Διάβασα το βιβλίο της Αγαθής Δημητρούκα με μία ανάσα. Όπως ακριβώς συστήνεται στο οπισθόφυλλο: «κείμενο γραμμένο με μία ανάσα, για να διαβαστεί επίσης με μία ανάσα». Μυθιστορηματική αυτοβιογραφία είναι η κατηγορία στην οποία το έχει κατατάξει η ίδια η συγγραφέας ή ο εκδότης. Κατάθεση ψυχής είναι η κατηγορία που θα πρότεινα εγώ. Συχνά συναντώ αυτή την έκφραση. Λίγες φορές όμως την έχω νιώσει τόσο έντονα, όσο διαβάζοντας αυτό το σχετικά ολιγοσέλιδο βιβλίο.
Είναι η ζωή ενός μικρού κοριτσιού που μεγαλώνει μέσα σε αγροτική οικογένεια σε ένα χωριό της Αιτωλοακαρνανίας, με πατέρα μισοπαράλυτο από πολιομυελίτιδα, αλλά λεβέντη και περήφανο για την «τσούπα» του. Μπροστά εκείνος σαν καράβι/που δεν μπορούσε να προλάβει/καμιά θαλασσοταραχή./Κι εγώ στον τέταρτο χειμώνα/ν’ ακολουθώ μικρή γοργόνα/μ’ έν’ άσπρο λούτρινο παλτό.
Ένα αθώο παιδί που προσπαθεί να κρατήσει άσπιλο το άσπρο παλτό, σαν την ψυχή του. «Μα τίποτα δεν έμεινε άσπιλο». Όταν κάποια στιγμή ο πατέρας αναγκάζεται να μπει στο νοσοκομείο, η μικρή Αγαθή καταλήγει φιλοξενούμενη σε μια θεία. Η αρχικά ξεχωριστή περιποίηση καταλήγει σε σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού από τον θείο. «Είδα ότι από το σώμα των αντρών κρεμόταν κάτι που έμοιαζε με μακρουλό σκατό. Κι αυτό το σκατό κυλιόταν πάνω μου, στο κορμί μου, κι ένα χέρι με χάιδευε, κι ο άντρας της θείας μου μού έλεγε καθησυχαστικά, σαν να είχα τρομάξει από κάποιον εφιάλτη, να μη φοβάμαι κι ότι ήταν εκείνος εκεί κι ότι μ’ αγαπούσε σαν δικό του παιδί».
Ο πατέρας αποτελεί κεντρικό πρόσωπο για τη μικρή Αγαθή. Της μαθαίνει τα πρώτα γράμματα. Την εμπιστεύεται όταν αργότερα εκείνη τον συμβουλεύει σε αγροτικά θέματα, με αυτά που έχει μάθει στο σχολείο. Η Αγαθή τον φροντίζει αδιαμαρτύρητα, ξεπερνώντας κάποιες φορές τις κοριτσίστικες αντοχές της. Καταφέρνει να φορτωθεί στην πλάτη της το βαρύ παράλυτο κορμί του και να τον μεταφέρει στο σπίτι. Κι εκείνος, ανακουφισμένος, σιγομουρμουρίζει το Βουνό (Θ’ ανέβω και θα τραγουδήσω). «Τι κι αν το ψηλότερο βουνό που μπορούσε ν’ ανεβεί ήταν απλώς το κρεβάτι του!»
Η ζωή του κοριτσιού συνεχίζει στους μίζερους ρυθμούς της ελληνικής επαρχίας, ανάμεσα σε αγροτικές εργασίες, όπου ακολουθούσε τη μάνα της «για να της δίνει την εντύπωση της ανθρώπινης συντροφιάς», και στις πρώτες λογοτεχνικές αναζητήσεις. Ο καθηγητής στο γυμνάσιο αφιερώνει ολόκληρη ώρα στις εκθέσεις της. Εκείνη μαζεύει πενηνταράκι-πενηνταράκι το χαρτζιλίκι της και αγοράζει βιβλία: Ρίτσο, Καζαντζάκη, μεταφρασμένο Σαίξπηρ.
