Κάτι που πάντα προσέχω την πρώτη
φορά στους ανθρώπους είναι η χειραψία. Σφιχτή ή χαλαρή, ιδρωμένη ή στεγνή, κρύα
ή ζεστή, η πρώτη αυτή χειραψία μαρτυράει τον κάτοχό της, τον συστήνει. Δεν
μπορώ να πω με σιγουριά αν οι χειραψίες των ποιητών διαφέρουν από εκείνες των
υπόλοιπων ανθρώπων, αν είναι αέρινες ή παλλόμενες, αν εγκαταλείπουν στην παλάμη
αποτυπωμένους στίχους ή δάκρυα ή πέταλα λουλουδιών. Θεωρητικά, είχα μια ευκαιρία
να το παρατηρήσω, εκείνο το βράδυ που μου έδωσε το χέρι της η Κατερίνα
Αγγελάκη-Ρουκ. Μπήκα στο σπίτι του Γιάννη με μια σχετική αγωνία, πώς είναι όταν
βρίσκεσαι κοντά σε ένα σημαντικό πρόσωπο που θαυμάζεις, εσύ και πολλά
εκατομμύρια άλλων ανθρώπων. Καθόταν σε μια πολυθρόνα, χαμογελαστή. Μας σύστησαν.
Άπλωσε το χέρι της και της έδωσα το δικό μου. «Πω, πω, παγωμένο το χεράκι σου»,
αναφώνησε με τη χαρακτηριστική μπάσα φωνή της και αιχμαλώτισε το χέρι μου μέσα
στα δυο δικά της, σαν να επρόκειτο να το ζεστάνει. Το πρόσωπό της έγινε περισσότερο χαμογελαστό.
Ήταν κάπως κρύα η βραδιά-ε, χειμώνας
είναι-είχα χάσει λίγο και τον δρόμο του Γιάννη-συνηθισμένο κι αυτό για μένα,
πάγωσαν τα χέρια μου. Και καλοκαίρι όμως να ήταν, πάλι παγωμένα θα ήταν. Ξύλα. Συχνά
μου συμβαίνει, ιδίως όταν έχω άγχος για κάτι. Κρύα χέρια, ζεστή καρδιά, λέει ο
λαός κι έχει δίκιο. Μη φτιάχνετε όμως με το μυαλό σας συναισθηματικές ερμηνείες
. Στρεσάρεται ο οργανισμός, βγαίνει τσάρκα η αδρεναλίνη, γκαζώνει η καρδιά, συστέλλονται
τα αγγεία, παγώνουν τα χέρια. Εκείνο το βράδυ, η όποια συστολή ή νευρικότητα μου
έφυγε μονομιάς μετά τη χειραψία της Κατερίνας. Αυτό το «πω, πω, παγωμένο το
χεράκι σου» ήταν ειπωμένο ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που μου το έλεγε η γιαγιά
μου, μου το λέει η μητέρα μου, ο Στέλιος, οι στενές μου φίλες, οι κοντινοί μου
άνθρωποι.
Και η Κατερίνα έγινε κοντινός
άνθρωπος εκείνο το βράδυ, όχι μόνο για μένα, αλλά και για τους υπόλοιπους της παρέας
που την γνώριζαν από κοντά για πρώτη φορά. Όλοι βέβαια την ξέραμε από τα μαγικά
της ποιήματα και όλοι την είχαμε ακούσει να τα απαγγέλλει σε κάποια λογοτεχνική
βραδιά, όμως ήταν εντελώς διαφορετική αυτή η αίσθηση του «από κοντά». Μια
μεγάλη ποιήτρια και ταυτόχρονα-ανάμεσά μας-μια κεφάτη γυναίκα με πηγαίο αυτοσαρκαστικό
χιούμορ, με τη γοητευτική απροειδοποίητη εναλλαγή αυτών των δύο ιδιοτήτων
μπροστά στα μάτια μας. «Δεν υπήρξα ποτέ όμορφη», μας δήλωσε και-ίσως φανεί περίεργο-αυτό
ακούστηκε σαν ψέμα. Όχι, μόνο τα
χαρακτηριστικά της ίσως είναι άσχημα. Η ίδια είναι όμορφη, πολύ όμορφη, μόνο
έτσι εξηγείται ότι δεν μπορούσαμε να πάρουμε τα μάτια μας από πάνω της όλοι και
όλες εμείς οι αποδεδειγμένα όμορφοι, με τα περιποιημένα πρόσωπα και τα καλοχτενισμένα
μαλλιά.
