Ο Θεόφιλος Σεβαστός ήταν ποιητής∙ το ανακάλυψε λίγο αργά, κοντά στα ογδόντα
του, αφού προηγουμένως εμφανίστηκαν στη ζωή του, με διαφορά λίγων μηνών, ένα
εγκεφαλικό που τον είχε καθηλώσει σε αναπηρικό καροτσάκι και η Νερμίνα, μια
σαραντάρα Σέρβα που εγκαταστάθηκε στο σπίτι του για να τον φροντίζει. Κάτι η
Νερμίνα που ήταν νοστιμούλα και γλυκομίλητη, κάτι τα βιβλία που διάβαζε όλη του
τη ζωή ο Σεβαστός, άρχισε να γράφει στίχους.
Του έρχονταν ξαφνικά, πιο απροειδοποίητα και από τις σωματικές του ανάγκες∙
έρχονταν καθώς έβλεπε τη Νερμίνα να σιδερώνει ή καθώς στάλαζε ο γαλλικός καφές
από την καφετιέρα ή το βράδυ μαζί με το δελτίο ειδήσεων. Έσπρωχνε τότε βιαστικά
τις ρόδες του αμαξιδίου προς το γραφείο, έπαιρνε το μικρό μπλοκ με το μαύρο
εξώφυλλο και με το γερό δεξί του χέρι έγραφε το ποίημα με βιασύνη, λες και αν
καθυστερούσε, οι στίχοι θα φτερούγιζαν μακριά. Όσο ήταν νέος, ποτέ του δεν είχε
γράψει ποιήματα, ούτε καν ευχετήριες κάρτες. Σαν να είχε κινητοποιηθεί από το
εγκεφαλικό κάποιο άγνωστο κέντρο του εγκεφάλου του που μέχρι τότε λαγοκοιμόταν.
Η Νερμίνα πείραζε τον «κύριο Θεόφιλος», αλλά κατά βάθος της άρεσε να τον
ακούει. Ποτέ κανείς δεν της είχε γράψει ούτε διαβάσει ποίημα∙ και τα ελληνικά
ηχούσαν τόσο ωραία στα ποιήματα∙ καλύτερα από αυτά που ακούγονταν στον δρόμο,
στο λεωφορείο, στα μαγαζιά. Ο Σεβαστός έγραφε για τον έρωτα, τον τρελό, τον
απελπισμένο, τον απραγματοποίητο. Όση ώρα σκεπτόταν, μουτζούρωνε τις σελίδες
του και το βλέμμα του παρέμενε ακίνητο, προσηλωμένο σε κάποια άγνωστη εικόνα.
Μόλις ολοκληρωνόταν η σκέψη του και την έβαζε στο χαρτί, το πρόσωπό του
γαλήνευε, οι ρυτίδες μαλάκωναν και το βλέμμα του γέμιζε.
Ο γιος του Σεβαστού κάγχαζε με τις λογοτεχνικές απόπειρες του πατέρα του∙
για τον ίδιο οι ποιητές ήταν αργόσχολοι μισότρελοι τύποι που κοίταζαν το
φεγγάρι και παραμιλούσαν. Μόνο με την οικονομική κρίση τον απασχόλησε σοβαρά η λογοτεχνία, όταν αναγκάστηκε να πάρει τον πατέρα του στο σπίτι του, έτσι
ώστε να εξοικονομήσουν τη σύνταξή του για τις σπουδές των παιδιών. Επί μία
ολόκληρη εβδομάδα πακετάριζε σε χαρτοκιβώτια τους συγγραφείς και τους ποιητές του πατέρα του, για να τους πάει στο Μοναστηράκι για πούλημα. Μόνο καμιά
εικοσαριά τόμοι χώρεσαν στο μικρό ράφι πάνω από το κρεβάτι του γέρου. Τα υπόλοιπα βιβλία πουλήθηκαν προς μισό ευρώ
το κιλό σ’ έναν μελαχρινό κοντόχοντρο άντρα με παχύ μουστάκι στην πλατεία Αβησσυνίας, με την προοπτική
να πολτοποιηθούν.
Παρά τρίχα είχε γλιτώσει από την καταστροφή και μια ανθολογία του Ρίτσου∙ λίγο πριν
την καταπιεί ένα χαρτοκιβώτιο από γάλατα ΝΟΥΝΟΥ, ο Σεβαστός κύλισε με ορμή-σαν
πραγματικό άρμα μάχης- το καροτσάκι του και άρπαξε το βιβλίο από τα χέρια του
γιου του, που είχε απομείνει να τον κοιτάζει με ένα επιτιμητικό μειδίαμα. Την άλλη μέρα το πρωί, μαζί με τον τελευταίο της μισθό, ο Σεβαστός έδωσε
στη Νερμίνα το βιβλίο, σφίγγοντας και τα δυο της χέρια με το δικό του δεξί και
την αποχαιρέτισε ψιθυρίζοντας «Σαν ένα ευχαριστώ»∙ με τα ίδια λόγια ξεκινούσε
και η αφιέρωση που της είχε γράψει με πλαγιαστά, καλλιγραφικά γράμματα στην
πρώτη σελίδα του βιβλίου: Σαν ένα ευχαριστώ για τον χρόνο που μου χάρισες,
ιδίως τώρα που κατάλαβα πόσο σημαντικός είναι ο χρόνος.
3 σχόλια:
Τι ομορφο αυτο που διαβασα
Ενα ευχαριστω δικο μου
Καλα Χριστουγεννα
(⁀‵⁀,) ✫✫✫
ΑΣ ΦΩΤΙΣΕΙ ΤΑ ΣΚΟΤΑΔΙΑ ΜΑΣ Η ΦΛΟΓΑ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ ΚΙ ΑΣ ΟΝΕΙΡΕΥΤΟΥΜΕ ΜΙΑΝ ΟΜΟΡΦΗ ΕΛΛΑΔΑ, ΤΗ ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΑΣ, ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ!!
Μαράκι
Ηρθε και κούμπωσε το ευχαριστώ τούτο μέσα μου..Τελευταία λέω όλο και πιο πολλά ευχαριστώ για όλο και πιο αυτονόητα πράγματα. Για τον ήλιο που ανατέλλει, για τα παιδιά μου που είναι καλά, για τη δουλειά που έχω, για την υγεία μας, για τα χαμόγελα, για όλα.Χρόνια πολλά, χρόνια καλά, χρόνια συνειδητοποιημένα..
Δημοσίευση σχολίου