Σε κάθε ταξίδι επιστροφής, μηρυκάζω νοερά τα μέρη που άγγιξα
με το φευγαλέο βλέμμα του επισκέπτη, συνήθως αθέλητα, πάνω από ένα βιβλίο, με τον συγγραφέα να
πλέκει μάταια τις ζωές των ηρώων του για να με κρατήσει μέσα στο αεροπλάνο, στο
πλοίο ή στο αυτοκίνητο. Γυρίζοντας από τη Μήλο, βραδινή ώρα, με ένα ταχύπλοο,
κάθομαι στη θέση που προβλέπει το εισιτήριό μου: 32Ι. Μετά το απέραντο γαλάζιο
των προηγούμενων ημερών, βολεύω το απέραντο μπλε των αποσκευών μου-μικρή μπλε
βαλίτσα και μπλε σακίδιο-δίπλα στα πόδια μου. Βγάζω τον Μυριβήλη-μισό στο πήγαινε και μισό
στο έλα είχα υπολογίσει-και τα πρόχειρα γυαλιά μου.
Πριν
ξαναχωθώ στη ζωή του Λεωνή, ρίχνω μια ματιά στο διπλανό μου ζευγάρι. Πολύ
μικροί, γύρω στα είκοσι· ξένοι· μιλάνε χαμηλόφωνα, δεν μπορώ να καταλάβω σε
ποια γλώσσα. Η κοπέλα, φυσική κοκκινομάλλα, με γυαλιά, ελαφρώς υπέρβαρη, σκούρο
μακρυμάνικο πουκάμισο, στα πόδια ψηλά αρβυλάκια. Το αγόρι, πολύ λεπτό έως
ισχνό, γκρίζο φούτερ με την κουκούλα τραβηγμένη μπροστά στο πρόσωπο μέχρι κάτω
από τη μύτη, αρβυλάκια και αυτός. Είμαι καθισμένη δίπλα στο αγόρι και βλέπω
κάτι που με αναστατώνει. Στα πόδια του έχει το σακίδιό του και στην εξωτερική
τσέπη, σε πρώτη ζήτηση, μια σακούλα για τη ναυτία. Γι’ αυτό μάλλον έχει
σκεπάσει το πρόσωπό του· τον ζαλίζει η θάλασσα. Σκέφτομαι ότι θα μου έρθει
καμιά ρουκέτα και κολλάω στην άλλη άκρη του καθίσματος, τραβώντας μαζί και τα
πράγματά μου. Δεν υπάρχουν άδεια καθίσματα. Το sea jet έρχεται
από Σαντορίνη και Φολέγανδρο.
Τον
παρατηρώ πιο προσεκτικά. Το κομμάτι του προσώπου που φαίνεται είναι πολύ χλωμό,
άτριχο. Τα χείλη λεπτά και η φωνή του ψιλή, σχεδόν παιδική. Τα χέρια του δεν
βρίσκουν ησυχία. Με ανατριχιαστικό τρόπο σπάει τα δάχτυλα, σκύβει το κεφάλι
ανάμεσα στα γόνατά του και πιάνει νευρικά τα άρβυλα, παίρνει βαθιές ανάσες. Η
τηλεόραση παίζει το «The magnificent seven».
Ένα παιδάκι από τα πίσω καθίσματα μπερδεύει τον Τζορτζ Κλούνι με τον Τομ Κρουζ
(μπερδεύονται ποτέ αυτοί οι δύο;)
Η
κοπέλα κάνει μασάζ στον αυχένα του φίλου της, προσπαθώντας μάλλον να τον
χαλαρώσει. Αυτός κάθε λίγο αναπηδάει στο κάθισμα. Κατεβάζει κι άλλο την
κουκούλα. Την έχει ξεχειλώσει εντελώς. Σκέφτομαι ότι μπορεί να είναι άρρωστος,
για να είναι τόσο λεπτός (κάποια ειδική θεραπεία;) Συνεχίζει να σκύβει στα
γόνατά του, να ανασαίνει βαθιά, να σπάει τα δάχτυλα. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ
στο βιβλίο. Ο Λεωνής κολυμπάει με τη Σαπφώ και την αδελφή της. Η θάλασσα έχει κύματα, αλλά η
Σαπφώ απομακρύνεται με σίγουρες απλωτές. Η δική μας θάλασσα είναι σχετικά
ήρεμη, όμως το κάθισμα δίπλα μου συνεχίζει να τραντάζεται κάθε τόσο. Σε λίγο θα
έχω κι εγώ ναυτία.
