Σελίδες

30.8.12

Ένας άγγελος στην Πανεπιστημίου

(φωτ. Karsten Hamre)

        
           O Χάρης και ο Πάνος σπάνια πήγαιναν σινεμά. Συνήθως δεν ήταν για καλό λόγο, αλλά για να ξεφύγουν από κάτι που τους βασάνιζε, μόνο τον ένα ή και τους δύο μαζί. Το σκοτάδι της κινηματογραφικής αίθουσας θάμπωνε τις δικές τους ζωές και μίκραινε τα βάσανά τους. Πολλά βασάνιζαν και τους δύο μαζί, με πρώτο και σημαντικότερο αυτό το «οι δύο μαζί». Η σχέση τους βρισκόταν ήδη στον πέμπτο χρόνο και τα τελευταία τρία χρόνια έμεναν μαζί. Ο Χάρης είχε μετακομίσει στο διαμέρισμα του Πάνου για να γλιτώσουν το ένα από τα δύο νοίκια. Κανονικός πόλεμος είχε ξεσπάσει στις δυο οικογένειες μετά από αυτή τη μετακόμιση. Βαριές κουβέντες, λόγια που δεν ξεχνιούνται. Ένα χρόνο είχε κάνει ο Πάνος να μιλήσει στους δικούς του, εννιά μήνες ο Χάρης.
Η ταινία που σύστηναν όλοι οι κριτικοί εκείνη την εβδομάδα ήταν η Λευκή Κορδέλα του Μίκαελ Χάνεκε. Ο Χάρης κι ο Πάνος την είδαν στο Ιντεάλ της Πανεπιστημίου. Προτιμούσαν πάντα την τελευταία παράσταση. Να φεύγουν όταν έχει πια πέσει για τα καλά η νύχτα. Να μπορούν να περπατάνε κοντά ο ένας στον άλλο, να αγγίζονται, χωρίς να τους καρφώνουν πολλά μάτια. Τη νύχτα τα μάτια βλέπουν αλλιώς, συγχωρούν αλλιώς. Η νύχτα είναι ένας κόσμος που η ίδια η νύχτα φωτίζει, είχε κάπου διαβάσει ο Χάρης.
Ο κινηματογράφος ήταν γεμάτος - οι κριτικές πάντα πείθουν. Στην έξοδο, ο Χάρης κόλλησε αναγκαστικά πάνω στον Πάνο και παρά τη βραδινή παγωνιά, ένιωσε να τον συνεπαίρνει μια ξαφνική έξαψη. Βγήκαν στον δρόμο και ξεκίνησαν με τα πόδια για το Σύνταγμα. Περπατούσαν αργά, πρώτες πήγαιναν οι ανάσες τους αχνιστές και πίσω ακολουθούσαν τα απρόθυμα βήματά τους. Μάζεψαν τον δρόμο μέχρι την Ακαδημία συζητώντας για την ταινία. Είχαν αποφασίσει να μη χαλάσουν την αποψινή βραδιά με τα άλλα. Έτσι κι αλλιώς, δεν έβγαινε τίποτα.
Στην Κοραή πέρασαν απέναντι. Λες και τα βήματά τους δεν χώραγαν στο ίδιο πεζοδρόμιο με τα περήφανα κτήρια, τη Βιβλιοθήκη, το Πανεπιστήμιο, την Ακαδημία. Πρόσεξαν και οι δύο τη σιλουέτα που ήταν κολλημένη σα χαλκομανία στην κολόνα της παλιάς πολυκατοικίας. Τάχυναν το βήμα τους, όχι όμως πολύ, κι έτσι καθώς περνούσαν από δίπλα, πρόλαβαν να δουν τι έκανε ο νεαρός άνδρας. Με τον λαιμό σχεδόν κολλημένο στον καθρέφτη της κολόνας, προσπαθούσε να πετύχει τις επιφανειακές φλέβες με μια σύριγγα γεμάτη λευκωπό υγρό. Ο Πάνος άφησε έναν υπόκωφο αναστεναγμό, σαν παρατεταμένη εκπνοή. Ο Χάρης γύρισε το κεφάλι του και ξανακοίταξε τον νεαρό και αμέσως επανέφερε το βλέμμα του στην πορεία μπροστά. «Συγγνώμη». Η λέξη ακούστηκε από το πουθενά, έμοιαζε όμως αληθινή. Χωρίς ερωτηματικό, χωρίς παράκληση στον τόνο της. «Συγγνώμη». Δεύτερη φορά. Έτσι απλά. Οι δυο φίλοι κοντοστάθηκαν. Ο Χάρης έκανε μεταβολή αγνοώντας το «μη, ρε μαλάκα» του Πάνου και πλησίασε τον νεαρό. Αναγκαστικά ακολούθησε κι ο Πάνος.
Ο νεαρός δεν ήταν πάνω από είκοσι. Το πρόσωπό του, σχεδόν εξαφανισμένο πίσω από μακριά μαύρα μαλλιά που πρέπει να είχαν μείνει άλουστα για βδομάδες, ήταν χλωμό και αποστεωμένο. Το βλέμμα του υγρό, σαν να είχε κλάψει. Ήταν αξύριστος και ιδρωμένος, σαν να είχε ξυπνήσει από άσχημο εφιάλτη. «Συγγνώμη, ρε παιδιά». Ο Χάρης κι ο Πάνος έμειναν να τον κοιτάζουν αμήχανα. Μια περίεργη αναγνωριστική σιωπή απλώθηκε ανάμεσά τους. «Θες τσιγάρο, φίλε;» ρώτησε ο Χάρης. Ο νεαρός έγνεψε καταφατικά. Έβαλε πίσω το καπάκι της σύριγγας και τη γλίστρησε στην τσέπη του μπουφάν του. «Ηρωίνη;» ρώτησε ο Χάρης καθώς του άναβε το τσιγάρο. Ο νεαρός έγνεψε πάλι καταφατικά, τραβώντας άπληστα την πρώτη ρουφηξιά από το ανέλπιστο βραδινό δώρο. «Πώς σε λένε;». Αυτή τη φορά ήταν ο Πάνος που ρωτούσε. «Άγγελο», απάντησε ο νεαρός. Ο Πάνος του έριξε άλλη μια εξεταστική ματιά, μη μπορώντας να συγκρατήσει μια υποψία χαμόγελου που χαράχτηκε στα χείλη του. Άλλη εικόνα είχε στο μυαλό του για τους  αγγέλους.
Ο Άγγελος συνέχισε να είναι αφοσιωμένος στο χαρισμένο τσιγάρο. Τα ακροδάχτυλά του ήταν κίτρινα από τη νικοτίνη και τα νύχια του βρώμικα. «Έχεις φάει τίποτα σήμερα;» τον ρώτησε ο Χάρης. Ο Άγγελος σήκωσε αδιάφορα τους ώμους. Δεν με νοιάζει-δεν πεινάω-δεν με νοιάζει που πεινάω, οι τρεις πιθανές εκδοχές, σκέφτηκε ο Χάρης. «Έλα μαζί μας. Θα πηγαίναμε να τσιμπήσουμε κάτι», πρότεινε ο Χάρης, αποφεύγοντας το απορημένο, επιφυλακτικό βλέμμα του Πάνου.
