Σελίδες

29.11.12

Μικρές οικογενειακές απολαύσεις

George Gallup
 
Όπως βλασταίνουν τα πουρνάρια, οι σχίνοι και τα ρείκια πάνω στα καμένα δάση, ενδείξεις "αναβλάστησης του φρυγανισμένου οικοσυστήματος" γράφουν τα ειδικά εγχειρίδια, κάπως έτσι αρχίζουν να ανοίγουν καινούρια καταστήματα στη θέση των χρεοκοπημένων παλαιών και οι προηγουμένως κλειστές, στοιχειωμένες βιτρίνες, τώρα με ολόφρεσκα χαμόγελα από νέον, σπεύδουν να θέλξουν τον άνευρο (χωρίς νεύρο και χωρίς ευρώ) καταναλωτή. Στη γειτονιά μας άνοιξε παράρτημα του Θεσσαλονικιού Χατζή με καζάν ντιπί, βουβαλίσια κρέμα και κάτι άλλα τούρκικα (βεζίρ παρμάκ;) που δεν καταλαβαίνω. Το είδα σήμερα το μεσημέρι και χάρηκα. Μετά από μια όχι πολύ κουραστική εφημερία, βγήκαμε με την Αννούλα βόλτα στην πλατεία, μια και το σχολείο της ήταν κλειστό λόγω συνέλευσης των δασκάλων.
Λίγα μέτρα πιο πέρα από τον ολοκαίνουργιο Χατζή, μας σταμάτησε μια κυρία για δημοσκόπηση. Θεωρούσα τις δημοσκοπήσεις ενοχλητικές και ανούσιες, μέχρι την εποχή που ασχολήθηκα με τη στατιστική.  Τότε συνειδητοποίησα τη χρησιμότητα της τυχαίας δειγματοληψίας και τις συνέπειες του non-response στο αποτέλεσμα μιας δημοσκόπησης και άρχισα να είμαι πιο επιδεκτική στα γκάλοπ, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για κάποιο θέμα που με ενδιαφέρει. Στη σημερινή κυρία απάντησα αρχικά ότι βιάζομαι, μέχρι που ξεστόμισε τη μαγική λέξη. Γιαούρτι.
Εξ απαλών ονύχων οι αντιστάσεις μου μπροστά σε ένα γιαούρτι ήταν μηδαμινές, άσχετα αν επρόκειτο για παραδοσιακό σε πήλινο, τυποποιημένο σε κεσεδάκι ή σακούλας, με φρούτα, με ξηρούς καρπούς ή με παγωτό. Ακόμα έχω στους γευστικούς κάλυκες της γλώσσας μου  το Βελουτέ της ΦΑΓΕ, εκείνο με τη φωτογραφία της κοπέλας πάνω στον κεσέ (πρωτοποριακή συσκευασία για την εποχή), που με τον μαγικό τρόπο του Προυστ μου φέρνει στο μυαλό μια ολόκληρη εποχή (τα πρώτα μου βινύλια, τις εξετάσεις του Lower, την Έλενα Ακρίτα στο Κορώνα-Γράμματα, το μπεζ ζιβάγκο του Ανδρέα Παπανδρέου και άλλες ασυνάρτητες αναμνήσεις, προσωπικές και μη).  Όσο και αν το ψυγείο μας  είναι πλέον λιγότερο γεμάτο απ’ ό,τι στο παρελθόν, το πάνω ράφι παραμένει πάντα φορτωμένο με διάφορα είδη γιαουρτιού, για τα γούστα όλης της οικογένειας.
Στο εν λόγω γκάλοπ, είχαμε να δοκιμάσουμε ένα καινούριο γιαούρτι και να απαντήσουμε σε ένα ερωτηματολόγιο, χωρίς αρχικά να μας αποκαλυφθεί η ταυτότητα του γιαουρτιού.  