Ο συγγραφέας έξυσε το μολύβι του να γίνει μυτερό. Μια φράση μόνο έμενε∙ η τελευταία. Ήταν κατάκοπος, όπως κάθε φορά που τέλειωνε κάτι μεγάλο. Είχε βολέψει όλους τους ήρωές του. Άλλους στη ζωή, άλλους στον θάνατο. Κρατούσε το κεφάλι του βαρύ με την αριστερή παλάμη. Με το άλλο χέρι βάσταγε το μολύβι όρθιο πάνω στο χαρτί, εκείνο όμως δεν έλεγε να πάρει το μυτερό πόδι του και να γράψει την τελευταία εκείνη φράση.
Ο συγγραφέας ξαναδιάβασε την τελευταία παράγραφο.
«…..Ο Άλμπερτ έκλεισε την πόρτα και γύρισε το κλειδί δύο φορές στην κλειδαριά. Ο αφηγητής απόμεινε μόνος στην κρύα νύχτα. Κατέβηκε τα σκαλιά της εξώπορτας και βγήκε στον δρόμο….»
Εκεί είχε κολλήσει. Ήθελε τη μία και μοναδική φράση που θα έκλεινε το βιβλίο. Τέσσερα χρόνια δουλειάς και τώρα τον κρατούσε αιχμάλωτο μια πρόταση. Ήξερε πώς την ήθελε∙ σχετική με το φεγγάρι. Η μικρή εργατούπολη της ιστορίας του ήταν αδικημένη από χρόνο κι από τόπο. Οι ήρωές του ένας-ένας είχαν παρελάσει τις ζωές τους με τα μικρά και μεγάλα γεγονότα που είχε σκαρφιστεί ο συγγραφέας γι’ αυτούς. Σε ολόκληρο το βιβλίο το φεγγάρι ακολουθούσε τη μικρή πόλη σαν σε εντεταλμένη υπηρεσία∙ τη φώτιζε, την ομόρφαινε, την έκρινε.
Ο συγγραφέας χτυπούσε νευρικά τα δάχτυλά του στο χαρτί. Take five για το μολύβι∙ αναπαυόταν ξαπλωμένο πάνω στα κλειδιά του Άλμπερτ. Ο συγγραφέας κλωθογύριζε το φεγγάρι στο μυαλό του. Μισό ή ολόκληρο, χλωμό, ασημένιο, θλιμμένο ή χαμογελαστό, ανέγγιχτο, μακρινό∙ ό,τι κι αν σκεφτόταν, του φαινόταν αταίριαστο, λίγο. Εκείνος ήθελε να αφήσει την πόλη στο φεγγάρι της και να απελευθερώσει τον αφηγητή∙ να του επιτρέψει να τρυπώσει σε άλλη ιστορία.
Είχε να κοιμηθεί τρία βράδια. Συλλογιζόταν τη φράση και ξαγρυπνούσε. Το πρωί τον έβρισκε στην ίδια θέση, με το μολύβι του, που συνεχώς κόνταινε, ξυσμένο στην εντέλεια. Τα μάτια του είχαν γίνει δυο μαύροι κύκλοι με δύο κουρασμένους βολβούς στο κέντρο τους.
Τα παράτησε για άλλη μία φορά. Δεν του ερχόταν τίποτα. Ξάπλωσε στο κρεβάτι. Προσπάθησε να ξεκουράσει το μυαλό του, που ήταν θολωμένο, σαν ανάπηρο. Πήρε από το κομοδίνο του ένα βιβλίο. Δεν διάβαζε τις αφηγήσεις άλλων συγγραφέων. Διάβαζε μόνο ποιητές. Έβρισκε κάτι σ’ εκείνους, που δεν το είχε αυτός. Οι λέξεις τους έκοβαν σαν νυστέρι, αφού είχαν θωπεύσει προηγουμένως την ψυχή. Ζήλευε τους ποιητές. Οι αναγνώστες τους μάθαιναν απέξω στίχους ή και ολόκληρα ποιήματα. Κανείς ποτέ- ούτε και ο ίδιος εξάλλου- δεν μπορούσε να αποστηθίσει έστω και ένα μέρος από κάποιο δικό του βιβλίο.
Άνοιξε τον τόμο με τα ποιήματα σε μια τυχαία σελίδα. Έτσι διάβαζε πάντα την ποίηση. Χωρίς αρχή και τέλος∙ γιατί η ποίηση δεν είχε αρχή και τέλος∙ ήταν η ίδια αρχή και τέλος.
Έμεινε να κοιτάει σαν κεραυνοβολημένος το ποίημα. Η άνεση της νύχτας, ο τίτλος του. Ένας στίχος όλο το ποίημα. Μία φράση όλη κι όλη. Και….. ναι.... Βέβαια! Ήταν η δική του φράση. Η φράση που έψαχνε τόσες μέρες. Πέντε λέξεις, ένα ολόκληρο ποίημα. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, σα να είχε τρέξει σε ανηφόρα. Διάβασε και ξαναδιάβασε τη φράση∙ με τα δικά του χείλη∙ ύστερα με τα χείλη του αφηγητή. Αυτή ήταν. Τέλεια. Μοναδική. Ξεχωριστή. Η φράση του ποιητή. Το ποίημα του ποιητή.
Αδειάζουμε τα πάντα στην πανσέληνο.
Το ποίημα που αναφέρεται είναι η Άνεση της Νύχτας του Νίκου Καρούζου από τη συλλογή Πενθήματα (1969).