Συνέχισαν να προχωράνε και οι τρεις μαζί προς το Σύνταγμα. Ο Άγγελος κούτσαινε λίγο, σαν να τον πονούσε το αριστερό του πόδι. Είχε πάθει μια μόλυνση πριν από δυο βδομάδες σ’ εκείνη τη λοξή φλέβα του ποδιού κοντά στον αστράγαλο. Σκέτο πύο έβγαινε και το πόδι είχε τουμπανιάσει. Είχε πάει στο νοσοκομείο. Ένας γιατρός που δεν καλομιλούσε τα ελληνικά, του το είχε καθαρίσει με ιώδιο και του το είχε δέσει. Του είχε δώσει μια καρτέλα αντιβιοτικά χάπια - στη ζούλα από το φαρμακείο του νοσοκομείου - μαζί με τρία τσιγάρα και τον είχε στείλει στο καλό. Ο Άγγελος δεν ξανατσίμπησε εκείνη τη φλέβα κι ευτυχώς η μόλυνση υποχώρησε. Όμως στο περπάτημα το πόδι τον ενοχλούσε ακόμα.
Ο Πάνος κοίταξε τα παπούτσια του Άγγελου. Ως μαύρα αρβυλάκια πρέπει να είχαν κάνει τα πρώτα τους βήματα, όμως τώρα ήταν καλυμμένα από ένα παχύ στρώμα ξεραμένης σκόνης και ήταν τρύπια σε κάμποσες μεριές. Το τζιν παντελόνι του ήταν κι αυτό βρώμικο και τρυπημένο σε πολλά σημεία και αυτές οι τρύπες έδειχναν γνήσιες, βασανισμένες κι όχι ακριβοπληρωμένα κοψίματα από ψαλίδι μεγάλου μόδιστρου. Φορούσε ένα στρατιωτικό μπουφάν χωρίς κουκούλα και είχε στο λαιμό του περασμένο ένα μαύρο κασκόλ, που τον έκανε να φαίνεται ακόμα πιο χλωμός.
Οι δυο φίλοι και ο Άγγελος έστριψαν σε έναν κάθετο δρόμο και βγήκαν στη Σταδίου. Ο Κολοκοτρώνης πάνω στο άλογό του θα είχε γίνει κατεψυγμένος, αν δεν ήταν άγαλμα, σχολίασε ο Χάρης και ο Άγγελος χαμογέλασε. Τους ζήτησε άλλο ένα τσιγάρο. Ο Χάρης έβγαλε το πακέτο του και του το έδωσε ολόκληρο. Καιρό τώρα έλεγε να κόψει το κάπνισμα, ο Πάνος συνεχώς διαμαρτυρόταν ότι του βρόμαγε. Τα μάτια του Άγγελου φάνηκαν να βγαίνουν για λίγο από τις βαθουλωμένες κόγχες τους και να κοιτάζουν τον Χάρη σχεδόν με ευγνωμοσύνη.
Μπήκαν σ’ ένα φαστφουντάδικο. Οι υπόλοιποι πελάτες τους κοίταζαν με περιέργεια. Συνηθισμένοι, έτσι κι αλλιώς, οι δυο τους. Πάντα τραβούσαν αδιάκριτα βλέμματα. Πάντα κοντά τους  δεν υπήρχαν παρά αποστάσεις. Ο Χάρης κάθισε με τον Άγγελο σ’ ένα τραπέζι και ο Πάνος πήγε να φέρει φαγητό. Γύρισε γρήγορα - εξ ορισμού έτρωγε κανείς γρήγορα στα φαστφουντάδικα - με ένα μεγάλο δίσκο που είχε πάνω του τρία χάμπουργκερ, τηγανητές πατάτες και τρία μεγάλα ποτήρια μπύρα. Ο Άγγελος είχε σαστίσει.
«Γιατί όμως, ρε παιδιά;» ρώτησε με μπουκωμένο στόμα.
«Έτσι, βρε Άγγελε, χωρίς λόγο. Ή, μάλλον, πάρτο ότι είναι για την ψυχή της μάνας μου», πρόλαβε να απαντήσει ο Χάρης.
«Πέθανε η μάνα σου; Τώρα κοντά;»
«Ναι», απάντησε ο Χάρης. «Δεν βαριέσαι, έτσι κι αλλιώς δεν την έβλεπα πολύ εδώ και χρόνια».
«Πάντως, ρε φίλε, δεν νομίζω ότι η μάνα σου θα χαιρόταν πολύ αν σ’ έβλεπε μαζί μου», είπε ο Άγγελος κι ετοιμάστηκε να φάει καμιά δεκαριά πατάτες μαζί, καρφωμένες όπως-όπως στο πλαστικό πιρούνι.
Οι γονείς του Άγγελου ζούσαν στην επαρχία. Ένα συνηθισμένο πρωινό, τον πρώτο καιρό που κατάλαβαν ότι ο Άγγελος είχε μπλέξει με ναρκωτικά, ο πατέρας του τον είχε βγάλει σχεδόν με κλωτσιές από το σπίτι και του είχε κλείσει κατάμουτρα την πόρτα. Η μάνα του μυξόκλαιγε από μέσα και καθώς ο Άγγελος απομακρυνόταν, την είδε να τον κοιτάζει από το παράθυρο της κουζίνας. Βρήκε δανεικά, έφυγε για την Αθήνα, νοίκιασε μαζί με άλλους τρεις ένα υπόγειο πίσω από το Γκάζι και τον πρώτο καιρό «τσούλαγε το πράμα στους πρωτάρηδες». Δυο φορές τον είχαν πιάσει οι μπάτσοι, ευτυχώς καθαρό και χωρίς «πράμα» επάνω του, και είχε περάσει από μία νύχτα κάθε φορά στο κρατητήριο. Μετά, ο σπιτονοικοκύρης τους πέταξε έξω από την υπόγα και ο Άγγελος με τους δύο από τους τρεις φίλους του πήγαν να μείνουν σε μια μισοτελειωμένη παρατημένη οικοδομή στον Βοτανικό. Ο τέταρτος της παρέας δεν πρόλαβε να δει το καινούριο σπίτι. Τη μέρα που οι άλλοι έψαχναν πού να μείνουν, είχε βρεθεί νεκρός στις δημόσιες τουαλέτες, καρφωμένος πάνω σε μια σύριγγα με σκάρτη δόση.
