(φωτ. Karsten Hamre) |
O Χάρης
και ο Πάνος σπάνια πήγαιναν σινεμά. Συνήθως δεν ήταν για καλό λόγο, αλλά για να
ξεφύγουν από κάτι που τους βασάνιζε, μόνο τον ένα ή και τους δύο μαζί. Το
σκοτάδι της κινηματογραφικής αίθουσας θάμπωνε τις δικές τους ζωές και μίκραινε
τα βάσανά τους. Πολλά βασάνιζαν και τους δύο μαζί, με πρώτο και σημαντικότερο
αυτό το «οι δύο μαζί». Η σχέση τους βρισκόταν ήδη στον πέμπτο χρόνο και τα
τελευταία τρία χρόνια έμεναν μαζί. Ο Χάρης είχε μετακομίσει στο διαμέρισμα του
Πάνου για να γλιτώσουν το ένα από τα δύο νοίκια. Κανονικός πόλεμος είχε
ξεσπάσει στις δυο οικογένειες μετά από αυτή τη μετακόμιση. Βαριές κουβέντες,
λόγια που δεν ξεχνιούνται. Ένα χρόνο είχε κάνει ο Πάνος να μιλήσει στους δικούς
του, εννιά μήνες ο Χάρης.
Η ταινία που σύστηναν όλοι οι
κριτικοί εκείνη την εβδομάδα ήταν η Λευκή Κορδέλα του Μίκαελ Χάνεκε. Ο Χάρης
κι ο Πάνος την είδαν στο Ιντεάλ της Πανεπιστημίου. Προτιμούσαν πάντα την
τελευταία παράσταση. Να φεύγουν όταν έχει πια πέσει για τα καλά η νύχτα. Να
μπορούν να περπατάνε κοντά ο ένας στον άλλο, να αγγίζονται, χωρίς να τους
καρφώνουν πολλά μάτια. Τη νύχτα τα μάτια βλέπουν αλλιώς, συγχωρούν αλλιώς. Η
νύχτα είναι ένας κόσμος που η ίδια η νύχτα φωτίζει, είχε κάπου διαβάσει ο
Χάρης.
Ο κινηματογράφος ήταν γεμάτος - οι κριτικές πάντα πείθουν.
Στην έξοδο, ο Χάρης κόλλησε αναγκαστικά πάνω στον Πάνο και παρά τη βραδινή
παγωνιά, ένιωσε να τον συνεπαίρνει μια ξαφνική έξαψη. Βγήκαν στον δρόμο και
ξεκίνησαν με τα πόδια για το Σύνταγμα. Περπατούσαν αργά, πρώτες πήγαιναν οι ανάσες τους
αχνιστές και πίσω ακολουθούσαν τα απρόθυμα βήματά τους. Μάζεψαν τον δρόμο μέχρι
την Ακαδημία συζητώντας για την ταινία. Είχαν αποφασίσει να μη χαλάσουν την
αποψινή βραδιά με τα άλλα. Έτσι κι αλλιώς, δεν έβγαινε τίποτα.
Στην Κοραή πέρασαν απέναντι.
Λες και τα βήματά τους δεν χώραγαν στο ίδιο πεζοδρόμιο με τα περήφανα κτήρια,
τη Βιβλιοθήκη, το Πανεπιστήμιο, την Ακαδημία. Πρόσεξαν και οι δύο τη σιλουέτα
που ήταν κολλημένη σα χαλκομανία στην κολόνα της παλιάς πολυκατοικίας. Τάχυναν
το βήμα τους, όχι όμως πολύ, κι έτσι καθώς περνούσαν από δίπλα, πρόλαβαν να
δουν τι έκανε ο νεαρός άνδρας. Με τον λαιμό σχεδόν κολλημένο στον καθρέφτη της
κολόνας, προσπαθούσε να πετύχει τις επιφανειακές φλέβες με μια σύριγγα γεμάτη
λευκωπό υγρό. Ο Πάνος άφησε έναν υπόκωφο αναστεναγμό, σαν παρατεταμένη εκπνοή.
Ο Χάρης γύρισε το κεφάλι του και ξανακοίταξε τον νεαρό και αμέσως επανέφερε το
βλέμμα του στην πορεία μπροστά. «Συγγνώμη». Η λέξη ακούστηκε από το πουθενά,
έμοιαζε όμως αληθινή. Χωρίς ερωτηματικό, χωρίς παράκληση στον τόνο της.
