Σελίδες

19.8.13

Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας χωρίς τον Όμπερον

      
      Σήμερα τα ξημερώματα είδα ένα παράξενο όνειρο. Ίσως να έφταιγε η προχωρημένη ώρα που έφτασα να ξαπλώσω, κολλημένη ώρες και για πολλοστή φορά με τη βιογραφία του Αλμπέρ Καμύ· ίσως ο ήχος-έστω και σε χαμηλή ένταση-της τηλεόρασης, που έπαιζε τον «Νονό» (εξάλλου εγώ προέτρεψα την Έλλη να μην το χάσει)· ίσως το φεγγάρι που έχει σχεδόν ξεχειλίσει, προετοιμάζοντας την αυριανή πανσέληνο. Στο καλάθι της βεράντας, η γάτα του σπιτιού, η Σίβυλλα, κοιμόταν ήσυχα αγκαλιά με το γατάκι της, τη Φρίντα. Η Φρίντα γεννήθηκε φέτος ανήμερα στα γενέθλια της Frida Kahlo, μαζί με άλλα δύο αδελφάκια που δεν επέζησαν. Το τέλος και των δύο άλλων γατιών έλαβε χώρα στη βεράντα κι επειδή η Φρίντα ήταν εξαφανισμένη, φωνάζαμε τη Σίβυλλα «Μήδεια», μέχρις ότου, μετά από δεκαπέντε περίπου μέρες,  εμφάνισε με καμάρι στο χαλάκι της εξώπορτας τη μοναχοκόρη της, στρουμπουλή και χνουδωτή σαν λούτρινο.

            Αυτή είναι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα που θα ήταν απαραίτητη σ’ έναν ψυχαναλυτή για να εμβαθύνει στο όνειρο. Ας έρθουμε στο ίδιο το όνειρο. Βρίσκομαι στο πατρικό μου σπίτι και είναι μεσημέρι. Ξαπλώνω «στην κάμαρά μου την παιδική», με τη μπαλκονόπορτα μισάνοιχτη και ένα δροσερό αεράκι να θροΐζει την κουρτίνα. Επεξηγώ στους νεότερους, κάποτε, ναι, κοιμόμαστε έτσι. Κι όμως, στο όνειρο νιώθω ανασφάλεια, «λες να μπει κανένας;» σκέφτομαι και σηκώνομαι να κλείσω τη τζαμαρία. Τότε βλέπω στην άκρη του μπαλκονιού, στον τοίχο της διπλανής πολυκατοικίας, έναν άνδρα να αναρριχάται. Έχει μακριά μαλλιά σαν χαίτη και η πλάτη του είναι γυμνή. Αυτά μόνο προλαβαίνω να δω και μπαίνω στο σπίτι έντρομη. Ξυπνάω τους γονείς μου και τηλεφωνώ στην αστυνομία.
            «Αστυνομικός υπηρεσίας», ακούγεται μια γυναικεία νυσταγμένη φωνή.
            «Κάποιος προσπαθεί να μπει στο σπίτι μας από το μπαλκόνι», ψελλίζω με φωνή που τρέμει.
            «Πώς το ξέρετε;»
            «Πώς ξέρω τι;»
            «Ότι θέλει να μπει στο σπίτι σας».
            «Μα… είναι κρεμασμένος έξω από το μπαλκόνι μας….»
            «Και πώς είστε σίγουρη ότι θα μπει μέσα;»
            «Και τότε τι κάνει κρεμασμένος; Ενδυνάμωση δικεφάλων;»
            «Μη με ειρωνεύεστε, παρακαλώ», απαντάει η αστυνομικός με αυστηρό ύφος. Η γραμμή κλείνει, μάλλον για τεχνικούς λόγους. Πριν ξανακαλέσω τον αριθμό, πάω στο καθιστικό. Η μητέρα μου έχει αναστατώσει όλη την πολυκατοικία. Οι γυναίκες από τα άλλα διαμερίσματα, καθισμένες στις πολυθρόνες, συζητάνε. Είναι στολισμένες, σαν να έχουν έρθει για καφέ. Ξαναπηγαίνω στο τζάμι της κρεβατοκάμαρας και κοιτάζω στο μπαλκόνι. Ο άνδρας είναι ακόμα εκεί. Έχει πηδήξει στο μπαλκόνι και είναι ακίνητος. Γυρισμένος ανφάς, είναι γοητευτικός. Έχει γλυκά χαρακτηριστικά· θυμίζει τον Οσάμα Μπιν Λάντεν· κι εκείνος είχε μορφή που εξαπατούσε. Ξανακαλώ την αστυνομία.
           «Έπεσε η γραμμή», απολογούμαι στην αστυνομικό.
           «Λοιπόν;»
          «Είναι μέσα στο μπαλκόνι».
          «Και τι κάνει;»
          «Στέκεται».
          «Ακίνητος;»
          «Προς το παρόν, ναι».
       
         Από το καθιστικό η σύναξη των γυναικών έχει φτάσει σε τσακίρ κέφια. Μιλάνε και γελάνε δυνατά. Ο πατέρας μου περιμένει δίπλα, να ακούσει το αποτέλεσμα της συνομιλίας μου με την αστυνομικό.
         «Ξέρετε, δεν είναι σίγουρο ότι έχει έρθει στο σπίτι σας για κακό».
        «Μα τι λέτε; Με κοροïδεύετε;» λέω και η υπομονή μου έχει πια εξαντληθεί. Κλείνω το τηλέφωνο και ξαναπάω στη τζαμαρία. Η ταραχή μου μεγαλώνει. Στο μπαλκόνι είναι τώρα τρεις άνδρες, ο όμορφος και άλλοι δύο, μεγαλύτεροι σε ηλικία και μάλλον κακοσουλούπωτοι. Βγαίνω έξω. Ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει. Αυτή η αγωνία δεν αντέχεται άλλο.


        «Θέλετε κάτι;» ρωτάω με αφέλεια.
       «Όχι, ευχαριστούμε», απαντάει ο πιο ψηλός και πιο μεγάλος σε ηλικία. «Τα δίχτυα θα καθαρίσουμε μόνο».
       «Τα… δίχτυα;…»
       «Ναι… ξέρετε… δεν μπορεί ένας μόνος του. Χρειάζεται να είμαστε περισσότεροι».
            Κοιτάζω καλύτερα. Οι άνδρες έχουν απλώσει δίχτυα στην έξω μεριά του μπαλκονιού. Αρχίζουν να τα τραβάνε λίγο-λίγο, ενώ ταυτόχρονα τα ξεμπλέκουν και τα καθαρίζουν από κολλημένα λέπια και φύκια.
            Ξυπνάω απότομα. Βρίσκομαι ξανά στο Αλεποχώρι. Από την τηλεόραση ακούγεται το καταπληκτικό μουσικό θέμα του Νίνο Ρότα. Όνειρο ήταν και πάει. Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, με την πανσέληνο να παραμονεύει. Η Έλλη κλείνει την τηλεόραση και μπαίνει στο μπάνιο. Πόσο με ηρεμούν οι απλοί, συνηθισμένοι ήχοι του σπιτιού…


2 σχόλια:

Ηλέκτρα είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
Ηλέκτρα είπε...

'' Πόσο με ηρεμούν οι απλοί, συνηθισμένοι ήχοι του σπιτιού…''

υπεροχο, οπως και ολο το κειμενο...εχεις ενα μοναδικο τροπο γραφης και δημιουργεις εικονες..!