Αν είχε σκούφια
θα βάσταγε από πολύ μακριά
είχε όμως μόνο
ένα τριμμένο σακάκι
ένα χιλιοπαθημένο τζην
και ένα κορμί γεμάτο λέξεις
γραμμένες με άσβηστο μελάνι
ΟΛΓΑ και ΜΑΡΙΑΝΝΑ
η μια του είχε κάψει την καρδιά
η άλλη τις φλέβες
και ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
η μόνη που ξέμεινε επάνω του
μαζί με την κακιά αρρώστια στα πνευμόνια
που τον έκανε να φτύνει νύχτα-μέρα
την ψυχή του σε ματωμένα κομμάτια
Δεν τον ένοιαζε που έμενε
στα σκουπίδια
έτσι κι αλλιώς
εκεί έμεναν όλοι πια
ήταν το βλέμμα τους
που τον ένοιαζε
μισό, στεγνό και βιαστικό
να μη σταματάει πουθενά
ούτε στις λέξεις
ΟΛΓΑ και ΜΑΡΙΑΝΝΑ και ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
ούτε στο πέος του
παραγεμισμένο με παραφίνη
και καμαρωτό σαν ταριχευμένο γεράκι
Δεν ήταν όμως μακριά
η μέρα που όλοι
θα μιλούσαν γι’ αυτόν
με τρόμο
με πόνο
με αίμα
και θα πρόσεχαν
τη γραμμένη φράση
στο μέρος της καρδιάς του
ΚΑΛΩΣΗΛΘΑΤΕ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ.