Σελίδες

26.12.11

Αν δεν προλάβεις να πεθάνεις νέος, πεθαίνεις νάνος



Στη μνήμη του Αργύρη Χιόνη

Τις αληθινά όμορφες γραφές δεν χρειάζεται να τις ψάξεις πολύ∙ σε βρίσκουν εκείνες από μόνες τους. Μερικές φορές δεν ξέρεις καν ποιος είναι ο δημιουργός τους∙ είναι τόσο ζωντανές, που στέκουν όρθιες χωρίς τη βοήθειά του. Έτσι είχε περάσει από δίπλα μου, σχεδόν είκοσι χρόνια πριν, το «Ωραίο καλοκαίρι» των αδελφών Κατσιμίχα, ένα ονειρικό τραγούδι, στο οποίο συμμετείχε και ο Πασχάλης. Περίεργος συνδυασμός, περίεργα γοητευτικοί μου είχαν φανεί οι στίχοι. Ένας παππούς κάνει αμμόλουτρα∙τον ξεχνάνε θαμμένο στην άμμο και όταν τον αναζητούν μετά από μέρες, σηκώνουν το καπέλο του κι αυτός δεν είναι από κάτω. Ένα παιδί δαρμένο γίνεται αχινός∙ οι γονείς του τρώνε την καρδιά του με μαχαίρι και πιρούνι χωρίς να τρυπηθούν. Ένα κυνηγημένο σκυλί τρώει πρώτα την ουρά του, ύστερα το κορμί του και μένει μόνο το κεφάλι του γλειμμένο πάνω στα βότσαλα. Το όνομα του στιχουργού, Αργύρης Χιόνης, δεν μου έλεγε τίποτα όταν άκουσα για πρώτη φορά αυτό το υπέροχο τραγούδι και με τον καιρό είχα πια λησμονήσει εντελώς σε ποιον ανήκαν αυτοί οι καταπληκτικοί στίχοι.
Καμιά δεκαπενταριά χρόνια αργότερα, σε κάποιο βιβλιοπωλείο, έπεσε στα χέρια μου ένα μικρό βιβλίο. Με τράβηξε ο τίτλος: «Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες». Ξεφυλλίζοντάς το, δεν μπορούσα να καταλάβω σε ποιο είδος γραφής ανήκε. Αργύρης Χιόνης, ο μυστηριώδης συγγραφέας του. Ήταν μικρά διηγήματα; Ήταν παραμύθια για μεγάλους; Η σελίδα των περιεχομένων μου φάνηκε από μόνη της ένα ποίημα. Να γράφεις στα χώματα…. Μια πέτρα που δεν είχε τίποτα να χάσει, μέχρι που ανακάλυψε έναν καινούριο κόσμο και τον έχασε… Η ζωοποιός κρεατομηχανή… Άφησα και ξαναπήρα το βιβλίο από τον πάγκο του βιβλιοπωλείου αρκετές φορές εκείνη την ημέρα, μαδώντας λες μια αόρατη μαργαρίτα, μέχρι που τα πέταλά της αποφάσισαν ότι έπρεπε να το αγοράσω. Γυρίζοντας με το μετρό, το διάβασα μονορούφι. Μου έφερε στο νου τα «Μαύρα παραμύθια» του Γιώργου Μανιώτη, ένα άλλο βιβλίο που με είχε εκπλήξει ευχάριστα στα φοιτητικά μου χρόνια. Διάβασα στο ένα αυτί του εξώφυλλου για τον περίεργο συγγραφέα που ζούσε στην ορεινή Κορινθία «καλλιεργώντας τη γη και την ποίηση».
Στη συνέχεια, έπαιρνα χωρίς δεύτερη σκέψη κάθε βιβλίο του Αργύρη Χιόνη που έβρισκα κάθε φορά μπροστά μου και το απολάμβανα φρέσκο, αμέσως μετά την απομάκρυνση από το ταμείο, όρθια περιμένοντας το τραμ ή το μετρό ή βαδίζοντας στο δρόμο και σκοντάφτοντας πάνω σε περαστικούς, ανύποπτους για όλα τα μαγικά γεγονότα που διαμείβονταν στις  πολύτιμες σελίδες των βιβλίων του Χιόνη. Στα «Όντα και μη όντα», είχα σαστίσει όχι τόσο με όλα τα περίεργα, συμβολικά πλάσματα που είχε γεννήσει η ευρηματική φαντασία του Χιόνη, όσο με τον Αργεντινό ποιητή Esteban Argentea Nieve, ένα υπαρκτό πρόσωπο ή έναν ετερώνυμο του ίδιου του Χιόνη, κάτι στο οποίο παρέπεμπε η απόδοση στα ελληνικά του ονόματος του Αργεντινού ποιητή. Μετά ήρθε το αριστουργηματικό «Υπόγειο».  Θυμάμαι να το διαβάζω άπληστα, δυο φορές μονοκοπανιά, περιμένοντας μια φίλη μου σε ένα καφέ  του Mall και όταν εκείνη ήρθε, να της το ξαναδιαβάζω ενθουσιασμένη σχεδόν ολόκληρο μία ακόμα φορά. Η «Φωνή της Σιωπής» του κυκλοφορεί από τότε που την πήρα σε όλο το σπίτι, σε κομοδίνα, κρεβάτια, γραφείο ή έρχεται μαζί μου σε τσάντες, σάκους ή στο χέρι, έτσι για παρέα. Ανοίγω μια τυχαία σελίδα και παίρνω μια τζούρα, έχοντας κάνει κανονική εξάρτηση στον ποιητικό κόσμο αυτού του αθόρυβου δημιουργού.
