Σελίδες

23.8.13

Ο φούρνος του μακαρίτη


Το καλύτερο ψωμί στο χωριό το έβγαζε από παλιά ο φούρνος του μακαρίτη. Ζυμωτές με το χέρι φραντζόλες και καρβέλια, ψημένα όλα σε φούρνο με ξύλα. «Αρτοποιία Βλάχου» έγραφε η μικρή ξύλινη ταμπέλα πάνω από την είσοδο, αλλά όλοι οι ντόπιοι ως «φούρνο του μακαρίτη» τον ήξεραν. Πρόλαβα ζωντανό τον Σταύρο Βλάχο, τον μακαρίτη. Ήταν ένας λεβεντάνθρωπος, κοντά δύο μέτρα, με ανοιχτές πλάτες, πυκνά καστανά μαλλιά και γαλανά μάτια. Ωραίος άντρας. Είχε ανοίξει τον φούρνο, όταν στο χωριό δεν υπήρχε παρά μόνο το μπακάλικο του μπαρμπα-Τάση, το «μαγαζί» του χωριού.
Στην αρχή ο Σταύρος δούλευε τον φούρνο μαζί με τη γυναίκα του, μιαν αεράτη τριαντάρα, «ξενόφερτη», όπως έλεγαν οι ντόπιοι. Η Καίτη, αυτό ήταν το όνομά της, ήταν Σαλονικιά. Κανείς δεν ήξερε ακριβώς ποιος δρόμος την έβγαλε στο χωριό και στο σπίτι του Σταύρου. Όλοι όμως ήξεραν με κάθε λεπτομέρεια τα τσιλιμπουρδίσματα του Σταύρου με τις ντόπιες και τις ξένες. Γιατί ο Σταύρος, εκτός από το καλό ψωμί, ήξερε να εκτιμάει και τις ωραίες γυναίκες, ανεξάρτητα από την ηλικία, την καταγωγή και την οικογενειακή τους κατάσταση. Ως έμπειρος φούρναρης, τις ζύμωνε με μαεστρία στην τεράστια αγκαλιά του, αφήνοντάς τις στο τέλος αφράτες και ζεστές σαν φρεσκοψημένες φραντζόλες.
Η Καίτη κατάλαβε γρήγορα τα χούγια του άντρα της. Αν δεν είχαν κάνει ήδη τον γιο τους, θα είχε παρατήσει τον Σταύρο και τον φούρνο του και θα είχε γυρίσει στη βορινή πατρίδα της. Για χάρη του αγοριού της όμως, περιορίστηκε να εγκαταλείψει μόνο τον φούρνο• τουλάχιστον έτσι γλίτωσε από τα συγκαταβατικά έως κοροϊδευτικά βλέμματα που της έριχναν οι χωριανοί, καθώς τους τύλιγε τις φραντζόλες και τα παξιμάδια.
Οι δουλειές του Σταύρου στον φούρνο πήγαιναν καλά. Έφτιαχνε διάφορα αρτοσκευάσματα που άρεσαν πολύ και στους ντόπιους, αλλά και στους ξένους που πλημμύριζαν τα καλοκαίρια το χωριό. Σ’ αυτούς τους τελευταίους ο Σταύρος ήξερε να πασάρει με τρόπο κανένα λίγο μπαγιάτικο τσουρέκι, μερικά πολυκαιρισμένα κουλούρια ή χθεσινό ψωμί. Έτσι κι αλλιώς, όταν το έπαιρναν είδηση, ήταν ήδη μακριά στο δρόμο της επιστροφής ή δίπλα στη θάλασσα, με το κύμα να ξεπλένει την οργή για την κοροϊδία του φούρναρη. Η Καίτη τον μάλωνε. Την ενοχλούσαν περισσότερο τα μπαγιάτικα πράγματα που πούλαγε ο άντρας της στους πελάτες του, παρά το φρέσκο κέρατο που πέρναγε στην ίδια τουλάχιστον μία φορά το μήνα.
Τον ίδιο καιρό που έγινε αντιληπτή η οικονομική κρίση που κατέτρωγε τη χώρα, έδωσε και τα πρώτα του  σημάδια ο καρκίνος που έτρωγε το πάγκρεας του Σταύρου. Η λεβέντικη κορμοστασιά του σούρωσε, οι πλάτες του σκέβρωσαν, τα μαλλιά του αραίωσαν και άσπρισαν, τα μάγουλά του ήρθαν να βρουν τις κόγχες τους. Στο τέλος έγινε όλος χαλκοκίτρινος. Πριν υπογραφεί το πρώτο μνημόνιο που θα αναποδογύριζε τη χώρα, ο Σταύρος πρόλαβε να μετοικήσει στον χλοερό τόπο της αναπαύσεως, απέναντι από την εκκλησία του Σταυρού, για να βγει αληθινό-έστω και κάπως νωρίς-το τάμα της μάνας του.

