Σελίδες

12.8.12

Τα τσιπς του Ian McEwan και ο μύθος του ανυποψίαστου κλέφτη



           Μια αδιαφιλονίκητη κατάρα σε όλες τις δίαιτες είναι τα τσιπς. Ίσως γιατί «κανείς δεν μπορεί να φάει μόνο ένα», όπως διατύπωνε με σχεδόν δογματική σιγουριά μια παλιά τηλεοπτική διαφήμιση. Δεν υπάρχει μεγαλύτερος διαιτητικός πειρασμός, πιο ανυπέρβλητο εμπόδιο, από ένα σακουλάκι με τσιπς ανοιχτό πάνω στο τραπέζι. Και δεν πρέπει να υπάρχει εντονότερη και ταχύτερα αναπτυσσόμενη εξάρτηση από την ανάγκη, μετά το πρώτο, να φας ένα δεύτερο πατατάκι. Η συμπεριφορά αυτή εκφράζεται με τον ίδιο τρόπο ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, κοινωνικής κατάστασης, επιπέδου εκπαίδευσης.

            Ο καθηγητής Μπίαρντ, κεντρικός ήρωας του Ίαν Μακ Γιούαν στο τελευταίο βιβλίο του (Solar), είναι ένας Νομπελίστας φυσικός, μεσήλικας, με πέντε αποτυχημένους γάμους και έναν κακογερασμένο πλαδαρό εαυτό, που βλέπει τη ζωή του να ανακατεύεται ανεπανόρθωτα από γεγονότα σε μεγάλο βαθμό τυχαία. Η τελευταία σύζυγός του τον αφήνει για ένα νεότερο οικοδόμο με καλογυμνασμένο σώμα, στη συνέχεια όμως τον απατά με έναν από τους νεότερους και πιο άξιους συνεργάτες του. Σε μια απρόσμενη συνάντηση των δύο ανδρών στο σπίτι του Μπίαρντ, με τον νεαρό συνεργάτη του Μπίαρντ να φοράει τη ρόμπα του καθηγητή, ο νεαρός τραυματίζεται θανάσιμα στον αυχένα γλιστρώντας σε ένα χαλάκι από ταριχευμένη αρκούδα, το ίδιο στο οποίο είχε σκοντάψει αρκετές φορές ο Μπίαρντ στο παρελθόν. Πανικόβλητος ο Μπίαρντ επινοεί και δημιουργεί πλαστές ενδείξεις φονικής συμπλοκής των δύο εραστών της γυναίκας του. Από αυτή τη στιγμή και μετά, ο Μπίαρντ ζει βαδίζοντας πάνω σε κινούμενη άμμο, με τη μία ανατροπή να διαδέχεται την άλλη.

            Πέντε χρόνια αργότερα, ο Μπίαρντ, έχοντας υποστεί αλλεπάλληλα πλήγματα στην επαγγελματική και προσωπική του ζωή, φτάνει αεροπορικώς στο Λονδίνο και επιβιβάζεται στο τρένο. Μετά από σχετική εσωτερική πάλη, ηττημένος για άλλη μια φορά από τον αδύναμο εαυτό του, έχει αγοράσει ένα σακουλάκι τσιπς με ρίγανη και ξύδι για τη διαδρομή. Στο βαγόνι του τρένου, κάθεται απέναντι σ’ ένα γεροδεμένο νεαρό με ξυρισμένο κεφάλι. Ο Μπίαρντ, μισονυσταγμένος, χορτασμένος από ένα φορτωμένο γεύμα στο αεροπλάνο, βυθίζεται στο κάθισμά του παραμένοντας σε μια νωθρή κατάσταση μεταξύ ύπνου και εγρήγορσης. Μπροστά του ακριβώς είναι το σακουλάκι του με τα τσιπς και ένα μπουκάλι με νερό του νεαρού συνεπιβάτη του. Ξαφνικά ο Μπίαρντ περνάει από την υπναγωγική φάση στην πλήρη ενάργεια, ανοίγει το σακουλάκι και παίρνει το πρώτο πατατάκι.

