Σελίδες

26.1.11

Η κολόνια-αίνιγμα

    Μου αρέσουν τα αρώματα. Μου αρέσει να μυρίζω όμορφα. Μου αρέσει επίσης να μυρίζουν οι άλλοι γύρω μου όμορφα. Μερικές φορές κάποια αρώματα μου κολλάνε ξαφνικά και ανεπανόρθωτα. Μια ευαίσθητη περίοδος για κάτι τέτοιο είναι το πρωί μετά από μια δύσκολη εφημερία. Είναι η ώρα που οι άλλοι έρχονται από τα σπίτια τους καθαροί και φρεσκοπλυμένοι, αφήνοντας στο πέρασμά τους την ψύχρα του πρωινού με νότες από την κολόνια ή το αφρόλουτρό τους.
    Κάτι τέτοιο μου έτυχε πριν από μερικές ημέρες. Ήταν πρωί, μετά από μια αρκετά κουραστική εφημερία. Μια νοσηλεύτρια της πρωινής βάρδιας μπήκε στο γραφείο φουριόζα, να με ρωτήσει για την αγωγή ενός ασθενούς. Μαζί της μπήκε και ένα κύμα άγνωστου αρώματος. Έδωσα την απάντηση για τον άρρωστο και έκανα την ερώτηση για το άρωμα.
   «Enigma της Oriflame», μου απάντησε.
   Enigma της Oriflame σημείωσα κι εγώ στο μπλοκάκι του νου, όπου καταχωρώ τις σημαντικές υποθέσεις της ζωής μου. Ήξερα αμέσως πού θα αποταθώ. «With a little help from my friends» έλεγαν τα Σκαθάρια και φαίνεται ότι κάτι ήξεραν. Με την πρώτη ευκαιρία ρώτησα κι εγώ τη φίλη μου την εξειδικευμένη στις μυρωδιές. Ακριβώς ένα βήμα μπροστά από τον Hondo.
   «Υπάρχουν δύο εκδόσεις», με πληροφόρησε. «Η κανονική και η Enigma new edition. Θα σου τις φέρω να δεις».
   Σήμερα το μεσημέρι είδα τις δύο εκδόσεις της κολόνιας-αίνιγμα.
   «Η παλιά έκανε εντύπωση προχτές σε έναν μανάβη στη λαϊκή. Με ρώτησε τι κολόνια φοράω», μου είπε η φίλη μου.
    Ή ο μανάβης είχε γερή μύτη ή τα λαχανικά δεν μυρίζουν πια όπως παλιά, σκέφτηκα εγώ. Πήρα το μπουκάλι της παλιάς έκδοσης. Κόκκινο βαθύ, πορφυρό με μυτερό τελείωμα, σαν φλόγα από κρύσταλλο. Έβαλα στον αριστερό καρπό. Η new edition ήταν σε μπουκαλάκι-δείγμα. Έβαλα και από αυτή στον δεξιό καρπό. Μπήκα στο αυτοκίνητο και ξεκίνησα για το σπίτι.
    Στο δρόμο η κίνηση ήταν ανεκδιήγητη, αλλά όχι απροειδοποίητη. Οι φωτεινές επιγραφές ανακοίνωναν ακινητοποιημένα οχήματα, έργα στην αριστερή λωρίδα και διάφορα άλλα κακά συναπαντήματα. Ευτυχώς, ο Μάλερ έγραφε μακροσκελείς συμφωνίες. Έτσι η αγαπημένη μου Πρώτη του ("Titan") έφτανε για όλο το δρόμο. Είχα επίσης την ευκαιρία να συγκρίνω με την ησυχία μου τις δύο εκδόσεις της Enigma. Φαντάζομαι ότι οι οδηγοί από τα διπλανά αυτοκίνητα θα είχαν απορήσει βλέποντάς με να μυρίζω πότε τον ένα και πότε τον άλλο καρπό.
    Φτάνοντας με ανακούφιση στο σπίτι και αφού ο Rafael Kubelik είχε πια κατεβεί από το podium του αυτοκινήτου μου, έβγαλα τη μπλούζα που φορούσα, για να βάλω τα ρούχα του σπιτιού. Από τον λαιμό μου ήρθε ένα κύμα Armani Code που καλά κρατούσε από το πρωί. Από τον αριστερό καρπό έφτανε στη μύτη μου η παλιά έκδοση της Enigma, αυτή που εντυπωσίασε τον μανάβη. Από τον δεξιό καρπό η Enigma new edition. Καμαρώνοντας στον καθρέφτη τις still under construction φέτες μου, παρατήρησα μια κοκκινίλα περιομφαλικά, ακριβώς στο κέντρο του σώματος. Αλλεργία, σκέφτηκα. Πλησίασα περισσότερο στον καθρέφτη και είδα ότι η κοκκινίλα στο κέντρο του σώματός μου σχημάτιζε γράμματα στα αγγλικά. Αναγνώρισα αμέσως το λογότυπο:

