Σελίδες

17.6.10

Ο κυρ-Αντώνης


   Πάει καιρός που ο κυρ-Αντώνης ζούσε στην αυλή του γείτονα. Ακριβώς όπως στο τραγούδι. Μ’ ένα κρεβάτι παλιό και σαραβαλιασμένο, που του είχε δώσει ο γείτονας. Και μ’ ένα κανάτι κρασί που γέμιζε κάθε μέρα από τη γειτονιά. Καμιά φορά και με ένα πιάτο φαΐ που τον φίλευαν οι νοικοκυρές. Είχε μάτια γαλανά και μαλλιά αχτένιστα, σκέτο μπαμπάκι. Ακριβώς όπως στο τραγούδι.

   Ο κυρ-Αντώνης είχε ένα σκύλο. Κακογερασμένος κι αυτός. Για λύπηση. Τα καλοκαίρια σεργιανούσαν μαζί μέσα στα κτήματα γυρεύοντας μεροκάματο. Ποιος οδηγούσε ποιον, ο Αντώνης το σκύλο ή ο σκύλος τον Αντώνη, κανείς δεν ήταν βέβαιος. Έφτιαχνε και κήπους ο Αντώνης. Έπιαναν τα χέρια του, όταν δεν ήταν πιωμένος. Τον φωνάζαμε συχνά να ξεχορταριάζει και τον δικό μας μικρό κήπο. Τα κατάφερνε καλά. Ξανάνιωναν οι τριανταφυλλιές στα χέρια του Αντώνη. Τις καμαρώναμε. Μεθούσαμε με το άρωμά τους περισσότερο απ’ όσο μεθούσε ο Αντώνης με το κρασί.

   Τον είχαμε συνηθίσει τον Αντώνη. Τα καλοκαιρινά απογεύματα βλέπαμε το σακάτικο ζευγάρι ανθρώπου και σκύλου να περνοδιαβαίνει τα δρομάκια του χωριού. Χαιρετούσε όλη τη γειτονιά ο Αντώνης. Ήταν το χαιρέτισμά του γαλανό και αχτένιστο και μύριζε κρασί. Δεν τον πολυβάζαμε μέσα στα σπίτια. Του δίναμε ό,τι είχαμε στην πόρτα.

   Εκείνο το απόγευμα καθόμουν στη βεράντα με την Έλλη μωρό. Αντώνης και σκύλος φάνηκαν στην εξώπορτα του κήπου. Κατάλαβα ότι ο Αντώνης κάτι ήθελε. Κατέβηκα τη σκάλα, αφήνοντας το μωρό στο καρότσι. Ο Αντώνης κρατούσε κάτι τυλιγμένο σε μια τσαλακωμένη χαρτοπετσέτα.

«Ένα παιχνίδι για το παιδί», μου είπε.

   Άνοιξα τη χαρτοπετσέτα. Ήταν ένα αυτοσχέδιο ανθρωπάκι-ακροβάτης σκαλισμένο πάνω σε ξύλο. Διά χειρός Αντώνη. Στηριζόταν πάνω σε δυο ραβδάκια. Αν έκανες ότι τα σφίγγεις, το ανθρωπάκι έκανε τούμπες στον αέρα.

«Έχω κι εγώ δύο εγγόνια. Στη Δράμα».

   Ο κυρ-Αντώνης πάει καιρός που δεν ζει στην αυλή. Σκόνταψε ένα βράδυ καθώς βάδιζε, τύφλα στο μεθύσι. Για λίγο καιρό έμεινε μόνος του ο σκύλος να τριγυρίζει στα χωράφια. Μετά χάθηκε κι αυτός. Απόμεινε το παλιοκρέβατο στην αυλή. Βαρέθηκε ο γείτονας να το πετάξει. Έμεινε και το ξύλινο ανθρωπάκι. Το βρήκε σήμερα η Έλλη μέσα σ’ ένα συρτάρι, καθώς τακτοποιούσε το δωμάτιό της.

«Μαμά, τι είναι αυτό;» με ρώτησε.


6.6.10

Σημειώσεις του Σαββατοκύριακου

  • Εν τω μέσω των πρόσφατων θλιβερών για το ανθρώπινο είδος γεγονότων, μια ανάσα ποιητικού λόγου ήρθε με την καινούρια συλλογή της Κικής Δημουλά "Τα εύρετρα":

Ξέρω μόνο / πως η ελπίδα μας ξεσήκωσε / αυτή μας πήρε τα μυαλά πρέπει να υπάρξετε, μας είπε / αξίζει να το δείτε μια φορά / εκεί θα ειμ' εγώ, σας περιμένω / αλλά δε φάνηκε ποτέ.