[…] 
Ήταν ένας άντρας που έπαιρνε στα σοβαρά τις απολαύσεις του. Το κόλπο ήταν να ακουμπάς τα τσιπς στο κέντρο της γλώσσας, και αφού αφήσεις τη γεύση να απλωθεί στο στόμα, να πιέζεις την πατάτα απότομα ώστε να θρυμματιστεί στον ουρανίσκο. Υποστήριζε τη θεωρία ότι η τραχιά ακανόνιστη επιφάνεια προκαλούσε μικροσκοπικές αμυχές στον βλεννογόνο, μέσα στις οποίες διείσδυαν το αλάτι και τα χημικά, προκαλώντας μια ήπια αλλά ξεχωριστή αίσθηση ανάμεσα στον πόνο και την απόλαυση.
 […]
            Ο συνεπιβάτης του τον παρατηρεί και, μέσα από τη ματιά του, ο Μπίαρντ κάνει μια αυστηρή αυτοκριτική-«ένας χοντρός βλάκας κάποιας ηλικίας που μεταλαβαίνει περιπαθώς, σαν άλλη όστια, μια ανθυγιεινή μπουκιά». Σε λίγο ο νεαρός συνεπιβάτης παίρνει αμίλητος ένα πατατάκι από το σακουλάκι και το τρώει «όχι με τη βιασύνη του Μπίαρντ, αλλά με μια αναιδή κίνηση των σιαγόνων, μασώντας με το στόμα ανοιχτό ώστε να μπορεί ο καθένας να δει το πατατάκι να γίνεται πολτός πάνω στη γλώσσα του». Ο Μπίαρντ παγώνει, αποσβολώνεται από τη θρασύτητα του νεαρού· από το μυαλό του περνάνε επιθετικές σκέψεις, που σιγαλιάζουν αμέσως, καθώς το αποτέλεσμα θα ήταν πέραν κάθε αμφιβολίας επώδυνο για τον Μπίαρντ.

            Η βουβή, ακούσια μοιρασιά των τσιπς  συνεχίζεται μέχρι το τέλος της διαδρομής που σχεδόν συμπίπτει χρονικά με το τέλος της διαδρομής. Ο νεαρός προσφέρει το σακουλάκι με τα δύο τελευταία τσιπς στον Μπίαρντ. Εκείνος το θεωρεί προσβολή και του γυρίζει την πλάτη. Ο νεαρός τσαλακώνει το σακουλάκι, το πετάει στα σκουπίδια και καθαρίζει με το χέρι του το τραπέζι από τα ψίχουλα και το αλάτι. Ο Μπίαρντ βράζει μέσα του και αυτή την οργισμένη φλόγα τη σβήνει παίρνοντας με μια αιφνιδιαστική κίνηση το μπουκάλι με το νερό του νεαρού και στραγγίζοντάς το μέχρι τελευταίας σταγόνας. Ο νεαρός σηκώνεται, καθώς το τρένο έχει πλέον σταματήσει, και κατεβάζει τη βαλίτσα του Μπίαρντ από το ράφι των αποσκευών, επιδεικνύοντας-όπως νομίζει ο καχύποπτος Μπίαρντ- το ύψος και τα γεροδεμένα μπράτσα του.

            Πριν συνέλθει εντελώς από την ταραχή που του προκάλεσε η αναιδής συμπεριφορά του νεαρού, ο Μπίαρντ ανακαλύπτει στο βάθος της τσέπης του πανωφοριού του το σακουλάκι με τα τσιπς, άθικτο. Συνειδητοποιεί ότι είχε φάει τα πατατάκια του νεαρού και είχε πιει το νερό του κι εκείνος του κατέβασε και τη βαλίτσα του. Οι αναδρομικές τύψεις είναι έτοιμες να εισβάλουν, όμως ο Μπίαρντ τις απωθεί, χωρίς να παραβλέπει το γεγονός ότι ο νεαρός ήταν μάλλον «ανθρωπιστής» παρά αγενής.