«Συγγνώμη». Δεύτερη φορά. Έτσι απλά. Οι δυο φίλοι κοντοστάθηκαν. Ο Χάρης έκανε
μεταβολή αγνοώντας το «μη, ρε μαλάκα» του Πάνου και πλησίασε τον νεαρό.
Αναγκαστικά ακολούθησε κι ο Πάνος.
Ο νεαρός δεν ήταν πάνω από
είκοσι. Το πρόσωπό του, σχεδόν εξαφανισμένο πίσω από μακριά μαύρα μαλλιά που
πρέπει να είχαν μείνει άλουστα για βδομάδες, ήταν χλωμό και αποστεωμένο. Το
βλέμμα του υγρό, σαν να είχε κλάψει. Ήταν αξύριστος και ιδρωμένος, σαν να είχε
ξυπνήσει από άσχημο εφιάλτη. «Συγγνώμη, ρε παιδιά». Ο Χάρης κι ο Πάνος έμειναν
να τον κοιτάζουν αμήχανα. Μια περίεργη αναγνωριστική σιωπή απλώθηκε ανάμεσά
τους. «Θες τσιγάρο, φίλε;» ρώτησε ο Χάρης. Ο νεαρός έγνεψε καταφατικά. Έβαλε
πίσω το καπάκι της σύριγγας και τη γλίστρησε στην τσέπη του μπουφάν του.
«Ηρωίνη;» ρώτησε ο Χάρης καθώς του άναβε το τσιγάρο. Ο νεαρός έγνεψε πάλι
καταφατικά, τραβώντας άπληστα την πρώτη ρουφηξιά από το ανέλπιστο βραδινό δώρο.
«Πώς σε λένε;». Αυτή τη φορά ήταν ο Πάνος που ρωτούσε. «Άγγελο», απάντησε ο
νεαρός. Ο Πάνος του έριξε άλλη μια εξεταστική ματιά, μη μπορώντας να
συγκρατήσει μια υποψία χαμόγελου που χαράχτηκε στα χείλη του. Άλλη εικόνα είχε
στο μυαλό του για τους αγγέλους.
Ο Άγγελος συνέχισε να είναι
αφοσιωμένος στο χαρισμένο τσιγάρο. Τα ακροδάχτυλά του ήταν κίτρινα από τη
νικοτίνη και τα νύχια του βρώμικα. «Έχεις φάει τίποτα σήμερα;» τον ρώτησε ο
Χάρης. Ο Άγγελος σήκωσε αδιάφορα τους ώμους. Δεν με νοιάζει-δεν πεινάω-δεν με
νοιάζει που πεινάω, οι τρεις πιθανές εκδοχές, σκέφτηκε ο Χάρης. «Έλα μαζί μας.
Θα πηγαίναμε να τσιμπήσουμε κάτι», πρότεινε ο Χάρης, αποφεύγοντας το απορημένο,
επιφυλακτικό βλέμμα του Πάνου.
Συνέχισαν να προχωράνε και οι
τρεις μαζί προς το Σύνταγμα. Ο Άγγελος κούτσαινε λίγο, σαν να τον πονούσε το
αριστερό του πόδι. Είχε πάθει μια μόλυνση πριν από δυο βδομάδες σ’ εκείνη τη
λοξή φλέβα του ποδιού κοντά στον αστράγαλο. Σκέτο πύο έβγαινε και το πόδι είχε
τουμπανιάσει. Είχε πάει στο νοσοκομείο. Ένας γιατρός που δεν καλομιλούσε τα
ελληνικά, του το είχε καθαρίσει με ιώδιο και του το είχε δέσει. Του είχε δώσει
μια καρτέλα αντιβιοτικά χάπια - στη ζούλα από το φαρμακείο του νοσοκομείου -
μαζί με τρία τσιγάρα και τον είχε στείλει στο καλό. Ο Άγγελος δεν ξανατσίμπησε
εκείνη τη φλέβα κι ευτυχώς η μόλυνση υποχώρησε. Όμως στο περπάτημα το πόδι τον
ενοχλούσε ακόμα.
Ο Πάνος κοίταξε τα παπούτσια
του Άγγελου. Ως μαύρα αρβυλάκια πρέπει να είχαν κάνει τα πρώτα τους βήματα,
όμως τώρα ήταν καλυμμένα από ένα παχύ στρώμα ξεραμένης σκόνης και ήταν τρύπια
σε κάμποσες μεριές. Το τζιν παντελόνι του ήταν κι αυτό βρώμικο και τρυπημένο σε
πολλά σημεία και αυτές οι τρύπες έδειχναν γνήσιες, βασανισμένες κι όχι
ακριβοπληρωμένα κοψίματα από ψαλίδι μεγάλου μόδιστρου. Φορούσε ένα στρατιωτικό
μπουφάν χωρίς κουκούλα και είχε στο λαιμό του περασμένο ένα μαύρο κασκόλ, που
τον έκανε να φαίνεται ακόμα πιο χλωμός.
Οι δυο φίλοι και ο Άγγελος
έστριψαν σε έναν κάθετο δρόμο και βγήκαν στη Σταδίου. Ο Κολοκοτρώνης πάνω στο
άλογό του θα είχε γίνει κατεψυγμένος, αν δεν ήταν άγαλμα, σχολίασε ο Χάρης και
ο Άγγελος χαμογέλασε. Τους ζήτησε άλλο ένα τσιγάρο. Ο Χάρης έβγαλε το πακέτο
του και του το έδωσε ολόκληρο. Καιρό τώρα έλεγε να κόψει το κάπνισμα, ο Πάνος
συνεχώς διαμαρτυρόταν ότι του βρόμαγε. Τα μάτια του Άγγελου φάνηκαν να βγαίνουν
για λίγο από τις βαθουλωμένες κόγχες τους και να κοιτάζουν τον Χάρη σχεδόν με
ευγνωμοσύνη.
Μπήκαν σ’ ένα φαστφουντάδικο.
Οι υπόλοιποι πελάτες τους κοίταζαν με περιέργεια. Συνηθισμένοι, έτσι κι αλλιώς,
οι δυο τους. Πάντα τραβούσαν αδιάκριτα βλέμματα. Πάντα κοντά τους δεν υπήρχαν παρά αποστάσεις. Ο Χάρης κάθισε
με τον Άγγελο σ’ ένα τραπέζι και ο Πάνος πήγε να φέρει φαγητό. Γύρισε γρήγορα -
εξ ορισμού έτρωγε κανείς γρήγορα στα φαστφουντάδικα - με ένα μεγάλο δίσκο που
είχε πάνω του τρία χάμπουργκερ, τηγανητές πατάτες και τρία μεγάλα ποτήρια
μπύρα. Ο Άγγελος είχε σαστίσει.
«Γιατί όμως, ρε παιδιά;» ρώτησε
με μπουκωμένο στόμα.
«Έτσι, βρε Άγγελε, χωρίς λόγο.
Ή, μάλλον, πάρτο ότι είναι για την ψυχή της μάνας μου», πρόλαβε να απαντήσει ο
Χάρης.
«Πέθανε η μάνα σου;
Τώρα κοντά;»
«Ναι», απάντησε ο Χάρης. «Δεν
βαριέσαι, έτσι κι αλλιώς δεν την έβλεπα πολύ εδώ και χρόνια».
«Πάντως, ρε φίλε, δεν νομίζω
ότι η μάνα σου θα χαιρόταν πολύ αν σ’ έβλεπε μαζί μου», είπε ο Άγγελος κι
ετοιμάστηκε να φάει καμιά δεκαριά πατάτες μαζί, καρφωμένες όπως-όπως στο
πλαστικό πιρούνι.