Εκεί κοντά κάνει την εμφάνισή της η άλλη κορυφαία ανδρική φιγούρα της ζωής της: ο ποιητής Νίκος Γκάτσος. Με απίστευτα τολμηρό τρόπο, η έφηβη Αγαθή αρχικά τηλεφωνεί και στη συνέχεια γράφει στον ποιητή. Η επικοινωνία τους σιγά-σιγά πυκνώνει και βλασταίνει σε μια πολυσχιδή σχέση πατέρα-κόρης, άνδρα-γυναίκας, δάσκαλου-μαθήτριας, με τρυφερές καθημερινές σκηνές που περιγράφονται με γλαφυρό και ζωντανό τρόπο από τη συγγραφέα, σαν να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας.
Ο Γκάτσος, μεγαλόσωμος και αριστοκρατικός, με τα μονότονα σκούρα ρούχα του. Τα πρώτα γεύματα στου Φλόκα μαζί με τον Χατζιδάκι. Η Αγαθή ανακαλύπτει κοντά τους ότι «τα σώματα είναι για να στηρίζονται πάνω τους τα κεφάλια και τα κεφάλια για να φιλοξενούν τα μάτια και να αιχμαλωτίζουν βλέμματα». Τι κι αν «άργησε είκοσι χρόνια» κατά τον ποιητή; Καλύπτεται αυτό το κενό με τις γεμάτες στιγμές που της χαρίζονται κοντά σε ανθρώπους ξεχωριστούς: Μάνος, Ελύτης, Ξαρχάκος, Ζήσιμος Λορεντζάτος, Σταθόπουλος και πολλοί άλλοι. Μουσικοί, τραγουδιστές, ποιητές, ζωγράφοι… Η επαρχιώτισσα κοπέλα ζει κοντά στον ποιητή ένα θαύμα και προσπαθεί να αυτοβελτιωθεί και να διδαχθεί με μάτια, αυτιά και ψυχή ορθάνοιχτα.
Η Αγαθή Δημητρούκα διηγείται με απολαυστικό τρόπο κάποια πολύ χαρακτηριστικά γεγονότα από την κοινή ζωή της με τον ποιητή. Την εμμονή του με συγκεκριμένες διαδρομές, το επεισόδιο με τον ταξιτζή που εκθείαζε «αυτόν τον Γκάτσο» που «σε πάει από δω, σε πάει από κει, κάθε τραγούδι κι ένας ολόκληρος κόσμος, αλλιώτικος» και που ρωτάει τον ποιητή αν έχει ακούσει κανένα τραγούδι του Γκάτσου!...Τη στιχομυθία του Γκάτσου με τον Μούτση για τους στίχους του τραγουδιού «Κράτα ανοιχτή την πόρτα σου», με τον ποιητή να καταλήγει ξεκαρδισμένος σε ένα ευφυές χυδαιολόγημα που κάνει ρίμα με τα προηγούμενα και τον Μούτση να εξομολογείται σοκαρισμένος στον Χατζιδάκι ότι ο Γκάτσος είναι ο βασανιστής του. Την αδυναμία τόσο του Γκάτσου όσο και του Μάνου για τα γλυκά. Τα αστεία καψόνια του Γκάτσου στον Χατζιδάκι, που τρέλαιναν τον τελευταίο και έκαναν την Αγαθή να ξεκαρδίζεται από τα γέλια. Τις πρώτες της ποιητικές απόπειρες που μελοποιήθηκαν με την παρότρυνση του Γκάτσου.
Και στο τέλος, το τέλος του ποιητή. Τη φθορά. Τον θάνατο. Τις προσπάθειες της Αγαθής να τον κρατήσει ακμαίο και πνευματικά θαλερό. Να τον βοηθά εκείνη πλέον στα γραψίματά του. Να τελειώνει εκείνη ό,τι εκείνος δεν μπορούσε και άφηνε μισό. Τις τελευταίες εορταστικές συγκεντρώσεις στο σπίτι. Με φαγητό, γλυκά και ποτά και με ανθρώπους αγαπημένους. Έτσι, για να είναι το τέλος γλυκό. Σαν «ερωτική κατάβαση στον Άδη». Εξάλλου ο χρόνος είναι για όλους αδυσώπητος.
Κλέφτικα ο χρόνος φεύγει και γυρίζει
άλλους μας πεθαίνει κι άλλους μας κοιμίζει.