(Σημείωση: Η ανάρτηση αυτή δεν είναι διαφημιστική. Αν παρόλα αυτά εκληφθεί ως τέτοια, παρακαλώ την Oriflame για τα δέοντα).

21.1.11

Αγαθή Δημητρούκα: "Πουλάμε τη ζωή, χρεώνουμε τον θάνατο"

    Διάβασα το βιβλίο της Αγαθής Δημητρούκα με μία ανάσα. Όπως ακριβώς συστήνεται στο οπισθόφυλλο: «κείμενο γραμμένο με μία ανάσα, για να διαβαστεί επίσης με μία ανάσα». Μυθιστορηματική αυτοβιογραφία είναι η κατηγορία στην οποία το έχει κατατάξει η ίδια η συγγραφέας ή ο εκδότης. Κατάθεση ψυχής είναι η κατηγορία που θα πρότεινα εγώ. Συχνά συναντώ αυτή την έκφραση. Λίγες φορές όμως την έχω νιώσει τόσο έντονα, όσο διαβάζοντας αυτό το σχετικά ολιγοσέλιδο βιβλίο.
    Είναι η ζωή ενός μικρού κοριτσιού που μεγαλώνει μέσα σε αγροτική οικογένεια σε ένα χωριό της Αιτωλοακαρνανίας, με πατέρα μισοπαράλυτο από πολιομυελίτιδα, αλλά λεβέντη και περήφανο για την «τσούπα» του. Μπροστά εκείνος σαν καράβι/που δεν μπορούσε να προλάβει/καμιά θαλασσοταραχή./Κι εγώ στον τέταρτο χειμώνα/ν’ ακολουθώ μικρή γοργόνα/μ’ έν’ άσπρο λούτρινο παλτό.
    Ένα αθώο παιδί που προσπαθεί να κρατήσει άσπιλο το άσπρο παλτό, σαν την ψυχή του. «Μα τίποτα δεν έμεινε άσπιλο». Όταν κάποια στιγμή ο πατέρας αναγκάζεται να μπει στο νοσοκομείο, η μικρή Αγαθή καταλήγει φιλοξενούμενη σε μια θεία. Η αρχικά ξεχωριστή περιποίηση καταλήγει σε σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού από τον θείο. «Είδα ότι από το σώμα των αντρών κρεμόταν κάτι που έμοιαζε με μακρουλό σκατό. Κι αυτό το σκατό κυλιόταν πάνω μου, στο κορμί μου, κι ένα χέρι με χάιδευε, κι ο άντρας της θείας μου μού έλεγε καθησυχαστικά, σαν να είχα τρομάξει από κάποιον εφιάλτη, να μη φοβάμαι κι ότι ήταν εκείνος εκεί κι ότι μ’ αγαπούσε σαν δικό του παιδί».
    Ο πατέρας αποτελεί κεντρικό πρόσωπο για τη μικρή Αγαθή. Της μαθαίνει τα πρώτα γράμματα. Την εμπιστεύεται όταν αργότερα εκείνη τον συμβουλεύει σε αγροτικά θέματα, με αυτά που έχει μάθει στο σχολείο. Η Αγαθή τον φροντίζει αδιαμαρτύρητα, ξεπερνώντας κάποιες φορές τις κοριτσίστικες αντοχές της. Καταφέρνει να φορτωθεί στην πλάτη της το βαρύ παράλυτο κορμί του και να τον μεταφέρει στο σπίτι. Κι εκείνος, ανακουφισμένος, σιγομουρμουρίζει το Βουνό (Θ’ ανέβω και θα τραγουδήσω). «Τι κι αν το ψηλότερο βουνό που μπορούσε ν’ ανεβεί ήταν απλώς το κρεβάτι του!»
    Η ζωή του κοριτσιού συνεχίζει στους μίζερους ρυθμούς της ελληνικής επαρχίας, ανάμεσα σε αγροτικές εργασίες, όπου ακολουθούσε τη μάνα της «για να της δίνει την εντύπωση της ανθρώπινης συντροφιάς», και στις πρώτες λογοτεχνικές αναζητήσεις. Ο καθηγητής στο γυμνάσιο αφιερώνει ολόκληρη ώρα στις εκθέσεις της. Εκείνη μαζεύει πενηνταράκι-πενηνταράκι το χαρτζιλίκι της και αγοράζει βιβλία: Ρίτσο, Καζαντζάκη, μεταφρασμένο Σαίξπηρ.