            Δεν ξέρω πόσο ψηλά στο βάθρο των συγγραφέων είναι δίκαιο να τοποθετηθεί ο  Ίαν Μακ Γιούαν, όμως ο τρόπος που προσεγγίζει και αποτυπώνει στο χαρτί τα γεγονότα, τις αντιδράσεις και τη σκέψη των ηρώων του εμένα συχνά με αφήνει άφωνη. Είναι αυτή η λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό και η καταλυτική επίδραση της τύχης, σταθερά συστατικά στη μυθοπλασία του Ίαν Μακ Γιούαν, που κάνουν τη γραφή του απέραντα γοητευτική, ακόμα κι όταν περιγράφει απλές καθημερινές σκηνές.

            Αναζήτησα στοιχεία για το Solar και με έκπληξη είδα ότι ο συγγραφέας είχε κατηγορηθεί για τη συγκεκριμένη σκηνή για λογοκλοπή (δεύτερη φορά μετά από μια πρώτη κατηγορία λογοκλοπής για την «Εξιλέωση», που όμως κατέπεσε στη συνέχεια). Πριν εκδοθεί το βιβλίο, ο Ίαν Μακ Γιούαν μιλούσε γι’ αυτό σε ένα λογοτεχνικό φεστιβάλ της Ουαλίας και αναφέρθηκε στη σκηνή με τα τσιπς. Τότε σηκώθηκε κάποιος από το ακροατήριο και του είπε ότι αυτό το επεισόδιο δεν είναι πρωτότυπο, αλλά ότι έχει ξαναγραφτεί στο παρελθόν. Έκπληκτος και λίγο ντροπιασμένος, ο  Ίαν Μακ Γιούαν δεσμεύτηκε να ψάξει τη βιβλιογραφία και να αποσύρει τη σκηνή από το βιβλίο.

            Ο μύθος του ανυποψίαστου κλέφτη (“unwitting thief”) στη λογοτεχνία είναι παλιός· αντιμετωπίζεται πλέον ως κλασικό μοτίβο, στο οποίο έχει δοθεί και κωδικός (Ν360) σε λογοτεχνικά εγχειρίδια που αναφέρονται σε μύθους και παραδόσεις της Αγγλίας και της Β. Αμερικής. Διάφορες εκδοχές ανυποψίαστων κλεφτών με ποικίλα σενάρια και αντικείμενα κλοπής αναφέρονται σε προφορικές και γραπτές διηγήσεις. Όλες χρησιμοποιούν το εύρημα της ακούσιας κλοπής για να προβάλουν τις ηθικές και συναισθηματικές μεταβολές των εμπλεκομένων προσώπων. Το επεισόδιο με τα πατατάκια στο Solar του Ίαν Μακ Γιούαν θυμίζει έντονα αντίστοιχες ιστορίες με τους δύο συνεπιβάτες που μοιράζονται απρόθυμα μια σοκολάτα Kit-Kat ή μπισκότα, μέχρις ότου ο ένας, που νόμιζε τον άλλο για κλέφτη, συνειδητοποιεί ότι κλέφτης είναι ο ίδιος.

            Στο παρελθόν, έχει αναφερθεί και κινηματογραφική λογοκλοπή με το μοτίβο του «ανυποψίαστου κλέφτη». Ο Adam Davidson, βραβευμένος με Όσκαρ για την ταινία “The Lunch date”, κατηγορήθηκε ότι υπέκλεψε μια σκηνή της ταινίας του από μια ανεξάρτητη ολλανδική παραγωγή με τίτλο Boeuf Bourgignon. H επίμαχη σκηνή δείχνει μια καλοντυμένη λευκή γυναίκα που αγοράζει φαγητό σε μια καφετέρια, αφήνει τον δίσκο της σ’ ένα τραπέζι και πηγαίνει να φέρει μαχαιροπίρουνα. Όταν επιστρέφει στο τραπέζι της, βρίσκει έναν μαύρο άνδρα με βρώμικα, φθαρμένα ρούχα να τρώει το φαγητό της. Κάθονται και οι δυο και τρώνε από το ίδιο γεύμα, ώσπου ο μαύρος σηκώνεται και φέρνει δύο φλιτζάνια με καφέ. Όταν ο μαύρος τελειώνει το φαγητό του και φεύγει, η γυναίκα συνειδητοποιεί ότι έχει κλέψει το φαγητό του φτωχού μαύρου, αφού το δικό της βρίσκεται άθικτο σε κάποιο παρακείμενο τραπέζι.

