Τις Δευτέρες από παιδί τις σιχαινόμουνα, λέει ένα τραγούδι. Εμένα πάλι από παιδί μου ήταν αδιάφορες. Προτιμούσα τις Πέμπτες. Έτσι, χωρίς λόγο.
«Αγαπήσατε ποτέ δυνατά; Τόσο ώστε να νομίζετε ότι θα πεθάνετε από αγάπη;», είχα ρωτήσει μια Δευτέρα πρωί το Γεωργιάδη.
Έβλεπα πάντα τη Δευτέρα σαν μια καινούρια αρχή. Τακτοποιούσα τα χαρτιά στο γραφείο, επιθεωρούσα τα ράφια και τις προθήκες του βιβλιοπωλείου και διόρθωνα τις ακαταστασίες που είχαν αφήσει πίσω τους οι πελάτες της προηγούμενης εβδομάδας.
Τις Δευτέρες ο Γεωργιάδης ερχόταν από νωρίς στο βιβλιοπωλείο. Καθόταν στην αγαπημένη του γωνιά κάτω από τα ράφια της ποίησης, απ’ όπου μπορούσε να εποπτεύει πλήρως ολόκληρο το χώρο του βιβλιοπωλείου. Του έφτιαχνα καφέ. Γαλλικό χωρίς ζάχαρη, αλλά με μπόλικο γάλα. Τον έπινε σε μια κούπα με τη Μόνα Λίζα. Την είχε φέρει ο ίδιος σε ανύποπτο χρόνο και την είχε αφήσει στο νεροχύτη δίπλα στη δική μου.
Ήταν μια ανοιξιάτικη Δευτέρα. Το θυμάμαι γιατί είχα ανοιχτό το παράθυρο του γραφείου και έμπαινε ένα ελαφρό αεράκι που ανακάτευε τα χαρτιά μου.
«Κλείστε αυτό το παράθυρο», είπε ο Γεωργιάδης σχεδόν αμυντικά.
Μάλλον εννοούσε «κλείστε αυτό το θέμα» ή χειρότερα «κλείστε το στόμα σας», αλλά η βαθύτατα ευγενική του φύση δεν του επέτρεπε άκομψες αντιδράσεις.
«Ω, χαμηλώστε αυτό το φως!» τον πείραξα, μη μπορώντας να συγκρατήσω ένα χαμόγελο.
Σοβάρεψε ακόμα περισσότερο. Με κοίταξε σχεδόν αυστηρά.
Δεν εμπιστευόμουν εύκολα τις λεπτομέρειες τις ζωής μου σε άλλους. Κουβαλούσα τις σκέψεις μου ερμητικά ασφαλισμένες και τις άφηνα να με κατατρώνε αργά και βασανιστικά. Όμως με τον Γεωργιάδη ήταν αλλιώς και δεν κατάλαβα ποτέ γιατί. Ίσως ήταν η διαφορά ηλικίας που τον έκανε στα μάτια μου να φαίνεται σαν σοφός κηδεμόνας, έτοιμος να με συμβουλεύσει στις κακοτοπιές. Ήταν κι αυτή η κατασταλαγμένη ηρεμία που ανέδιδαν όλα επάνω του: η βαθιά φωνή του που ποτέ δεν ύψωνε τον τόνο της, η άρτια εκφορά του λόγου που θύμιζε εκφωνητή του ραδιοφώνου, οι προσεχτικά διαλεγμένες λέξεις και η δωρική λιτότητα στην έκφραση.
Παρά την αμυντική του διάθεση, είχα την αίσθηση ότι η ερώτησή μου δεν τον ξάφνιασε καθόλου. Αντίθετα μάλλον, σαν να την περίμενε από καιρό.
«Κάθε φορά που αγαπούσα ένιωθα ότι θα πέθαινα από αγάπη», απάντησε χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από τον καφέ του.
Η Μόνα Λίζα της κούπας συνέχισε το αέναο ειρωνικό μειδίαμά της.