Οι γονείς του Άγγελου ζούσαν
στην επαρχία. Ένα συνηθισμένο πρωινό, τον πρώτο καιρό που κατάλαβαν ότι ο
Άγγελος είχε μπλέξει με ναρκωτικά, ο πατέρας του τον είχε βγάλει σχεδόν με
κλωτσιές από το σπίτι και του είχε κλείσει κατάμουτρα την πόρτα. Η μάνα του
μυξόκλαιγε από μέσα και καθώς ο Άγγελος απομακρυνόταν, την είδε να τον κοιτάζει
από το παράθυρο της κουζίνας. Βρήκε δανεικά, έφυγε για την Αθήνα, νοίκιασε μαζί
με άλλους τρεις ένα υπόγειο πίσω από το Γκάζι και τον πρώτο καιρό «τσούλαγε το
πράμα στους πρωτάρηδες». Δυο φορές τον είχαν πιάσει οι μπάτσοι, ευτυχώς καθαρό
και χωρίς «πράμα» επάνω του, και είχε περάσει από μία νύχτα κάθε φορά στο
κρατητήριο. Μετά, ο σπιτονοικοκύρης τους πέταξε έξω από την υπόγα και ο Άγγελος
με τους δύο από τους τρεις φίλους του πήγαν να μείνουν σε μια μισοτελειωμένη
παρατημένη οικοδομή στον Βοτανικό. Ο τέταρτος της παρέας δεν πρόλαβε να δει το
καινούριο σπίτι. Τη μέρα που οι άλλοι έψαχναν πού να μείνουν, είχε βρεθεί
νεκρός στις δημόσιες τουαλέτες, καρφωμένος πάνω σε μια σύριγγα με σκάρτη δόση.
Ο Άγγελος έλεγε την ιστορία
του, σταματώντας κάθε τόσο για να πιει μια μεγάλη γουλιά από τη μπίρα του.
Καθώς τα μάγουλά του φούσκωναν από το ξανθοκίτρινο ποτό που έρρεε στο στόμα
του, ο Πάνος κι ο Χάρης μπορούσαν να φανταστούν πώς θα έμοιαζε, αν ήταν ένα
συνηθισμένο αγόρι της ηλικίας του, που έτρωγε κάθε μέρα φαγητό, κοιμόταν σε
καθαρά στρωσίδια και πήγαινε τα βράδια για ποτό με τους φίλους του ή για φαγητό
με την κοπέλα του. Στο άπλετο, σχεδόν ενοχλητικό φως της πολύβουης αίθουσας, ο
Χάρης παρατήρησε μερικές άσπρες τρίχες στους κροτάφους του Άγγελου. Οι άσπρες
τρίχες ήταν η δική του αγωνία. Κι ας του έλεγε ο Πάνος πως όταν γκριζάρει, θα
μοιάζει με τον Κλούνι. Κοιταζόταν καθημερινά στον καθρέφτη με τρόμο. Ευτυχώς,
μέχρι τώρα έβλεπε έναν καλοδιατηρημένο σαραντάρη, με σφιχτό γυμνασμένο κορμί.
Το πρόσωπό του ήταν λαμπερό και αρυτίδιαστο, αποτέλεσμα της συστηματικής χρήσης
ενυδατικών προϊόντων.
Με ειδική μηχανή διατηρούσε γένια «τριών ημερών» και πρόσφατα είχε βάλει
σκουλαρίκι - δώρο του Πάνου - στο αριστερό αυτί.
«Θέλεις τίποτα άλλο, Άγγελε;»
τον ρώτησε ο Πάνος.
Τα μάτια του Άγγελου λαμπύρισαν
σαν του παιδιού που του τάζουν καινούριο παιχνίδι, αλλά προς στιγμή δίστασε.
«Έλα, πες το», τον παρότρυνε ο
Χάρης.
«Ρε φίλε, ξέρεις τι έχω
πεθυμήσει; Ένα παγωτό χωνάκι με σοκολάτα και κρέμα… Να από αυτά!» έδειξε με το
χέρι του ένα κοριτσάκι σε κοντινό τραπέζι που έτρωγε ένα χωνάκι με παγωτό. Η
μητέρα του παιδιού έδειξε να ενοχλείται και τους κοίταξε άγρια.
Αυτή τη φορά σηκώθηκε ο Χάρης
να φέρει την παραγγελία. Πήρε και για τους τρεις τους από ένα παγωτό.
«Άγγελε, προσπάθησες ποτέ να
ξεκόψεις;» τον ρώτησε ο Πάνος.
«Στην αρχή με το χασίσι, όχι.