Δήλωσα στην κυρία την ιδιαίτερη σχέση μου με το λευκό ισοδύναμο της αμβροσίας και την πρόθεσή μου να συμμετάσχω στη δημοσκόπηση. Το χαμόγελο ικανοποίησης στο πρόσωπό της συναγωνιζόταν άνετα το γεμάτο αυτοπεποίθηση χαμόγελο στις φωτογραφίες του ίδιου του George Gallup. Ανεβήκαμε με την Αννούλα στο πατάρι ενός κεντρικού καφέ, καθίσαμε μπροστά σε ένα laptop και ήρθε το γιαούρτι. Το κεσεδάκι του ήταν τοποθετημένο μέσα σε μια λευκή κούπα έτσι ώστε να μη φαίνεται η ετικέτα, και το κάλυμμα από αλουμινόχαρτο ήταν τσακισμένο ανάποδα. Παρόλα αυτά, από τα χείλη της κούπας ξέφευγε εμπιστευτικά, με κεφαλαία προδοτικά γράμματα, η λέξη ΜΙΚΡΕΣ, αποκαλύπτοντας στον  έμπειρο καταναλωτή την ταυτότητα. «Μικρές οικογενειακές φάρμες» της ΔΕΛΤΑ. Θυμήθηκα την περιποιημένη αγρότισσα της διαφήμισης, με το γκριζαρισμένο μαλλί, το ελαφρό μακιγιάζ και το αρυτίδωτο δέρμα, ανάμεσα στις αγελάδες της, να απαντά στο κινητό. Στην άλλη άκρη της γραμμής,  ο γιος της,  με τη στοργική σύζυγο σε δεύτερο πλάνο, σε ένα άνετο και καλαίσθητο σπίτι, να παινεύει τη φάρμα της μάνας του.
Δοκίμασα μια κουταλιά από το γιαούρτι. Ήταν το πλήρες∙ είχα δοκιμάσει την προηγούμενη εβδομάδα το αντίστοιχο με 2% λιπαρά. Πολύ ωραίο γιαούρτι. Έκανα ότι σκέφτομαι λίγο, κατάπια και μια δεύτερη κουταλιά μισοκλείνοντας τα μάτια και απάντησα με σιγουριά: «Μικρές Οικογενειακές Φάρμες». Η κυρία ήταν ενθουσιασμένη. Δεν πίστευε αυτό που της συνέβαινε. Comme c'est curieux, comme c'est bizarre et quelle coïncidence! Προχωρήσαμε στις ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής. Σχετικά με το ίδιο το γιαούρτι, σχετικά με τη διαφήμιση, σχετικά με την εταιρεία. Ναι, ήταν ένα εξαιρετικό γιαούρτι. Ναι, θα το ξαναγόραζα. Ναι, η γεύση του ήταν υπέροχη. Όχι , δεν θύμιζε τα παραδοσιακά γιαούρτια (κρίμα που δεν ζει  πια η θεία του Στέλιου στο χωριό, να έδινε το δικό της γιαούρτι στις μικρές οικογενειακές φάρμες). Όχι, η διαφήμιση δεν ήταν πιστευτή (η αγρότισσα έμοιαζε να έχει προηγουμένως περάσει από salon de beauté). Όχι, δεν ήξερα αν είναι διπλοστραγγιστό («είναι, μαμά!», πετάχτηκε από δίπλα η Άννα, που θυμάται απέξω όλες τις διαφημίσεις).
Η δημοσκόπηση τελείωσε. Το γιαούρτι βγήκε πανηγυρικά από την κούπα, αποκαλύπτοντας την ετικέτα του. Ήταν δικό μου, να το απολαύσω μέχρι τέλους σε μια χαλαρή βόλτα με την κόρη μου. Η κυρία ήταν χαρούμενη. Είχε συμπληρώσει ένα δελτίο με περισσή επιτυχία. Από δίπλα, η συνάδελφός της μας κοίταζε με σχετική ζήλια, φυλλομετρώντας τα δικά της δελτία. Μακάρι να πάει καλά το γιαούρτι, τους ευχήθηκα φεύγοντας. Μακάρι να συνεχίσετε να έχετε δουλειά, εννοούσα. Μακάρι να πάνε καλά οι ελληνικές επιχειρήσεις και τούτος ο τόπος να γλιτώσει, σκεφτόμουν κατεβαίνοντας τη στενή σκάλα, με την Άννα να με κρατά σφιχτά απ’ το χέρι. Κι αυτό το κορίτσι, να φοβάται ακόμα τις σκάλες…

(Περισσότερα για τη ζωή και το έργο του George Gallup εδώ.)

