Σελίδες

11.7.10

Η οικογένειά μου
















(φωτ. Βούλα Παπαϊωάννου)


Ο μπαμπάς μου φορούσε πάντα αδιάβροχο
και κρατούσε μια γκρίζα ομπρέλα για τον ήλιο,
αγαπούσε γυναίκες κι όλο έφευγε,
κι έπαιζε σε ταινίες κατασκόπων
τον ρόλο της κλειδαριάς στην πόρτα
ή του ανοιχτού παράθυρου
στη μέση μιας ερήμου.
Πολύ του άρεσαν πάντα τα καπέλα.
Η μαμά μου φορούσε όμορφα καπέλα
με ζωντανά ακέφαλα παγόνια να μαλώνουν.
Ο αδελφός μου ήταν κύκνος,
κρυστάλλινος και διάφανος,
σε χίλιες δυο μεριές του ραγισμένος
και τόσο, μα τόσο ανυπεράσπιστος,
που πάντα έμπαινα σε πειρασμό
να τον ρίξω κάτω, για να σπάσει.
Κι εγώ ήμουν αξιολάτρευτη,
στα άσπρα πάντοτε ντυμένη,
έτρωγα κέικ από μοναξιά,
σ' ένα ετοιμόρροπο καθόμουνα μπαλκόνι.
Ύστερα η μαμά χάθηκε μες στον καθρέφτη,
ο μπαμπάς αγάπησε ένα πουλί και πέταξε,
ο αδελφός μου παντρεύτηκε την Νύχτα
και το μπαλκόνι μου κατέρρευσε στη θάλασσα.
Κι από όλη την οικογένειά μου,
απόμεινε μόνο ένα άλμπουμ με σκιές
να κυνηγούν ατέρμονα η μια την άλλη μες στη νύχτα.

Χλόη Κουτσουμπέλη
Η λίμνη ο κήπος και η απώλεια (2006)

2 σχόλια:

Poet είπε...

Χαίρομαι που διάλεξες αυτό το συγκλονιστικό ποίημα της Χλόης, Μαρία. Είναι ένα από τα αγαπημένα μου, αν θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει αυτή τη λέξη. Ελάτε μετά γιατροί και ψυχίατροι να γιατρέψετε το τραύματα.

Μαρία Δριμή είπε...

Πραγματικά, Τόλη, είναι σαν να περνάει από μπροστά μας ένα από εκείνα τα παλιά φιλμ με τις οικογενειακές στιγμές. Η Χλόη είναι η μία από τις δύο ποιήτριες που έχω κρατήσει από το λιβάδι. Η άλλη είναι η Ευτυχία.