  • Καταπληκτικά δεμένοι μεταξύ τους οι μουσικοί του Charles Lloyd, συνέπραξαν με τη Μαρία Φαραντούρη σε μια μοναδική εμφάνιση στο Ηρώδειο στις 4 Ιουνίου, με κομμάτια του Charles Lloyd καθώς και τζαζ μεταγραφές ελληνικών παραδοσιακών κομματιών.

  • Στην τελευταία LIFO, υπάρχει μια επιστολή του Νίκου Δήμου προς τον Στάθη (Τσαγκαρουσιάνο;). Τη διάβασα και την ξαναδιάβασα πολλές φορές. Σκέφτομαι ότι ίσως πρεπει να τη μάθω απέξω και να την επιστρατεύω σε δύσκολες στιγμές:

     Σε διαβάζω να απορείς για τη ζωντάνια και τη δημιουργικότητα της Ανιές Βαρντά στα ογδόντα της. Εγώ, που είμαι πέντε χρόνια νεότερός της, απορώ που απορείς. Η έννοια "γέρος" είναι μια σύμβαση, ένα κατασκεύασμα. Χρειάστηκε να φτάσω εδώ για να το καταλάβω. Χρειάστηκε να περάσω το σοκ του γήρατος, να τρομάξω βλέποντας ξαφνικά το είδωλό  μου σε μια βιτρίνα (ποιος είναι αυτός ο γέρος;), να νιώσω τον ενοχλητικό ρατσισμό (αλλά και τον ενοχλητικότερο σεβασμό) των νεοτέρων, για να καταλάβω πως δεν τρέχει τίποτα. Δεν άλλαξε τίποτα-μόνο η εξωτερική εμφάνιση. Αυτό που ήμουν, είμαι.


    Σκέπτομαι, αισθάνομαι, κινούμαι, γράφω φωτογραφίζω, όπως πάντα. Λίγο πιο αργός στις κινήσεις, σίγουρα πιο γρήγορος στη σκέψη. Η ηλικία είναι για να την ξεχνάς.


   Οι περισσότεροι νέοι είναι πιο γέροι από μένα. Μερικοί νομίζεις ότι γεννήθηκαν γέροι. Αντίθετα, γνωρίζω συνομήλικούς μου που βγάζουν σπίθες. Δημιουργούν καλύτερα απ' ό,τι στα τριάντα τους.


   Ξέρω, η εποχή μας έχει το cult, τη λατρεία του καινούριου, του νεότερου και άρα του νέου ανθρώπου. Το καλλιέργησα κι εγώ κάποτε ως διαφημιστής. Το NEW γραμμένο στη συσκευασία ή στη διαφήμιση ενός προϊόντος δίνει 25% μεγαλύτερη προσοχή και απήχηση. Αντίθετα, παλιότερες εποχές τιμούσαν τους γέροντες και είχαν κυρίαρχο σώμα τη Γερουσία.


   Και τα δύο είναι λάθος. Η ηλικία από μόνη της δεν είναι αξία ούτε απαξία. Δεν γίνεται κανείς σοφότερος επειδή γερνάει-αν δεν είχε ήδη σοφία μέσα του. Το γήρας επιτείνει το υπάρχον: έτσι ο βλάκας γίνεται ακόμα πιο βλάκας με τα χρόνια. Και επίμονος, λόγω "πείρας".


   Η ουσία είναι στη ζωντάνια. Το "γέρος" δεν έχει σημασία-αλλά το "γερασμένος" έχει. Ένας γερασμένος νέος είναι χειρότερος από έναν νέο γέροντα. Που παραμένει ανοιχτός σε όλα, ζωντανός, δημιουργικός, δυναμικός.


   Γι' αυτό, Στάθη, μην απορείς που η Βαρντά δημιουργεί στα ογδόντα της. Να απορείς που οι περισσότεροι νέοι τη βγάζουν στις καφετέριες περιμένοντας κάποιον διορισμό και ασχολούνται από τώρα με το πόση σύνταξη θα πάρουν όταν γεράσουν.