16.11.12

Η οφθαλμαπάτη της οδού Sauchiehall

 


To Biggars είναι ένα καφέ πάνω σε κεντρικό δρόμο της Γλασκόβης, την Sauchiehall street. Ταυτόχρονα είναι μουσικό κατάστημα με όργανα και παρτιτούρες. Η βροχή είναι συμπαθητική, όταν τη χαζεύεις  μέσα από το τζάμι στα ζεστά, παρά όταν σε διαπερνά σταγόνα τη σταγόνα, φτάνοντας μέχρι το κόκκαλο. Καφές, μουσική, στεγνό μέρος, το τρίπτυχο των ονείρων μου αυτό το βροχερό απόγευμα, ένα από τα βροχερά απογεύματα στη Γλασκώβη.  Η βιτρίνα είναι γεμάτη με μουσικά όργανα∙ κιθάρες, μπάσο, ένα γιουκαλίλι, ντραμς. Παραγγέλνω καπουτσίνο και ένα σάντουιτς και κάθομαι σ’ ένα γωνιακό τραπέζι κοντά στο παράθυρο. Δίπλα στο τραπέζι μου υπάρχει ένα μικρό πιάνο∙ πάνω του ένα χαρτί με μια φράση γραμμένη με κόκκινο μαρκαδόρο: «Take a look at our menu¯». Στους τοίχους κρέμονται ηλεκτρικές κιθάρες, φωτογραφίες μεγάλου μεγέθους με παπαρούνες και μια αφίσα με τη Νικόλ Κίντμαν και τον Γιούαν Μακ Γκρέγκορ από το “Moulin Rouge”.

Στο καφέ δεν υπάρχει πολύς κόσμος. Σε έναν καναπέ απέναντί μου κάθεται  ένα νεαρό ζευγάρι, ίσως φοιτητές- δίπλα τους έχουν σάκους∙ τους ακούω να μιλάνε για τεστ. Η κοπέλα, με πράσινο μάλλινο κασκόλ περασμένο στο λαιμό της, πεσμένη χαλαρά πάνω στην πλάτη του καναπέ, κρατάει το κεφάλι της και ακούει με ενδιαφέρον αυτά που της διηγείται  ο νεαρός. Κάποιες φορές του χαμογελάει ήρεμα. Ίσα που αγγίζονται. Εκείνος μιλάει ζωηρά, χειρονομώντας∙ πιάνει το κεφάλι του, τον τοίχο πίσω, τα μαλλιά της κοπέλας. Ρίχνω μια ματιά στη βιτρίνα με τα όργανα. Πες της το μ' ένα γιουκαλίλι, σκέφτομαι.