    Εκεί κοντά κάνει την εμφάνισή της η άλλη κορυφαία ανδρική φιγούρα της ζωής της: ο ποιητής Νίκος Γκάτσος. Με απίστευτα τολμηρό τρόπο, η έφηβη Αγαθή αρχικά τηλεφωνεί και στη συνέχεια γράφει στον ποιητή. Η επικοινωνία τους σιγά-σιγά πυκνώνει και βλασταίνει σε μια πολυσχιδή σχέση πατέρα-κόρης, άνδρα-γυναίκας, δάσκαλου-μαθήτριας, με τρυφερές καθημερινές σκηνές που περιγράφονται με γλαφυρό και ζωντανό τρόπο από τη συγγραφέα, σαν να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας.
   Ο Γκάτσος, μεγαλόσωμος και αριστοκρατικός, με τα μονότονα σκούρα ρούχα του. Τα πρώτα γεύματα στου Φλόκα μαζί με τον Χατζιδάκι. Η Αγαθή ανακαλύπτει κοντά τους ότι «τα σώματα είναι για να στηρίζονται πάνω τους τα κεφάλια και τα κεφάλια για να φιλοξενούν τα μάτια και να αιχμαλωτίζουν βλέμματα». Τι κι αν «άργησε είκοσι χρόνια» κατά τον ποιητή; Καλύπτεται αυτό το κενό με τις γεμάτες στιγμές που της χαρίζονται κοντά σε ανθρώπους ξεχωριστούς: Μάνος, Ελύτης, Ξαρχάκος, Ζήσιμος Λορεντζάτος, Σταθόπουλος και πολλοί άλλοι. Μουσικοί, τραγουδιστές, ποιητές, ζωγράφοι… Η επαρχιώτισσα κοπέλα ζει κοντά στον ποιητή ένα θαύμα και προσπαθεί να αυτοβελτιωθεί και να διδαχθεί με μάτια, αυτιά και ψυχή ορθάνοιχτα.
    Η Αγαθή Δημητρούκα διηγείται με απολαυστικό τρόπο κάποια πολύ χαρακτηριστικά γεγονότα από την κοινή ζωή της με τον ποιητή. Την εμμονή του με συγκεκριμένες διαδρομές, το επεισόδιο με τον ταξιτζή που εκθείαζε «αυτόν τον Γκάτσο» που «σε πάει από δω, σε πάει από κει, κάθε τραγούδι κι ένας ολόκληρος κόσμος, αλλιώτικος» και που ρωτάει τον ποιητή αν έχει ακούσει κανένα τραγούδι του Γκάτσου!...Τη στιχομυθία του Γκάτσου με τον Μούτση για τους στίχους του τραγουδιού «Κράτα ανοιχτή την πόρτα σου», με τον ποιητή να καταλήγει ξεκαρδισμένος σε ένα ευφυές χυδαιολόγημα που κάνει ρίμα με τα προηγούμενα και τον Μούτση να εξομολογείται σοκαρισμένος στον Χατζιδάκι ότι ο Γκάτσος είναι ο βασανιστής του. Την αδυναμία τόσο του Γκάτσου όσο και του Μάνου για τα γλυκά. Τα αστεία καψόνια του Γκάτσου στον Χατζιδάκι, που τρέλαιναν τον τελευταίο και έκαναν την Αγαθή να ξεκαρδίζεται από τα γέλια. Τις πρώτες της ποιητικές απόπειρες που μελοποιήθηκαν με την παρότρυνση του Γκάτσου.
    Και στο τέλος, το τέλος του ποιητή. Τη φθορά. Τον θάνατο. Τις προσπάθειες της Αγαθής να τον κρατήσει ακμαίο και πνευματικά θαλερό. Να τον βοηθά εκείνη πλέον στα γραψίματά του. Να τελειώνει εκείνη ό,τι εκείνος δεν μπορούσε και άφηνε μισό. Τις τελευταίες εορταστικές συγκεντρώσεις στο σπίτι. Με φαγητό, γλυκά και ποτά και με ανθρώπους αγαπημένους. Έτσι, για να είναι το τέλος γλυκό. Σαν «ερωτική κατάβαση στον Άδη». Εξάλλου ο χρόνος είναι για όλους αδυσώπητος.