Ο Άγγελος έλεγε την ιστορία του, σταματώντας κάθε τόσο για να πιει μια μεγάλη γουλιά από τη μπίρα του. Καθώς τα μάγουλά του φούσκωναν από το ξανθοκίτρινο ποτό που έρρεε στο στόμα του, ο Πάνος κι ο Χάρης μπορούσαν να φανταστούν πώς θα έμοιαζε, αν ήταν ένα συνηθισμένο αγόρι της ηλικίας του, που έτρωγε κάθε μέρα φαγητό, κοιμόταν σε καθαρά στρωσίδια και πήγαινε τα βράδια για ποτό με τους φίλους του ή για φαγητό με την κοπέλα του. Στο άπλετο, σχεδόν ενοχλητικό φως της πολύβουης αίθουσας, ο Χάρης παρατήρησε μερικές άσπρες τρίχες στους κροτάφους του Άγγελου. Οι άσπρες τρίχες ήταν η δική του αγωνία. Κι ας του έλεγε ο Πάνος πως όταν γκριζάρει, θα μοιάζει με τον Κλούνι. Κοιταζόταν καθημερινά στον καθρέφτη με τρόμο. Ευτυχώς, μέχρι τώρα έβλεπε έναν καλοδιατηρημένο σαραντάρη, με σφιχτό γυμνασμένο κορμί. Το πρόσωπό του ήταν λαμπερό και αρυτίδιαστο, αποτέλεσμα της συστηματικής χρήσης ενυδατικών προϊόντων. Με ειδική μηχανή διατηρούσε γένια «τριών ημερών» και πρόσφατα είχε βάλει σκουλαρίκι - δώρο του Πάνου - στο αριστερό αυτί.
«Θέλεις τίποτα άλλο, Άγγελε;» τον ρώτησε ο Πάνος.
Τα μάτια του Άγγελου λαμπύρισαν σαν του παιδιού που του τάζουν καινούριο παιχνίδι, αλλά προς στιγμή δίστασε.
«Έλα, πες το», τον παρότρυνε ο Χάρης.
«Ρε φίλε, ξέρεις τι έχω πεθυμήσει; Ένα παγωτό χωνάκι με σοκολάτα και κρέμα… Να από αυτά!» έδειξε με το χέρι του ένα κοριτσάκι σε κοντινό τραπέζι που έτρωγε ένα χωνάκι με παγωτό. Η μητέρα του παιδιού έδειξε να ενοχλείται και τους κοίταξε άγρια.
Αυτή τη φορά σηκώθηκε ο Χάρης να φέρει την παραγγελία. Πήρε και για τους τρεις τους από ένα παγωτό.
«Άγγελε, προσπάθησες ποτέ να ξεκόψεις;» τον ρώτησε ο Πάνος.
«Στην αρχή με το χασίσι, όχι. Την καταέβρισκα να είμαι φτιαγμένος. Αρχοντιά, φίλε! Δεν σου καίγεται καρφί για τίποτα… Μετά άρχισα την άσπρη. Δεν έβρισκα πάντακι αυτή που έβρισκα, δεν φτούραγε. Μια φορά, ένας σκατένιος μου έδωσε μπλεγμένο, σκάρτο πράμα. Κόντεψα να πεθάνω. Σηκωτό με πήγαν στο νοσοκομείο. Μου έκαναν διάφορα μαντζούνια, συνήλθα, τους την έκανα… Σιγά μην καθόμουν να με δώσουν στους κοινωνικούς λειτουργούς τους…»
Ο Πάνος κοίταξε το ρολόι του. Κόντευε μία. Είχε αρχίσει να νυστάζει. Μάλλον όμως περισσότερο, είχε αρχίσει να τον στενοχωρεί η παράταση αυτής της συνάντησης. Είχαν τελειώσει και οι τρεις το παγωτό τους. Ο Άγγελος είχε το στόμα του ελαφρά πασαλειμμένο με σοκολάτα. Φαινόταν ευχαριστημένος, σχεδόν γαλήνιος. Ο Πάνος αναρωτήθηκε αν θα φαίνεται ακριβώς έτσι, όταν θα έχει πάρει τη δόση του. Έκανε νόημα με το βλέμμα στον Χάρη να σηκωθούν. Ο Άγγελος σηκώθηκε κι αυτός.
Βγήκαν από το φαστφουντάδικο. Η νύχτα, ή μάλλον η αρχή της μέρας, είχε παγώσει για τα καλά. Ο Άγγελος έσφιξε το μαύρο κασκόλ στον λαιμό του και έβγαλε ν’ ανάψει τσιγάρο. Θα έχει τελειώσει όλο το πακέτο πριν εμείς προλάβουμε να φτάσουμε στο σπίτι, έκαναν και οι δυο την ίδια σκέψη. Κοντοστάθηκαν επάνω στην πλατεία Συντάγματος. Ο Άγγελος στεκόταν αμήχανος απέναντί τους.
«Ρε παιδιά, τι να πω… Ευχαριστώ πολύ… Ν’ αγιάσει η ψυχή της μάνας σου, ρε φίλε… Δεν μου έχει ξαναγίνει αυτό… Όμως, ρε μάγκες, να σας ρωτήσω κάτι; Αν θέλετε, μου απαντάτε… Είστε... μαζί… εννοώ… είστε… σε… φάση;…»
Ο Χάρης κι ο Πάνος γέλασαν πιο πολύ με το ύφος του Άγγελου, παρά με τη χιλιοακουσμένη ερώτηση. Αντί για απάντηση, ο Χάρης χάιδεψε απαλά τα φρεσκολουσμένα μαλλιά του Πάνου. Ο Άγγελος χαμογέλασε κι αυτός.
«Είναι μαγκιά να έχεις κάποιον δίπλα σου… Μεγάλη μαγκιά…», είπε.
Έκανε μεταβολή και άρχισε να απομακρύνεται κουτσαίνοντας. Η καύτρα του τσιγάρου του έμοιαζε με πυγολαμπίδα που τον ακολουθεί. Οι δυο φίλοι είχαν μείνει αφηρημένοι να τον παρατηρούν, μέχρι που έστριψε στην αρχή της Σταδίου. Μετά, σαν να ξύπνησαν απότομα, άρχισαν να βαδίζουν βιαστικά, σχεδόν τρέχοντας, προς τη στάση του μετρό. Ήταν ζήτημα αν θα προλάβαιναν το τελευταίο δρομολόγιο. Κατέβηκαν τα σκαλιά και σταμάτησαν στα εκδοτήρια των εισιτηρίων. Ήταν κλειστά. Καθώς γύριζαν να φύγουν, η ματιά του Χάρη έπεσε πάνω σε μια από τις φωτεινές οθόνες. Δεξιά ο καιρός. Οκτώ βαθμοί Κελσίου, συννεφιά. Αριστερά το εορτολόγιο. Σήμερα γιορτάζουν: Δεν υπάρχει γνωστή γιορτή. Κι όμως το εορτολόγιο για πρώτη φορά είχε κάνει λάθος. Μπορούσαν και οι δυο να το βεβαιώσουν. Κάποιος είχε γιορτάσει σήμερα. Και μάλιστα, μετά από πολύ καιρό.