  Είχα αρκετά χρόνια να πάω στο χωριό. Σπουδές, δουλειά, οικογένεια, όλο κάτι τύχαινε• και τα καλοκαίρια συνήθως νησιά, κάθε καλοκαίρι και διαφορετικό. Τη φετινή χρονιά όμως τα οικονομικά ήταν χειρότερα από ποτέ και τα εισιτήρια των πλοίων απλησίαστα. Έτσι, το χωριό αποδείχτηκε  σωτήρια λύση για διακοπές. Μετά από τόσα χρόνια, δεν μου φάνηκε να είχαν αλλάξει πολλά πράγματα. Βέβαια, είχε ανοίξει ένας θερινός κινηματογράφος που έπαιζε τις εμπορικές ταινίες της χρονιάς, καθώς και ένα μεγάλο φαρμακείο, όπου μπορούσα να βρω όλα σχεδόν τα βιολογικά καλλυντικά που χρησιμοποιούσα.
Ο «φούρνος του μακαρίτη» ήταν στην ίδια γωνιά, στο στενό που ανέβαινε προς την εκκλησία του Σταυρού. Οι προθήκες είχαν μείνει ίδιες από τον καιρό που ζούσε ο Σταύρος• το ίδιο και η ταμπέλα «Αρτοποιία Βλάχου», μόνο που τώρα ήταν λουστραρισμένη και γυαλιστερή. Όλα στη θέση τους, τα ψωμιά στα καλάθια, τα κουλούρια στις λαμαρίνες, τα ντόπια ζυμαρικά σε πλαστικές συσκευασίες πάνω στον ίδιο πάγκο. Δίπλα στην είσοδο του φούρνου ήταν εγκατεστημένο ένα μικρό ψυγείο γεμάτο με έτοιμα σάντουιτς και αραβικές πίτες. Στο βάθος του μαγαζιού, μέσα στο παρασκευαστήριο, ένας ψηλός και γεροδεμένος νεαρός  με ανοιχτές πλάτες και πυκνά καστανά μαλλιά φούρνιζε και ξεφούρνιζε πολλές ώρες την ημέρα, ακούγοντας χιπ-χοπ από ένα ψηφιακό ραδιοφωνάκι.
Στο ταμείο η Καίτη, μαυροφορεμένη, αφρατεμένη απ’ τα χρόνια κι από το τσιμπολόγημα στον φούρνο, με τα μεγάλα καστανά της μάτια χωνεμένα από τη συνήθεια, χτύπαγε στην ταμειακή μηχανή αραιά και πού καμιά απόδειξη, έτσι για τα μάτια του κόσμου που έχει γνωστούς στο ΣΔΟΕ, ενώ τις περισσότερες φορές κοίταζε με το ίδιο, στερεότυπα θλιμμένο και αφηρημένο ύφος τον πελάτη, κάνοντάς τον να νιώθει σχεδόν ένοχος που σκέφτηκε να ζητήσει απόδειξη. Πάνω από το κεφάλι της, στον τοίχο ακριβώς πίσω από το ταμείο, κρεμόταν ένα μεγάλο κάδρο με τον μακαρίτη, προφανώς επεξεργασμένο με κάποια από τις πρώτες εκδόσεις του Photoshop. Ο Σταύρος στη μεγάλη του ακμή, ευθυτενής, αγέρωχος, ντυμένος τα χειμωνιάτικά του, περικομμένος με το ψαλίδι του Photoshop και επικολλημένος  μπροστά από μια άποψη της παραλίας του χωριού, με τα πόδια να φαίνονται σαν να μην πατάνε στα χαλίκια. Έμοιαζε στη φωτογραφία σαν από μηχανής θεός που κατέβηκε από ψηλά για λίγο, ίσα να δει πώς πάνε οι δουλειές στον φούρνο. Είχε μάλιστα αυτή η φωτογραφία του Σταύρου το ίδιο θλιμμένο και αφηρημένο βλέμμα με τη χήρα του, μόνο που αν επέμενες να τον κοιτάζεις παρατεταμένα, θα τον έβλεπες κάποια στιγμή να σου κλείνει πονηρά το αριστερό πάντα μάτι, όπως έκανε ζωντανός, όταν σου έγνεφε συνωμοτικά να μην πάρεις ψωμί από το καλάθι, αλλά να περιμένεις να σου δώσει εκείνος από το φρέσκο, μόλις αδειάσει ο φούρνος από τους ξένους πελάτες.