Την καταέβρισκα να είμαι φτιαγμένος. Αρχοντιά, φίλε! Δεν σου καίγεται καρφί για
τίποτα… Μετά άρχισα την άσπρη. Δεν έβρισκα πάντα… κι αυτή που έβρισκα, δεν
φτούραγε. Μια φορά, ένας σκατένιος μου έδωσε μπλεγμένο, σκάρτο πράμα. Κόντεψα
να πεθάνω. Σηκωτό με πήγαν στο νοσοκομείο. Μου έκαναν διάφορα μαντζούνια,
συνήλθα, τους την έκανα… Σιγά μην καθόμουν να με δώσουν στους κοινωνικούς
λειτουργούς τους…»
Ο Πάνος κοίταξε το ρολόι του.
Κόντευε μία. Είχε αρχίσει να νυστάζει. Μάλλον όμως περισσότερο, είχε αρχίσει να
τον στενοχωρεί η παράταση αυτής της συνάντησης. Είχαν τελειώσει και οι τρεις το
παγωτό τους. Ο Άγγελος είχε το στόμα του ελαφρά πασαλειμμένο με σοκολάτα.
Φαινόταν ευχαριστημένος, σχεδόν γαλήνιος. Ο Πάνος αναρωτήθηκε αν θα φαίνεται
ακριβώς έτσι, όταν θα έχει πάρει τη δόση του. Έκανε νόημα με το βλέμμα στον
Χάρη να σηκωθούν. Ο Άγγελος σηκώθηκε κι αυτός.
Βγήκαν από το φαστφουντάδικο. Η
νύχτα, ή μάλλον η αρχή της μέρας, είχε παγώσει για τα καλά. Ο Άγγελος έσφιξε το
μαύρο κασκόλ στον λαιμό του και έβγαλε ν’ ανάψει τσιγάρο. Θα έχει τελειώσει όλο
το πακέτο πριν εμείς προλάβουμε να φτάσουμε στο σπίτι, έκαναν και οι δυο την
ίδια σκέψη. Κοντοστάθηκαν επάνω στην πλατεία Συντάγματος. Ο Άγγελος στεκόταν
αμήχανος απέναντί τους.
«Ρε παιδιά, τι να πω… Ευχαριστώ
πολύ… Ν’ αγιάσει η ψυχή της μάνας σου, ρε φίλε… Δεν μου έχει ξαναγίνει αυτό…
Όμως, ρε μάγκες, να σας ρωτήσω κάτι; Αν θέλετε, μου απαντάτε… Είστε... μαζί…
εννοώ… είστε… σε… φάση;…»
Ο Χάρης κι ο Πάνος γέλασαν πιο
πολύ με το ύφος του Άγγελου, παρά με τη χιλιοακουσμένη ερώτηση. Αντί για
απάντηση, ο Χάρης χάιδεψε απαλά τα φρεσκολουσμένα μαλλιά του Πάνου. Ο Άγγελος
χαμογέλασε κι αυτός.
«Είναι μαγκιά να έχεις κάποιον
δίπλα σου… Μεγάλη μαγκιά…», είπε.
Έκανε μεταβολή και άρχισε να
απομακρύνεται κουτσαίνοντας. Η καύτρα του τσιγάρου του έμοιαζε με πυγολαμπίδα
που τον ακολουθεί. Οι δυο φίλοι είχαν μείνει αφηρημένοι να τον παρατηρούν,
μέχρι που έστριψε στην αρχή της Σταδίου. Μετά, σαν να ξύπνησαν απότομα, άρχισαν
να βαδίζουν βιαστικά, σχεδόν τρέχοντας, προς τη στάση του μετρό. Ήταν ζήτημα αν
θα προλάβαιναν το τελευταίο δρομολόγιο. Κατέβηκαν τα σκαλιά και σταμάτησαν στα
εκδοτήρια των εισιτηρίων. Ήταν κλειστά. Καθώς γύριζαν να φύγουν, η ματιά του
Χάρη έπεσε πάνω σε μια από τις φωτεινές οθόνες. Δεξιά ο καιρός. Οκτώ βαθμοί
Κελσίου, συννεφιά. Αριστερά το εορτολόγιο. Σήμερα
γιορτάζουν: Δεν υπάρχει γνωστή γιορτή. Κι όμως το εορτολόγιο για πρώτη φορά
είχε κάνει λάθος. Μπορούσαν και οι δυο να το βεβαιώσουν. Κάποιος είχε γιορτάσει
σήμερα. Και μάλιστα, μετά από πολύ καιρό.