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ένεκεν, τεύχος 24, Απρίλιος-Μάιος-Ιούνιος 2012)

12.8.12

Τα τσιπς του Ian McEwan και ο μύθος του ανυποψίαστου κλέφτη



           Μια αδιαφιλονίκητη κατάρα σε όλες τις δίαιτες είναι τα τσιπς. Ίσως γιατί «κανείς δεν μπορεί να φάει μόνο ένα», όπως διατύπωνε με σχεδόν δογματική σιγουριά μια παλιά τηλεοπτική διαφήμιση. Δεν υπάρχει μεγαλύτερος διαιτητικός πειρασμός, πιο ανυπέρβλητο εμπόδιο, από ένα σακουλάκι με τσιπς ανοιχτό πάνω στο τραπέζι. Και δεν πρέπει να υπάρχει εντονότερη και ταχύτερα αναπτυσσόμενη εξάρτηση από την ανάγκη, μετά το πρώτο, να φας ένα δεύτερο πατατάκι. Η συμπεριφορά αυτή εκφράζεται με τον ίδιο τρόπο ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, κοινωνικής κατάστασης, επιπέδου εκπαίδευσης.

            Ο καθηγητής Μπίαρντ, κεντρικός ήρωας του Ίαν Μακ Γιούαν στο τελευταίο βιβλίο του (Solar), είναι ένας Νομπελίστας φυσικός, μεσήλικας, με πέντε αποτυχημένους γάμους και έναν κακογερασμένο πλαδαρό εαυτό, που βλέπει τη ζωή του να ανακατεύεται ανεπανόρθωτα από γεγονότα σε μεγάλο βαθμό τυχαία. Η τελευταία σύζυγός του τον αφήνει για ένα νεότερο οικοδόμο με καλογυμνασμένο σώμα, στη συνέχεια όμως τον απατά με έναν από τους νεότερους και πιο άξιους συνεργάτες του. Σε μια απρόσμενη συνάντηση των δύο ανδρών στο σπίτι του Μπίαρντ, με τον νεαρό συνεργάτη του Μπίαρντ να φοράει τη ρόμπα του καθηγητή, ο νεαρός τραυματίζεται θανάσιμα στον αυχένα γλιστρώντας σε ένα χαλάκι από ταριχευμένη αρκούδα, το ίδιο στο οποίο είχε σκοντάψει αρκετές φορές ο Μπίαρντ στο παρελθόν. Πανικόβλητος ο Μπίαρντ επινοεί και δημιουργεί πλαστές ενδείξεις φονικής συμπλοκής των δύο εραστών της γυναίκας του. Από αυτή τη στιγμή και μετά, ο Μπίαρντ ζει βαδίζοντας πάνω σε κινούμενη άμμο, με τη μία ανατροπή να διαδέχεται την άλλη.

            Πέντε χρόνια αργότερα, ο Μπίαρντ, έχοντας υποστεί αλλεπάλληλα πλήγματα στην επαγγελματική και προσωπική του ζωή, φτάνει αεροπορικώς στο Λονδίνο και επιβιβάζεται στο τρένο. Μετά από σχετική εσωτερική πάλη, ηττημένος για άλλη μια φορά από τον αδύναμο εαυτό του, έχει αγοράσει ένα σακουλάκι τσιπς με ρίγανη και ξύδι για τη διαδρομή. Στο βαγόνι του τρένου, κάθεται απέναντι σ’ ένα γεροδεμένο νεαρό με ξυρισμένο κεφάλι. Ο Μπίαρντ, μισονυσταγμένος, χορτασμένος από ένα φορτωμένο γεύμα στο αεροπλάνο, βυθίζεται στο κάθισμά του παραμένοντας σε μια νωθρή κατάσταση μεταξύ ύπνου και εγρήγορσης. Μπροστά του ακριβώς είναι το σακουλάκι του με τα τσιπς και ένα μπουκάλι με νερό του νεαρού συνεπιβάτη του. Ξαφνικά ο Μπίαρντ περνάει από την υπναγωγική φάση στην πλήρη ενάργεια, ανοίγει το σακουλάκι και παίρνει το πρώτο πατατάκι.