19.8.13

Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας χωρίς τον Όμπερον

      
      Σήμερα τα ξημερώματα είδα ένα παράξενο όνειρο. Ίσως να έφταιγε η προχωρημένη ώρα που έφτασα να ξαπλώσω, κολλημένη ώρες και για πολλοστή φορά με τη βιογραφία του Αλμπέρ Καμύ· ίσως ο ήχος-έστω και σε χαμηλή ένταση-της τηλεόρασης, που έπαιζε τον «Νονό» (εξάλλου εγώ προέτρεψα την Έλλη να μην το χάσει)· ίσως το φεγγάρι που έχει σχεδόν ξεχειλίσει, προετοιμάζοντας την αυριανή πανσέληνο. Στο καλάθι της βεράντας, η γάτα του σπιτιού, η Σίβυλλα, κοιμόταν ήσυχα αγκαλιά με το γατάκι της, τη Φρίντα. Η Φρίντα γεννήθηκε φέτος ανήμερα στα γενέθλια της Frida Kahlo, μαζί με άλλα δύο αδελφάκια που δεν επέζησαν. Το τέλος και των δύο άλλων γατιών έλαβε χώρα στη βεράντα κι επειδή η Φρίντα ήταν εξαφανισμένη, φωνάζαμε τη Σίβυλλα «Μήδεια», μέχρις ότου, μετά από δεκαπέντε περίπου μέρες,  εμφάνισε με καμάρι στο χαλάκι της εξώπορτας τη μοναχοκόρη της, στρουμπουλή και χνουδωτή σαν λούτρινο.