Κλέφτικα ο χρόνος φεύγει και γυρίζει
άλλους μας πεθαίνει κι άλλους μας κοιμίζει.

15.1.11

Αλκυονίδες μέρες


Στο διάβα του καλοκαιριού
αξόδευτη η άμμος
έμεινε
τον ήλιο να στεγνώνει
βότσαλα ολοστρόγγυλα
βήματα καρικώνουν
κι η θάλασσα να λαχταρά
την αγκαλιά ανθρώπου.

9.1.11

Pinot ή Chardonnay;


   Κάθε χρόνο τα τελευταία πέντε χρόνια, μία από τις γιορτινές ημέρες των Χριστουγέννων, κάνουμε με την Ιωάννα την καθιερωμένη μας βιβλιότσαρκα. Ακριβώς όπως άλλοι κάνουν μπαρότσαρκες. Πηγαίνουμε στα μεγάλα βιβλιοπωλεία στο κέντρο της Αθήνας. Στο τέλος, φορτωμένες με πολλά κιλά λογοτεχνίας και ποίησης, πίνουμε καφέ στη γκλαμουράτη στοά του City Link.
   Έχει κάτι το ιδιαίτερο αυτή η στοά. Ίσως είναι η αρχιτεκτονική της. Το σχέδιό της εκπονήθηκε στην αρχική μορφή του από γαλλοσπουδασμένους Έλληνες αρχιτέκτονες και ήταν το πρώτο βραβείο αρχιτεκτονικού διαγωνισμού του 1926. Στεγάστηκε το Μετοχικό Ταμείο Στρατού, που αρχικά ονομαζόταν Ταμείο Χηρών και Ορφανών του Στρατού, καθώς και τα πρώτα καταστήματα πολυτελείας της Αθήνας. Επίσης το «Παλλάς», το «Μαξίμ», το ζαχαροπλαστείο του Zonar’s και το καφέ «Μπραζίλιαν», όπου μαζεύονταν οι κοσμικοί και οι εστέτ της μεσοπολεμικής και μεταπολεμικής Αθήνας.
   Και σήμερα όμως η στοά αυτή μοιάζει με κυψέλη ενός πολύβουου και πολύχρωμου μελισσιού που τριγυρνάει, αγοράζει, αγορεύει και τρωγοπίνει. Φέτος ήταν πολύ όμορφα διακοσμημένη με φιγούρες του Ντίσνεϋ που κρέμονταν από την οροφή.
   Τη μέρα που συναντηθήκαμε με την Ιωάννα, ήταν και η γιορτή της (μεγάλη η χάρη του Άη-Γιάννη), ήταν και μεσημέρι (μεγάλη η πείνα μας). Έτσι, της πνευματικής προηγήθηκε η μαγειρευτή τροφή. Καθίσαμε στο γνωστό μας εστιατόριο και ο ευγενικός σερβιτόρος μας έφερε το μενού.
   Η παρακάτω διαπίστωση αποτελεί απαραίτητη παρένθεση και εισαγωγή για τα επόμενα. Εκτός από περίοδο οικονομικής ύφεσης, φαίνεται ότι διάγουμε και περίοδο γαστριμαργικής δίεσης. Όλοι μαγειρεύουν, τρώνε, διαβάζουν συνταγές και βλέπουν στην τηλεόραση άλλους να μαγειρεύουν, να τρώνε και να διαβάζουν συνταγές. Ακόμα και τα παιδιά του δημοτικού ξέρουν τι είναι το τεπανγιάκι, το ρύζι basmati, το τόφου και το ραντίτσιο. Τα εστιατόρια που σέβονται τον εαυτό τους, σερβίρουν μενού με τουλάχιστον δύο άγνωστες λέξεις σε κάθε πιάτο.