[…] 
Ήταν ένας άντρας που έπαιρνε στα σοβαρά τις απολαύσεις του. Το κόλπο ήταν να ακουμπάς τα τσιπς στο κέντρο της γλώσσας, και αφού αφήσεις τη γεύση να απλωθεί στο στόμα, να πιέζεις την πατάτα απότομα ώστε να θρυμματιστεί στον ουρανίσκο. Υποστήριζε τη θεωρία ότι η τραχιά ακανόνιστη επιφάνεια προκαλούσε μικροσκοπικές αμυχές στον βλεννογόνο, μέσα στις οποίες διείσδυαν το αλάτι και τα χημικά, προκαλώντας μια ήπια αλλά ξεχωριστή αίσθηση ανάμεσα στον πόνο και την απόλαυση.
 […]
            Ο συνεπιβάτης του τον παρατηρεί και, μέσα από τη ματιά του, ο Μπίαρντ κάνει μια αυστηρή αυτοκριτική-«ένας χοντρός βλάκας κάποιας ηλικίας που μεταλαβαίνει περιπαθώς, σαν άλλη όστια, μια ανθυγιεινή μπουκιά». Σε λίγο ο νεαρός συνεπιβάτης παίρνει αμίλητος ένα πατατάκι από το σακουλάκι και το τρώει «όχι με τη βιασύνη του Μπίαρντ, αλλά με μια αναιδή κίνηση των σιαγόνων, μασώντας με το στόμα ανοιχτό ώστε να μπορεί ο καθένας να δει το πατατάκι να γίνεται πολτός πάνω στη γλώσσα του». Ο Μπίαρντ παγώνει, αποσβολώνεται από τη θρασύτητα του νεαρού· από το μυαλό του περνάνε επιθετικές σκέψεις, που σιγαλιάζουν αμέσως, καθώς το αποτέλεσμα θα ήταν πέραν κάθε αμφιβολίας επώδυνο για τον Μπίαρντ.

            Η βουβή, ακούσια μοιρασιά των τσιπς  συνεχίζεται μέχρι το τέλος της διαδρομής που σχεδόν συμπίπτει χρονικά με το τέλος της διαδρομής. Ο νεαρός προσφέρει το σακουλάκι με τα δύο τελευταία τσιπς στον Μπίαρντ. Εκείνος το θεωρεί προσβολή και του γυρίζει την πλάτη. Ο νεαρός τσαλακώνει το σακουλάκι, το πετάει στα σκουπίδια και καθαρίζει με το χέρι του το τραπέζι από τα ψίχουλα και το αλάτι. Ο Μπίαρντ βράζει μέσα του και αυτή την οργισμένη φλόγα τη σβήνει παίρνοντας με μια αιφνιδιαστική κίνηση το μπουκάλι με το νερό του νεαρού και στραγγίζοντάς το μέχρι τελευταίας σταγόνας. Ο νεαρός σηκώνεται, καθώς το τρένο έχει πλέον σταματήσει, και κατεβάζει τη βαλίτσα του Μπίαρντ από το ράφι των αποσκευών, επιδεικνύοντας-όπως νομίζει ο καχύποπτος Μπίαρντ- το ύψος και τα γεροδεμένα μπράτσα του.

            Πριν συνέλθει εντελώς από την ταραχή που του προκάλεσε η αναιδής συμπεριφορά του νεαρού, ο Μπίαρντ ανακαλύπτει στο βάθος της τσέπης του πανωφοριού του το σακουλάκι με τα τσιπς, άθικτο. Συνειδητοποιεί ότι είχε φάει τα πατατάκια του νεαρού και είχε πιει το νερό του κι εκείνος του κατέβασε και τη βαλίτσα του. Οι αναδρομικές τύψεις είναι έτοιμες να εισβάλουν, όμως ο Μπίαρντ τις απωθεί, χωρίς να παραβλέπει το γεγονός ότι ο νεαρός ήταν μάλλον «ανθρωπιστής» παρά αγενής.

            Δεν ξέρω πόσο ψηλά στο βάθρο των συγγραφέων είναι δίκαιο να τοποθετηθεί ο  Ίαν Μακ Γιούαν, όμως ο τρόπος που προσεγγίζει και αποτυπώνει στο χαρτί τα γεγονότα, τις αντιδράσεις και τη σκέψη των ηρώων του εμένα συχνά με αφήνει άφωνη. Είναι αυτή η λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό και η καταλυτική επίδραση της τύχης, σταθερά συστατικά στη μυθοπλασία του Ίαν Μακ Γιούαν, που κάνουν τη γραφή του απέραντα γοητευτική, ακόμα κι όταν περιγράφει απλές καθημερινές σκηνές.

            Αναζήτησα στοιχεία για το Solar και με έκπληξη είδα ότι ο συγγραφέας είχε κατηγορηθεί για τη συγκεκριμένη σκηνή για λογοκλοπή (δεύτερη φορά μετά από μια πρώτη κατηγορία λογοκλοπής για την «Εξιλέωση», που όμως κατέπεσε στη συνέχεια). Πριν εκδοθεί το βιβλίο, ο Ίαν Μακ Γιούαν μιλούσε γι’ αυτό σε ένα λογοτεχνικό φεστιβάλ της Ουαλίας και αναφέρθηκε στη σκηνή με τα τσιπς. Τότε σηκώθηκε κάποιος από το ακροατήριο και του είπε ότι αυτό το επεισόδιο δεν είναι πρωτότυπο, αλλά ότι έχει ξαναγραφτεί στο παρελθόν. Έκπληκτος και λίγο ντροπιασμένος, ο  Ίαν Μακ Γιούαν δεσμεύτηκε να ψάξει τη βιβλιογραφία και να αποσύρει τη σκηνή από το βιβλίο.

            Ο μύθος του ανυποψίαστου κλέφτη (“unwitting thief”) στη λογοτεχνία είναι παλιός· αντιμετωπίζεται πλέον ως κλασικό μοτίβο, στο οποίο έχει δοθεί και κωδικός (Ν360) σε λογοτεχνικά εγχειρίδια που αναφέρονται σε μύθους και παραδόσεις της Αγγλίας και της Β. Αμερικής. Διάφορες εκδοχές ανυποψίαστων κλεφτών με ποικίλα σενάρια και αντικείμενα κλοπής αναφέρονται σε προφορικές και γραπτές διηγήσεις. Όλες χρησιμοποιούν το εύρημα της ακούσιας κλοπής για να προβάλουν τις ηθικές και συναισθηματικές μεταβολές των εμπλεκομένων προσώπων. Το επεισόδιο με τα πατατάκια στο Solar του Ίαν Μακ Γιούαν θυμίζει έντονα αντίστοιχες ιστορίες με τους δύο συνεπιβάτες που μοιράζονται απρόθυμα μια σοκολάτα Kit-Kat ή μπισκότα, μέχρις ότου ο ένας, που νόμιζε τον άλλο για κλέφτη, συνειδητοποιεί ότι κλέφτης είναι ο ίδιος.

