Πάει καιρός που ο κυρ-Αντώνης ζούσε στην αυλή του γείτονα. Ακριβώς όπως στο τραγούδι. Μ’ ένα κρεβάτι παλιό και σαραβαλιασμένο, που του είχε δώσει ο γείτονας. Και μ’ ένα κανάτι κρασί που γέμιζε κάθε μέρα από τη γειτονιά. Καμιά φορά και με ένα πιάτο φαΐ που τον φίλευαν οι νοικοκυρές. Είχε μάτια γαλανά και μαλλιά αχτένιστα, σκέτο μπαμπάκι. Ακριβώς όπως στο τραγούδι.
Ο κυρ-Αντώνης είχε ένα σκύλο. Κακογερασμένος κι αυτός. Για λύπηση. Τα καλοκαίρια σεργιανούσαν μαζί μέσα στα κτήματα γυρεύοντας μεροκάματο. Ποιος οδηγούσε ποιον, ο Αντώνης το σκύλο ή ο σκύλος τον Αντώνη, κανείς δεν ήταν βέβαιος. Έφτιαχνε και κήπους ο Αντώνης. Έπιαναν τα χέρια του, όταν δεν ήταν πιωμένος. Τον φωνάζαμε συχνά να ξεχορταριάζει και τον δικό μας μικρό κήπο. Τα κατάφερνε καλά. Ξανάνιωναν οι τριανταφυλλιές στα χέρια του Αντώνη. Τις καμαρώναμε. Μεθούσαμε με το άρωμά τους περισσότερο απ’ όσο μεθούσε ο Αντώνης με το κρασί.
Εκείνο το απόγευμα καθόμουν στη βεράντα με την Έλλη μωρό. Αντώνης και σκύλος φάνηκαν στην εξώπορτα του κήπου. Κατάλαβα ότι ο Αντώνης κάτι ήθελε. Κατέβηκα τη σκάλα, αφήνοντας το μωρό στο καρότσι. Ο Αντώνης κρατούσε κάτι τυλιγμένο σε μια τσαλακωμένη χαρτοπετσέτα.
«Ένα παιχνίδι για το παιδί», μου είπε.
Άνοιξα τη χαρτοπετσέτα. Ήταν ένα αυτοσχέδιο ανθρωπάκι-ακροβάτης σκαλισμένο πάνω σε ξύλο. Διά χειρός Αντώνη. Στηριζόταν πάνω σε δυο ραβδάκια. Αν έκανες ότι τα σφίγγεις, το ανθρωπάκι έκανε τούμπες στον αέρα.
«Έχω κι εγώ δύο εγγόνια. Στη Δράμα».
Ο κυρ-Αντώνης πάει καιρός που δεν ζει στην αυλή. Σκόνταψε ένα βράδυ καθώς βάδιζε, τύφλα στο μεθύσι. Για λίγο καιρό έμεινε μόνος του ο σκύλος να τριγυρίζει στα χωράφια. Μετά χάθηκε κι αυτός. Απόμεινε το παλιοκρέβατο στην αυλή. Βαρέθηκε ο γείτονας να το πετάξει. Έμεινε και το ξύλινο ανθρωπάκι. Το βρήκε σήμερα η Έλλη μέσα σ’ ένα συρτάρι, καθώς τακτοποιούσε το δωμάτιό της.
«Μαμά, τι είναι αυτό;» με ρώτησε.