   Αφού μελετήσαμε τον κατάλογο με μεγαλύτερη προσοχή απ’ όση θα απαιτούσε ένα ιατρικό άρθρο για τα νεότερα αντιβιοτικά, καταλήξαμε με σχετική αβεβαιότητα σε ένα πιάτο η καθεμιά μας και σε μία σαλάτα. Η σαλάτα ήταν εύκολο θέμα. Η ρόκα είναι παλιά γνώριμη. Αυτήν ξέρουμε, αυτήν εμπιστευόμαστε. Το «baby σπανάκι», μας φάνηκε επίσης ασφαλές. Μωρό είναι, άκακο θα είναι. Στα κυρίως πιάτα είχαμε μεγαλύτερη ανασφάλεια. Εγώ διάλεξα βιολογικό κοτόπουλο koble μαριναρισμένο με μοσχολέμονο και ginger και σερβιρισμένο με ρύζι tamaki και σέσκουλα ατμού. Η Ιωάννα πήρε σολομό ψητό με σάλτσα από framboise και σπανάκι στον ατμό σερβιρισμένο σε καλαθάκι ζυμαρικών. Για συνοδεία ζητήσαμε από ένα ποτήρι λευκό κρασί.
   Ο σερβιτόρος φάνηκε να ικανοποιείται από την παραγγελία που του έδωσαν οι δυο elegant κυρίες, οπότε μας ρώτησε με φυσικό ύφος αν προτιμάμε Pinot ή Chardonnay. Έπιασα στον αέρα την αμηχανία της Ιωάννας και πρόλαβα, επίσης στον αέρα, την ερώτησή της που θα τα κατέστρεφε όλα.
   -Φυσικά Chardonnay, απάντησα με σαρδόνιο χαμόγελο.
   Ο σερβιτόρος έφυγε ευχαριστημένος. Όχι που θα πήγαινε να μας κομπλάρει. Άραγε αυτός ξέρει τις διαφορές του Pinot από το Chardonnay;
   Πάντως τα πιάτα ήταν πολύ γευστικά. Το βιολογικό κοτόπουλο koble καθόταν αναπαυτικά πάνω σε ένα βουναλάκι σφιχτοδεμένου ρυζιού tamaki (το Tamaki είναι μια περιοχή του Αφγανιστάν), ενώ ο σολομός της Ιωάννας γυάλιζε ροδοκόκκινος και λαχταριστός, λουσμένος με σάλτσα framboise. Όσο για το Chardonnay, ανατρέχοντας αργότερα στη βιβλιογραφία, βρήκα ότι είναι ο «βασιλιάς των λευκών».
  Όταν ήρθε ο λογαριασμός, παρατήρησα ότι η Ιωάννα έβαλε εκατό ευρώ στο διακριτικό δερμάτινο δίπτυχο, όσα περίπου παίρνουμε καθαρά για μία 24ωρη εφημερία στο νοσοκομείο, και πήρε ρέστα γύρω στα είκοσι, όσο περίπου κοστίζει ένα βιβλίο.
Συνεχίσαμε τη βόλτα μας με βιβλία, όπως κάθε φορά. Η Ιωάννα έχει ένα μεγάλο κόλλημα με τον Νίκο Θέμελη. Κάθε χρόνο μου παίρνει δώρο το καινούριο του βιβλίο, αφού κάθε χρόνο κι εκείνος έχει καινούριο βιβλίο. Έτσι απέκτησα τη «Συμφωνία των Ονείρων». Άρχισα να τη διαβάζω το επόμενο πρωί, αφού προηγήθηκε, το ίδιο βράδυ, ένα ξεκαρδιστικό όνειρο.