            Στο παρελθόν, έχει αναφερθεί και κινηματογραφική λογοκλοπή με το μοτίβο του «ανυποψίαστου κλέφτη». Ο Adam Davidson, βραβευμένος με Όσκαρ για την ταινία “The Lunch date”, κατηγορήθηκε ότι υπέκλεψε μια σκηνή της ταινίας του από μια ανεξάρτητη ολλανδική παραγωγή με τίτλο Boeuf Bourgignon. H επίμαχη σκηνή δείχνει μια καλοντυμένη λευκή γυναίκα που αγοράζει φαγητό σε μια καφετέρια, αφήνει τον δίσκο της σ’ ένα τραπέζι και πηγαίνει να φέρει μαχαιροπίρουνα. Όταν επιστρέφει στο τραπέζι της, βρίσκει έναν μαύρο άνδρα με βρώμικα, φθαρμένα ρούχα να τρώει το φαγητό της. Κάθονται και οι δυο και τρώνε από το ίδιο γεύμα, ώσπου ο μαύρος σηκώνεται και φέρνει δύο φλιτζάνια με καφέ. Όταν ο μαύρος τελειώνει το φαγητό του και φεύγει, η γυναίκα συνειδητοποιεί ότι έχει κλέψει το φαγητό του φτωχού μαύρου, αφού το δικό της βρίσκεται άθικτο σε κάποιο παρακείμενο τραπέζι.

              Ο ίδιος ο συγγραφέας, έχοντας προφανώς στη συνέχεια διαβάσει τα σχετικά, βάζει τον Μπίαρντ να δίνει μια διάλεξη και στο τέλος της να αναφέρεται στο γεγονός με τα τσιπς. Τότε, ένας λέκτορας από το ακροατήριο του κάνει την ίδια υπόδειξη που είχε δεχτεί ο Ίαν Μακ Γιούαν, ότι δηλαδή η ιστορία δεν είναι αυθεντική, αλλά πρόκειται για μια εκδοχή του "κλέφτη χωρίς πρόθεση". Με αυτή την αφορμή, ο συγγραφέας βάζει τον λέκτορα να αναφέρεται στον σχετικό μύθο, παραθέτοντας αρκετά στοιχεία από τη βιβλιογραφία. Έτσι τελικά, το πάθημα του συγγραφέα ενσωματώθηκε ως μάθημα στο βιβλίο, επιτρέποντάς του να διατηρήσει την καταπληκτική σκηνή με τα τσιπς.

             Δεν ήξερα για το μοτίβο του «ανυποψίαστου κλέφτη» και κυριολεκτικά με καθήλωσε η διήγηση του Ίαν Μακ Γιούαν. Όμως και αφού ανέτρεξα στις σχετικές πληροφορίες και ξαναδιάβασα το κομμάτι μέσα από το Solar για να γράψω τούτες τις αράδες, δεν μειώθηκε ο θαυμασμός μου για την επιδεξιότητα του Ίαν Μακ Γιούαν να σκιαγραφεί τόσο αριστοτεχνικά τη ζωή των χαρακτήρων του, στιγμή προς στιγμή και σκέψη προς σκέψη, ώστε και ακόμα και σε ένα απλό κατούρημα, ταυτόχρονα με την ουροδόχο κύστη, ο ήρωας να αδειάζει την ψυχή του, το μυαλό του και όλη την περασμένη του ζωή. Τέτοιους συγγραφείς στ’ αλήθεια τους ζηλεύω.




ΠΗΓΕΣ:

  1. Peter Wilson. Writer Ian McEwan’s train tale may get shunted. The Australian, June 3, 2008. http://www.theaustralian.com.au/news/writers-train-tale-may-get-shunted/story-e6frg6to-1111116519854
  2. Gail de Vos. Tales, rumors and gossip.  Exploring contemporary folk literature in grades 7 – 12. Libraries Unlimited, 1996.

"Thank you for the light"- Ένα μέχρι τώρα ανέκδοτο διήγημα του Francis Scott Fitzgerald