Μας μιλούσε με αληθινή γλύκα για
τη ζωή της, για τους φίλους της που έχουν φύγει, για τον Νίκο Καρούζο, για τον
νονό της τον Καζαντζάκη (πώς αλλιώς να γίνει μεγαλώνοντας ένα μωρό που το
λάδωσαν και το μύρωσαν τέτοια χέρια), για τα σχολικά της χρόνια και για τη ζωή της
τώρα, στα μεγάλα και δύσκολα χρόνια. Κουβεντιάσαμε αναπόφευκτα και για τη σημερινή θλιβερή κατάσταση της χώρας,
για τους πολιτικούς και τους απλούς πολίτες, για την οικονομική κρίση. «Κάτι που λείπει
σήμερα είναι η παρέα», είπε η Κατερίνα και αυτό το «παρέα» το τόνισε τόσο πολύ,
που σκέφτηκα ότι αν το έγραφε, θα ήταν σίγουρα με κεφαλαία. Ανάμεσα, σταματούσε τη
συζήτηση, έπινε μια μεγάλη λαίμαργη γουλιά από το ωραίο κόκκινο κρασί (έτσι
πρέπει να είναι οι ποιητές, λαίμαργοι για τη ζωή μέχρι την τελευταία της σταγόνα)
και μας διάβαζε ποιήματα, από την Ανορεξία
της Ύπαρξης και παλαιότερα. Μπλέκονταν ταιριαστά τα δικά της ποιήματα με
εκείνα του Γιάννη, ένας κανονικός ποιητικός διάλογος, ένα jam session ποίησης.
Όλη την ώρα που η Κατερίνα διάβαζε τα δικά της γραπτά, γινόταν όμορφη, τόσο όμορφη
που όλοι σαστίζαμε κι έφευγε το μυαλό μας από τα τρέχοντα και ξεπόρτιζε από το
σπίτι του Γιάννη σαν λαθρεπιβάτης στο όνειρο, απελευθερωμένο από τα
καταναγκαστικά παροράματα της πραγματικότητας. Μας βρήκε η επόμενη μέρα-θα μπορούσε να μας βρει
και το πρωί-κι ακόμα διαβάζαμε και γελούσαμε και σιγοπίναμε.
Όταν έφυγα από το σπίτι του
Γιάννη, βγήκα ξανά στην κρύα βραδιά, ζεσταμένη τώρα και στο σώμα και στην ψυχή.
Περπάτησα αργά μέχρι το αυτοκίνητό μου. Γυάλιζε από την υγρασία. Έβγαλα το τηλεκοντρόλ να ξεκλειδώσω και-τι περίεργο!-η παλάμη μου είχε παραμείνει ζεστή και ροδαλή, σα να φορούσα γάντι. Μπήκα
μέσα στο αυτοκίνητο, αλλά δεν ξεκίνησα αμέσως. Κάθισα για λίγο σχεδόν ακίνητη. Μόνη μου συμμετοχή στο στροβίλισμα του κόσμου
η ανάσα μου που έβγαινε σταθερή.
Όταν όλα τα δύσκολα μοιάζουν ανθρώπινα κι όλα τ’ ανθρώπινα δύσκολα,
έρχεται η ποίηση και κάθεται δίπλα σου, θα έλεγε πολύ σοφά η Τζούλια την
επόμενη μέρα. Και είναι ανεκτίμητη η παραμυθία που σου χαρίζεται τότε, θα
πρόσθετα εγώ, σαν να κλείνει κάποιος σφιχτά μέσα στα δυο του χέρια το δικό σου
παγωμένο χέρι για να το ζεστάνει.
6 σχόλια:
Ειδες πως ζεσταινετε κανεις
Ενα αγγιγμα ειναι αρκετο
-
Πραγματικά...
τι ωραίο κείμενο Μαρία!
χειραψία καρδιάς
χάδι ζεστό!
Ευχαριστώ, πετάλι μου!
Ίσως το καλύτερο κείμενό σου που έχω διαβάσει. Η γενναιοδωρία των αισθημάτων σου ανταμείβεται από την ποιότητα της γραφής.
Για σκέψου, είναι σχεδόν Χριστούγεννα.
Ποιητή μου,
έστω και καθυστερημένα, σ' ευχαριστώ που είσαι εδώ.
Δημοσίευση σχολίου