The one and lonely


    Σκύλα αποκαλούν συνήθως τη στριμμένη γυναίκα. Αυτή όμως ήταν μια κανονική σκύλα. Μαύρη σαν κατράμι. Με επτά κουτάβια. Δύο γκρίζα, δύο μαύρα, δύο καφετιά και ένα ασπρόμαυρο. Όλα ταιριασμένα σε ζευγάρια. Μόνο το τελευταίο ήταν ξέχωρο.
    Πάντα περίσσευε το ασπρόμαυρο, ακόμα και στο φαΐ. Έξι θηλές είχε η σκύλα. Δύο για κάθε χρώμα. Ο αταίριαστος με τη διχρωμία έπρεπε να περιμένει. Έτρωγε πάντα τελευταίος, όταν τα μονόχρωμα ζευγάρια, χορτασμένα, άρχιζαν το παιχνίδι. Ακουμπούσε τότε κι εκείνος το ασπρόμαυρο κεφάλι του στη μαύρη σαν κατράμι κοιλιά της σκύλας και ρούφαγε λαίμαργα και από τις έξι θηλές. Με την άκρη του ματιού του έβλεπε τα αδέλφια του να κυλιούνται στο γρασίδι σχηματίζοντας μια γκριζομαυροκαφετιά μπάλα.
    Σε λίγο, η σκύλα αποτραβιόταν κουρασμένη και ο ασπρόμαυρος αδελφός έμενε μόνος να παρατηρεί το παιχνίδι των άλλων. Δεν τον πείραζε όμως που ήταν μόνος και ξεχωριστός. Ήξερε ότι είχε το χρώμα του πατέρα του, ενός μεγαλόσωμου και αγέρωχου κοπρίτη, που με το γάβγισμά του έκανε τη μάνα του και όλες τις άλλες σκύλες της γειτονιάς να γρυλίζουν με λαχτάρα.
    Έβλεπε και τους περαστικούς που σταματούσαν να περιεργαστούν τη σκύλα με τα κουταβάκια. Εκείνος ήταν που τραβούσε αμέσως τη ματιά τους. Εκείνον φωτογράφιζαν με τα κινητά τους κι εκείνον χάιδευαν με το παπούτσι τους. Εξάλλου αυτό συμβαίνει πάντα. Ο διαφορετικός ξεχωρίζει.
   Για τον κόσμο των ανθρώπων έχουν γραφτεί πολλά. Όμως στον κόσμο των σκύλων τι είναι άραγε προτιμότερο; Να είσαι ίδιος και μαζί ή μόνος και ξεχωριστός;


3.1.11

Χριστουγεννιάτικα εσώρουχα


Μέρες περνάω έξω από τη βιτρίνα
με το δάκτυλο στη σκανδάλη του κινητού
έτοιμος να τραβήξω τη μία
την ξεχωριστή φωτογραφία.

Άτολμα παραφυλάω
κάτι με σταματά
οι πωλήτριες
όπως στέκονται πίσω από τον πάγκο
ξεδιπλώνοντας λαμέ ελπίδες
με απρόθυμα χέρια
και ρούχα καθημερινά
οι περαστικοί
όπως διαβαίνουν βιαστικά
χωρίς προειδοποίηση
για τον άγνωστο με το κινητό
που κλέβει τη γυαλιστερή βιτρίνα.

Απόψε όμως
έφτασε η στιγμή
παγωμένο, ήσυχο βράδυ
παραμονή Πρωτοχρονιάς
οι κοπέλες στη βιτρίνα
δεν περιμένουν άλλον από εμένα
Εξάλλου
υπόσχεση ήταν από καιρό
από τον καιρό που έφυγε η Glendora
από τον καιρό που έμεινα εγώ.