Διαγωνίως στο τραπέζι μου, σε πολυθρόνες, κάθονται δύο φίλες. Η μία δεξιά, μιλάει συνεχώς. Η άλλη αριστερά,  πεσμένη χαλαρά πάνω στην πλάτη του καναπέ, κρατάει το κεφάλι της και ακούει τη φίλη της, χαμογελώντας συχνά. Μοιάζει πολύ στην κοπέλα του ζευγαριού∙ είναι σχεδόν ίδια. Ξανακοιτάζω αριστερά-δεξιά. Για μια στιγμή τα χάνω. Νομίζω ότι τα βλέπω διπλά. Η φίλη αριστερά είναι εντελώς ίδια με την κοπέλα του ζευγαριού. Αν ήμουν κομπιούτερ θα είχα βγάλει κλεψύδρα∙ πιθανόν να χρειαζόμουν και επανεκκίνηση. Ένεκα μάλλον της ανωτερότητας του ανθρώπινου νου, συνειδητοποιώ, έστω και καθυστερημένα, τον υπαίτιο της οφθαλμαπάτης: διαγωνίως προς το τραπέζι μου ορθώνεται μια κολόνα, επενδυμένη από πάνω μέχρι κάτω σε όλη την επιφάνειά της με καθρέφτες. Η κολόνα κρύβει τη μισή θέα από το τραπέζι με τις πολυθρόνες που κάθεται η γυναίκα με τη φίλη της. Στον  μπροστινό καθρέφτη φαίνεται ανεστραμμένο το είδωλο της κοπέλας του ζευγαριού, ενώ από την άκρη του καθρέφτη διακρίνεται η πολυθρόνα της γυναίκας που κάθεται με τη φίλη της (ή μήπως είναι φίλος;)

Έχω τρελαθεί με την ανακάλυψή μου. Γελάω μόνη μου. Θέλω να φωνάξω τα κορίτσια που σερβίρουν, να δουν κι εκείνες αυτό που βλέπω, αλλά μπορεί να με πάρουν για τρελή. Θέλω να φωτογραφίσω το φαινόμενο. Η φωτογραφία θα πήγαινε σίγουρα για βραβείο. Διστάζω όμως να βγάλω τη μηχανή. Τραβάω πρόχειρα μια φωτογραφία με το κινητό, κοιτάζοντας αδιάφορα, σαν να βλέπω τα μηνύματά μου. Η Imany από τα ηχεία καλύπτει με τη βαθιά φωνή της το κλικ του κινητού.

Η κοπέλα συνεχίζει να ακούει τον νεαρό και το είδωλό της ακούει τη γυναίκα, που χειρονομεί κι εκείνη έντονα τώρα, γελώντας. Η κοπέλα χαμογελάει και στους δύο. Δεν μπορώ να καταλάβω ποια διήγηση βρίσκει πιο διασκεδαστική.

Η γυναίκα πίνει μια γουλιά καφέ. Ο δικός μου καπουτσίνο κοντεύει να γίνει φρέντο. Η κοπέλα αγγίζει το κασκόλ της με το ελεύθερο χέρι. Η άκρη του κασκόλ, κομμένη από το γυάλινο όριο του καθρέφτη, αγγίζει τη γυναίκα και ταυτόχρονα καταλήγει στον ώμο του νεαρού, που δίνει ένα πεταχτό φιλί στο πράσινο μάλλινο ύφασμα.

Σε λίγο η γυναίκα σηκώνεται να φύγει. Από τη διπλανή πολυθρόνα ξεπροβάλλει η πραγματική φίλη της, μεγαλύτερη σε ηλικία από την κοπέλα. Οι δυο γυναίκες βγαίνουν από το καφέ και ανοίγουν αμέσως τις ομπρέλες τους. Η κοπέλα συνεχίζει να ακούει προσεχτικά τον νεαρό χαμογελώντας, ενώ το είδωλό της παραμένει μοναχικό, αμίλητο, με ένα χαμόγελο σχεδόν μελαγχολικό, να κρατάει το κεφάλι του, ακουμπώντας πάνω στην πλάτη του καναπέ.

Ο νεαρός δείχνει στην κοπέλα κάτι στην τηλεόραση. Στρέφουν και οι δύο τα βλέμματά τους στην οθόνη. Παρακολουθούν με ενδιαφέρον∙ καρφώνονται κυριολεκτικά στο πρόγραμμα. “Schizophrenia care” είναι ο τίτλος της εκπομπής, με πολυμελές πάνελ ομιλητών. Διαισθάνομαι ότι σε λίγο ο νεαρός θα δείξει στην κοπέλα με το δάχτυλό του εμένα. Ανοίγω το σημειωματάριό μου και αρχίζω να γράφω. Αν φαίνομαι συγκεντρωμένη σε κάτι άλλο, ίσως καταφέρω να τους ξεγελάσω.