Η κυρία Χάνσον ήταν μια όμορφη, μα κάπως ταλαιπωρημένη γυναίκα γύρω στα 40, που πουλούσε κορσέδες και ζωνάρια, ταξιδεύοντας έξω από το Σικάγο. Για πολλά χρόνια η περιοχή της οριζόταν από το Τολέδο, τη Λίμα, το Σπρίνγκφιλντ, το Κολόμπους, την Ινδιανάπολη και το Φορτ Γουέιν και η μετάθεσή της στην περιφέρεια Αϊοβα - Κάνσας - Μιζούρι αποτελούσε προαγωγή, καθώς η εταιρεία της είχε επεκταθεί πιο δυναμικά στα δυτικά του Οχάιο.
Στ' ανατολικά έπιανε την κουβέντα με τους πελάτες και συχνά είχε προσφορές για ένα ποτό ή ένα τσιγάρο στο γραφείο κάποιου αγοραστή, όταν τέλειωνε η δουλειά. Σύντομα όμως κατάλαβε ότι στην καινούργια περιφέρεια τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Οχι μόνο δεν τη ρωτούσαν ποτέ αν ήθελε να καπνίσει, αλλά αρκετές φορές, στη δική της ερώτηση, αν είχε κανείς αντίρρηση να ανάψει τσιγάρο, της απαντούσαν μισοαπολογητικά ότι «δεν είναι ότι ενοχλούμαι εγώ, αλλά επηρεάζει αρνητικά τους εργαζομένους».
«Α, φυσικά, καταλαβαίνω».
Το κάπνισμα σήμαινε πολλά γι' αυτήν ώρες-ώρες. Δούλευε πολύ σκληρά και το τσιγάρο μπορούσε να την ξεκουράσει και να τη χαλαρώσει ψυχολογικά. Ηταν χήρα και δεν είχε στενούς συγγενείς ώστε να τους γράφει τα απογεύματα και τα μάτια της δεν άντεχαν πάνω από μία ταινία την εβδομάδα, επομένως το κάπνισμα κατέληξε να είναι ένα απαραίτητο σημείο στίξης στη μακροσκελή πρόταση μιας ημέρας στον δρόμο.
Η τελευταία εβδομάδα του πρώτου ταξιδιού της με το νέο δρομολόγιο τη βρήκε στην πόλη του Κάνσας. Ηταν μέσα Αυγούστου και ένιωθε λίγη μοναξιά ανάμεσα σε όλες εκείνες τις νέες επαφές, έτσι λοιπόν χάρηκε όταν βρήκε στη ρεσεψιόν μιας εταιρείας κάποια γυναίκα που γνώριζε από το Σικάγο. Κάθησε μαζί της μέχρι να τη φωνάξουν και στην πορεία της συζήτησης έμαθε μερικά πράγματα για τον άνδρα που επρόκειτο να δει.
«Θα τον πειράξει αν καπνίσω;».
«Τι; Θεέ μου, ναι!» είπε η φίλη της. «Εχει δώσει λεφτά για να στηρίξει τον αντικαπνιστικό νόμο».
«Α. Καλά, σου είμαι ευγνώμων για τη συμβουλή - κάτι παραπάνω από ευγνώμων».
«Καλύτερα να προσέχεις με δαύτο παντού εδώ γύρω» είπε η φίλη της. «Κυρίως με τους άνδρες άνω των 50. Οσους δεν πήγαν στον πόλεμο. Ενας κύριος μου έλεγε ότι κανείς από όσους πήγαν στον πόλεμο δεν θα είχε ποτέ πρόβλημα με όποιον καπνίζει».
Αλλά στην αμέσως επόμενη στάση της έπεσε πάνω στην εξαίρεση. Φαινόταν μια χαρά νεαρός, αλλά τα μάτια του είχαν στυλωθεί με τέτοια έκπληξη πάνω στο τσιγάρο που χτυπούσε στο νύχι του αντίχειρά της, ώστε η κυρία Χάνσον αναγκάστηκε να το κρύψει. Ανταμείφθηκε όμως όταν ο νεαρός της ζήτησε να γευματίσουν μαζί το μεσημέρι, ενώ μέσα σε μία ώρα είχε στα χέρια της και μια άκρως αξιόλογη παραγγελία.
Υστερα ο νεαρός επέμεινε να την πάει με το αυτοκίνητο στο επόμενο ραντεβού της, μολονότι εκείνη σκόπευε να βρει κάποιο ξενοδοχείο κάπου εκεί κοντά και να τραβήξει μερικές τζούρες στην τουαλέτα. Ηταν μια από εκείνες τις ημέρες που είναι γεμάτες αναμονή - όλοι ήταν απασχολημένοι, όλοι αργούσαν, και όταν εντέλει εμφανίζονταν οι πελάτες, είτε ανήκαν σ' εκείνη την κατηγορία των ανδρών με τα μακρόστενα πρόσωπα που καθόλου δεν τους αρέσουν οι μικρές αδυναμίες των άλλων ανθρώπων, είτε ήταν γυναίκες, θέλοντας ή μη αφοσιωμένες στις ιδέες αυτών των ανδρών.
Είχε να καπνίσει από το πρωί και ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι αυτός ήταν ο λόγος για εκείνη την ακαθόριστη δυσαρέσκεια που ένιωθε στο τέλος κάθε επίσκεψης, ανεξάρτητα από το πόσο επιτυχής είχε αποδειχθεί από επαγγελματικής απόψεως. Ελεγε, «πιστεύουμε ότι καλύπτουμε ένα διαφορετικό κομμάτι της αγοράς.
Ολα βεβαίως από λάστιχο και καναβάτσο είναι φτιαγμένα, αλλά ο δικός μας τρόπος κατασκευής διαφέρει. Η αύξηση της διαφήμισης κατά 30% σε εθνικό επίπεδο μέσα σ' έναν χρόνο μιλά από μόνη της».
Και από μέσα της σκεφτόταν: Αν μπορούσα να τραβήξω έστω τρεις τζουρίτσες, θα πουλούσα ακόμα και παλιομοδίτικες μπαλένες.
Είχε να επισκεφθεί άλλο ένα κατάστημα τώρα, αλλά είχε ακόμα κανένα μισάωρο για το ραντεβού. Ηταν ακριβώς η ευκαιρία να πάει στο ξενοδοχείο της αλλά, καθώς δεν υπήρχε κανένα ταξί εκεί γύρω, άρχισε να περπατάει σκεπτόμενη: Μάλλον πρέπει να κόψω το τσιγάρο. Κοντεύω να πάθω εθισμό με δαύτο.
Μπροστά της είδε τον καθεδρικό ναό. Εδειχνε πολύ ψηλός, και ξαφνικά της ήρθε μια λαμπρή ιδέα: αφού ανέβαινε τόσο θυμίαμα στους πυργίσκους εκεί ψηλά προς τον Θεό, λίγος καπνός εκεί στον πρόδομο δεν θα έκανε μεγάλη διαφορά. Καθόλου δεν θα τον πείραζε τον Υψιστο αν μια καταπονημένη γυναίκα τραβούσε μερικές τζούρες στον πρόδομο.
Μολαταύτα, αν και δεν ήταν καθολική, η σκέψη αυτή την ενόχλησε. Ηταν άραγε τόσο σημαντικό να καπνίσει, από τη στιγμή που θα μπορούσε να ενοχλήσει τόσο κόσμο; Και όμως. Δεν θα τον ενοχλήσει, συλλογιζόταν επίμονα. Στην εποχή Του, δεν είχαν καν ανακαλύψει το ταμπάκο…
Μπήκε στην εκκλησία∙ ο πρόδομος ήταν σκοτεινός. Ψαχούλεψε μέσα στην τσάντα της για να βρει σπίρτα, αλλά δεν βρήκε τίποτα. Θα πάω ν' ανάψω από κανένα κερί, σκέφτηκε.
Μονάχα μια κηλίδα φωτός στη γωνία έσπαγε το σκοτάδι στο κεντρικό κλίτος του κυρίως ναού. Προχώρησε στον διάδρομο προς εκείνη τη λευκή θαμπάδα και είδε ότι δεν προερχόταν από τα κεριά και ότι, σε κάθε περίπτωση, σύντομα θα χανόταν - ένας γέρος ετοιμαζόταν να σβήσει την τελευταία λάμπα λαδιού.
«Τούτα 'δώ είναι τάματα» είπε. «Τη νύχτα τα σβήνουμε. Πιστεύουμε πως έχει μεγαλύτερη σημασία για τον κόσμο που μας τα φέρνει να τα έχουμε και την επόμενη μέρα παρά να καίνε όλη νύχτα».
«Κατάλαβα».
Ο γέρος έσβησε και την τελευταία λάμπα. Τώρα δεν είχε απομείνει κανένα φως στον καθεδρικό, εκτός από έναν ηλεκτρικό πολυέλαιο που ήταν κρεμασμένος ψηλά και τη μονίμως αναμμένη λάμπα μπροστά από το Ιερό.
«Καληνύχτα» είπε ο νεωκόρος.
«Καληνύχτα».
«Υποθέτω ότι ήρθες να προσευχηθείς».
«Ναι, γι' αυτό ήρθα».
Εκείνος έφυγε και μπήκε στο σκευοφυλάκιο. Η κυρία Χάνσον γονάτισε για να προσευχηθεί.
Είχε πολύ καιρό να προσευχηθεί. Καλά-καλά δεν ήξερε ούτε και για ποιο πράγμα να προσευχηθεί, κι έτσι προσευχήθηκε για τον εργοδότη της και για τους πελάτες της στο Ντε Μόιν και την πόλη του Κάνσας. Οταν τέλειωσε τις προσευχές της, σηκώθηκε. Μια εικόνα της Παναγίας την κοιτούσε από μια κόγχη, δυο μέτρα πάνω από το κεφάλι της.
Εστρεψε και εκείνη το βλέμμα της προς τα 'κεί. Επειτα σηκώθηκε ξανά όρθια και έγειρε νωχελικά προς τα πίσω στη γωνία του στασιδιού. Στη φαντασία της, η Παρθένος Μαρία κατέβηκε, όπως στο θεατρικό έργο «Το θαύμα», και πήρε τη θέση της, άρχισε να πουλάει κορσέδες και ζωνάρια για λογαριασμό της ώσπου κουράστηκε, όπως ακριβώς και η ίδια. Υστερα, για μερικά λεπτά, η κυρία Χάνσον μάλλον αποκοιμήθηκε.
Ξύπνησε με την αίσθηση ότι κάτι είχε αλλάξει και σιγά-σιγά αντιλήφθηκε ότι στον αέρα υπήρχε μια γνώριμη μυρωδιά που δεν ήταν θυμίαμα και ότι την έτσουζαν τα δάχτυλά της. Κατόπιν συνειδητοποίησε ότι το τσιγάρο που κρατούσε στο χέρι της ήταν αναμμένο - έκαιγε.
Πολύ γλαρωμένη ακόμα για να σκεφτεί, τράβηξε μια τζούρα για να μη σβήσει η καύτρα. Υστερα ύψωσε το βλέμμα της προς την κόγχη της Παναγίας, κάπου εκεί στο μισοσκόταδο.
«Ευχαριστώ για τη φωτιά» είπε.
Αλλά δεν της φάνηκε αρκετό και έτσι έπεσε στα γόνατα, με τον καπνό του τσιγάρου ανάμεσα στα δάχτυλά της να στροβιλίζεται ανεβαίνοντας ψηλά.
«Ευχαριστώ πολύ για τη φωτιά» είπε.

