστούς, πόσο μάλλον με ξένους. Ένιωθε να δένεται η γλώσσα του και να μην βρίσκει κάτι ενδιαφέρον να πει για να προχωρήσει η συζήτηση. Η θέση κοντά στο παράθυρο, εκτός από τη θέα, του εξασφάλιζε και ότι θα έχει μονάχα έναν διπλανό. Μειώνονταν έτσι στο μισό οι πιθανότητες να χρειαστεί να μιλήσει με έναν άγνωστο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Κουβέντιαζε μόνο με τον εαυτό του. Από μέσα του, εννοείται. Όχι πως και από αυτή την κουβέντα έβγαινε πάντα συμπέρασμα.
Στη σκέψη του ξαναήρθε εκείνη. Κόντευαν πλέον να προσγειωθούν στο Μόναχο. Έσκυψε στο μικρό σακίδιο και πήρε από μέσα το σημειωματάριό του και ένα στυλό. Πέρασε μερικές γραμμένες σελίδες κι έφτασε στην πρώτη άγραφη. Σημείωσε πάνω δεξιά την ημερομηνία και στην επόμενη σειρά έγραψε με καλλιγραφικό χαρακτήρα:
Κι από τότε είμαι μόνο γιατί εσύ είσαι
κι από τότε είσαι κι είμαι, είμαστε οι δυο μας
και θα είμαι, θα είσαι, θα είμαστε από αγάπη.
Ήταν από ένα σονέτο του Πάμπλο Νερούντα που είχε βρει σε μια μέθοδο ισπανικών. Είχε μάθει να το απαγγέλλει στα ισπανικά. Θα της το έλεγε μόλις τη συναντούσε. Αν έβρισκε το κουράγιο, βέβαια… Τράβηξε μια διακεκομμένη γραμμή και συνέχισε από κάτω:
Φιλόξενη, αγαπημένη μου πόλη, η μοίρα με φέρνει πάλι σε σένα. Δεν μπορώ παρά να τηρήσω μια υπόσχεση δοσμένη από καιρό. Από τον καιρό που έφυγε η Γκλεντόρα και έμεινα εγώ.
Έκλεισε το σημειωματάριο και με διπλωμένα χέρια το έσφιξε στην αγκαλιά του. Η οθόνη τώρα έδειχνε εικοσιοχτώ χιλιάδες πόδια ύψος. Κατέβαιναν. Σε λίγο θα προσγειώνονταν στο Μόναχο.
……………………………………………………………….
ΕΠΙΚΡΙΣΗ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ
Το ανωτέρω ιστορικό παραπέμπει σε περίπτωση αντικειμενοφιλίας (objectum sexuality) με συνύπαρξη αυτισμού και ήπιας ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής.
(Σημείωση: το γυναικείο όνομα Γκλεντόρα πιθανόν προέρχεται από το ομώνυμο παλιό τραγούδι του Πέρι Κόμο, σχετικά με έναν άνδρα ερωτευμένο με μια κούκλα βιτρίνας).
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΜΒΟΛΙΜΟΝ, τεύχος 65-66, Καλοκαίρι-Φθινόπωρο 2012)
3 σχόλια:
Α η γυναίκα που ψάχνει είναι μια κούκλα βιτρίνας;
φοβερά καλογραμμένο!!!!
αν δεν διάβαζα το σχόλιο, δυσκολα πιστεύω θα το καταλάβαινα!!!
Σαν σενάριο ταινίας!
δικό σου το κείμενο;
Δικό μου είναι, Νέλλυ μου. Χαίρομαι που σου άρεσε. Το σχόλιο ήταν από το ψυχιατρικό ιστορικό του ήρωα, όταν τον πήραν για νοσηλεία...
H νοσηλεία δεν συμπεριλάμβανε την άκαρδη κούκλα βέβαια;
Δημοσίευση σχολίου