Η Μήλος
είναι μέσα στο μυαλό μου· δεν έχω φύγει ακόμα, θα μου πάρει μερικές μέρες. Η
χώρα μας είναι ίσως η ομορφότερη του κόσμου· το «ίσως» μόνο για τα μάτια του
κόσμου· είναι η ομορφότερη. Οι σκαρφαλωμένες στην κορυφή Παναγιές που αγναντεύουν
τα γύρω νησιά, οι λαξευμένοι από γλύπτη βράχοι, ακλόνητοι μέσα στο απέραντο
γαλάζιο, τα σπίτια που αστράφτουν ολόλευκα στο πρωινό φώς του ήλιου και που
αργότερα, σχεδόν γαλάζια, καθρεφτίζουν
τη θάλασσα στο ηλιοβασίλεμα, οι κακοτράχαλοι γκρεμοί που οδηγούν τον επίμονο
περιηγητή σε μαγικές παραλίες· όλα αυτά δεν τα έχω βρει αλλού. Ανυπομονώ να
φτιάξω τις φωτογραφίες που έβγαλα. Ένα δυνατό τράνταγμα του διπλανού καθίσματος
με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Πλησιάζουμε.
Απέναντί
μας βρίσκονται οι τουαλέτες. Αριστερά η ανδρική και δεξιά, ακριβώς στην ίδια
ευθεία με το κάθισμα του νεαρού, η γυναικεία. Τον βλέπω να σηκώνεται απότομα,
με τα πόδια ανοιχτά για να στηριχτεί καλύτερα, και να πηγαίνει προς τα εκεί.
Έχει αρκετά στρογγυλή πύελο και πολύ λεπτά πόδια. Θα κάνει εμετό· είμαι
σίγουρη. Ανοίγει τη δεξιά πόρτα· των γυναικών. Δεν προλαβαίνει να φτάσει στην ανδρική, σκέφτομαι. Και
μετά λάμπει στο μυαλό μου η αλήθεια, εκτυφλωτικά αστραφτερή, σαν τα σπίτια της Μήλου
στον ήλιο. Είναι γυναίκα. Είναι ζευγάρι γυναικών. Έτσι εξηγούνται και τα άρβυλα,
καλοκαιριάτικα. Και η ψιλή φωνή, και το άτριχο δέρμα. Σε λίγο βγαίνει από την
τουαλέτα, με το πρόσωπο σταθερά καλυμμένο με την κουκούλα. Κάθεται στη θέση της.
Έχουμε
μπει πια στο λιμάνι του Πειραιά. Βάζω τον Μυριβήλη στην τσάντα. Γύρω μου οι
επιβάτες ετοιμάζονται για την αποβίβαση. Το ταχύπλοο σταματάει. Οι κοπέλες
δίπλα φιλιούνται. Τη βγάλαμε και αυτή τη φορά, πρέπει να σκέφτεται η διπλανή
μου. Κατεβαίνω στο λιμάνι και στήνομαι στην ουρά για ταξί. Με παραλαμβάνει ένας
αδύνατος, αξύριστος ταξιτζής, ντυμένος στα μαύρα. Το ταξί μυρίζει τσιγάρο και
πετρέλαιο. Πριν πιάσει το τιμόνι, ανάβει τσιγάρο και μου λέει με βαριά τσιγαροφωνή,
που θυμίζει τον Μπάτη: «Τι λέει το τζετάκι; Έκανε κούνια;»
Εκείνη
τη στιγμή θέλω να βγω από το ταξί, να πέσω στη θάλασσα με τον Λεωνή και τη
Σαπφώ και μαζί, κολυμπώντας, να γυρίσουμε στη Μήλο. Περιορίζομαι σε μια ξινή αντερώτηση:
«Κούνια; Τι εννοείτε;»
2 σχόλια:
Καλογραμμένο και χαριτωμένο. Και ένα mini thriller. Με φοβερό τέλος.
Για την επόμενη συλλογή του χρόνου, Μαρία.
Το κακό είναι ότι αυτό το μίνι θρίλερ το έζησα πραγματικά, Τόλη... :)
Δημοσίευση σχολίου