            Αυτή είναι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα που θα ήταν απαραίτητη σ’ έναν ψυχαναλυτή για να εμβαθύνει στο όνειρο. Ας έρθουμε στο ίδιο το όνειρο. Βρίσκομαι στο πατρικό μου σπίτι και είναι μεσημέρι. Ξαπλώνω «στην κάμαρά μου την παιδική», με τη μπαλκονόπορτα μισάνοιχτη και ένα δροσερό αεράκι να θροΐζει την κουρτίνα. Επεξηγώ στους νεότερους, κάποτε, ναι, κοιμόμαστε έτσι. Κι όμως, στο όνειρο νιώθω ανασφάλεια, «λες να μπει κανένας;» σκέφτομαι και σηκώνομαι να κλείσω τη τζαμαρία. Τότε βλέπω στην άκρη του μπαλκονιού, στον τοίχο της διπλανής πολυκατοικίας, έναν άνδρα να αναρριχάται. Έχει μακριά μαλλιά σαν χαίτη και η πλάτη του είναι γυμνή. Αυτά μόνο προλαβαίνω να δω και μπαίνω στο σπίτι έντρομη. Ξυπνάω τους γονείς μου και τηλεφωνώ στην αστυνομία.
            «Αστυνομικός υπηρεσίας», ακούγεται μια γυναικεία νυσταγμένη φωνή.
            «Κάποιος προσπαθεί να μπει στο σπίτι μας από το μπαλκόνι», ψελλίζω με φωνή που τρέμει.
            «Πώς το ξέρετε;»
            «Πώς ξέρω τι;»
            «Ότι θέλει να μπει στο σπίτι σας».
            «Μα… είναι κρεμασμένος έξω από το μπαλκόνι μας….»
            «Και πώς είστε σίγουρη ότι θα μπει μέσα;»
            «Και τότε τι κάνει κρεμασμένος; Ενδυνάμωση δικεφάλων;»
            «Μη με ειρωνεύεστε, παρακαλώ», απαντάει η αστυνομικός με αυστηρό ύφος. Η γραμμή κλείνει, μάλλον για τεχνικούς λόγους. Πριν ξανακαλέσω τον αριθμό, πάω στο καθιστικό. Η μητέρα μου έχει αναστατώσει όλη την πολυκατοικία. Οι γυναίκες από τα άλλα διαμερίσματα, καθισμένες στις πολυθρόνες, συζητάνε. Είναι στολισμένες, σαν να έχουν έρθει για καφέ. Ξαναπηγαίνω στο τζάμι της κρεβατοκάμαρας και κοιτάζω στο μπαλκόνι. Ο άνδρας είναι ακόμα εκεί. Έχει πηδήξει στο μπαλκόνι και είναι ακίνητος. Γυρισμένος ανφάς, είναι γοητευτικός. Έχει γλυκά χαρακτηριστικά· θυμίζει τον Οσάμα Μπιν Λάντεν· κι εκείνος είχε μορφή που εξαπατούσε. Ξανακαλώ την αστυνομία.
           «Έπεσε η γραμμή», απολογούμαι στην αστυνομικό.
           «Λοιπόν;»
          «Είναι μέσα στο μπαλκόνι».
          «Και τι κάνει;»
          «Στέκεται».
          «Ακίνητος;»
          «Προς το παρόν, ναι».
       
         Από το καθιστικό η σύναξη των γυναικών έχει φτάσει σε τσακίρ κέφια. Μιλάνε και γελάνε δυνατά. Ο πατέρας μου περιμένει δίπλα, να ακούσει το αποτέλεσμα της συνομιλίας μου με την αστυνομικό.
         «Ξέρετε, δεν είναι σίγουρο ότι έχει έρθει στο σπίτι σας για κακό».
        «Μα τι λέτε; Με κοροïδεύετε;» λέω και η υπομονή μου έχει πια εξαντληθεί. Κλείνω το τηλέφωνο και ξαναπάω στη τζαμαρία. Η ταραχή μου μεγαλώνει. Στο μπαλκόνι είναι τώρα τρεις άνδρες, ο όμορφος και άλλοι δύο, μεγαλύτεροι σε ηλικία και μάλλον κακοσουλούπωτοι. Βγαίνω έξω. Ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει. Αυτή η αγωνία δεν αντέχεται άλλο.


        «Θέλετε κάτι;» ρωτάω με αφέλεια.
       «Όχι, ευχαριστούμε», απαντάει ο πιο ψηλός και πιο μεγάλος σε ηλικία. «Τα δίχτυα θα καθαρίσουμε μόνο».
       «Τα… δίχτυα;…»
       «Ναι… ξέρετε… δεν μπορεί ένας μόνος του. Χρειάζεται να είμαστε περισσότεροι».
            Κοιτάζω καλύτερα. Οι άνδρες έχουν απλώσει δίχτυα στην έξω μεριά του μπαλκονιού. Αρχίζουν να τα τραβάνε λίγο-λίγο, ενώ ταυτόχρονα τα ξεμπλέκουν και τα καθαρίζουν από κολλημένα λέπια και φύκια.
            Ξυπνάω απότομα. Βρίσκομαι ξανά στο Αλεποχώρι. Από την τηλεόραση ακούγεται το καταπληκτικό μουσικό θέμα του Νίνο Ρότα. Όνειρο ήταν και πάει. Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, με την πανσέληνο να παραμονεύει. Η Έλλη κλείνει την τηλεόραση και μπαίνει στο μπάνιο. Πόσο με ηρεμούν οι απλοί, συνηθισμένοι ήχοι του σπιτιού…