Είναι η ζωή ενός μικρού κοριτσιού που μεγαλώνει μέσα σε αγροτική οικογένεια σε ένα χωριό της Αιτωλοακαρνανίας, με πατέρα μισοπαράλυτο από πολιομυελίτιδα, αλλά λεβέντη και περήφανο για την «τσούπα» του. Μπροστά εκείνος σαν καράβι/που δεν μπορούσε να προλάβει/καμιά θαλασσοταραχή./Κι εγώ στον τέταρτο χειμώνα/ν’ ακολουθώ μικρή γοργόνα/μ’ έν’ άσπρο λούτρινο παλτό.
Ένα αθώο παιδί που προσπαθεί να κρατήσει άσπιλο το άσπρο παλτό, σαν την ψυχή του. «Μα τίποτα δεν έμεινε άσπιλο». Όταν κάποια στιγμή ο πατέρας αναγκάζεται να μπει στο νοσοκομείο, η μικρή Αγαθή καταλήγει φιλοξενούμενη σε μια θεία. Η αρχικά ξεχωριστή περιποίηση καταλήγει σε σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού από τον θείο. «Είδα ότι από το σώμα των αντρών κρεμόταν κάτι που έμοιαζε με μακρουλό σκατό. Κι αυτό το σκατό κυλιόταν πάνω μου, στο κορμί μου, κι ένα χέρι με χάιδευε, κι ο άντρας της θείας μου μού έλεγε καθησυχαστικά, σαν να είχα τρομάξει από κάποιον εφιάλτη, να μη φοβάμαι κι ότι ήταν εκείνος εκεί κι ότι μ’ αγαπούσε σαν δικό του παιδί».
Ο πατέρας αποτελεί κεντρικό πρόσωπο για τη μικρή Αγαθή. Της μαθαίνει τα πρώτα γράμματα. Την εμπιστεύεται όταν αργότερα εκείνη τον συμβουλεύει σε αγροτικά θέματα, με αυτά που έχει μάθει στο σχολείο. Η Αγαθή τον φροντίζει αδιαμαρτύρητα, ξεπερνώντας κάποιες φορές τις κοριτσίστικες αντοχές της. Καταφέρνει να φορτωθεί στην πλάτη της το βαρύ παράλυτο κορμί του και να τον μεταφέρει στο σπίτι. Κι εκείνος, ανακουφισμένος, σιγομουρμουρίζει το Βουνό (Θ’ ανέβω και θα τραγουδήσω). «Τι κι αν το ψηλότερο βουνό που μπορούσε ν’ ανεβεί ήταν απλώς το κρεβάτι του!»
Η ζωή του κοριτσιού συνεχίζει στους μίζερους ρυθμούς της ελληνικής επαρχίας, ανάμεσα σε αγροτικές εργασίες, όπου ακολουθούσε τη μάνα της «για να της δίνει την εντύπωση της ανθρώπινης συντροφιάς», και στις πρώτες λογοτεχνικές αναζητήσεις. Ο καθηγητής στο γυμνάσιο αφιερώνει ολόκληρη ώρα στις εκθέσεις της. Εκείνη μαζεύει πενηνταράκι-πενηνταράκι το χαρτζιλίκι της και αγοράζει βιβλία: Ρίτσο, Καζαντζάκη, μεταφρασμένο Σαίξπηρ.
Εκεί κοντά κάνει την εμφάνισή της η άλλη κορυφαία ανδρική φιγούρα της ζωής της: ο ποιητής Νίκος Γκάτσος. Με απίστευτα τολμηρό τρόπο, η έφηβη Αγαθή αρχικά τηλεφωνεί και στη συνέχεια γράφει στον ποιητή. Η επικοινωνία τους σιγά-σιγά πυκνώνει και βλασταίνει σε μια πολυσχιδή σχέση πατέρα-κόρης, άνδρα-γυναίκας, δάσκαλου-μαθήτριας, με τρυφερές καθημερινές σκηνές που περιγράφονται με γλαφυρό και ζωντανό τρόπο από τη συγγραφέα, σαν να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας.