(Απόδοση στα ελληνικά: Γρηγόρης Μπέκος / Επιμέλεια: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου)


Γράφει ο Γρηγόρης Μπέκος στο ΒΗΜΑ της Κυριακής 12-8-12:

Το 1936, τέσσερα χρόνια πριν από τον θάνατό του από καρδιακό επεισόδιο στα 44 του, ο αμερικανός συγγραφέας Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ είχε προσφέρει στο έγκριτο περιοδικό «The New Yorker» ένα διήγημα 1.173 λέξεων με τον τίτλο «Thank You For The Light» (Ευχαριστώ για τη φωτιά). 

Το έντυπο απέρριψε τότε το διήγημα του συγγραφέα, που το 1925 είχε εκδώσει το κλασικό πλέον μυθιστόρημα «Ο υπέροχος Γκάτσμπι». 

«Φοβούμαστε ότι είναι εντελώς απίθανο να δημοσιευθεί αυτό το διήγημα του Φιτζέραλντ. Μας φαίνεται τόσο παράξενο κι ασυνήθιστο ώστε να το έχει γράψει αυτός, και σίγουρα υπέρ το δέον φανταστικό. Θα δίναμε πολλά, βεβαίως, για να έχουμε στις σελίδες μας μια ιστορία του Σκοτ Φιτζέραλντ και ευελπιστούμε ότι θα μας στείλετε κάτι που θα φαίνεται πιο ταιριαστό. Ευχαριστούμε, σε κάθε περίπτωση, που το θέσατε υπ' όψιν μας» έγραφε συγκεκριμένα η απαντητική επιστολή του περιοδικού.

Τα εγγόνια του συγγραφέα βρήκαν το εν λόγω διήγημα ανάμεσα σε κάποια έγγραφά του και στη συνέχεια το παρέδωσαν στον μελετητή του έργου και επιμελητή του, Τζέιμς Γουέστ. 

Η υπεύθυνη λογοτεχνίας του αμερικανικού περιοδικού Ντέμπορα Τρέισμαν εικάζει σήμερα ότι το διήγημα απορρίφθηκε εξαιτίας της ασεβούς μεταχείρισης που επεφύλαξε τότε ο συγγραφέας στην Παρθένο Μαρία. Η τελευταία όμως «έχει υποστεί πολύ χειρότερα πράγματα έκτοτε απ' ό,τι στα χέρια του Φιτζέραλντ εκείνη την εποχή». 

Η ίδια υποστηρίζει ότι σήμερα μπορούμε να το διαβάσουμε ως ένα «υπέροχο μικρό προσχέδιο» και να το δούμε ως μια «λεπτομέρεια λογοτεχνικού ενδιαφέροντος».

Εβδομήντα έξι ολόκληρα χρόνια μετά, το «New Yorker» δημοσιεύει το διήγημα στο νέο του τεύχος που κυκλοφορεί τη Δευτέρα 6 Αυγούστου 2012. 

Πρωταγωνίστρια της ιστορίας είναι η κυρία Χάνσον που «ήταν μια όμορφη, μα κάπως ταλαιπωρημένη γυναίκα γύρω στα σαράντα, που πουλούσε κορσέδες και ζωνάρια, ταξιδεύοντας έξω απ' το Σικάγο» και γι' αυτήν «το κάπνισμα κατέληξε να είναι ένα απαραίτητο σημείο στίξης στη μακροσκελή πρόταση μιας ημέρας στο δρόμο».