Οι φράσεις του, κανονικές προφητείες∙ ίσως έτσι απομονωμένος, σαν τον άνθρωπο ανάμεσα σ’ ουρανό και γη, να κοινωνούσε στ’ αλήθεια τα θεϊκά πράγματα. Στοχάζεται πάνω στην ανθρώπινη υπόσταση, ενταγμένη πάντα μέσα σε μια τραυματισμένη φύση που αντεπιτίθεται. Προειδοποιεί: θα’ ρθει μια μέρα που οι άνθρωποι θα μισήσουν τόσο τον εαυτό τους, ώστε θα σφίγγουν με τα χέρια το λαιμό τους και θα στραγγαλίζονται μονάχοι τους. Η ποίησή του κόβει με απαλές, αλλά βαθιές χαρακιές. Η ποίηση πρέπει να’ ναι/ Ένα ζαχαρωμένο βότσαλο/ Πάνω που θα’ χεις γλυκαθεί/ Να σπας τα δόντια σου. Συχνά η αίσθηση που αφήνει η ποίησή του είναι αυτή η καρυωτακική απαισιοδοξία (Βαρύ φορτίο για τον άνθρωπο η ψυχή, αφάνταστα βαρύ για το τόσο αδύναμο σκαρί. Πάλι καλά που το ταξίδι δεν κρατά πολύ). Η σκέψη του, ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει την ανθρώπινη ύπαρξη μέχρι τα απώτερα περιθώριά της, είναι σχεδόν αναρχικός (είμαστε κάτι πτωματόμυγες/ απάνω στο κουφάρι του καιρού μας). Σκάβει μόνος του την ψυχή του, ψαρεύει μέσα της έχοντας τις λέξεις για «ψαροσκουλήκια», τη ματώνει και προσφέρει το αίμα της μετουσιωμένο σε στίχους. Εξάλλου, η ποίηση είναι ένα ποτήρι αδειανό που το γεμίζουμε με το αίμα μας και ύστερα το προσφέρουμε στους άλλους.
Δεν έχω ακόμα πιστέψει την απώλεια του Αργύρη Χιόνη. Κι αυτό γιατί δεν ξέρω αν πραγματικά υπήρχε άνθρωπος που μπορούσε να πλάθει τέτοιες ιστορίες, χρησμούς, προφητείες και φανταστικά όντα, που ήταν σα να είχαν βγει από χέρι θεού. Βέβαια, η αυστηρή δημογραφική καταγραφή επιβεβαιώνει την αναχώρησή του. Το σχετικό κορμί του «δεν μπόρεσε τον ακατάσχετο να σταματήσει καταρράχτη των ημερών» και «η νύχτα που καραδοκούσε» κέρδισε τελικά τη μάχη. Κι όμως, εμένα μου φαίνεται ότι ο Χιόνης ήταν οι ίδιες οι λέξεις του και αυτές είναι ακόμα ζωντανές. Τις ακούω και απόψε το βράδυ, να κραυγάζουν από τα ράφια της βιβλιοθήκης μου στην ίδια αμείωτη ένταση, τον ίδιο απεγνωσμένο φόβο, την απύθμενη τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Τα ποιήματά μου θα επιζήσουν/Του χεριού που τα γράφει/…Τα ποιήματά μου με ποιούν δεν τα ποιώ/…Τα μόνα ποιήματα που ποίησα εγώ/Τα μόνα που ήταν πιο αδύναμα από μένα/Είναι όσα τόλμησα να σκίσω ή να μη γράψω. Τις αγαπώ αυτές τις λέξεις του, σαν σταθερές παρουσίες στη ζωή μου. Τις αναζητώ σε στιγμές αδυναμίας ή σε στιγμές δύναμης και προσπαθώ, όσο μπορώ, να μην τις προδίδω. Πατάτε με σεβασμό την άσφαλτο. Από κάτω της υπάρχουν πέτρες που ονειρεύονται κήπους.
R.I.P. Αργύρης Χιόνης, Χριστούγεννα 2011.


6 σχόλια:

akrat είπε...

καλημέρα

χρόνια πολλά

πέρασα και θα μείνω

Μαρία Δριμή είπε...

Καλησπέρα, akrat!
καλωσόρισες.

Dinos-Art είπε...

Καλή Χρονιά!!!

Μαρία Δριμή είπε...

Καλή χρονιά, Ντίνο!

Poet είπε...

Καλή χρονιά, Μαρία μου. Σε ένα τέταρτο θα δω την εκπομπή «Ένα βιβλίο ένα ταξίδι», στη Δημοτική Τηλεόραση της Θεσσαλονίκης, TV100. Ο Αργύρης Χιόνης συζητάει με τον Στέλιο Λουκά για την ποίηση και διαβάζει ποιήματα του. Πρόκειται για εκπομπή του 2008 που θα επαναληφθεί τη Δευτέρα 2.1.12 στις 9.30 μ.μ. Κρίμα που η εμβέλεια της TV100 είναι περιορισμένη.

Μαρία Δριμή είπε...

Καλή χρονιά, Τόλη μου.
Να είσαι γερός και δυνατός. Κρίμα που δεν μπορώ να δω κι εγώ την εκπομπή αυτή. Τουλάχιστον έχω τα βιβλία του.