Ο Γκάτσος, μεγαλόσωμος και αριστοκρατικός, με τα μονότονα σκούρα ρούχα του. Τα πρώτα γεύματα στου Φλόκα μαζί με τον Χατζιδάκι. Η Αγαθή ανακαλύπτει κοντά τους ότι «τα σώματα είναι για να στηρίζονται πάνω τους τα κεφάλια και τα κεφάλια για να φιλοξενούν τα μάτια και να αιχμαλωτίζουν βλέμματα». Τι κι αν «άργησε είκοσι χρόνια» κατά τον ποιητή; Καλύπτεται αυτό το κενό με τις γεμάτες στιγμές που της χαρίζονται κοντά σε ανθρώπους ξεχωριστούς: Μάνος, Ελύτης, Ξαρχάκος, Ζήσιμος Λορεντζάτος, Σταθόπουλος και πολλοί άλλοι. Μουσικοί, τραγουδιστές, ποιητές, ζωγράφοι… Η επαρχιώτισσα κοπέλα ζει κοντά στον ποιητή ένα θαύμα και προσπαθεί να αυτοβελτιωθεί και να διδαχθεί με μάτια, αυτιά και ψυχή ορθάνοιχτα.
Η Αγαθή Δημητρούκα διηγείται με απολαυστικό τρόπο κάποια πολύ χαρακτηριστικά γεγονότα από την κοινή ζωή της με τον ποιητή. Την εμμονή του με συγκεκριμένες διαδρομές, το επεισόδιο με τον ταξιτζή που εκθείαζε «αυτόν τον Γκάτσο» που «σε πάει από δω, σε πάει από κει, κάθε τραγούδι κι ένας ολόκληρος κόσμος, αλλιώτικος» και που ρωτάει τον ποιητή αν έχει ακούσει κανένα τραγούδι του Γκάτσου!...Τη στιχομυθία του Γκάτσου με τον Μούτση για τους στίχους του τραγουδιού «Κράτα ανοιχτή την πόρτα σου», με τον ποιητή να καταλήγει ξεκαρδισμένος σε ένα ευφυές χυδαιολόγημα που κάνει ρίμα με τα προηγούμενα και τον Μούτση να εξομολογείται σοκαρισμένος στον Χατζιδάκι ότι ο Γκάτσος είναι ο βασανιστής του. Την αδυναμία τόσο του Γκάτσου όσο και του Μάνου για τα γλυκά. Τα αστεία καψόνια του Γκάτσου στον Χατζιδάκι, που τρέλαιναν τον τελευταίο και έκαναν την Αγαθή να ξεκαρδίζεται από τα γέλια. Τις πρώτες της ποιητικές απόπειρες που μελοποιήθηκαν με την παρότρυνση του Γκάτσου.
Και στο τέλος, το τέλος του ποιητή. Τη φθορά. Τον θάνατο. Τις προσπάθειες της Αγαθής να τον κρατήσει ακμαίο και πνευματικά θαλερό. Να τον βοηθά εκείνη πλέον στα γραψίματά του. Να τελειώνει εκείνη ό,τι εκείνος δεν μπορούσε και άφηνε μισό. Τις τελευταίες εορταστικές συγκεντρώσεις στο σπίτι. Με φαγητό, γλυκά και ποτά και με ανθρώπους αγαπημένους. Έτσι, για να είναι το τέλος γλυκό. Σαν «ερωτική κατάβαση στον Άδη». Εξάλλου ο χρόνος είναι για όλους αδυσώπητος.
Κλέφτικα ο χρόνος φεύγει και γυρίζει
άλλους μας πεθαίνει κι άλλους μας κοιμίζει.
6 σχόλια:
Πρέπει να είναι όντως πολύ ενδιαφέρον βιβλίο! Ευχαριστώ για την όμορφη παρουσίαση κ πρόταση!
Εγώ ευχαριστώ, καλλιτέχνιδά μου για την επίσκεψη. Στο συστήνω θερμά!
Πολύ ενδιαφέρουσα η περιγραφή!
Μου κέντρισες το ενδιαφέρον τόσο πολύ μόνο και μόνο απο τον έξοχο τρόπο περιγραφής σου. Θα το αναζητήσω επειγόντως.
Σε ευχαριστώ πολύ και καλώς σε βρήκα
Καλά λένε ότι η καλύτερη διαφήμιση ενός βιβλίου γίνεται από τους ίδιους τους αναγνώστες. Βρήκα τον τίτλο του βιβλίου απωθητικό αλλά η περιγραφή σου με κέρδισε, Μαρία.
ο χρόνος τάζει πασαπόρτι στις αθανασίες, επίσης
Δημοσίευση σχολίου