«Βαρέθηκα να διαβάζω την ανθρώπινη δυστυχία», δήλωσε μεγαλόφωνα στον εαυτό του ο Άγγελος Γεωργιάδης ένα Κυριακάτικο πρωινό στα μέσα Γενάρη. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα του κλείνοντας με θόρυβο το βιβλίο που διάβαζε. Ο Άγιος της Μοναξιάς απέμεινε μόνος, παρατημένος στο πράσινο βελούδο, ανήμπορος να υπερασπιστεί τους ήρωές του. Ο Γεωργιάδης αγαπούσε την Ιωάννα Καρυστιάνη. Κάθε φορά που κυκλοφορούσε καινούριο της βιβλίο, παρέμενε μαγεμένος, αιχμάλωτος στις σελίδες της, μέχρι να το τελειώσει. Και βέβαια το ξαναδιάβαζε από καιρό σε καιρό. Όμως σήμερα ήθελε να κάνει κάτι διαφορετικό, ίσως να δει κάποιον. Σκέφτηκε αμέσως τον Γιόχαν Φίσερ. Η επιμονή του νεαρού δασκάλου είχε επιτέλους νικήσει την αδήριτη εσωστρέφεια του Γεωργιάδη.
Ο Γιόχαν χάρηκε που τον άκουσε στο τηλέφωνο. Μόλις μισή ώρα αργότερα, το μαύρο Όπελ του σταματούσε μπροστά στη μονοκατοικία του Γεωργιάδη. Ο συμβολαιογράφος βγήκε από την αυλόπορτα φορώντας το περίφημο μαύρο εγγλέζικο παλτό του και έχοντας περασμένο θηλιά στο λαιμό του ένα μάλλινο καρό κασκόλ. Επιβιβάστηκε στη θέση του συνοδηγού αφήνοντας μια «καλημέρα» και μια υποψία χαμόγελου. Η εγκάρδια απάντηση του Γιόχαν μαρτυρούσε ότι ήταν πολύ χαρούμενος για τη συνάντηση. Ο Γιόχαν απολάμβανε τις συναντήσεις με τον ηλικιωμένο συμβολαιογράφο, ίσως περισσότερο κι από ένα ερωτικό ραντεβού. Οι συζητήσεις τους τον γοήτευαν, τον άφηναν άλλον άνθρωπο. Εκτός από τον εαυτό του και τον Γεωργιάδη, δεν είχε μέχρι τώρα συναντήσει κανέναν άλλο που να ζούσε πραγματικά τα βιβλία.
Το αυτοκίνητο ξεκίνησε εντελώς αθόρυβα, με γερμανική αυτοπεποίθηση, για τον προορισμό των δύο ανδρών, ένα εστιατόριο στη Βουλιαγμένη. Παρόλο που ο Γεωργιάδης δεν κολυμπούσε, επεδίωκε να βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, ξορκίζοντας ίσως έτσι υποσυνείδητα τις κακοτυχίες της περασμένης του ζωής.
Την ώρα εκείνη το εστιατόριο ήταν σχεδόν άδειο. Κάθισαν σε ένα γωνιακό τραπέζι με άπλετη θέα στη θάλασσα, που φαινόταν βαθυπράσινη, ανταριασμένη, έτοιμη να εισβάλει και να πλημμυρίσει την αίθουσα. Μια ξεχαρβαλωμένη ψάθινη καρέκλα, ξεχασμένη καταμεσής στην αμμουδιά, παράδερνε παρασυρμένη από τον αλμυρό αέρα. Ο σερβιτόρος που ήρθε για την παραγγελία, είχε ένα μικρό στρογγυλό κάψιμο-φαινόταν αρκετών ημερών-στη ράχη της αριστερής παλάμης. Δεν πρέπει να πονάει, έκανε σχεδόν αυτοματικά τη σκέψη ο Γεωργιάδης, ανασηκώνοντας ανεπαίσθητα το δεξί του φρύδι. Ο Γιόχαν παρακολουθούσε τη ματιά του Γεωργιάδη, ετοιμάζοντας την «επίθεσή» του.
- Μπορεί τα βιβλία να γράφουν για πληγές που έχουν επουλωθεί, αλλά αυτό δεν υπάρχει στη ζωή των ανθρώπων. Υπάρχουν ανοιχτά τραύματα, μερικές φορές συρρικνωμένα σαν κεφαλή καρφίτσας, αλλά παραμένουν τραύματα, σχολίασε προκαλώντας τον Γεωργιάδη με ένα ελαφρό μειδίαμα.
- Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, Τρυφερή είναι η Νύχτα. «Δεν γίνεται να μας ξεφύγουν, ούτε για ένα λεπτό σ’ ένα χρόνο, αλλά και να μας ξεφύγουν, δεν τρέχει τίποτα». Τι λες εσύ ψαρά, δεν πας να δεις τα ψάρια;
Ο Γιόχαν ανασήκωσε θριαμβευτικά τον αντίχειρα του δεξιού του χεριού και ακολούθησε τον σερβιτόρο μέχρι το ψυγείο του μαγαζιού. Δεν ήταν στ’ αλήθεια ψαράς, ο Γεωργιάδης έπαιζε συχνά με το επώνυμό του, αλλά ήξερε να ξεχωρίζει το φρέσκο ψάρι. Διάλεξε δύο σχεδόν ζωντανά σκαθάρια και επέστρεψε ικανοποιημένος στο τραπέζι. Βρήκε τον Γεωργιάδη απορροφημένο στην ανάγνωση του καταλόγου των κρασιών. Είχε βγάλει το μαύρο παλτό του και είχε απελευθερώσει τον λαιμό του από την κρεμάλα του κασκόλ, σημάδια που μαρτυρούσαν ότι είχε αφήσει τον αυστηρό του εαυτό ελεύθερο στη δίνη των πραγματικών ανθρώπων, κάτι που έκανε πολύ σπάνια.
2 σχόλια:
καλή χρονιά και ωραιότατον..
Σας ευχαριστώ πολύ. Καλή χρονιά να έχουμε!
Δημοσίευση σχολίου