              Ο ίδιος ο συγγραφέας, έχοντας προφανώς στη συνέχεια διαβάσει τα σχετικά, βάζει τον Μπίαρντ να δίνει μια διάλεξη και στο τέλος της να αναφέρεται στο γεγονός με τα τσιπς. Τότε, ένας λέκτορας από το ακροατήριο του κάνει την ίδια υπόδειξη που είχε δεχτεί ο Ίαν Μακ Γιούαν, ότι δηλαδή η ιστορία δεν είναι αυθεντική, αλλά πρόκειται για μια εκδοχή του "κλέφτη χωρίς πρόθεση". Με αυτή την αφορμή, ο συγγραφέας βάζει τον λέκτορα να αναφέρεται στον σχετικό μύθο, παραθέτοντας αρκετά στοιχεία από τη βιβλιογραφία. Έτσι τελικά, το πάθημα του συγγραφέα ενσωματώθηκε ως μάθημα στο βιβλίο, επιτρέποντάς του να διατηρήσει την καταπληκτική σκηνή με τα τσιπς.

             Δεν ήξερα για το μοτίβο του «ανυποψίαστου κλέφτη» και κυριολεκτικά με καθήλωσε η διήγηση του Ίαν Μακ Γιούαν. Όμως και αφού ανέτρεξα στις σχετικές πληροφορίες και ξαναδιάβασα το κομμάτι μέσα από το Solar για να γράψω τούτες τις αράδες, δεν μειώθηκε ο θαυμασμός μου για την επιδεξιότητα του Ίαν Μακ Γιούαν να σκιαγραφεί τόσο αριστοτεχνικά τη ζωή των χαρακτήρων του, στιγμή προς στιγμή και σκέψη προς σκέψη, ώστε και ακόμα και σε ένα απλό κατούρημα, ταυτόχρονα με την ουροδόχο κύστη, ο ήρωας να αδειάζει την ψυχή του, το μυαλό του και όλη την περασμένη του ζωή. Τέτοιους συγγραφείς στ’ αλήθεια τους ζηλεύω.




ΠΗΓΕΣ:

  1. Peter Wilson. Writer Ian McEwan’s train tale may get shunted. The Australian, June 3, 2008. http://www.theaustralian.com.au/news/writers-train-tale-may-get-shunted/story-e6frg6to-1111116519854
  2. Gail de Vos. Tales, rumors and gossip.  Exploring contemporary folk literature in grades 7 – 12. Libraries Unlimited, 1996.

3 σχόλια:

akrat είπε...

πανέμορφο....

Eva Psarrou είπε...

Καταπληκτική η γραφή του, όντως. Θα σπεύσω να αναζητήσω το βιβλίο.
Σ' ευχαριστώ για την πρόταση και για την όμορφη παρουσίαση, πολλές-πολλές ευχές για τη γιορτή σου!

Poet είπε...

Για μια φορά ακόμη αποδεικνύεται ότι ένας ικανός συγγραφέας μπορεί να μετατρέψει το ασήμαντο και το ελάχιστο σε γοητευτικό. Θαυμάσια και η περιγραφή από τη συνάδελφό μου (δεν είμαι γιατρός) κάτοχο του ιστολογίου. Ετοιμάζομαι τώρα να διαβάσω διηγήματά της σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Ε, να μην αισθάνομαι κι εγώ λιγουλάκι δικαιωμένος με το περίφημο βρετανικό "I told you so !!"